Ελληνισμός, Χριστιανισμός, Μεταμοντερνισμός / Του Θεόδωρου Ζιάκα

Στο κείμενο που ακολουθεί σκοπεύω να συζητήσω το πρόβλημα της ελληνικής ταυτότητας σήμερα. Μιλώντας για «πρόβλημα» εννοώ ότι η σύγχρονη εθνική μας ταυτότητα πρέπει να ανανοηματοδοτηθεί και το θέμα είναι με ποιον τρόπο.«Πρέπει», γιατί οι παλιές νοηματοδοτήσεις, η «μετακενωτική» και η «ελληνοχριστιανική», έχουν καταρρεύσει, αφήνοντας στη θέση τους τη μηδενιστική[1], η οποία διαλύει την κοινωνική συνοχή και υποστρέφει την πολιτισμική εξέλιξη του Ελληνισμού.

Η «μετακενωτική» και η «ελληνοχριστιανική» νοηματοδότηση αποτελούσαν τις δύο εκδοχές, υπό τις οποίες ο Ελληνισμός συνειδητοποίησε την ετερότητα του τρόπου μετοχής του στη νεωτερική
πολιτισμική οικουμένη. Για την πρώτη, τη βασισμένη στο κοραϊκό δόγμα της «μετακένωσης», η ενότητα (ταυτότητα) του αρχαίου και του νέου Ελληνισμού υφίσταται μέσω των ευρωπαϊκών Φώτων: Τα αρχαιοελληνικά φώτα διασώθηκαν στη Δύση, ενώ εδώ, στο Βυζάντιο, είχαν σβήσει τελείως. Οπότε «φωτιζόμενοι» από τη Δύση ξαναπαίρνουμε την ελληνική μας ταυτότητα. Για την «ελληνοχριστιανική» εκδοχή, από την άλλη μεριά, δεν χρειαζόταν η μεσολάβηση των δυτικών Φώτων. Η συνέχεια με την αρχαία Ελλάδα υφίστατο χωρίς διακοπή, λόγω του συγκερασμού Ελληνισμού και χριστιανισμού στο Βυζάντιο. Για τη μηδενιστική, τέλος, νοηματοδότηση, η οποία ήρθε να καλύψει το κενό που άφησε η εξάντληση των δύο προηγουμένων, α) το έθνος είναι φανταστική κοινότητα, β) η πίστη στην υπαρκτότητα μιας τέτοιας κοινότητας παράγει ανεπιθύμητα – αντιανθρωπιστικά αποτελέσματα και γ) όσο γρηγορότερα απαλλαγούμε απ΄ αυτήν τόσο το καλύτερο. Ο εθνομηδενισμός συμπίπτει με το πέρασμα στη λεγόμενη «μεταμοντέρνα κατάσταση»[2], όπου η ίδια η έννοια της διαχρονικής ταυτότητας, προσωπικής και συλλογικής, διαλύεται μέσα στα αυτονομημένα συστήματα[3]. Αυτή η «κατάσταση» συνιστά και τον άμεσο ιστορικό ορίζοντα εντός του οποίου ερχόμαστε να συζητήσουμε για την εθνική ταυτότητα.

Θεωρητικά η εθνική ταυτότητα μπορεί να οριστεί ως τομή δύο σχέσεων: Είναι, πρωτίστως, σύγχρονη σχέση με τους «άλλους» (π.χ. Αμερικάνους, ευρωπαίους «εταίρους», Τούρκους). Στο επίπεδο της οριζόντιας αυτής σχέσης η εθνική μας ταυτότητα συμπίπτει με την ετερότητα του τρόπου μετοχής μας στην κοινή νεωτερική οικουμένη, στον σημερινό παγκόσμιο πολιτισμό. Είναι όμως, η εθνική ταυτότητα και διαχρονική σχέση με αυτό που κατά καιρούς «ήμασταν». Στο επίπεδο της κάθετης αυτής σχέσης είμαστε, όπως πιστεύουμε, το αυτό υποκείμενο στην Αρχαιότητα, στο Βυζάντιο και στη Νεωτερικότητα. Στο μέτρο όμως που η διαχρονική ταυτότητα δεν είναι αυτιστική ψευδαίσθηση, υφίσταται στο επίπεδο των σημερινών σχέσεων με τους «άλλους» και συμπίπτει με την «ταυτότητα» που αυτοί βλέπουν σε μας. Όταν η συγχρονική διάσταση «τέμνει» τη διαχρονική, τότε και μόνον τότε, απαρτίζεται πραγματική εθνική ταυτότητα.[4]

Θα εκθέσουμε στη συνέχεια πώς εμφανίζεται το πρόβλημα στις δυο διαστάσεις της εθνικής ταυτότητας.

