Ένας ακρίτας ιερομόναχος εξηγεί γιατί στις μέρες μας προέχει η διακονία στον πλησίον

Ο π. Χρυσόστομος Παπαδόπουλος, μόνιμος κάτοικος στη Θυρέα Διδυμοτείχου και εφημέριος στον Ι. Ναό του Αγ. Δημητρίου στο χωριό Λαγός, εξηγεί πως μόνο με την προετοιμασία μπορούμε να ανταπεξέλθουμε στον φυσικό αλλά, κυρίως, στον πνευματικό χειμώνα

«Οι άντρες της γειτονιάς ήταν και είναι εθνοφύλακες και φυλάνε τα σύνορα χρόνια τώρα και αντί για το όπλο είχαν το φτυάρι στον ώμο τους. Φυλάνε τα σύνορα από τους εχθρούς και με το ίδιο όπλο φροντίζουν για την επιβίωση των οικογενειών τους»

Ο παππούς του παππού μου, ο πατήρ Αθανάσιος που ήρθε από την Ανατολική Θράκη, τη Ρωμυλία έφερε το σιτάρι για να μπορέσει να σπείρει. Έφερε, επίσης, κουβαλώντας σε όλο το δρόμο της προσφυγιάς, μια κυψέλη με μέλισσες τυλιγμένη στο ράσο του, γιατί αν θέλεις να κάνεις σπίτι και να έχεις νοικοκυριό πρέπει να έχεις «κλήμα στην πόρτα σου και μελίσσι στην αυλή σου»

Από τη ΣΟΦΙΑ ΧΑΤΖΗ

Η στάση μας, ως κατοίκων των μεγαλουπόλεων, απέναντι στη φύση με την οποία συνυπάρχουμε, αποδίδεται λεκτικά καλύτερα ως «άγνοια με αδιαφορία». Η γνώση μας για το φυσικό περιβάλλον εξαντλείται σε φανταστικούς αποστειρωμένους περιπάτους σε ολόδροσα λιβάδια, με πολύχρωμα αγριολούλουδα. Αν τυχόν βρισκόμασταν εκεί, θα νιώθαμε έκπληξη για τη λάσπη κάτω από τη χλόη ή δυσφορία για την ύπαρξη ενοχλητικών εντόμων. Η πρόσφατη λόγου χάρη χιονόπτωση στις αρχές του Φεβρουαρίου μετατράπηκε από ρομαντική εικόνα έξω από τα παράθυρά μας σε μια επικίνδυνη χιονοθύελλα, που μας άφησε χωρίς ρεύμα και θέρμανση κατά τόπους και μας ακινητοποίησε στα σπίτια μας.

Όταν συνομίλησα με αναγκαστικά δουλεμένους ανθρώπους της επαρχίας, για το φαινόμενο, οι περισσότεροι χαμογέλασαν συγκαταβατικά. Καταγράψαμε, ωστόσο, την πιο ενδιαφέρουσα συζήτηση για το θέμα με τον ιερέα π. Χρυσόστομο Παπαδόπουλο από το Διδυμότειχο που κατοικεί μόνιμα στη Θυρέα Διδυμοτείχου και είναι εφημέριος της εκκλησίας του αγίου Δημητρίου στο χωριό Λαγός. «Μένω στο πατρικό μου σπίτι για τον μοναδικό λόγο ότι κάνω μέρα παρά μέρα αιμοκάθαρση και έχω ανάγκη από ιατρική περίθαλψη. Δεν παύω όμως να κάνω και τα υπόλοιπα καθήκοντά μου. Ευχαριστώ την εκκλησία και τον επίσκοπό μας που αποτελώ κομμάτι αυτής της ακριτικής ιεράς Μητροπόλεως στην πατρίδα μας».

