
Εισαγωγή
- Η έννοια της λέξεως έθνος
- Η αναίρεση του αληθινού εθνισμού
- Η αίρεση του εθνικισμού
- Ο όρος της τοπικής Συνόδου του 1872
- a) Διαίρεση του Συνοδικού όρου
- b) Ανάλυση του Συνοδικού όρου
- Η υπέρβαση του εθνικισμού
Συμπέρασμα
Εισαγωγή
Παρακολουθούμε τελευταία στα ραδιοτηλεοπτικά μέσα, καθώς επίσης διαβάζουμε σε εφημερίδες και περιοδικά ότι γίνεται πολύς λόγος για τον εθνικισμό. Πολλοί τονίζουν τον κίνδυνο του εθνικισμού, που απειλεί την ενότητα της Ευρώπης και της οικουμένης. Πραγματικά ο κίνδυνος αυτός είναι υπαρκτός, αλλά όμως πρέπει να παρατηρηθή ότι συνήθως οι υπέρμαχοι του διεθνισμού αναφέρονται και στο πρόβλημα του εθνικισμού.
Πρόσφατα σε μια εκδήλωση είχα επισημάνει ότι η συζήτηση περί έθνους και εθνικισμού, παρά τις δυσκολίες της, μπορεί να φέρει και μια ισορροπία, αφού έχουμε συνηθίσει τα τελευταία χρόνια να γίνεται λόγος μόνο για τον λεγόμενο διεθνισμό. Και, βέβαια, δεν είναι δυνατόν στον δικό μας χώρο να γίνεται συνεχώς λόγος για τον κίνδυνο του εθνικισμού και να τονίζεται –καλώς ή κακώς– η αποδέσμευση από την προβληματική του εθνικισμού, όταν όλοι οι λαοί που μας περιβάλλουν είναι φανατικοί εθνικιστές. Δεν είναι παράδοξο το φαινόμενο εμείς να διακατεχόμαστε από διεθνιστικές ιδέες, να αναφερόμαστε αφηρημένα σε κάποιο τρόπο ζωής, την στιγμή κατά την οποία κινδυνεύουμε να αφανισθούμε και ως έθνος, δηλαδή να χάσουμε όλα εκείνα τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν το έθνος, από την φανατική εθνικιστική επιθετικότητα άλλων λαών που μας περιβάλλουν;
Με όσα θα ακολουθήσουν θα προσπαθήσω να αντιμετωπίσω το πρόβλημα αυτό μέσα από μερικές πλευρές που δεν τονίζονται σήμερα όσο πρέπει.
Εισαγωγικά όμως για την μη παρερμηνεία των όσων θα λεχθούν στην συνέχεια θα ήθελα να κάνω δύο γενικές και βασικές παρατηρήσεις. Η πρώτη ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία είναι υπερεθνική και επομένως αναίρεση του εθνικισμού και φυλετισμού. Αυτό λέγεται επανειλημμένως στο κείμενο που ακολουθεί, ιδίως προς το τέλος αναλύεται διεξοδικά. Και όταν γίνεται λόγος για Ρωμηοσύνη πρέπει να τίθεται μέσα σε αυτά τα πλαίσια, αφού ξέρουμε καλά ότι κατά την διάρκεια της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας η θεολογία της Εκκλησίας διαδραμάτισε σπουδαίο ρόλο σε αυτήν. Αυτό σημαίνει ότι η Ρωμηοσύνη δεν είναι ιδεολογία ούτε ένας ιδιότυπος εθνικισμός, αφού επηρεαζομένη από την Εκκλησία είναι υπερεθνική. Η παρατήρηση αυτή μας οδηγεί σε μια δεύτερη ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία μπορεί να ζη σε όλα τη μήκη και τα πλάτη της γης, σε ολόκληρη την οικουμένη, μπορεί να προσλαμβάνη τον άνθρωπο κάθε χώρας και κάθε εποχής και να τον οδηγή στην θέωση. Επομένως όταν κάνω λόγο για την Ρωμηοσύνη την εννοώ σαν ένα τρόπο ζωής, σαν ένα μοντέλο και πρότυπο που μπορεί να βιωθή παντού. Αυτά πρέπει να τονίζωνται γιατί είναι ενδεχόμενο να βλέπουμε την Ρωμηοσύνη μέσα από εθνικιστικά πλαίσια, ενώ πολεμούμε και αρνούμαστε τον εθνικισμό.
