Η πολιτική που ακολούθησαν οι ηγέτες της Ελλάδας και ξεκίνησε στηριζόμενη στην υποτιθέμενη συμπαράσταση των ξένων δυνάμεων, κατά τις υποσχέσεις που έδωσαν αρχικά, χωρίς να αλλάξει η πολιτική αυτή μετά την εγκατάλειψή μας από αυτούς, και η οποία είχε ως αποκορύφωσή της την πραγματοποίηση της μικρασιατικής εκστρατείας, είχε αποτύχει παταγωδώς με κατάληξη την μικρασιατική καταστροφή. Το όραμα της Μεγάλης Ελλάδας έσβησε οριστικά, αλλά η οδυνηρότερη, ασύγκριτα μεγαλύτερης βαρύτητας, πληγή για τον Ελληνισμό ήταν ότι, μετά και την αποτυχημένη επιχείρηση στην Μικρά Ασία, αναπότρεπτα πια, ξεριζώθηκε το ελληνικό στοιχείο από τις πατρογονικές του εστίες στη Μικρά Ασία, μετά από χιλιάδων χρόνων ιστορία εκεί. Το μόνο που είχε καταφέρει η Ελλάδα μετά τη συμμετοχή της στον πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, ήταν να προεκτείνει τα σύνορά της μέχρι και τη Δυτική Θράκη, όπως όριζε η Συνθήκη της Λωζάννης. Πέτυχε επίσης την διάσωση του ελληνισμού της Κωνσταντινούπολης, αλλά πρόσκαιρα, για τριάντα περίπου χρόνια ακόμα, μέχρι που οι Τούρκοι να αποφασίσουν να μη τηρήσουν ούτε την συμφωνία αυτή, και με το γνωστό τους τρόπο να τους διώξουν και αυτούς τους Έλληνες (Σεπτεμβριανά του 1955). Την εξουσία στην πολιτική σκηνή της Ελλάδας, καθώς βρισκόταν στο τέλος η καταστροφή της Σμύρνης, στις 11 Σεπτεμβρίου 1922, την ανέλαβαν στρατιωτικοί μετά από επανάσταση στη Χίο και στη Μυτιλήνη, την οποία μέσα σε τέσσερις μέρες μετέφεραν στην Αθήνα (πρωτεργάτες της Επαναστατικής Επιτροπής ήταν οι Συνταγματάρχες: Νικόλαος Πλαστήρας, ως εκπρόσωπος του στρατού της Χίου, και Στυλιανός Γονατάς, ως εκπρόσωπος του στρατού της Λέσβου, και ο Αντιπλοίαρχος Δημήτριος Φωκάς, ως εκπρόσωπος του Ναυτικού). Ο Βασιλιάς Κωνσταντίνος ο Α΄ έφυγε στην Ιταλία και τη θέση του πήρε ο γιος του Γεώργιος ο Β΄, και ο Ελευθέριος Βενιζέλος ανέλαβε τη διεθνή εκπροσώπηση της Χώρας . Αμέσως τότε συστήθηκε έκτακτο στρατοδικείο, γνωστό και ως η δίκη των 6, με πρόεδρο τον στρατηγό Αλ. Οθωναίο, όπου δικάστηκαν 8 στελέχη της τότε κυβέρνησης κατηγορούμενοι για εσχάτη προδοσία, το οποίο και ολοκληρώθηκε αυθημερόν με συνοπτικές διαδικασίες, λαμβάνοντας ως απόφαση, χωρίς να αποδειχθεί η ενοχή των κατηγορουμένων, την καταδίκη σε θάνατο των 6: Δ. Γούναρη, Ν. Θεοτόκη, Γ. Χατζηανέστη, Π. Πρωτοπαπαδάκη, Γ. Μπαλτατζή και Ν. Στράτου, στις 28 Νοεμβρίου 1922. Η απόφαση εκτελέστηκε την ίδια μέρα, προκαλώντας αντιδράσεις τόσο εντός της Χώρας, όσο και στο εξωτερικό, και μετά από 88 χρόνια, το 2010, οι καταδικασθέντες αθωώθηκαν μετά θάνατο από τον Άρειο Πάγο.
