Γιατί εἶναι αἱρετική ἡ Σύνοδος τοῦ Κολυμπαρίου (συνοπτικῶς)/ τοῦ Μοναχοῦ Σεραφείμ

Πρίν ἀπό ἑνάμισυ περίπου χρόνο (Ἰούνιο 2016) ἔλαβε χώρα ἡ λεγομένη «Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος» στό Κολυμπάρι τῆς Κρήτης, ὅπως εἶχε προγραμματισθεῖ, καί προκάλεσε μέγα διχασμό στό πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ αἰτία ἦταν, ὅτι ἡ Σύνοδος αὐτή ἐπισημοποίησε καί ἐπικύρωσε αἱρετικές ἀπόψεις κυρίως ὡς πρός τήν ἐκκλησιολογία (τήν περί Ἐκκλησίας διδασκαλία) τῆς Ὀρθοδοξίας, ἀπόψεις οἰκουμενιστικές.

Στόν περιορισμένο χῶρο ἑνός ἄρθρου, θά προσπαθήσω νά συνοψίσω χάριν τοῦ εὐρύτερου ἀναγνωστικοῦ κοινοῦ μερικά ἀπό τά τεκμήρια τῆς προδοτικῆς παρεκκλίσεως τῆς Συνόδου αὐτῆς (στό ἑξῆς θά τήν ἀναφέρω ὡς «Τό Κολυμπάρι»).

  • Τί εἶναι ὁ Οἰκουμενισμός καί τί γενικῶς ἡ αἵρεση

Μέ τόν ὅρο «Οἰκουμενισμός» ἐννοεῖται ἡ (παν)αἵρεση ἡ ὁποία ἐπιδιώκει μία τεχνητή, ἐξωτερική, ἕνωση διαφορετικῶν θρησκευτικῶν πίστεων, ὄχι μέ ἐπιστροφή τῶν αἱρετικῶν στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία (τήν μόνη Ἐκκλησία), ἀλλά μέ ἀμοιβαῖες θεολογικές ὑποχωρήσεις, τόσο τῆς Ὀρθοδοξίας ὅσο καί τῶν χριστιανῶν αἱρετικῶν (ἤ τῶν ἀλλοθρήσκων, ἀργότερα), ὥστε νά μειωθοῦν ὅλοι σέ ἕνα – τό κατά δύναμιν – κοινά ἀποδεκτό παρονομαστή θρησκευτικῆς πίστεως ἤ πρακτικῆς. Ἡ αἵρεση αὐτή ἐπικαλύπτεται μέ τήν πρόφαση τῶν «θεολογικῶν διαλόγων».

Πρέπει πρωτίστως νά γίνει ξεκάθαρο, ὅτι «αἵρεση» συνίσταται στήν ἐντός τοῦ χώρου τοῦ Χριστιανισμοῦ παραμικρή ἔστω ἀπόκλιση ἀπό τά Ὀρθόδοξα Δόγματα, καί ὄχι, ὅπως λένε οἱ Οἰκουμενιστές (π.χ. ὁ Μητροπολίτης Περγάμου Ἰωάννης), στήν ἀπόκλιση μόνον ἀπό τά βασικά δόγματα τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως (τοῦ «Πιστεύω»). Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός λέει π.χ. ὅτι «ὅποιος δέν πιστεύει ὅπως ἡ Παράδοση τῆς Καθολικῆς [δηλ. Ὀρθοδόξου] Ἐκκλησίας εἶναι ἄπιστος» (PG 94, 1128a), ἐνῷ καί ὁ βυζαντινός νομικός Κώδικας συνοψίζοντας τήν κοινή ἀντίληψη αὐτή ὅλων τῶν Ἁγίων Πατέρων λέει, ὅτι «εἶναι αἱρετικός αὐτός πού παρεκκλίνει ἔστω καί λίγο ἀπό τήν Ὀρθόδοξη Πίστη» (Ράλλη-Ποτλῆ, Α΄ 261).