1. Η έννοια της λέξεως έθνος
Η λέξη έθνος απαντάται κατ’ αρχάς στον Όμηρο και δηλώνει την ομάδα, το άθροισμα των ανθρώπων που αποτελούν ένα σύνολο. Στον Όμηρο απαντώνται οι φράσεις «έθνος λαών», «Αχαιών έθνος», «Λυκίων μέγα έθνος», «έθνεα πεζών» κλπ. Ο όρος έθνος αναφέρεται ακόμη από τον Όμηρο και στο σύνολο των νεκρών: «έθνεα νεκρών». Επίσης αποδίδεται και στα σμήνη και τις ομάδες των εντόμων και των ζώων. Είναι χαρακτηριστικές οι φράσεις «έθνεα μυιάων, μελισσάων, ορνίθων» κλπ. Από διαφόρους άλλους αρχαίους συγγραφείς η λέξη έθνος ταυτίζεται με τον λαό, αποδίδεται σε διάφορες φυλές «το Θετταλών… Πενεστικόν έθνος» σε ιδιαίτερες τάξεις ανθρώπων, όπως «έθνος κηρυκικόν, ραψωδών», καθώς επίσης αποδίδεται και σ’ ένα συγκεκριμένο φύλο, όπως «το θήλυ έθνος»1.
Γενικά από την μελέτη των πηγών συμπεραίνεται ότι η λέξη έθνος είχε κατ’ αρχάς φυλετικό χαρακτήρα και έδειχνε τα κοινά γνωρίσματα που συγκροτούν μια ιδιαίτερη φυλή και αυτά είναι η καταγωγή, η θρησκεία και «τα ομότροπα ήθη»2. Μέσα δε στην καταγωγή και τα «ομότροπα ήθη», που αποτελούν τον πολιτισμό ενός λαού, συγκαταλέγεται οπωσδήποτε και η γλώσσα.
Η πολιτιστική ενότητα του ελληνικού έθνους δεν συνδεόταν αναπόσπαστα και με την πολιτική κρατική ενότητα. «Είναι δυνατόν μία εθνότητα να υφίσταται ως εθνότητα πολιτισμού χωρίς να έχη κατορθώσει να οργανωθή εις πολιτικήν κρατικήν ενότητα»3. Έχουμε δε δύο συγκεκριμένα παραδείγματα τα οποία πιστοποιούν αυτήν την πραγματικότητα. Το ένα είναι η ενότητα των αρχαίων ελλήνων που απαρτιζόταν από την ίδια πολιτιστική κληρονομιά, χωρίς να αποτελούν μια συγκεκριμένη πολιτική κρατική κοινότητα. Το άλλο παράδειγμα είναι η ζωή των Ρωμηών κατά την διάρκεια της Τουρκοκρατίας, όταν υπήρχε το έθνος χωρίς να υπάρχη και ιδαίτερη κρατική κοινότητα4. Έτσι, λοιπόν, υφίσταται διαφορά μεταξύ έθνους και Κράτους. Το έθνος μπορεί να λειτουργή και χωρίς να υπάρχη Κράτος, καθώς επίσης μπορεί να υπάρχη κρατική ενότητα, χωρίς να υπάρχη συνείδηση της εθνότητος.
Στην Αγία Γραφή ιδιαιτέρως ο πληθυντικός αριθμός έθνη χρησιμοποιείται για να δηλώση τους ειδωλολατρικούς λαούς που δεν πιστεύουν στον αληθινό Θεό, αλλά στα είδωλα. Ο Χριστός στην ομιλία Του στο όρος των Μακαρισμών, αναφερόμενος στην εμπιστοσύνη που πρέπει να έχουν οι δικοί του Μαθητές στην πρόνοια του Θεού, την αντιπαραβάλλει με την νοοτροπία των ειδωλολατρών και λέγει «πάντα γαρ ταύτα τα έθνη επιζητεί» (Ματθ. στ’, 32). Ο Χριστός παραδόθηκε στα έθνη (Ματθ. κ’, 19), και μετά την ανάστασή Του έδωσε εντολή στους Μαθητάς να πορευθούν εις «πάντα τα έθνη» (Ματθ. κη’, 19). Υπάρχουν πάρα πολλά χωρία στην Αγία Γραφή που αναφέρονται σε αυτήν την έννοια του έθνους, δηλαδή ότι τα έθνη ταυτίζονται με τους ειδωλολάτρες που πιστεύουν στα είδωλα.
Αντίθετα, όταν γίνεται λόγος για την αποκάλυψη του Θεού στους Ιουδαίους χρησιμοποιείται ο όρος «λαός του Θεού» και «έθνος των Ιουδαίων». Παρατηρώντας τα σχετικά χωρία μπορούμε να διαπιστώσουμε ότι η λέξη έθνος έχει την έννοια και της φυλετικής καταγωγής, αλλά κυρίως και προ παντός της αποκαλυπτικής εμπειρίας, της εκλογής από τον Θεό ενός συγκεκριμένου έθνους για να ενανθρωπήση και σώση ολόκληρη την ανθρωπότητα.
Στην Καινή Διαθήκη το έθνος, που ονομάζεται και «έθνος άγιον», αποσυνδέεται από την φυλετική καταγωγή και συνδέεται στενά με τον λαό του Θεού, με όλους εκείνους οι οποίοι δια του Βαπτίσματος εισάγονται στην Εκκλησία και ενώνονται με τον Χριστό, άσχετα από την φυλετική καταγωγή, την γλώσσα και την προηγούμενη πολιτιστική παράδοση.