Κατά τη Μικρασιαστική Καταστροφή, εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπων χάθηκαν (πάνω από 600.000 Έλληνες, με 25.000 νεκρούς και τραυματίες στρατιώτες) και πάνω από 1,5 εκατομμύριο Έλληνες (1.650.000) εγκατέλειψαν το τόπο που γεννήθηκαν και μεγάλωσαν για να μεταναστεύσουν ως πρόσφυγες στην Ελλάδα ή σε άλλες χώρες (αντίθετα, από την ανταλλαγή πληθυσμών ανάμεσα στην Ελλάδα και στην Τουρκία, οι Τούρκοι που έφυγαν ήταν μόνο μισό εκατομμύριο περίπου), με τη Σμύρνη, το μεγάλο αυτό κέντρο του ελληνικού πολιτισμού, να τη κατακάψουν οι Τούρκοι, μπροστά στα μάτια Ελλήνων, Ευρωπαίων και Αμερικανών. Στο Παράρτημα Α παρακάτω ακολουθούν μερικές περιγραφές σφαγών και εγκλημάτων, που διέπραξαν οι Τούρκοι κατά των Ελλήνων σε διαφορετικές περιοχές της Μικράς Ασίας, μπροστά στο μέγεθος των οποίων τα εγκλήματα των Ελλήνων στρατιωτών ωχριούν και δεν μπορεί να υπάρξει σύγκριση, αν και την επιδίωξαν πολλοί στην υπηρεσία της προπαγάνδας. Όλα αυτά τα εγκλήματα των Τούρκων, τα βασανιστικά μαρτύρια των αιχμαλώτων, οι ατέλειωτες πορείες αιχμαλώτων στα «τάγματα εργασίας», οι βιασμούς, η ηθική οδύνη που προκαλούσε η συνεχή τρομοκρατία και απειλή του θανάτου, οι σφαγές και εκτελέσεις επί των αποφάσεων των δικαστηρίων της «Ανεξαρτησίας», πρόσβαλλαν κάθε έννοια αξιοπρέπειας των ανθρώπων. Ανθρώπων, οι οποίοι είχαν προγόνους με μεγάλη ιστορία, έχοντας παραλάβει από αυτούς μεγάλη πολιτιστική κληρονομιά, που τη διατηρούσαν, και βοηθούσαν στην ανάπτυξη του τόπου, κυριαρχώντας οικονομικά. Και με την φρικαλέα αυτή εξάλειψη της ελληνικής παρουσίας στη Μικρά Ασία από τους Τούρκους, με τη συμβολή και των ξένων δυνάμεων, όχι μόνο την παθητική, αλλά και την ενεργητική, χάθηκε ο Ελληνισμός του Πόντου, της Καππαδοκίας και της Ιωνίας, που βρισκόταν στα μέρη αυτά πολύ περισσότερο από δύο χιλιάδες χρόνια.
Όμως το μεγάλο αυτό κακό δεν πλήγωσε μόνο τους Έλληνες, όπως και τους Αρμένιους και όλους τους αλλοεθνής Χριστιανούς της Μικράς Ασίας, αλλά και αυτούς τους ίδιους από τους οποίους συντελέστηκε, τους Τούρκους, που φρόντισαν να καθαρίσουν τη χώρα τους από όλους τους Χριστιανούς, γιατί η κένωση αυτής της χώρας με το φρικώδη αυτό τρόπο, της στέρησε αυτής αυτούς ακριβώς τους ανθρώπους, που αποτελούσαν το στοιχείο της από το οποίο αυτή αντλούσε ζωή και χαρακτήρα όλους τους προηγούμενους αιώνες, όχι μόνο γιατί αυτή ήταν οι ραγιάδες της, αλλά και γιατί βάσταζαν ένα πολιτισμό, που μόνη της δεν θα μπορούσε ποτέ να βαστάξει. Η ουσιαστική αυτή απώλεια αυτή γι αυτούς, την οποία καθώς περνούν τα χρόνια αρχίζουν να τη παραδέχονται όλο και περισσότεροι στη χώρα τους, ήταν αιτία της γνωστής των ημερών μας κρίση της ταυτότητάς τους, όπου ενώ μπόρεσαν να έχουν κράτος, δεν ένιωσαν ποτέ ότι έχουν τουρκικό έθνος, όπως πίστεψαν ότι θα έκαναν αφανίζοντας όποιον δεν ήταν Τούρκος. Γιατί