  1. Ο ΜΕΤΑΜΟΝΤΕΡΝΙΣΜΌΣ

Η ιστορική εποχή που διανύουμε χαρακτηρίζεται από την ανάπτυξη του μεταμοντερνισμού.

Για τον χαρακτήρα του μεταμοντερνισμού έχουμε δύο εκδοχές. Σύμφωνα με την πρώτη ο μεταμοντερνισμός είναι μια κατάσταση που έρχεται ως φυσιολογικό επακόλουθο της νικηφόρας ολοκλήρωσης του νεωτερικού πολιτισμού. Από τη στιγμή που όλος ο κόσμος έχει αποδεχθεί το δυτικό πρότυπο η ιστορική εξέλιξη περιορίζεται πλέον στην εντατική εμπέδωσή του στα διάφορα μήκη και πλάτη. Δηλαδή ο κόσμος τείνει προς την πολιτισμική ομογενοποίηση. Η αντίληψη ότι μετά την πτώση του υπαρκτού σοσιαλισμού επέρχεται το «τέλος της Ιστορίας», συνοψίζει αυτήν ακριβώς την εκδοχή. Τη συμμερίζονται τα άρχοντα συγκροτήματα των χωρών της Δύσης, καθώς και οι «ανακυκλωμένοι» οπαδοί του μοντέρνου κολεκτιβισμού (κομμουνιστές, σοσιαλιστές κ.λπ.). Αν ισχύει, η πρώτη αυτή εκδοχή, τότε ο κυρίαρχος σήμερα εθνομηδενισμός αποβαίνει ακαταγώνιστος και η εθνική μας αποσύνθεση είναι μάλλον αναπόφευκτη. Στην περίπτωση αυτή η συνέχιση της συζήτησης στερείται νοήματος.

Για τη δεύτερη εκδοχή η «μεταμοντέρνα κατάσταση» αποτελεί διευρυνόμενο ρήγμα στα ίδια τα θεμέλια του νεωτερικού πολιτισμού. Οι θεωρητικοί της υποστηρίζουν ότι το «νεωτερικό παράδειγμα» έχει σαφώς ξεπεραστεί. Με τον επιστημολογικό αυτό όρο εννοούν, κατά βάση, ότι η ειδική νοηματοδότηση του υποκειμένου, πάνω στην οποία χτίστηκε η νεωτερικότητα, έχει υπονομευθεί από την ανάπτυξη-ολοκλήρωση της ίδιας της νεωτερικότητας. Πρόκειται για το θέμα της εξατομίκευσης: ενώ για τη νεωτερικότητα ο άνθρωπος είναι Άτομο και η παραδοχή αυτή είναι το θεμέλιο όλων της των θεσμών, η μεταμοντέρνα πραγματικότητα έρχεται να αναιρέσει σε μαζική κλίμακα την παραδοχή αυτή. Ο μεταμοντέρνος άνθρωπος δεν είναι Άτομο.

Για να φτάσουμε στη «μεταμοντέρνα κατάσταση» περάσαμε από δύο στάδια ή μορφές νοηματοδότησης της νεωτερικής ατομικότητας: τον ρομαντισμό και τον μοντερνισμό[5]. Λόγω της ειδικής σημασίας που έχουν οι ανθρωπολογικές εξελίξεις για την εθνική ταυτότητα ας δούμε τον χαρακτήρα τους:

α) Ο ρομαντικός τύπος

Ρομαντικός είναι ο άνθρωπος που ενώ έχει δεχθεί το πρόταγμα του Διαφωτισμού ότι είναι Άτομο, δεν έχει απαλλαγεί ακόμη από τη μεσαιωνική πίστη στην ύπαρξη «ψυχικής ενδοχώρας». Πιστεύει ότι η ατομικότητά του συμπίπτει με κάποια προκοινωνική, προλογική και απροσδιόριστη εσωτερικότητα, η οποία του ανήκει και είναι ο «εαυτός» του. Με αυτή την αντίληψη για την ατομικότητά του συμβαδίζουν: η προτεραιότητα του συναισθήματος έναντι της λογικής, η ανησυχία για την αποσύνθεση της «ηθικής ολότητας», η απέχθεια προς τη μηχανοκρατία και η καταφυγή στην καλλιτεχνική εμπειρία, για τη διατύπωση ουτοπικών εναλλακτικών λύσεων. Εννοείται ότι η ρομαντική κριτική στον Διαφωτισμό είναι οξύτατη, αλλά εποικοδομητική, αφού ο εξεγερμένος ρομαντικός, παλιός ή νέος, δεν παύει ποτέ να αμφιβάλει για την δική του ατομικότητα (τη διαχρονική ταυτότητά του).

