ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ ΚΑΙ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΣΤΗ ΔΙΑΣΠΟΡΑ

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΑΣΠΟΡΑ

Με τον όρο διασπορά χαρακτηρίζεται γενικά το τμήμα εκείνο του ελληνικού λαού, το οποίο, παρ’ όλο που εκπατρίστηκε για διάφορους λόγους και εγκαταστάθηκε, έστω και με σχετική μόνο μονιμότητα, σε χώρες ή περιοχές εκτός του εθνικού χώρου, εξακολούθησε να συντηρεί με ποικίλους τρόπους τους υλικούς, τους πολιτισμικούς ή έστω τους συναισθηματικούς του δεσμούς με τη γενέτειρα και τη χώρα της άμεσης ή παλιότερης καταγωγής του.

Με κοινωνιολογικά κριτήρια το φαινόμενο της διασποράς βρίσκεται σε άμεση συνάρτηση με τη διαδικασία κοινωνικοποίησης και διαμόρφωσης ταυτότητας ατόμων που ζουν σε μεταναστευτικά περιβάλλοντα ή γενικότερα σε καταστάσεις συνάντησης και αλληλεπίδρασης πολιτισμών. Σύμφωνα με την παραπάνω θεώρηση με τον όρο διασπορά εννοείται ο γεωγραφικός διασκορπισμός εθνοτικών ομάδων οι οποίες αποκομμένες, αλλά όχι οπωσδήποτε και αποξενωμένες, από την ομάδα προέλευσης/αναφοράς τους, ή τον εθνικό κορμό, ζουν ως εθνοτικές ομάδες ή μειονότητες στα πλαίσια μιας πολιτισμικά διαφορετικής κοινωνίας, κινούνται μεταξύ δύο ομάδων αναφοράς και μεταξύ δύο πολιτισμικών συστημάτων και ως εκ τούτου διαμορφώνουν κάτω από ιδιαίτερες συνθήκες την ταυτότητά τους.

Η ιστορία της νεοελληνικής διασποράς μπορεί να χωριστεί συμβατικά σε τρεις μεγάλες περιόδους αν λάβουμε υπόψη τους μεγάλους σταθμούς της νεοελληνικής ιστορίας που εκτίνεται από την πτώση της Κωνσταντινούπολης (1453) μέχρι σήμερα. Η ελληνική διασπορά είναι η έκφραση της ελληνικής οικουμενικότητας που συνόδευε πάντα τον ελληνισμό στις διάφορες ιστορικές του περιπέτειες.

Η πρώτη περίοδος καλύπτει το διάστημα των τεσσάρων τουλάχιστον αιώνων της Τουρκοκρατίας μέχρι τη δημιουργία του ελληνικού κράτους (1830). Η δεύτερη περίοδος αρχίζει με την ίδρυση του ελληνικού κράτους και τελειώνει με την έκρηξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και η τρίτη περίοδος ξεκινά στα μέσα της δεκαετίας του 1940, διευρύνθηκε δραματικά στις δεκαετίες του 1950 και ιδιαίτερα του 1960 και, κατά κάποιο τρόπο, έκλεισε στη δεκαετία του 1970.

Από τις αρχές της δεκαετίας του 1980 με την ένταξη της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα και την ελεύθερη πλέον διακίνηση και εργασία των υπηκόων των χωρών μελών αλλάζει το περιεχόμενο της μετανάστευσης και οριοθετείται νέα περίοδος στη σύγχρονη ιστορία του απόδημου Ελληνισμού.

Ανάλογα με τα οικονομικά, κοινωνικοπολιτισμικά, χωροχρονικά και κυρίως ιστορικά χαρακτηριστικά της η νεοελληνική διασπορά μπορεί να διαφοροποιηθεί στην ιστορική και στη μεταναστευτική διασπορά.

