- ΠΟΙΟΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΣ;
Αν η υποθέσουμε ότι η ανάλυσή μας, για τη συγχρονική και τη διαχρονική διάσταση της εθνικής ταυτότητας, είναι σωστή, τότε ο χριστιανισμός όχι μόνο δεν έχει ξεπεραστεί, αλλά, παραδόξως, μπορεί να είναι μπροστά μας.
Η θέση αυτή είναι δύσκολο να κατανοηθεί, γιατί χριστιανισμός με χριστιανισμό έχουν διαφορά. Είναι άλλος ο χριστιανισμός του κολεκτιβιστικού ανθρώπου, άλλος του Ατόμου και άλλος του Προσώπου. Ο χριστιανισμός που προσέλαβε ο πρωτόγονος φραγκοτεύτονας δεν μπορούσε παρά να ήταν κολεκτιβιστικός. Όταν ήρθε η ώρα της εξατομίκευσής του δεν μπορούσε παρά να τον απορρίψει. Και αν έχει δίκιο ο Ρενέ Ζιράρ[14] είναι ο χριστιανισμός του Προσώπου που καθοδηγεί τον νεωτερικό αθεϊσμό στην ανηλεή «αποδόμηση» του κολεκτιβιστικού χριστιανισμού… Εντελώς διαφορετικά, ο χριστιανισμός που προσέλαβε ο «μεταμοντέρνος» Έλληνας της ρωμαϊκής εποχής, ήταν ήδη ο χριστιανισμός του Προσώπου, πράγμα που εκδηλώθηκε με τη δημιουργία της Εκκλησίας, ως κοινωνίας Προσώπων και με την τροπή της ελληνικής φιλοσοφίας σε Φιλοκαλία (του σοφού σε άγιο). Υπήρξαν φυσικά, μεταξύ των Ελλήνων, και εκείνοι που προσέλαβαν τον χριστιανισμό ως κολεκτιβιστική θρησκεία (πράγμα φανερό σε πολλές εκδηλώσεις μαζικού φανατισμού). Δεν έλειψαν επίσης εκείνοι που τον προσέλαβαν ατομικιστικά: σαν φιλοσοφία, τροποποιούμενη και ερμηνευόμενη κατά το δοκούν (π.χ. οι γνωστικές αιρέσεις και η λεγόμενη Σχολή της Αλεξάνδρειας). Είναι ο «ασύνθετος» Ελληνισμός του Ζαμπελίου, σε αντιδιαστολή με τον «εκκαθολικευμένο». Οι ανθρωπολογικές υποστροφές που ακολούθησαν, οφείλουν πολλά στην καθήλωση της (διαχρονικά πάντοτε ηγετικής) ελληνικής Λογιοσύνης στον αττικισμό, στον αναπόβλητο μισογυνισμό, στον πολιτειακό δεσποτισμό, στη νοοτροπία του Κήπου κ.λπ., που πέρασαν φυσικά και στον ελληνικό χριστιανισμό.
Ο χριστιανισμός, που έχει σημασία τη στιγμή που μιλάμε, είναι αυτός που μπορεί να απαντήσει στις ανάγκες της μεταμοντέρνας εποχής, δηλαδή ο χριστιανισμός του Προσώπου. Φωτίζει, αν τον συλλαμβάνω σωστά, ένα δρόμο, ο οποίος μπορεί, ίσως, να βοηθήσει στην ανακαίνιση του μεταμοντέρνου ανθρώπου και άρα στη μετανεωτερική ανασυγκρότηση της εθνικής ταυτότητας. Με την πρόταση αυτή, για το ενδεχόμενο μιας μετανεωτερικής αξιοποίησης του χριστιανισμού, θα κλείσω εδώ την κατ’ ανάγκην ελλειπτική ανάλυσή μου για τη σχέση Ελληνισμού και χριστιανισμού στη μεταμοντέρνα εποχή.
Πηγή: Άρδην τ. 17
[1] Για τους θιασώτες του εθνομηδενισμού στην Ελλάδα σήμερα βλ. Γιώργος Καραμπελιάς, Η Αριστερά και το Ανατολικό Ζήτημα. Εναλλακτικές Εκδόσεις. Αθήνα 1998.
[2] Ζαν-Φρανσουά Λυοτάρ, Η μεταμοντέρνα κατάσταση. Γνώση. Αθήνα β’ εκδ. 1993.
[3] Θεόδωρος Ι. Ζιάκας, Η έκλειψη του Υποκειμένου. Δόμος. Αθήνα 1997.
[4] Οι δικές μας νεωτερικές αυτονοηματοδοτήσεις ήταν μονοδιάστατες. Η «μετακενωτική» έβλεπε μόνο τη μετοχή στη νεωτερικότητα, μεταβάλλοντάς τη σε άρριζη, μη δημιουργική μίμηση. Η «ελληνοχριστιανική» έβλεπε μόνο τη διαχρονική συνέχεια, μεταβάλλοντάς την σε αμυντικό κέλυφος. Και οι δύο απέκλειαν η μια τους οπαδούς της άλλης, μετατρέποντας την εθνική ταυτότητα σε κλίνη του Προκρούστη. Επισημαίνουμε εδώ την οργανικότητα της εμφυλιοπολεμικής ανωμαλίας στον σχηματισμό της νεωτερικής ελληνικής ταυτότητας.
[5] Kenneth J. Gergen, Ο κορεσμένος εαυτός. Ελληνικά Γράμματα. Αθήνα 1997. Όπου και η σχετική βιβλιογραφία.