  • Τό Κολυμπάρι ἀποδέχθηκε τόν ὅρο «Ἐκκλησία» γιά τούς αἱρετικούς

Τό ἐπίμαχο κείμενο τῆς Συνόδου τοῦ Κολυμπαρίου («Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρός τόν λοιπόν χριστιανικόν κόσμον») ὀνομάζει τίς χριστιανικές αἱρέσεις «Ἐκκλησίες»: «Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἀποδέχεται τήν ἱστορική ὀνομασία τῶν ἄλλων ἑτεροδόξων χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καί Ὁμολογιῶν πού δέν εὑρίσκονται σέ κοινωνία μέ αὐτήν» (παρ. §6). Αὐτό ἔρχεται σέ εὐθεῖα ἀντίθεση μέ τό Σύμβολο τῆς Πίστεως, ὅπου ὁμολογεῖται ἡ πίστη μας «εἰς Μίαν, Ἁγίαν, Καθολικήν καί Ἀποστολικήν Ἐκκλησίαν»· στό «Πιστεύω» θεωρεῖται αὐτονόητο, σέ συνάρτηση μέ τήν Ἁγία Γραφή καί τήν Παράδοση, ὅτι στή Μία Ἐκκλησία μας αὐτή ὑπάρχει «ἕνας Κύριος, μία Πίστη, ἕνα Βάπτισμα» (Πρός Ἐφεσίους 4, 5). Ἀντιθέτως, αὐτοί τούς ὁποίους τό Κολυμπάρι ὀνόμασε «Ἐκκλησίες» (Μονοφυσῖτες, Παπικοί, Προτεστάντες κ.ἄ.) ἔχουν δόγματα καταδικασμένα ὡς αἱρετικά ἐπί αἰῶνες ἀπό τήν Ἐκκλησία μας, ἀπό τό 451 ἕως τό 879 καί ἕως τό 1895 (ἄρα δέν ἔχουμε «μία πίστη», τήν ἴδια – γι΄ αὐτό ἄλλωστε λέγονται καί ἑτερόδοξοι, «ἑτέρου δόγματος»). Ἔχουν ἀκόμη καί διαφορετικό τρόπο βαπτίσματος (ράντισμα, δῆθεν νοητή ἐπιφοίτηση κ.ἄ.).

Ἀπό τούς Οἰκουμενιστές προβλήθηκε ἡ δικαιολογία, ὅτι ἡ λέξη αὐτή («Ἐκκλησία») εἶναι ἐδῶ «προσφώνηση εὐγενείας» ἤ «τεχνικός ὅρος» καί δέν ἔχει τήν κυριολεκτική της σημασία. Ὅμως αὐτό εἶναι ἀναληθές. Οἱ Ἅγιοι Πατέρες μᾶς ἐπισήμαναν, ὅτι πρέπει νά ἀναζητοῦμε τό νόημα πού κρύβουν οἱ αἱρετικοί πίσω ἀπό μία διφορούμενη ἤ ἐπιφανειακῶς σωστή ὁρολογία (π.χ. Μ. Ἀθανάσιος PG 25, 545c.560ab). Οἱ ὑπόλοιπες ἀποφάσεις τοῦ Κολυμπαρίου (ὅπως θά δείξουμε παρακάτω) δείχνουν ὅτι τά μέλη τῆς Συνόδου τοῦ Κολυμπαρίου πιστεύουν, ὅτι στίς αἱρέσεις ἐνεργεῖται ἡ σωτηρία· συνεπῶς δέν τίς θεωροῦν αἱρέσεις, ἀλλά «Ἐκκλησία», ἔστω καί «διαφορετική» ἤ «κάπως ἐλλιπῆ».

Ἐπίσης, ἀκόμη καί ἄν δεχθοῦμε ὅτι ὁ ὅρος «Ἐκκλησία» χρησιμοποιήθηκε ὡς «προσφώνηση εὐγενείας» ἤ «τεχνικός ὅρος», καταχρηστικῶς, καί πάλι αὐτό ἀποδεικνύει αἱρετικό φρόνημα, διότι οἱ Ἅγιοι Πατέρες προειδοποιοῦν, ὅτι οἱ αἱρετικοί προσπαθοῦν νά «θολώνουν» τήν ὁρολογία, ἐνῷ οἱ Ὀρθόδοξοι προσπαθοῦν πάντοτε νά τήν διαλευκαίνουν καί νά τήν κάνουν «μονοσήμαντη» (νά ἔχει μία μόνον ἔννοια), ὥστε νά μή ξεγελῶνται οἱ ἀκατάρτιστοι (Μ. Ἀθανάσιος PG 25, 561a & PG 26, 773d-776a).

  • Τό Κολυμπάρι ἀποδέχθηκε τήν «Δήλωση τοῦ Τορόντο»

Στό ἐπίμαχο κείμενο τοῦ Κολυμπαρίου («Σχέσεις…») ἀναφέρεται ὀνομαστικά καί ἐπαινετικά ἡ «Δήλωση τοῦ Τορόντο», ἕνα κείμενο πού συμφωνήθηκε τό 1950 ἀπό τούς Ὀρθοδόξους καί τά ὑπόλοιπα μέλη τοῦ λεγομένου «Παγκοσμίου Συμβουλίου τῶν Ἐκκλησιῶν» (τοῦ ΠΣΕ, πού ἱδρύθηκε τό 1948, ὅπου συμμετέχουν Ὀρθόδοξοι, Προτεστάντες, Μονοφυσῖτες). Λέγεται στό κείμενο τοῦ Κολυμπαρίου (παρ. §19) ὅτι: «Οἱ Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες-μέλη […] ἔχουν βαθειά τήν πεποίθηση ὅτι οἱ ἐκκλησιολογικές προϋποθέσεις τῆς Δηλώσεως τοῦ Toronto […] εἶναι κεφαλαιώδους σημασίας γιά τήν Ὀρθόδοξη συμμετοχή στό Συμβούλιο», δηλ. στό ΠΣΕ.