Η πρώτη τοποθετείται στην περίοδο από την πτώση της Κωνσταντινούπολης μέχρι και τη μικρασιατική καταστροφή και είναι δημιούργημα ιστορικών εξελίξεων, πολλές φορές βίαιων (τεκταινόμενα στο εσωτερικό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, εθνογένεση στα Βαλκάνια), χωρίς την εμπλοκή του εθνικού κέντρου (είτε διότι δεν υπήρχε είτε διότι αδυνατούσε). Η δεύτερη, η μεταναστευτική διασπορά, απαρχή της οποίας αποτελεί η εργατική μετανάστευση κυρίως προς τις Η.Π.Α στα τέλη του 19ου αιώνα, αναδεικνύεται ως νέα μορφή διασποράς κατά τις δεκαετίας του 1950, 1960 και 1970, αλλά σε ένα βαθμό μέχρι και σήμερα και είναι «προϊόν μιας εκούσιας και στις περισσότερες περιπτώσεις προσυμφωνημένης (ελεγχόμενης), μεταξύ του ελληνικού κράτους και του κράτους υποδοχής μετανάστευσης.

Η ελληνική διασπορά σε μια χώρα συγκροτείται από το σύνολο των ελληνικών παροικιών στη χώρα αυτή. Παροικίες είναι οι κοινωνικές ομάδες που αντλούν την ιδιαιτερότητά τους έναντι του κοινωνικού περίγυρου από την κοινή γεωγραφική και εθνική τους προέλευση, χωρίς να προϋποθέτουν την ενεργό συμμετοχή των μελών τους σε συλλογικές λειτουργίες.

Όταν οι πάροικοι συσσωματώνονται έστω και υποτυπωδώς σε εθνικο-θρησκευτικές οργανώσεις, τότε η παροικία τους χαρακτηρίζεται γενικά (και άσχετα από τις κατά περίπτωση ονομασίες της) ως Κοινότητα.

Οι παροικίες επιδιώκουν τη στενή συναισθηματική και ιδεολογική τους εξάρτηση από το εθνικό κέντρο ακόμα και αν τα μέλη τους είναι άτομα δεύτερης και τρίτης γενιάς που είτε μεγάλωσαν είτε γεννήθηκαν στις χώρες φιλοξενίας και η παραμονή τους έχει μονιμότερο ή και οριστικό χαρακτήρα.

Οι Έλληνες της διασποράς έχουν έντονη την πίστη σε μια κοινή εθνοπολιτισμική καταγωγή. Αυτό που λειτούργησε και λειτουργεί ως συνδετικός κρίκος μεταξύ των Ελλήνων, εντός και εκτός Ελλάδος, είναι, κατά κανόνα, η πίστη σε μια κοινή πολιτισμική καταγωγή και το συναίσθημα. Με τον όρο Ελληνισμός εννοούμε μια παγκόσμια κοινότητα, η οποία, πέρα από τα πραγματολογικά, συγχρονικά και διαπιστώσιμα πολιτισμικά στοιχεία και την υλική βάση που διαθέτει, φέρει έντονα συναισθηματικά και ιδεολογικά χαρακτηριστικά και συμπεριλαμβάνει στους κόλπους της όλα εκείνα τα άτομα που με βάση τα παραπάνω χαρακτηριστικά αυτοπροσδιορίζονται ως Έλληνες και αυτοεντάσσονται σ’ αυτή την κοινότητα.

Η ακριβής καταγραφή του σημερινού ανθρώπινου δυναμικού του αποδήμου Ελληνισμού είναι εξαιρετικά δύσκολη. Αυτό οφείλεται στο ότι οι περισσότερες χώρες υποδοχής απογράφουν την εθνική προέλευση των μεταναστών είτε των δύο πρώτων γενιών είτε μόνο της πρώτης και έτσι δεν είμαστε σε θέση να σχηματίσουμε παρά μόνο μια κατά προσέγγιση εικόνα της αριθμητικής δύναμης των αποδήμων. Στηριζόμενοι λοιπόν σε στοιχεία που προσφέρουν, για τους κατά χώρες ομογενείς, τα δεδομένα των απογραφών (όταν υπάρχουν), στις γενικές εκτιμήσεις των ελληνικών προξενικών αρχών και στους υπολογισμούς ομογενειακών φορέων, μπορούμε να θεωρήσουμε  ότι χονδρικά το σύνολο του Αποδήμου Ελληνισμού κινείται σήμερα μεταξύ ενός ελαχίστου 2.700.000 και ενός μεγίστου 4.500.000 ατόμων.