Η συμβουλή του στους απροετοίμαστους πολίτες του κλεινού άστεως είναι κατ’ αρχήν πνευματική: «Χωρίς προετοιμασία δεν μπορούμε να αντεπεξέλθουμε σε κανένα περιβαλλοντολογικό, σωματικό ή και πνευματικό κίνδυνο. Το χιόνι στο Διδυμότειχο κατά την διάρκεια του χειμώνα έφτανε παλαιότερα στα 2-3 μέτρα ύψος. Για να βγούμε από τα σπίτια μας σκάβαμε λαγούμια με το φτυάρι από την πόρτα του σπιτιού έως τον στάβλο, για να μπορέσουμε να φροντίσουμε τα ζώα ή να πάμε στις αποθήκες».

Των φρονίμων τα παιδιά, κόβουν ξύλα πριν πιάσουν τα κρύα και ο π. Χρυσόστομος περιγράφει την παράδοση των ορεσίβιων προγόνων του για την επιβίωση στις σκληρές συνθήκες: «Ανέβαιναν στο βουνό και μάζευαν ξύλα σε συγκεκριμένες περιόδους που τους επέτρεπε το δασαρχείο. Ταυτόχρονα, σε καρτερούσε το δεμάτι άχυρο και το δεμάτι σανού, που έπρεπε να το μαζέψεις και να το βάλεις στην αποθήκη για να έχουν τροφή τα ζώα στα κρύα. Ύστερα, έπρεπε να είσαι συμμαζεμένος, ώστε το πρωί να ξυπνήσεις για να κάνεις την αρμεξιά σου, να βράσεις το γάλα σου, να το φας με ζυμωτό ψωμί ή τραχανά και να στυλωθείς για να πας στη δουλειά σου».

Οι προετοιμασίες γίνονταν σε πολλά επίπεδα και οι άνθρωποι έβαζαν τον Θεό στη σκέψη τους ως Πατέρα που φροντίζει να μην φοβηθούν τα παιδιά του και άφηνε να πέσει το χιόνι τη νύχτα, ώστε να μην βλέπουν έξω και τρομάξουν: «Όταν βλέπαμε ότι ο καιρός, ”σφίγγει”, τοποθετούσαμε πίσω από την πόρτα του σπιτιού ένα φτυάρι. Αν άρχιζε να χιονίζει ή να βρέχει το βράδυ, τότε θα πλημμύριζε το πρωί και λέγαμε: “Ντρέπεται ο Θεός να βρέξει και να χιονίσει τη μέρα για να μη σκιαχτούμε και βρέχει και χιονίζει το βράδυ”. Ολοι οι άντρες της γειτονιάς ήταν και είναι εθνοφύλακες και φυλάνε τα σύνορα χρόνια τώρα και αντί για το όπλο είχαν το φτυάρι στον ώμο τους. Φυλάνε τα σύνορα από τους εχθρούς και με το ίδιο όπλο φροντίζουν για την επιβίωση των οικογενειών τους».

Για την αλληλεγγύη μεταξύ των ανθρώπων των ακριτικών περιοχών, σε αντίθεση με τους αστούς των μεγάλων κέντρων που στις καιρικές δυσκολίες μεταθέτουν την ευθύνη στις αρχές και δεν αναλαμβάνουν ούτε τη δική τους, ο πατήρ Χρυσόστομος αντιπαραβάλλει μια εικόνα από τα μαθητικά του χρόνια στον Εβρο: «Μια φορά είχα πάει στο σχολείο με 3 μέτρα χιόνι. Δεν προβλεπόταν στα χιόνια να κλείνει το σχολείο. Είχαν σκάψει όλοι οι χωριανοί μέχρι ενός σημείου, για να μπορούμε εμείς τα παιδιά να πάμε για μάθημα και επειδή δεν μπορούσαν να σκάψουν περισσότερο, περπατούσαμε παραπάνω δρόμο για να είναι σίγουρη η διαδρομή πάνω στο βαρύ και πυκνό χιόνι. Αυτό συνεχιζόταν για 2 εβδομάδες και όταν φτάναμε στο σχολείο, ζεσταινόμασταν από την ξυλόσομπα σε σχήμα βαρελιού που μέσα έκαιγαν τα ξύλα και ήταν κατακόκκινη. Όλοι μαζί οι χωρικοί έκοβαν ξύλα για το σχολείο και για την εκκλησία, καθώς και ο καθένας για το σπίτι του. Με αλληλεγγύη πηγαίναν στο βουνό και μάζευαν ξύλα, αναλάμβανε δηλαδή ο καθένας την ευθύνη του άλλου».