τελικά, όταν πια είχαν πετύχει να φέρουν εις πέρας το έργο των γενοκτονιών, διαπίστωσαν ότι αυτοί που βρίσκονταν στη χώρα δεν ήταν κι αυτοί απαραίτητα, ούτε και ένιωθαν έτσι, γνήσιοι απόγονοι των τουρκικών φύλων που κατέκτησαν την περιοχή τους πρώτους αιώνες της δεύτερης χιλιετίας. Mάλλον μοιάζουν να είναι απόγονοι των κατοίκων της ευρύτερης περιοχής πριν εμφάνιση των Τούρκων, δηλαδή Ελλήνων, Αρμενίων, Ιρανών, Ιορδανών, Ασσυρίων, αλλά και Αλβανών που βρίσκονταν ανάμεσα στους Τούρκους από παλιά πολεμώντας στον τουρκικό στρατό, πράγμα στο οποίο συνηγορούν εκτός από την εξωτερική τους εμφάνιση, που στη πλειοψηφία δεν έχει σχέση με αυτή των γνήσιων Τούρκων, και σε πολλές περιπτώσεις και τα αισθήματά τους, αλλά και τα ευρήματα από σύγχρονες έρευνες γενετικής που το αποδεικνύουν αναμφισβήτητα. Έτσι το σημερινό Τουρκικό κράτος, η δημοκρατική Τουρκία, αν και προβάλλεται σαν μια υπερδύναμη, είναι στην πραγματικότητα ένα οικοδόμημα που τρίζει συθέμελα, αφού αποτελεί ένα καθαρά τεχνητό κράτος, με την τουρκική εθνική ταυτότητα να αποδεικνύεται ένας μύθος, ένα κατασκεύασμα από πλαστά υλικά, που πλαστογραφήθηκε από το ιδρυτή αυτού του κράτους, τον Μουσταφά Κεμάλ. Ο ίδιος, που παρουσιαζόταν ως μεγάλος ευεργέτης των Τούρκων σε βαθμό που τον ονόμασαν πατέρα τους, Ατατούρκ στα τουρκικά, ποτέ δεν σεβάστηκε στην πραγματικότητα ούτε την θρησκεία της χώρας του, ούτε το Θεό, πράγμα που το έκφραζε τόσο στην πολιτική του, όσο και στην προσωπική του ζωή. Από την άλλη, ο ίδιος αυτοαναιρούταν στη ζωή του, όπως για παράδειγμα, ο ‘πατέρας των Τούρκων’, καθώς ήταν ανίκανος να δημιουργήσει οικογένεια, την μοναδική γυναίκα που παντρεύτηκε την χώρισε μετά από δύο χρόνια, φροντίζοντας να το κάνει με το παραδοσιακό τρόπο, πριν εφαρμοστεί η μεταρρύθμιση του περί διαζυγίου, στην οποία τον καταργούσε. Τέλος, ο δημιουργός της σημερινού Τουρκικού κράτος κατέστρεψε την ίδια τη ζωή του με το πάθος του αλκοολισμού που τον οδήγησε σε τραγικό θάνατο. Σήμερα πια όλο και περισσότεροι στο Τουρκικό κράτος δεν αποδέχονται τον ‘πατέρα των Τούρκων’, εκεί που είχαν φτάσει να τον τιμούν μέχρι πολιτικής θεοποίησης, αναγνωρίζοντας τις συμφορές που αυτός ο ηγέτης προκάλεσε. Μάλιστα αντί αυτής της τιμής προς αυτόν, υπάρχουν και περιπτώσεις, που ίσως δεν θα μπορούσε ούτε καν να τις φανταστεί κανείς παλιότερα, δημόσιας γελοιοποίησης του, χρησιμοποιώντας προσωπικά του στοιχεία σε περιοδικά. Και όσο η αλήθεια αποκαλύπτεται όλο και περισσότερο, μετά από τόσα χρόνια απόκρυψής και παραποίησής της με επιμέλεια στα βιβλία της τουρκικής ιστορίας από την ηγεσία του Τουρκικού κράτους, που στη πραγματικότητα η ηγεσία του δεν είναι στα χέρια των Τούρκων, τόσο και όλο περισσότεροι ανάμεσά τους θα συνειδητοποιούν πόσα πολλά χάθηκαν μάλλον, παρά κερδήθηκαν, και θα αναζητούν το καλύτερο σε έναν άλλο δρόμο.