ΔΙΑΣΠΟΡΙΚΕΣ ΤΑΥΤΟΤΗΤΕΣ

Πώς προσδιορίζεται η ελληνική διασπορά σε επίπεδο ταυτότητας; Όταν αναφερόμαστε στην πρώτη γενιά των μεταναστών η ταυτότητα είναι σίγουρα ακόμη η ελληνική. Μπορεί να αλλοιώνεται ανάλογα με το βαθμό ενσωμάτωσης ή και αφομοίωσης του κάθε μετανάστη στην κοινωνία υποδοχής, αλλά πάντως η «ελληνικότητα» με ό,τι αυτό εξυπακούει, παραμένει. Μετά τη δεύτερη και ιδίως μετά την τρίτη γενιά, είναι αδύνατον να μιλούμε για ελληνική ταυτότητα. Υπάρχει μια μετεξέλιξη που οδηγεί είτε σε ένα είδος ενσωμάτωσης με μια νέα πολυπολιτισμική ταυτότητα είτε στην αφομοίωση που οδηγεί στην αποδοχή της κυρίαρχης ταυτότητας της κοινωνίας υποδοχής. Η πολυπολιτισμική ταυτότητα, ιδίως σε χώρες με ανοικτές κοινωνίες, διατηρεί στοιχεία της «ελληνικότητας» ο βαθμός των οποίων είναι ανάλογος με το βαθμό ενσωμάτωσης ή αφομοίωσης του ατόμου».

Αν δεχτούμε ότι η ταυτότητα του ατόμου δεν είναι δεδομένη και δεν κληρονομείται αλλά διαμορφώνεται και εξελίσσεται – κάτω από τις εκάστοτε ειδικές συνθήκες –, τότε θα πρέπει να αναμένουμε η ταυτότητα (ή γενικότερα η προσωπικότητα) που διαμορφώνει το άτομο να βρίσκεται σε αντιστοιχία με το κοινωνικοπολιτισμικό του περιβάλλον. Κάτω από αυτές τις συνθήκες αντιμετωπίζεται το φαινόμενο της διασπορικής ταυτότητας. Μιας ταυτότητας που δομείται σε διαλεκτική σχέση με τη χώρα καταγωγής και τον τόπο διαμονής και ως εκ τούτου αποτελεί μια σύνθετη διαδικασία, δεδομένου ότι λαμβάνει χώρα κάτω από διπολιτισμικές-διγλωσσικές ή πολυπολιτισμικές-πολυγλωσσικές συνθήκες.

Με τις παραπάνω υποθέσεις ως αφετηρία και, κατά συνέπεια, την πολιτισμική ετερότητα των μελών εθνοπολιτισμικών ομάδων της διασποράς, επιχείρησε ο Καθηγητής Μ. Δαμανάκης να δώσει απάντηση στο ερώτημα αν υπάρχουν και ποια είναι τα πολιτισμικά στοιχεία που ενώνουν τους απανταχού Έλληνες και που λειτουργούν ως κοινά συνδετικά στοιχεία των πολλαπλών ταυτοτήτων τους.

Θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ότι τα κοινά στοιχεία εστιάζονται στη γλώσσα, στη θρησκεία, στην ιστορία και στην παράδοση. Όμως, από τις έρευνες του Δαμανάκη σε Έλληνες ομογενείς ανά τον κόσμο, προέκυψε ότι ο παραπάνω ισχυρισμός δεν τεκμηριώνεται ικανοποιητικά. Για παράδειγμα, οι κρητικής καταγωγής μουσουλμάνοι της Συρίας υποστηρίζουν ότι το χριστιανικό θρήσκευμα δεν είναι απαραίτητο συνθετικό στοιχείο της ελληνικής τους ταυτότητας. Επίσης, οι ταταρόφωνοι πληθυσμοί των λεγόμενων ελληνικών χωριών της Μαριούπολης, στην Ουκρανία, δεν μιλούν επί αιώνες Ελληνικά, δεν έχουν κοινά ήθη και έθιμα με τους Έλληνες του μητροπολιτικού χώρου, υπήρξαν επί πολύ χρόνο χωρίς θρησκευτική πρακτική, και όμως θεωρούν τους εαυτούς τους Έλληνες.

Στην περίπτωση των ταταρόφωνων πληθυσμών της Ουκρανίας, αν και δεν υπάρχουν ούτε τα συγχρονικά/πραγματολογικά ούτε τα διαχρονικά στοιχεία που συγκροτούν την ελληνική ταυτότητα – τουλάχιστο όπως αυτή γίνεται αντιληπτή στον ελλαδικό χώρο –, αυτό που τους κάνει να αυτοπροσδιορίζονται ως Έλληνες είναι μια διάσταση ιδεολογική. Ο Μ. Δαμανάκης τονίζει ότι το ελάχιστο κοινό στοιχείο όλων όσων αυτοπροσδιορίζονται ως Έλληνες είναι, κατά κανόνα, η προφορική παράδοση, η οποία εκφράζεται ως πίστη ή ως ιδεολόγημα ή ως μύθος περί μιας κοινής πολιτισμικής ή βιογενετικής καταγωγής ή απλά ως ένας συναισθηματικός δεσμός. Οι άνθρωποι αυτοί δεν έχουν τεκμήρια της ελληνικότητάς τους και όμως ισχυρίζονται ότι είναι Έλληνες, γιατί έτσι νιώθουν. Είναι το ελάχιστο αίσθημα που κουβαλούν μαζί τους και που πέρασε από γενιά σε γενιά. Η έκφανση αυτή της ελληνικότητας μπορεί να χαρακτηριστεί ως «συμβολική ελληνικότητα». Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο οι δεσμοί τους και η εντύπωση για την Ελλάδα αναπτύχθηκαν σε ένα αφαιρετικό επίπεδο. Είναι αποτέλεσμα αφαιρετικής εξιδανίκευσης και αναφοράς στο μακρινό παρελθόν που φτάνει στα όρια του μύθου, και απέχει πολύ από την σύγχρονη πραγματικότητα.

Αυτός όμως ο μύθος, αυτό το πολιτισμικό ελάχιστο, έχει ιδιαίτερη σημασία για τον φορέα του, γιατί χρησιμοποιείται ως στοιχείο αυτοπροσδιορισμού και αυτοαντίληψης και κατά συνέπεια συνθετικό στοιχείο της ταυτότητας, της αυτοεικόνας και του αυτοσυναισθήματος που έχει το άτομο και η ομάδα.

Βέβαια, οι ιδεολογίες που στερούνται υλικής βάσης ως προϊόντα αφαιρετικής εξιδανίκευσης και μυθοποίησης του παρελθόντος (χωρίς συγχρονικά στοιχεία) έχουν περιορισμένα όρια αντοχής και δεν μπορούν να αντέξουν σε περίπτωση  που έρθουν αντιμέτωπα με την πραγματικότητα. Όμως, όταν καλλιεργούνται συστηματικά  και γίνουν συστατικά στοιχεία της πολιτισμικής  ζωής μιας ομάδας μετατρέπονται σε παράγοντα κοινωνικοποίησης των ατόμων και σε συνθετικό στοιχείο της ταυτότητάς τους και, κατά συνέπεια, δημιουργούν μια πραγματικότητα. Η ιδεολογία, για παράδειγμα, ανάμεσα στους ορεινούς πληθυσμούς του Πακιστάν, τους λεγόμενους Καλάς, ότι κατάγονται από το γένος του Μ. Αλεξάνδρου αποτελεί ως εσωτερικευμένος πολιτισμικός μύθος μια εσωτερική, ψυχολογική πραγματικότητα και, μ’ αυτή την έννοια, συνθετικό στοιχείο της εθνοπολιτισμικής τους ταυτότητας.