Το δυνατό στοιχείο της ευγνωμοσύνης και η ανάληψη της ευθύνης του άλλου

Η αστική συνήθεια όπου η τροφή εξασφαλίζεται αποκλειστικά από την επίσκεψη στις υπεραγορές, πριν μισό αιώνα ήταν ανύπαρκτη. Οι άνθρωποι για να σιτιστούν όφειλαν να φυτεύουν και να φροντίζουν τα ζώα τους. Πολύ λίγα προϊόντα υπήρχαν στην αγορά. Οι άνθρωποι έσπερναν και θέριζαν, κλάδευαν αλλά και αποθήκευαν τα τρόφιμα τον κατάλληλο καιρό, πάντα με αναφορά στις γιορτές των Αγίων. Ο πατήρ Χρυσόστομος θυμάται: «Ο χειμώνας ξεκινούσε από την παραμονή του αγίου Δημητρίου, γι’ αυτό και εδώ ξεκινούσαν να σπείρουν και να οργώσουν από του Σταυρού και μετά. Υπήρχε ολόκληρο στρέμμα που το χώριζε η νοικοκυρά για να φυτέψει τα κρεμμύδια της, τα σκόρδα της, τα λάχανά της, τα πράσα. Μετά του αγίου Δημητρίου έφτιαχναν τα τουρσιά (πεπόνι, καρπούζι, ντομάτα) μόνο και μόνο για να έχουν κάτι να βάλουν στο στομάχι τους για να μπορέσουν να αντεπεξέλθουν στις δύσκολες ημέρες του χειμώνα. Φρόντιζαν να φτιάχνουν και πολύ καυτερό πιπέρι. Όποιος είχε αμπέλι έφτιαχνε κρασί που όταν το ζέστανες γινόταν δύναμη. Η κάθε νοικοκυρά προετοιμαζόταν από το καλοκαίρι φτιάχνοντας τις σάλτσες, τις κομπόστες, τον τραχανά, το κουσκούσι της. Περίμεναν να συμμαζέψουν τα αυγά από το κοτέτσι για να κάνουν τη ζύμη για τον τραχανά και στη συνέχεια το αποξέραιναν στον αυγουστιάτικο ήλιο της Παναγιάς».

Η ευγνωμοσύνη ήταν ένα στοιχείο δυνατό στην ψυχή των ανθρώπων εκείνες τις εποχές του κόπου. Έτσι, οι άνθρωποι δεν θα ξεχνούσαν τους παππούδες τους που τους προμήθευσαν τους σπόρους για να τραφούν και να επιβιώσουν. Ο πατήρ Χρυσόστομος αναπολεί: «Δεν έπρεπε να περάσει η γιορτή του αγίου Δημητρίου χωρίς να έχουν τα στάρια μαζεμένα, έτσι ώστε να φτιάξουν κόλλυβα για τους νεκρούς εις μνήμην των κεκοιμημένων δικαίων πατέρων, που έπρεπε να τους θυμηθούν, καθότι έβαλαν σπόρο στη γη και να παρακαλέσουν αυτοί με τη σειρά τους τον άναρχο Θεό τα σπόρια που ρίχνουν οι δικοί τους απόγονοι, να μη χαλάσουν. Κάθε σπίτι έπρεπε να έχει ένα ντορβά με καρπούς και σπόρους για να μπορέσει να σπείρει έτσι ώστε να έχει να φάει. Ο παππούς του παππού μου, ο πατήρ Αθανάσιος που ήρθε από την Ανατολική Θράκη, τη Ρωμυλία έφερε το σιτάρι για να μπορέσει να σπείρει, έφερε τους καρπούς για να έχουν να φάνε τα εγγόνια του. Έφερε, επίσης, κουβαλώντας σε όλο το δρόμο της προσφυγιάς, μια κυψέλη με μέλισσες τυλιγμένη στο ράσο του, γιατί αν θέλεις να κάνεις σπίτι και να έχεις νοικοκυριό πρέπει να έχεις “κλήμα στην πόρτα σου και μελίσσι στην αυλή σου”. Από τότε μέχρι τώρα έχουμε ακόμα μελίσσια στα σπίτια μας και ο καθένας μας πρέπει να έχει μέλι και λουλούδια για να κεράσει».