β) Ο μοντέρνος τύπος

Ο μοντέρνος άνθρωπος, απολύτως κυρίαρχος στο δεύτερο ήμισυ το 19ου και στο πρώτο ήμισυ του 20ου αιώνα, έχοντας ξεμπερδέψει με τις «ρομαντικές αυταπάτες», ενσαρκώνει πλήρως το ανθρωπολογικό πρόταγμα της νεωτερικότητας: το λογικοκρατούμενο μηχανόμορφο άτομο. Βλέπει τον εαυτό του σαν αυτορρυθμιζόμενη μηχανή, που πρέπει να συντηρείται σωστά, για να λειτουργεί καλά και να αποδίδει το μέγιστο της αποδόσεώς της. Το Εγώ είναι το κέντρο ελέγχου της μηχανής. Είναι σταθερό και αναλλοίωτο, επειδή στηρίζεται σε δεδομένες «αρχές» και έχει για τούτο αναγνωρίσιμο χαρακτήρα και προβλέψιμη συμπεριφορά. Είναι ο «άνθρωπος αρχών» (που φτιάχνει βεβαίως και «κόμματα αρχών»). Απόλυτα προσγειωμένος πιστεύει μονάχα στην επιστήμη και στην τεχνική. «Ατενίζει με αισιοδοξία το μέλλον» και το «προγραμματίζει». Η συνέπεια, η απλότητα, η ειλικρίνεια και η ψυχρή λογική, χαρακτηρίζουν τον κόσμο των αξιών του. Εννοείται ότι πλάι στο μοντέρνο άτομο επιβιώνει, αλλά σαν δευτερεύων τύπος και υπό διάφορες παραλλαγές, το ρομαντικό άτομο.

γ) Ο μεταμοντέρνος τύπος

Ο μεταμοντέρνος τύπος, που η εμφάνισή του γενικεύεται τις τελευταίες δεκαετίες και εκτοπίζει σε μαζική κλίμακα το μοντέρνο άτομο, ιδιαίτερα στις νέες γενιές, δεν βλέπει τον εαυτό του σαν κάτι που οφείλει να είναι αυτοσυνεπές. Κάτι το δεδομένο και αναλλοίωτο. Δεν πιστεύει, κατ’ αρχάς, ότι έχει μια ρομαντική ψυχική ενδοχώρα. Ούτε βλέπει τον εαυτό του σαν μηχανόμορφη ατομικότητα, που ελέγχεται από ένα αυτόνομο και σταθερό λογικό εγώ. Τον βλέπει να κατασκευάζεται από τις κατά κανόνα απρόβλεπτες συνθήκες. Οι θεωρητικοί του αναλύουν πως το ίδιο συμβαίνει στην πραγματικότητα και με τους δύο προηγούμενους τύπους υποκειμένου. Είναι κι αυτοί κοινωνικά κατασκευάσματα. Με τη μόνη διαφορά ότι η σχετική σταθερότητα των κοινωνικών σχέσεων του περιβάλλοντός τους, έδειχνε να επιβεβαιώνει την υποθετική αμεταβλητότητα και προ-εξω-κοινωνικότητα του εγώ. Τώρα που μπήκαμε στην «εικονική πραγματικότητα» και τα πάντα αλλάζουν, πριν προλάβουν να παλιώσουν, η προσωπικότητα αποκαλύπτεται κινούμενη άμμος. Καμιά σχέση με το θρυλικό Άτομο. Για τους μεταμοντέρνους θεωρητικούς η «ατομικότητα» είναι γλωσσοκοινωνική δομή, που αλλάζει ανάλογα με τις συνθήκες και τα «γλωσσικά παιγνίδια». Σχεσιοκρατική, σχετικιστική, συμβατικιστική, αντιφατική-μεταβαλλόμενη, η μεταμοντέρνα νοηματοδότηση του υποκειμένου τοποθετείται στους αντίποδες της νευτώνειας ατομοκρατικής νεωτερικής νοηματοδότησης.