Ο Δαμανάκης υποστηρίζει πως από τη στιγμή που το πολιτισμικό ελάχιστο χρησιμοποιείται ως στοιχείο αυτοπροσδιορισμού του ατόμου ή της ομάδας και καθίσταται συνθετικό στοιχείο της αυτοαντίληψης, της αυτοεικόνας και του αυτοσυναισθήματος του ατόμου, αποκτά ιδιαίτερο νόημα για το άτομο και μπορεί να αναλυθεί και να τεκμηριωθεί, από τις κοινωνικές επιστήμες, ο κοινωνικοποιητικός του ρόλος. Από την άλλη πλευρά, η έννοια του αυτοπροσδιορισμού μπορεί να συνδεθεί με την έννοια της αυτονομίας του ατόμου, καθώς και τα ανθρώπινα δικαιώματα και άρα να τεκμηριωθεί και από φιλοσοφικής και κοινωνιολογικής πλευράς.

Συνοψίζοντας, μπορούμε να πούμε ότι η εθνοπολιτισμική ταυτότητα ατόμων και ομάδων που ζουν μακριά από τον εθνικό κορμό, στη διασπορά, μπορεί να εμφανίζεται στην πιο εξεζητημένη της μορφή απλά ως ιδεολόγημα, ως συναίσθημα, ως πίστη σε μια κοινή καταγωγή, χωρίς όμως να συνοδεύεται από συγχρονικά διαπιστώσιμα στοιχεία, όπως η γλώσσα, η θρησκεία, η ιστορία, οι θεσμοί, τα ήθη και τα έθιμα. Η ομάδα αυτή ατόμων διαθέτει στην καλύτερη των περιπτώσεων κάποια «ελληνογενή πολιτισμικά και γλωσσικά ψήγματα», αυτό που ο Δαμανάκης αποκαλεί «πολιτισμικό ελάχιστο».

Στον αντίποδα της  παραπάνω κατηγορίας τοποθετείται η ομάδα ατόμων τα οποία έχουν πλήρη συνείδηση της κοινωνικοπολιτισμικής τους καταγωγής, χειρίζονται τη γλώσσα ή διάλεκτο της χώρας καταγωγής, δραστηριοποιούνται ή έστω συμμετέχουν στην παροικιακή ζωή και διατηρούν επαφές με τον μητροπολιτικό χώρο. Η εθνοπολιτισμική τους ταυτότητα μπορεί να μην έχει την έκφανση της χώρας καταγωγής ως πρότυπο, αλλά είναι πολύ κοντά σ’ αυτή με την έννοια ότι διαθέτει συγχρονικά στοιχεία, όπως γλώσσα, θρησκεία, ιστορία, θεσμούς, ήθη-έθιμα, παραδόσεις. Πρόκειται, δηλαδή, για μια εξωελλαδική αλλά εντούτοις ελλαδοκεντρικά προσανατολισμένη ελληνικότητα. Αυτή η κατηγορία έκφανσης της ελληνικότητας συναντάται σε χώρες της Δυτικής Ευρώπης και ιδιαίτερα στο χώρο της Γερμανίας – λόγω της μικρής γεωγραφικής απόστασης από την Ελλάδα – όπου λειτουργεί πλήθος αμιγών Ελληνικών Σχολείων γύρω από τα οποία αναπτύσσονται δυναμικά παράλληλες Ελληνικές Κοινότητες και δίκτυα. Η δυνατότητα που παρέχεται στους Έλληνες της Δυτικής Ευρώπης να εκφράζονται ως Έλληνες και συγχρόνως ως Ευρωπαίοι πολίτες τους δίνει τη δυνατότητα θεωρητικά και πρακτικά να προσανατολίζονται και να έχουν ως άμεσο σημείο αναφοράς την Ελλάδα. Αυτός ο προσανατολισμός στην ακραία του έκφανση μπορεί να καταστεί εθνοκεντρικός και η οργάνωση της παροικίας να πάρει αμυντικό και αντιφατικό χαρακτήρα όπως είχε στις δεκαετίες του 1960 και 1970, τότε που καλλιεργήθηκε έντονα η ιδιότυπη εθνική ιδεολογία ως παράγοντας συνοχής με το εθνικό κέντρο.