Το 1994, 71 χρόνια αργότερα, κατόπιν εισήγησης του τότε Πρωθυπουργού Ανδρέα Παπανδρέου, η Βουλή των Ελλήνων αναγνώρισε τη γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου, και ψήφισε την ανακήρυξη της 19ης Μαΐου ως «Ημέρα Μνήμης για τη Γενοκτονία των Ελλήνων στο Μικρασιατικό Πόντο». Tέσσερα χρόνια αργότερα, το 1998, με ομόφωνη απόφαση της Βουλής των Ελλήνων καθιερώθηκε να τιμάται κάθε έτος η 14η Σεπτεμβρίου ως «Ημέρα Εθνικής Μνήμης της Γενοκτονίας των Ελλήνων της Μικράς Ασίας από το Τουρκικό Κράτος». Ωστόσο, αν και υπάρχουν αμέτρητες μαρτυρίες στη διεθνής βιβλιογραφία και τα κρατικά αρχεία πολλών χωρών για τη γενοκτονία του Ελληνικού λαού και άλλων Χριστιανικών λαών από τους Τούρκους, το τουρκικό κράτος δεν την αναγνωρίζει, αποδίδοντας τον χαμό των Ελλήνων της Μικράς Ασίας…σε απώλειες του πολέμου. Μάλιστα μερικά γνήσια τέκνα των γενοκτόνων Νεότουρκων εθνικιστών επικροτούν το έγκλημα των προγόνων τους περιγελώντας τις διαδηλώσεις που γίνονται υπέρ της αναγνωρίσεως της Γενοκτονίας από τους Τούρκους, την ίδια στιγμή που άλλοι Τούρκοι αρνούνται ότι είναι γνήσιοι Τούρκοι, και αντί αυτών, που οι πρόγονοί τους έσβησαν την παρουσία τους από την μικρασιατική γη με τα θλιβερά γεγονότα της αποτρόπαιης εκδίωξης τους, προσπαθούν τώρα αυτοί να επαναφέρουν όσο μπορούν τον πολιτισμό των αδικοδιωγμένων, είτε στοιχεία της γλώσσας τους, είτε του τρόπου ζωής τους, είτε της θρησκευτικής πίστης τους.
Παράρτημα Α
ΣΦΑΓΕΣ ΚΑΙ ΕΓΚΛΗΜΑΤΑ ΤΩΝ ΤΟΥΡΚΩΝ.
– Περισσότεροι από 150.000 Έλληνες της Σμύρνης οδηγήθηκαν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης. Τις πρώτες κιόλας μέρες, 3.000 απ’ αυτούς δολοφονήθηκαν στο Μπουνάρμπασι, και 1.000 σφάχτηκαν στα ανατολικά του Μπουρνόβα.
– Από τους 8.000 Έλληνες που εκτοπίστηκαν στην Κιουτάχεια, μόνον οι μισοί επέζησαν.
– Στην περιφέρεια του Μπαλίκ Κεσέρ οι Τούρκοι συγκέντρωσαν στις 4 Σεπτεμβρίου γύρω στους 3.000 Έλληνες και τους έσφαξαν στην κεντρική πλατεία.