Σε συμφωνία με το σχεσιακό του περιεχόμενο το μεταμοντέρνο άτομο δεν πιστεύει στη μία αλήθεια. Πιστεύει, αφ’ ενός, πως δεν υπάρχει αντικειμενική αλήθεια, αλλά πολλές σχετικές αλήθειες. Πιστεύει, αφ΄ ετέρου, ότι δεν μπορεί να αποδειχθεί ποια από τις σχετικές αλήθειες είναι η πραγματικά αληθινότερη. Πιστεύει τέλος ότι δεν υπάρχουν αλήθειες ανιδιοτελείς, χωρίς κανονιστικό-εξουσιαστικό περιεχόμενο. Η παραδοχή της δικής σου αλήθειας προκαλεί, κατ’ ανάγκην, την υποταγή μου στη δική σου εξουσία. Κατ’ ακολουθία το μεταμοντέρνο άτομο είναι «υπεράνω» ηθικών αρχών: Όλες είναι σχετικές και συμβατικές. Εξαρτώνται απολύτως από τα δεδομένα γλωσσοκοινωνικά τους πλαίσια. Δεν είναι προικισμένες με καμιά υπερβατική αυθεντία. Γνωσιολογικά και ηθικά σχετικιστικό, αγνωστικιστικό και εκλεκτικό, το μεταμοντέρνο άτομο, δεν βρίσκει «νόημα» στον τρόπο ζωής του μοντέρνου ανθρώπου. Παραιτείται από τη μοντέρνα αξίωση να υποταχθεί το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον του υπαρξιακού χρόνου, πολύ δε περισσότερο του ιστορικού χρόνου, σε μια λογική-προγραμματική ενότητα, επιβεβαιωτική διαχρονικής ταυτότητας («ατομικότητας»). Ονειρεύεται τον «εαυτό» του να «σερφάρει πάνω στα κοινωνικά κύματα» ακολουθώντας τον ρυθμό τους και τις απρόβλεπτες ριπές του ανέμου. Αλλά ο εαυτός «του» δεν υπάρχει πια. Είναι το ίδιο το κοινωνικό κύμα που μέσα απ’ αυτόν ονειρεύεται «εαυτότητα».

δ) Ανθρωπολογικό αδιέξοδο;

Οι επισημάνσεις αυτές οδηγούν στο κρίσιμο ερώτημα; Μπορεί ο μεταμοντέρνος τύπος υποκειμένου να επωμιστεί το βάρος της διευρυμένης αναπαραγωγής των γιγάντιων αυτονομημένων νεωτερικών συστημάτων;

Η απάντηση είναι σαφώς αρνητική. Το μοντέρνο άτομο παραμένει αναντικατάστατο. Στην αντίφαση αυτή βρίσκεται το μέγα πρόβλημα της νεωτερικότητας: καθώς ολοκληρώνεται ο νεωτερικός πολιτισμός καταστρέφει μαζικά τον ανθρωπολογικό τύπο, πάνω στον οποίο στηρίζεται, δηλαδή το μοντέρνο Άτομο. Ο μεταμοντέρνος άνθρωπος δεν είναι ένας καινούργιος ανθρωπολογικός τύπος, αλλά το κατεστραμμένο νεωτερικό Άτομο. Είναι ο τύπος που παράγει η νεωτερική εξατομίκευση, όταν ολοκληρώνεται. Γι’ αυτό και ο πανικός, η σπασμωδικότητα και η πρωτοφανής κοινωνική αγριότητα, με την οποία αντιδρά ο μοντερνισμός.

Η αντίδραση του Συστήματος στο πρόβλημα προσλαμβάνει τη μορφή του  εκσυγχρονισμού, ο οποίος συνιστά κατά βάση μια στρατηγική φυγής προς τα πίσω. Πράγματι: Ανθρωπολογικός στόχος του νεοφιλελευθερισμού είναι σαφώς η επιστροφή στον μοντερνισμό, η ανασυγκρότηση του Ατόμου. Η μέθοδος που έχει επιλέξει είναι η εκ των άνω δημιουργία συνθηκών άγριου κοινωνικού δαρβινισμού. Οι μοντερνιστές, φιλελεύθεροι και σοσιαλιστές, νομίζουν ότι για τη μεταμοντέρνα αποσύνθεση του Ατόμου, ευθύνεται ο κρατισμός, ο κομμουνιστικός, ο σοσιαλδημοκρατικός, ο κεϋνσιανός, οι οποίοι κακοσυνήθισαν τις μάζες στην κοινωνική αμεριμνησία. -Τώρα που κατέρρευσε ο υπαρκτός σοσιαλισμός, το αντίπαλο δέος του οποίου καθιστούσε (για τη Δύση) απαραίτητο το κράτος πρόνοιας, ας σαρώσουμε τα κρατιστικά προνοιακά συστήματα, για να εξαναγκάσουμε τον νεωτερικό άνθρωπο να ξαναγίνει Άτομο: -Ή θα αναπτύξετε ατομικιστική παραγωγική υπευθυνότητα και ανταγωνιστικότητα, ή θα πεθάνετε!