Ανάμεσα σ’ αυτούς τους δύο πόλους εντοπίζεται μια ποικιλία εκφάνσεων της Ελληνικής εθνοπολιτισμικής ταυτότητας και της γλωσσικής επάρκειας, αποτέλεσμα των διαφορετικών παραστάσεων, των διαφορετικών ομοιωμάτων, των διαφορετικών εικόνων και διαφορετικών εμπειριών που έχει το κάθε άτομο. Με άλλα λόγια υπάρχουν πολλαπλές ταυτότητες, γεγονός που παραπέμπει περισσότερο σε μια πολιτισμική ετερότητα παρά σε μια πολιτισμική ταυτότητα. Η ετερότητα υπάρχει μόνο εφόσον το Εγώ και ο Άλλος συμμετέχουν σε μια κοινή μοίρα.

Πρέπει να τονιστεί ότι ο αυτοπροσδιορισμός και η απόκτηση αυτοαντίληψης, αυτοσυναισθήματος και αυτοεικόνας είναι διαδικασίες που συντελούνται στο εσωτερικό του ατόμου, πάντα όμως σε σχέση με τους άλλους.  Αυτό σημαίνει ότι το Εγώ δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς το Εσύ. Ο εαυτός δεν υπάρχει παρά μέσα και διαμέσου των σχέσεων του με τους Άλλους. Δεν μπορεί να γνωρίσει την πληρότητα χωρίς τον Άλλο, έχει ανάγκη τους Άλλους, προσδοκά την αναγνώριση απ’ αυτούς, ακόμα και μέσα στη μοναξιά δεν σταματάει να συναντιέται μαζί τους.  Το άτομο καθορίζεται έτσι από την πολλαπλότητα των αλληλεπιδράσεων με τον περιβάλλοντα κόσμο. Τα μέλη μιας εθνοπολιτισμικής ομάδας αυτοπροσδιορίζονται σε σχέση με τα άλλα μέλη της παροικίας, τους αλλογενείς στη χώρα όπου ζουν, και, τους κατοίκους της χώρας προέλευσης.

Πέρα από τον αυτοπροσδιορισμό του ατόμου στο πλαίσιο της διπολιτισμικής του κοινωνικοποίησης, σημαντικό ρόλο σ’ αυτή τη διαδικασία παίζει και ο ετεροπροσδιορισμός του. Με τον όρο αυτό νοείται η στάση της κοινωνίας της χώρας προέλευσης και υποδοχής απέναντί του. Ένας αντιφατικός ετεροπροσδιορισμός μπορεί να έχει ανασταλτικά αποτελέσματα. Αυτό φαίνεται καθαρά στην Ελλάδα στην περίπτωση των ελληνικής καταγωγής προσφύγων από παρευξείνιες χώρες. Αυτοί έχουν να διαχειριστούν μια σειρά εναλλακτικών προσδιορισμών ανάλογα με την εκάστοτε περίσταση: Το ελληνικό κράτος τους χαρακτηρίζει «Ελληνοπόντιους», η ελληνική κοινωνία τους αντιμετωπίζει ως «Ρωσοπόντιους», οι ίδιοι αυτοπροσδιορίζονται ως «Πόντιοι» και τα παιδιά τους μετακινούνται στα μεσοδιαστήματα αυτών των οριοθετήσεων. Χαρακτηριστική είναι και η περίπτωση των Ελλήνων της Γερμανίας, όπου στη μεν Γερμανία είναι οι αλλοδαποί (Ausländer) στη δε Ελλάδα οι «Λαζογερμανοί».