[6] Εξαίρεση στον κανόνα αποτελεί η εβραϊκή θρησκεία, λόγω της αποκλειστικής σχέσης του Γιαχβέ με το εβραϊκό έθνος.
[7] Η σημασία της λέξης «μετοχή» αρχίζει από τη δημιουργική συμβολή και φτάνει ως την παθητική ατελέσφορη μίμηση. Η τελευταία δεν νοηματοδοτεί πραγματική εθνική ταυτότητα και είναι αδύνατο να αντισταθεί σήμερα στη διαβρωτική δράση του εθνομηδενισμού.
[8] Ο κανόνας περιλαμβάνει ακόμα και τους Εβραίους. Ο Σιωνισμός είναι ο νεωτερικός άξονας του σημερινού εβραϊκού έθνους, πράγμα που το ξέρουν πολύ καλά οι πολέμιοί του Εβραίοι φονταμενταλιστές. Δηλώνει πάντως τρομακτική σύγχυση η κρατούσα εν Ελλάδι αντιπαράθεση / ταύτιση έθνους και θρησκείας, ή έθνους και Διαφωτισμού. Οι κρατούσες πολώσεις είναι χαρακτηριστικές: α) Ο Ελληνισμός και ο χριστιανισμός είναι εχθροί. Αν είσαι Έλληνας δεν μπορείς να είσαι χριστιανός. Και αντιστρόφως. β) Ο Ελληνισμός και η Ορθοδοξία ταυτίζονται. Όποιος δεν είναι χριστιανός ορθόδοξος δεν μπορεί να είναι Έλληνας. γ) Ο Ελληνισμός και η νεωτερικότητα είναι εχθροί. Αλληλοαποκλείονται. Η γνωσιοθεωρητική ρίζα των πολώσεων αυτών βρίσκεται στην αδυναμία να διακρίνουμε το έθνος από τον οικουμενικό-ανθρωπολογικό του άξονα, την ιστορική από την παραδειγματική κοινότητα. Οι συγκρίσεις-ταυτίσεις-αντιπαραθέσεις είναι νόμιμες μόνο για ομόλογα-συγκρίσιμα πράγματα. Είναι λογικό να συγκρίνουμε π.χ. τους τρεις διαφορετικούς ανθρωπολογικούς άξονες, γύρω από τους οποίους περιστράφηκε ο Ελληνισμός: τον πολυθεϊκό, τον χριστιανικό και τον νεωτερικό. Καθώς μάλιστα πάμε για μια τρίτη αλλαγή παραδειγματικού άξονα (μετανεωτερική ανασυγκρότηση της εθνικής ταυτότητας) η εν λόγω σύγκριση-αντιπαράθεση είναι και απολύτως αναγκαία.
[9] Σπυρίδων Ζαμπέλιος, Προθεωρία, στη συλλογή Η ιδιοπροσωπία του Νέου Ελληνισμού. ’Ιδρυμα Γουλανδρή-Χορν. Αθήνα. 1983.
[10] Χαρακτηριστική είναι η άποψή του για τις βυζαντινές «αναγεννήσεις», στις οποίες βλέπει διαδικασίες παραπλήσιες με εκείνες που τελεσφόρησαν στη Δύση. Χαρακτηριστικό είναι επίσης το ερώτημα, που και σήμερα θέτουν μερικοί: «γιατί μπήκε μπροστά η Δύση κι εμείς μείναμε πίσω;». Όπως και η απάντηση που δίνει: Λόγω πρωτογονισμού, οι βάρβαροι φραγκοτεύτονες αποδείχτηκαν πιο εύπλαστοι στα χέρια του χριστιανισμού, από μας τους Έλληνες. Μπόρεσαν να αγαπήσουν τη γυναίκα, να μισήσουν τη φεουδαρχική αυθεντία και να γίνουν λαός, ενώ εμείς μείναμε προσκολλημένοι στην αρχαία παράδοση της ανδροκρατίας και με τα μυαλά στο γύψο του αντιλαϊκού γλωσσικού αττικισμού. (Σπυρίδων Ζαμπέλιος,Λόγιοι και γλώσσαι της ΙΔ’ εκατονταετηρίδος. Ίνδικτος. Αθήνα 1998.)
[11] Οι πατέρες ημών, παρατηρεί ο Ζαμπέλιος, ήταν ασυναγώνιστοι στη θεωρία, αλλά στην εφαρμογή δεν τα πήγαιναν και τόσο καλά.
[12] Ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής ση Μυσταγωγία του και πολλοί άλλοι βυζαντινοί άγιοι, καθορίζουν τρία επίπεδα πολιτισμικής εξέλιξης, ανάλογα με τη σχέση προς τον τριαδικό υπογραμμό: α) «δούλοι του Θεού» (αυτοί που κάνουν το καλό από φόβο), β) «εργάτες του Θεού» (αυτοί που κάνουν το καλό για να εισπράξουν μισθό), γ) «φίλοι -ή παιδιά- του Θεού» (αυτοί που κάνουν το καλό από αγάπη). Αντιστοιχούν σε τρεις τύπους ανθρώπου, που μπορούν να συνυπάρχουν σε κάθε πολιτισμό. Ανάλογα με τον τύπο, ο οποίος δίνει τον κοινωνικό υπογραμμό, έχουμε και την ανθρωπολογική ταξινόμηση των πολιτισμών, σε κολεκτιβιστικούς, ατομοκεντρικούς, ή προσωποκεντρικούς.
[13] Βλ. άρθρο μου στο προηγούμενο τεύχος για τη σχέση ελληνικής και τουρκικής ταυτότητας.
[14] Ρενέ Ζιράρ, κεκρυμμένα από καταβολής. Κουρής. Αθήνα 1994.