– Το περίφημο Αϊβαλή (οι Κυδωνιές της αρχαίας Αιολίας) είχε 40.000 Έλληνες κατοίκους και είχε υποστεί σφαγές το 1821 και το 1917. Η ελληνική κυβέρνηση κι η Αρμοστεία του Στεργιάδη άφησαν τελείως απληροφόρητο τον πληθυσμό για την κατάρρευση του μετώπου, ενώ οι κυβερνητικοί υπάλληλοι είχαν αποχωρήσει κρυφά για τη Μυτιλήνη. Μετά από συμβούλιο των προκρίτων αποφασίστηκε να μείνουν οι Χριστιανοί στην πόλη τους. Όταν μπήκαν οι Τσέτες υπό τον Καχιρμάν εφέ, οι Τούρκοι δημόσιοι υπάλληλοι, που είχαν μείνει στις θέσεις τους στη διάρκεια της ελληνικής κατοχής, χωρίς να πάθουν το παραμικρό, παρέδωσαν όλους τους καταλόγους με τα ονόματα όσων Αϊβαλιωτών είχαν καταταγεί στον ελληνικό στρατό ή στην πολιτοφυλακή. Το λάθος τους να μη φύγουν και να μείνουν, θα το πλήρωναν ακριβά. 4.000 άρρενες ηλικίας 18-45 ετών συνελήφθησαν για να σταλούν σε στρατόπεδα του εσωτερικού, αλλά κοντά στο χωριό Φρένελι σφάχτηκαν και τα πτώματα τα πέταξαν στη χαράδρα Μουσούλ Νταγκ.
– Στα Βουρλά, όπου ζούσαν 35.000 Έλληνες, μερικοί νέοι αντιστάθηκαν με τα όπλα που πήραν από τους Έλληνες στρατιώτες καθώς έτρεχαν στα Αλάτσατα κι από εκεί στο Τσεσμέ. Όλοι σχεδόν οι άντρες κατακρεουργήθηκαν. Οι Τούρκοι έκαψαν την πόλη ολοσχερώς και ξέσπασαν τη μανία τους στα γυναικόπαιδα. Πολλές γυναίκες έπεφταν στα πηγάδια ή από τα μπαλκόνια των σπιτιών τους.
– Το Αξάρι είχε πάνω από 10.000 Έλληνες κατοίκους. Με την είσοδό του ο τουρκικός στρατός κατέγραψε τους άρρενες, περίπου 7.000, για να φερθούν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης. Αντί για τα στρατόπεδα τους οδήγησαν σε μία χαράδρα στο Κιρτίκ Ντερέ όπου τους έσφαξαν. Όσες γυναίκες δεν ήθελαν να δοθούν στους Τούρκους αυτοκτόνησαν.
– Στη Μαγνησία ο Ύπατος Αρμοστής είχε δώσει εντολή να παραμείνουν οι κάτοικοι στα σπίτια τους. Όμως, ο συνταγματάρχης Φ. Φιλίππου παράκουσε τη διαταγή του Αρμοστή, προέτρεψε τον πληθυσμό να φύγει κι επιβίβασε σε τραίνα κατοίκους της Μαγνησίας. Σώθηκαν έτσι κάποιοι. Όσοι στρατιώτες αιχμαλωτίστηκαν, σφάχτηκαν με τσεκούρι σε κοντινή χαράδρα. Τα ίδια πέρασαν και οι άμαχοι, ενώ εκατοντάδες άλλοι άμαχοι κάηκαν ζωντανοί στις εκκλησίες.
– Τρομερά εγκλήματα κατά των αιχμαλώτων έγιναν στο Ουσάκ, που αποτέλεσε τόπο βασανιστηρίων κι εκτέλεσης για 8.000 περίπου Έλληνες στρατιώτες. Τους νεκρούς τους πέταγαν λίγο πιο έξω από το στρατόπεδο και τους έτρωγαν τα σκυλιά.
– Σύμφωνα με τον αιχμάλωτο ιατρό Αποστολίδη, από το νοσοκομείο του Ουσάκ, κανείς δεν έβγαινε ζωντανός. Οι τραυματίες ήταν σκελετωμένοι και βρίσκονταν πάνω σε αχυρένια στρώματα, μέσα στη βρώμα και στην εγκατάλειψη. Δεν υπήρχαν ούτε τζάμια, ούτε πόρτες στα δωμάτια και το μόνο φάρμακο που υπήρχε ήταν το λάβδανο. Κάθε μέρα πέθαιναν περίπου 50 άρρωστοι.
– Στα Μουδανιά, τους στρατιώτες της 11ης Μεραρχίας τους παρέδωσαν οι Γάλλοι στους Τούρκους, που τους παρέταξαν και τους εκτέλεσαν με τα μυδραλιοβόλα, παρουσία Γάλλων αξιωματικών, ενώ άλλους τους μετάφεραν σε στρατόπεδο συγκέντρωσης.