Όμως η γέννηση και η άνοδος του μοντέρνου κολεκτιβισμού (κρατισμού) δεν ήταν ένα «ατύχημα». Ήταν γέννημα της ανάπτυξης του ίδιου του φιλελευθερισμού. Ήταν απάντηση στην εκρηκτική κλιμάκωση των προβλημάτων που δημιουργούσε ο ίδιος ο φιλελευθερισμός. Επίσης: η κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού δεν ήταν αποτέλεσμα της κατίσχυσης του φιλελευθερισμού, αλλά της δικής του εσωτερικής αδυναμίας να λύσει τα προβλήματα που τον γέννησαν. Τελικώς, κι αυτό είναι που έχει σημασία, η κατάρρευση του κρατισμού συμπίπτει με τη μετάβαση του συνόλου της νεωτερικότητας σε νέα φάση, όπου η ατομικότητα αυτή καθ΄ αυτή και οι μοντέρνες αξίες της έχουν ξεπεραστεί. Κοντολογίς: Οι μοντερνιστές δεν αντιλαμβάνονται τον μεταμοντερνισμό, ως αυτό που πράγματι είναι: ως αναπόφευκτο αποτέλεσμα της ολοκλήρωσης του μοντερνισμού. Συνεπώς οι προσπάθειές τους να διατηρήσουν τις δομές αυτού του τελευταίου, μέσω πολιτικών κοινωνικού δαρβινισμού, δεν λύνουν το πρόβλημα. Απλώς ανακυκλώνουν το ανθρωπολογικό αδιέξοδο.

Αδιέξοδη είναι και η αντίδραση του ρομαντισμού, στο μέτρο που προσλαμβάνει τη μορφή του φονταμενταλισμού. Ο φονταμενταλισμός, αρνούμενος τη νεωτερικότητα, κηρύσσει την υποστροφή στο προνεωτερικό κολεκτιβιστικό παρελθόν, χωρίς όμως να θίγει το σύστημα των αναγκών. Δημιουργεί έτσι ένα αμυντικό κέλυφος απέναντι στην παγκοσμιοποίηση, αλλά με βραχυπρόθεσμη αποτελεσματικότητα και εν πολλοίς αμφίβολη. Βραχυχρόνια είναι άλλωστε τα οφέλη και από τον εκσυγχρονισμό. Βάζοντας τα δυνατά σου στην κούρσα του εκσυγχρονισμού δεν αποφεύγεις βεβαίως τον γκρεμό, προς τον οποίο, κατά πάσα πιθανότητα, καλπάζουν οι προπορευόμενοι. Αποφεύγεις όμως τον αμεσότερο κίνδυνο να σε ποδοπατήσουν οι αλαλιασμένοι που έρχονται πίσω σου.

Ας συνοψίσουμε: Φτάνοντας στην ολοκλήρωσή του ο νεωτερικός ατομικισμός αυτοκαταστρέφεται. Η κρίση της εξατομίκευσης παράγει το μεταμοντέρνο μη-άτομο, η επικράτηση του οποίου απειλεί ολόκληρο το νεωτερικό σύστημα. Αν η εκσυγχρονιστική και η φονταμενταλιστική φυγή προς τα πίσω δεν αποτελούν λύση μήπως υπάρχει διέξοδος προς τα εμπρός; Μήπως υπάρχει δυνατότητα ανθρωπολογικής εξελίξεως πέρα από το Άτομο; Προς το παρόν το ερώτημα αυτό δεν τίθεται. Η καταφατική όμως απάντηση θα έδινε, αυτομάτως, νόημα και προοπτική στη «μεταμοντέρνα» συζήτηση για την ανανοηματοδότηση της προσωπικής και της εθνικής ταυτότητας.

Ας θεωρήσουμε στο σημείο αυτό ότι σκιαγραφήσαμε επαρκώς το πεδίο των παροντικών σχέσεων κι ας περάσουμε στο πεδίο των διαχρονικών σχέσεων ορισμού της εθνικής ταυτότητας.

Συνεχίζεται…

Θα χαρούμε να ακούσουμε τις σκέψεις σας

Αφήστε ένα σχόλιο

Το Ρωμαίικο
Logo

Ραδιόφωνο του Ρωμαίικου