Σε αντιδιαστολή με την πολιτισμική ταυτότητα – η οποία είναι προϊόν της κοινωνικοποίησης του ατόμου κάτω από συγκεκριμένες και πραγματικές συνθήκες – οι ομογενείς είναι δυνατόν να εμφανίζουν μια εθνική ταυτότητα η οποία είναι προϊόν της εξιδανίκευσης και της μυθοποίησης του παρελθόντος και δεν συνοδεύεται από συγχρονικά στοιχεία. Αυτή αποκαλείται από το Μ. Δαμανάκη «εικονική εθνική ταυτότητα». Ο ερευνητής αντιδιαστέλλει την εικονική εθνική ταυτότητα από την πολιτισμική ταυτότητα, καθώς η τελευταία στηρίζεται κυρίως σε συγχρονικά στοιχεία και έχει βιωματικό χαρακτήρα, διαμορφώνεται δηλαδή κυρίως μέσα από την ενεργό ενασχόληση του ατόμου με το άμεσο κοινωνικοπολιτισμικό περιβάλλον. Στη χώρα διαμονής η εικονική εθνική ταυτότητα δεν αποτελεί πρόβλημα για το άτομο, αφού αυτό ζει σε μια πολυπολιτισμική κοινωνία η οποία ανέχεται την πολιτισμική ετερότητα. Καθώς η εικονική ταυτότητα δεν έρχεται αντιμέτωπη με την πραγματικότητα, το άτομο δεν αισθάνεται την αντίφαση μεταξύ εικονικής εθνικής ταυτότητας και πολιτισμικής ταυτότητας. Όμως, σε περίπτωση παλιννόστησης ή μόνο άμεσης επαφής με την πραγματικότητα, αυτή η αντίφαση αναδεικνύεται και μπορεί ν’ αποβεί μοιραία για το άτομο, επειδή η πολιτισμική του ταυτότητα διαφοροποιείται από εκείνη των ελλαδιτών. Και το κυριότερο η εικονική εθνική ταυτότητα και η εξιδανικευμένη εικόνα που είχε για την Ελλάδα, καταρρέουν σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα που δεν του αφήνουν περιθώρια για ομαλή κοινωνικοπολιτισμική ένταξη ή έστω προσαρμογή. Είναι πολλά τα παραδείγματα ατόμων ελληνικής καταγωγής δεύτερης και τρίτης μεταναστευτικής γενιάς που επισκέπτονται για πρώτη φορά την Ελλάδα και συναντούν μια εικόνα διαφορετική από εκείνη που συντηρούσαν μέσα από διηγήσεις των γονέων ή των παππούδων-γιαγιάδων τους στο ενδοοικογενειακό περιβάλλον. Η εξιδανικευμένη εικόνα για Ελλάδα – συχνά προϊόν του απώτερου πολιτισμικού παρελθόντος – δεν φαίνεται να συμβαδίζει με τη σκληρή πραγματικότητα.

Θανάση Διαλεκτόπουλου

Δρ. Διαπολιτισμικής Παιδαγωγικής, Msc – Δρ. Βυζαντινής Ιστορίας, Msc

Πρώην Συντονιστή Α΄/θμιας & Β΄/θμιας Εκπαίδευσης Ελληνοπαίδων Εξωτερικού στις Βρυξέλλες

 

Φωτό: Τανζανία: Το σχολείο της ελληνικής κοινότητας επιστρέφει στις ρίζες του

1 Σχόλιο
  1. […] Εκπαίδευσης Ελληνοπαίδων Εξωτερικού στις ΒρυξέλλεςΤΟ ΡΩΜΑΙΙΚΟ […]

Αφήστε ένα σχόλιο

Το Ρωμαίικο
Logo

Ραδιόφωνο του Ρωμαίικου