Με φιλότιμο και συλλογική εργασία

Η συλλογική δουλειά εκείνους τους χρόνους ήταν ηθικός νόμος, χωρίς ηθικολογία. Αυτόν τον νόμο τον ακολουθούσαν από φιλότιμο. Στη μεγαλούπολη το φιλότιμο ενώ το χρειαζόμαστε από τους άλλους, μας έγινε πεποίθηση πως αν το διαθέσουμε εμείς δηλώνει αδυναμία. Ο πατήρ Χρυσόστομος διηγείται: «Μετά του αγίου Δημητρίου έρχονταν οι πάχνες όπου εκεί μάζευαν τα τελευταία και είχαν στο νου τους τη συλλογική εργασία. Η συλλογική εργασία ήταν ότι κάθε βράδυ μαζευόταν όλη η γειτονιά σε ένα σπίτι και βοηθούσαν ανάλογα με το προϊόν που διέθετε το κάθε σπίτι. Αν το σπίτι είχε καλαμπόκι, τότε έπρεπε να τα τρυγήσουν, αν είχε μαλλί έπρεπε να το κάνουν κλωστή, αν είχε βαμβάκι το ίδιο. ‘Οταν δεν ήταν κακός ο καιρός οι δρόμοι καθαρίζονταν από τους οικείους, δηλαδή αν το σπίτι μου ήταν γωνιακό έπρεπε η γιαγιά μου και οι θείες μου να βγουν και να σκουπίσουν τον μισό δρόμο, καθώς τον επόμενο μισό τον σκούπιζε η απέναντι οικογένεια. Έπρεπε τα ζώα να πατήσουν σε καθαρό δρόμο».

Στην περιοχή των χωριών του Έβρου, οι πολίτες ακόμα φυλάνε τα σύνορα. Πριν λίγες μέρες η ομάδα των εθνοφυλάκων της περιοχής του Διδυμότειχου, που είναι στην εθνοφυλακή Έβρου, ήρθε 3η στην εθνική κατάταξη. Οι γυναίκες εθνοφύλακες ψήνουν πίτες και μαγειρεύουν φαγητό για να περιποιηθούν τους στρατεύσιμους και τους εθνοφύλακες που φυλάνε τα σύνορα. Δεν σταμάτησε και η εκκλησία να εύχεται υπέρ του «διαφυλαχθήναι την περιοχή ταύτην και την πατρίδα». Ο πατήρ Χρυσόστομος Παπαδόπουλος, ακρίτας ιερομόναχος, φύλακας μιας παράδοσης που θέλει «τη σωτηρία μου να κρέμεται από την διακονία που έχω προς τον άλλον», προτείνει σε όλη την Ελλάδα με μεγάλη αγωνία, να βάλουμε τον εαυτό μας να σκεφτεί πως υπάρχουμε για τον άλλο και ο άλλος υπάρχει για εμάς. Εγώ πρέπει να έχω φτυάρι δίπλα στην πόρτα μου, για να μπορέσω να αντεπεξέλθω ο ίδιος, αλλά και να βοηθήσω τον άλλο που έχει ανάγκη, κάθε φορά που έρχεται ο φυσικός, αλλά και ο πνευματικός χειμώνας.

www.orthodoxtimes.gr

Θα χαρούμε να ακούσουμε τις σκέψεις σας

Αφήστε ένα σχόλιο

Το Ρωμαίικο
Logo

Ραδιόφωνο του Ρωμαίικου