– Σύμφωνα πάντα με τη μαρτυρία του Κρητικού αιχμάλωτου Ε. Βασιλάκη, βάδιζαν με χιλιάδες άλλους, καθώς τους μετάφεραν σε στρατόπεδο στο Γενή Σεχίρ, νηστικοί και διψασμένοι για μέρες, ενώ τους θέριζε ο τύφος. Κάθε μέρα σήμαινε και το θάνατο όσων εξασθενούσαν ή αρρώσταιναν απ’ τις κακουχίες.
– Ο καθηγητής Καλογήρου επικεφαλής υγειονομικής επιτροπής, που το 1923 παραλάμβανε τους Έλληνες αιχμαλώτους, αναφέρει ότι έμεινε έκπληκτος όταν έκανε τη σύγκριση των Τούρκων που ανταλλάσσονταν με Έλληνες αιχμαλώτους. Οι Τούρκοι ήταν όλοι ευτραφείς, υγιέστατοι, καλοντυμένοι και αγενείς στη συμπεριφορά, και οι αξιωματικοί έφεραν ακόμα και τα περίστροφά τους! Οι Έλληνες ήταν σκιές του εαυτού τους, ημίγυμνοι ή ντυμένοι με τσουβάλια, σκελετωμένοι, άρρωστοι, σημαδεμένοι από ξιφολόγχες, βούρδουλες, μαχαίρια ή τσεκούρια. Μόλις ανέβαιναν στο πλοίο, τότε ξέσπαγαν σε κλάματα.
Στα εγκλήματα περιλαμβάνονταν επίσης και αρπαγές και λεηλασίες σπιτιών και περιουσιών, γεωργικές και κτηνοτροφικές καταστροφές, γκρέμισμα των σχολείων, των ναών και άλλων ευαγών ιδρυμάτων, χρεοκοπία και καταστροφή βιοτεχνικών και βιομηχανικών επιχειρήσεων.
Παράρτημα Β
Ο ΑΓΙΟΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ ΣΜΥΡΝΗΣ ΚΑΙ ΤΟ ΜΑΡΤΥΡΙΟ ΤΟΥ.
Ο Χρυσόστομος Καλαφάτης, γεννήθηκε στην Τρίγλια της Προποντίδας το 1867. Γονείς του ήταν ο Ν. Καλαφάτης και η Καλλιόπη Λεμωνίδου. Το ζεύγος απέκτησε 8 παιδιά (4 αγόρια και 4 κορίτσια). Από τα αγόρια επέζησαν ο πρωτότοκος Ευγένιος (γεννήθηκε το 1865) και ο Χρυσόστομος. Το 1884 πήγε στη Χάλκη για να φοιτήσει στη Θεολογική Σχολή. Το 1902 χειροτονήθηκε μητροπολίτης Δράμας. Αγωνίσθηκε με όλες του τις δυνάμεις για το καλό του ποιμνίου του. Έκτισε εκκλησίες, σχολεία κι οργάνωσε συλλόγους, φιλανθρωπικά ιδρύματα. Προσπαθούσε πάντα να τονώσει το εθνικό φρόνημα των σκλαβωμένων Χριστιανών. Η δραστηριότητά του ενόχλησε την Υψηλή Πύλη και τον χαρακτήρισε επικίνδυνο για τη δημόσια τάξη. Γι’ αυτό και ανακλήθηκε από τη Δράμα.
Στις 11 Μαρτίου 1911 εξελέγη Μητροπολίτης Σμύρνης, όπου συνέχισε το κοινωνικό του έργο κτίζοντας γηροκομεία, πολιτιστικές αίθουσες θεάτρου και μουσικής, εκκλησίες, βιβλιοθήκες και γυμναστήρια. Οργάνωσε επίσης συλλαλητήριο για να καταγγείλει τις βιαιότητες των Βουλγάρων στη Μακεδονία κατά των Ελλήνων, την υποστήριξη των τουρκικών αρχών προς τη βουλγαρική προπαγάνδα και γενικά τις καταπιέσεις της Υψηλής Πύλης κατά των Ελλήνων του Οθωμανικού κράτους. Ήταν το 1914, που είχαν γίνει σφαγές στη Νέα Φώκαια, τη Μενεμένη, την Κρήνη, την Πέργαμο και σε δεκάδες άλλα χωριά. Ο Χρυσόστομος μετέφερε τρόφιμα, ναύλωσε καράβια για να μεταφέρει τους πρόσφυγες στα νησιά κι έγραψε επιστολές στους πρόξενους των Μεγάλων Δυνάμεων και τους αρχηγούς των άλλων χριστιανικών Εκκλησιών, για να ξεσηκώσει το χριστιανικό κόσμο κατά των τουρκικών διώξεων. Ο Ραχμή μπέης, διοικητής της Σμύρνης, τον απειλούσε ότι θα σφάξει και τους Έλληνες της Σμύρνης, ενώ πέτυχε την απομάκρυνσή του από την πόλη. Ο Χρυσόστομος επέστρεψε μετά την ανακωχή του Μούδρου, τον Σεπτέμβριο του 1918.
