Η λαμπροφόρος ημέρα της Αναστάσεως είναι το κέντρο του ετήσιου εορτολογικού εκκλησιαστικού κύκλου. Από το Πάσχα καθορίζεται η τάξη (το τυπικό) για τις ακολουθίες όλου του χρόνου με την εναλλαγή των οκτώ ήχων (Οκτώηχος-Παρακλητική). Από την ημέρα αυτή ξεκινάει και το πρόγραμμα των ευαγγελικών και αποστολικών αναγνωσμάτων, που διαβάζονται καθ’ όλη τη διάρκεια του λειτουργικού έτους. Η έναρξή τους γίνεται με το κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο και με τις Πράξεις των Αποστόλων.
Στο αναστάσιμο λοιπόν ανάγνωσμα της πασχαλινής Λειτουργίας ο ευαγγελιστής Ιωάννης διακηρύττει τη θεότητα του Ιησού Χριστού, που τον ονομάζει και Λόγο του Θεού. «Και Θεός ην ο Λόγος». Ως Θεός ο Χριστός φέρει μέσα του τη ζωή, είναι ο ίδιος πηγή της ζωής, δεν παίρνει ζωή από αλλού. «Εν αυτώ ζωή ην». Ταυτόχρονα είναι «το φως το αληθινόν», το οποίο «φωτίζει πάντα άνθρωπον ερχόμενον εις τον κόσμον». Είναι αυτοφώς, δεν έχει ανάγκη να λαμβάνει φως από άλλη πηγή. Γι’ αυτό και αποκαλεί απερίφραστα τον εαυτό του ζωή και φως. «Εγώ ειμι η ανάστασις και η ζωή, …εγώ ειμι το φως του κόσμου» (Ιω. 1, 1-9. 11, 25. 8, 12).
Αυτός λοιπόν ο Θεός Λόγος έλαβε σάρκα, έγινε άνθρωπος όπως εμείς και «εσκήνωσεν εν ημίν» (Ιω. 1, 14). Σκήνωμά του και οίκος του έγινε η ανθρώπινη φύση του. Συναναστράφηκε μαζί μας, προσφέρθηκε θυσία υπέρ ημών στον Σταυρό, απέθανε και ετάφη. Αλλά πώς ήταν δυνατόν να παραμείνει για πάντα στον θάνατο η αληθινή ζωή, το αληθινό φως στο σκοτάδι; «Ουκ ην δυνατόν κρατείσθαι υπό της φθοράς τον αρχηγόν της ζωής» (αγ. Βασίλειος). Γι’ αυτό και αναστήθηκε «εν δυνάμει και δόξη θεϊκή» (αγ. Γρηγόριος Παλαμάς). Όντας ο ίδιος αυτοζωή και αυτοφώς, «ανέστη αυτεξουσίως ως Θεός, …εξηγέρθη εκ νεκρών ως παντοδύναμος, …σκυλεύσας τον θάνατον». Η ζωή συντρίβει τον θάνατο, το φως νικά το σκοτάδι. Είναι εύλογη η απορία του αγγέλου προς τις Μυροφόρες: «Τί ζητείτε τον ζώντα μετά των νεκρών; Τί θρηνείτε τον άφθαρτον ως εν φθορά;» Τί δουλειά έχει με τους νεκρούς αυτός που εξουσιάζει τη ζωή και τον θάνατο; «Ανέστη αυτεξουσίως», διότι «ζώντων και νεκρών κυριεύει» (πρβλ. Ρωμ. 14, 9). Τα πάντα, ακόμα και ο θάνατος, υποτάσσονται σ’ αυτόν.
Συνεπώς ο Χριστός δεν χρειαζόταν καμιά έξωθεν δύναμη για να αναστηθεί. Το λεγόμενο στο Ευαγγέλιο ότι ο Θεός Πατήρ ανέστησε τον Υιό του και «ήγειρεν αυτόν εκ νεκρών» (Πραξ. 13, 30), είναι ταυτόσημο με την έκφραση ότι ο Χριστός ανέστησε τον εαυτό του, αναστήθηκε αυτεξουσίως, αφ’ εαυτού. Τα τρία πρόσωπα του τριαδικού Θεού ενεργούν με μία ενέργεια. Τα πάντα γίνονται από τον Πατέρα διά του Υιού εν Αγίω Πνεύματι. Είτε πούμε ότι ο Θεός Πατήρ ανέστησε τον Χριστό, είτε ότι ο Χριστός αναστήθηκε από μόνος του, με τη δική του δύναμη, είναι ένα και το αυτό.
Ως Θεός λοιπόν ο Χριστός, όντας ο ίδιος φως και ζωή, ανασταίνει με τη θεία του φύση και δύναμη το σώμα του, που πριν από τη σταύρωση ήταν φθαρτό σαν το δικό μας. «Μετά δε την ανάστασιν», αυτός ο ίδιος «εκ του μνημείου τούτο θεϊκή δυνάμει ανέστησεν», αφού πρώτα το αλλοίωσε, το μετέτρεψε από φθαρτό σε πνευματικό (άγ. Συμεών ο Νέος Θεολόγος).
Έγινε έτσι «πρωτότοκος εκ των νεκρών» και «απαρχή των κεκοιμημένων», για να μας δείξει και να μας βεβαιώσει τί μέλλει γενέσθαι και με μας, ότι δηλαδή «όμοιοι αυτώ εσόμεθα» (Κολ. 1, 18. Α΄ Κορ. 15, 20. Α΄ Ιω. 3, 2).
Χριστός Ανέστη!