Στή «Δήλωση τοῦ Τορόντο», μολονότι γίνονται καί κάποιες ὀρθές ἐκκλησιολογικές διευκρινίσεις, ὡστόσο λέγεται μεταξύ ἄλλων πλανῶν, ὅτι: «Οἱ Ἐκκλησίες-μέλη ἀναγνωρίζουν ὅτι τό νά ἀποτελεῖ κάποιος μέλος τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ εἶναι πιό περιεκτικό ἀπό τό νά ἀποτελεῖ μέλος τῆς δικῆς του Ἐκκλησίας» (κεφ. 4, §3). Συνεπῶς, ἡ «Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ» δῆθεν δέν περιορίζεται ἐντός τῆς Ὀρθοδοξίας, ἀλλά ὑπάρχει Ἐκκλησία (δηλ. σωτηρία) καί ἐκτός Ὀρθοδοξίας, στόν χῶρο τῆς αἱρέσεως, σύμφωνα μέ τή «Δήλωση τοῦ Τορόντο».

  • Τό Κολυμπάρι ἐπικύρωσε τίς αἱρέσεις τῶν Συνάξεων Πόρτο Ἀλέγκρε, Πουσάν, Μπαλαμάντ κ.ἄ.

Τό Κολυμπάρι, μέσῳ τοῦ ἰδίου παραπάνω κειμένου («Σχέσεις…»), ἐπαινεῖ τούς μέχρι τώρα θεολογικούς διαλόγους Ὀρθοδόξων καί αἱρετικῶν, διότι λ.χ. «ἐκτιμᾷ θετικῶς τά θεολογικά κείμενα πού ἐκδόθηκαν ἀπό αὐτήν [τή σχετική Ἐπιτροπή τοῦ ΠΣΕ…], τά ὁποῖα ἀποτελοῦν ἀξιόλογο βῆμα στήν Οἰκουμενική Κίνηση γιά τήν προσέγγιση τῶν Χριστιανῶν» (παρ. §21).

Ἡ ἔμμεση αὐτή ἐπικύρωση, ἀκόμη καί ἄν δέν κατονομάζει τίς εἰδικότερες θέσεις τῶν κειμένων αὐτῶν, ὅμως τά ἐπικυρώνει συλλογικῶς. Ἄλλωστε, μή ξεχνᾶμε ὅτι οἱ Οἰκουμενικές Σύνοδοι Πενθέκτη (β΄ Κανών) καί Ἑβδόμη (α΄ Κανών) ἔδωσαν οἰκουμενικό κῦρος στούς ἱερούς Κανόνες τῶν Τοπικῶν Συνόδων, χωρίς νά ἀναφέρονται λεπτομερῶς σέ αὐτούς.

Μιά προσεκτική ματιά δείχνει τί ἀπαράδεκτα καί αἱρετικά ἔχουν γραφεῖ, δυστυχῶς, στά σημαντικότερα ἀπό τά κείμενα τῶν «Θεολογικῶν Διαλόγων».

Τό κείμενο τοῦ Πόρτο Ἀλέγκρε (ΠΣΕ, Βραζιλία, 2006) λέγει (παρ. §§6-7) ὅτι «Κάθε Ἐκκλησία [εἴτε ἡ Ὀρθόδοξη εἴτε οἱ προτεσταντικές κ.λπ. τοῦ ΠΣΕ] εἶναι ἡ Καθολική Ἐκκλησία, ἀλλά ὄχι ὁλόκληρη. Κάθε Ἐκκλησία ἐκπληρώνει τήν Καθολικότητά της, ὅταν εὑρίσκεται σέ κοινωνία μέ τίς ἄλλες Ἐκκλησίες […] Ὁ ἕνας χωρίς τόν ἄλλον εἴμαστε πτωχευμένοι» καί ὅτι (§5) «ἐνδέχεται νά ὑπάρχουν νόμιμα διαφορετικές διατυπώσεις τῆς πίστεως τῆς Ἐκκλησίας», δηλαδή δέν βλάπτει ἡ διαφοροποίηση τῶν δογμάτων !

Τό κείμενο τοῦ Πουσάν (ΠΣΕ, Νότιος Κορέα, 2013) λέγει μεταξύ πολλῶν ἄλλων πλανῶν, ὅτι «μετανοοῦμε γιά τίς διαιρέσεις μεταξύ τῶν ἐκκλησιῶν μας καί ἐντός αὐτῶν», οἱ ὁποῖες ὑπονομεύουν «τή μαρτυρία μας γιά τό εὐαγγέλιο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ» (παρ. §14). Μέ ἄλλα λόγια, μετανοοῦμε πού οἱ ἅγιοι Πατέρες μᾶς ἔσωσαν.

Θα χαρούμε να ακούσουμε τις σκέψεις σας

Αφήστε ένα σχόλιο

Το Ρωμαίικο
Logo

Ραδιόφωνο του Ρωμαίικου