Το 1919, όταν ο ελληνικός στρατός ελευθέρωνε τη γη της Ιωνίας και υλοποιούσε τη Μεγάλη Ιδέα, ο Χρυσόστομος βοηθούσε το στρατό με ό,τι διέθετε, ενώ κατά τη διάρκεια της μικρασιατικής εκστρατείας, γνωστοποιούσε στους ξένους επισκόπους και στον πάπα τους σκοπούς της, που ήταν κυρίως η σωτηρία των καταπιεζομένων Χριστιανών. Ο Νουρεντίν, που με την αναχώρηση των ελληνικών στρατευμάτων, ανέλαβε τη διοίκηση της Σμύρνης δεν τον ξέχασε. Το πρωί της 27ης Αυγούστου 1922, ο Χρυσόστομος διένειμε συσσίτια, κλινοσκεπάσματα, φάρμακα στους πληγωμένους. Βρισκόταν στο άμβωνα και μιλούσε στο πλήθος, όταν Τούρκος υπαστυνόμος, συνοδευόμενος από ένοπλο στρατιώτη, άνοιξε την πύλη της εκκλησίας. Πήρε τον Δεσπότη και τον πήγε στον φρούραρχο Σαλήχ Ζεκί που ήταν ευγενικός μαζί του κι αφού του υπαγόρευσε μία προκήρυξη για τους Έλληνες της Σμύρνης, τον άφησε να φύγει. Αργότερα ο ένας Ιταλός καθολικός ιερέας ενημέρωσε τους Γάλλους σχετικά με τον θανάσιμο κίνδυνο που διέτρεχε ο Χρυσόστομος. Πολύ σύντομα μια γαλλική περίπολος, αποτελούμενη από 20 ναύτες, κατέφθασε στην Μητρόπολη, την Αγία Φωτεινή, με σκοπό να φυγαδεύσει τον Χρυσόστομο. Οι Γάλλοι (είχε προηγηθεί και ανάλογη προσπάθεια από τους Άγγλους) ζήτησαν από τον Μητροπολίτη να τους ακολουθήσει είτε στο προξενείο τους είτε στην καθολική εκκλησία της Sacre Coeur (Καρδιά του Ιησού). Εκείνος όμως αρνήθηκε τονίζοντάς τους ότι το καθήκον του υπαγόρευε να παραμείνει με το ποίμνιό του, «ως καλός ποιμένας», όπως χαρακτηριστικά δήλωσε.
Το βράδυ ένα αυτοκίνητο ήρθε πάλι στη Μητρόπολη με τον ίδιο αστυνόμο και δύο στρατιώτες με λόγχες. Πήραν τον Χρυσόστομο μαζί με τους δημογέροντες Τσουρουκτσόγλου και Κλιμάνογλου και κατευθύνθηκαν στο Διοικητήριο, όπου τους περίμενε ο Νουρεντίν πασάς. Αυτός τον παρέδωσε στο μανιασμένο λαό και αυτός, διαπομπεύοντας τον στους δρόμους της πόλης, μετά από χωρίς έλεος φρικτά βασανιστήρια, αφαιρώντας του με μίσος πολλά μέλη του, τον εκτέλεσε. Το σκήνωμα του μαρτυρικού Μητροπολίτη που θυσιάστηκε για το ποίμνιό του και το Χριστό παρέμεινε άγνωστο που κατέληξε.
Βασίλειος Ευσταθίου, Εκπαιδευτικός