Ο Απόστολος Παύλος, καίτοι αποκαλείται διδάσκαλος των Εθνών, αφού αποστέλλεται για να κήρυξη στα Έθνη, εν τούτοις κάνει λόγο για τον λαό του Θεού και τον συνδέει με όλους εκείνους που ενώνονται με την Κεφαλή της Εκκλησίας, που είναι ο Χριστός. Σ’ ένα χαρακτηριστικό χωρίο, στο οποίο προσαρμόζει και χωρίο της Παλαιάς Διαθήκης, συνδέει τον λαό του Θεού με τον ναό του ζώντος Θεού, καθώς επίσης και με την κατά Χάριν υιοθεσία. «Υμείς γαρ ναός Θεού εστε ζώντος, καθώς είπεν ο Θεός ότι ενοικήσω εν αυτοίς και εμπεριπατήσω, και έσομαι αυτών Θεός, και αυτοί έσονταί μοι λαός. διό εξέλθετε εκ μέσου αυτών και αφορίσθητε, λέγει Κύριος, και ακαθάρτου μη άπτεσθε, καγώ εισδέξομαι υμάς και έσομαι υμίν εις πατέρα, και υμείς έσεσθέ μοι εις υιούς και θυγατέρας, λέγει Κύριος παντοκράτορ» (Β’ Κορ. στ’, 16-18).
Με αυτήν την έννοια και ο Απόστολος Πέτρος αναφέρεται στον λαό του Θεού το έθνος το άγιον που δέχθηκε την άκτιστη Χάρη του Θεού, και οι άνθρωποι έγιναν μέλη του Σώματος του Χριστού, «υμείς δε γένος εκλεκτόν, βασίλειον ιεράτευμα, έθνος άγιον, λαός εις περιποίησιν, όπως τας αρετάς εξαγγείλητε του εκ σκότους υμάς καλέσαντος εις το θαυμαστόν αυτού φώς, οί ποτε ου λαός, νυν δε λαός Θεού, οι ουκ ηλεημένοι, νυν δε ελεηθέντες» (Α’ Πέτρ. β’, 9-10). Στο χωρίο αυτό που νομίζω αποτελεί κεντρικό χωρίο της Καινής Διαθήκης φαίνεται καλά ότι οι λέξεις λαός και έθνος αποδεσμεύονται από την φυλετική έννοια και συνδέονται με την χαρισματική σχέση Θεού και ανθρώπου που επετεύχθη με την ενανθρώπηση του Χριστού, και την ένταξη των ανθρώπων στο πραγματικό Σώμα του Χριστού, την Εκκλησία. Οι Χριστιανοί, που προηγουμένως δεν ήταν λαός, τώρα είναι λαός του Θεού, αφού ελεήθηκαν από Αυτόν, είναι γένος εκλεκτόν, βασίλειον ιεράτευμα, έθνος άγιον. Και αυτό έγινε διότι ο Χριστός τους κάλεσε από το σκοτάδι της αμαρτίας στο θαυμαστό φως Του.
Άλλωστε είναι γνωστόν ότι οι πρώτοι Χριστιανοί είχαν σαφή αντίληψη ότι αποτελούσαν το τρίτο γένος, αφού δεν ήταν ούτε Ιουδαίοι ούτε Έλληνες, αλλά ένας καινούριος λαός. Προφανώς η πνευματική σχέση και κοινωνία των μελών της Εκκλησίας αποτελεί υπέρβαση της φυλετικής καταγωγής.
Καίτοι διατηρείται η φυλετική καταγωγή, εν τούτοις υπάρχει μια άλλη σχέση και κοινωνία των ανθρώπων που αποτελούν τα μέλη της Εκκλησίας. Είναι χαρακτηριστικός ο ύμνος των τεσσάρων ζώων και των εικοσιτεσσάρων πρεσβυτέρων, που συμβολίζουν σύνολη την Εκκλησία, στο αρνίο της Αποκαλύψεως: «εσφάγης και ηγόρασας τω Θεώ ημάς εν τω αίματί σου εκ πάσης φυλής και γλώσσης και λαού και έθνους, και εποίησας αυτούς τω Θεώ ημών βασιλείς και ιερείς και βασιλεύσουσιν επί της γης» (Απ. ε’, 9-10).
Είναι σαφές, λοιπόν, από όσα αναφέραμε μέχρι τώρα, ότι από την αρχή ακόμη του ελληνισμού το έθνος συνδεόταν περισσότερο με τα κοινά πολιτιστικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα και κατά κάποιο τρόπο ήταν υπέρβαση του φυλετισμού και της φυλετικής καταγωγής. Επίσης στην Εκκλησία χωρίς να καταργήται η φυλετική καταγωγή κάθε ανθρώπου, χωρίς να καταργήται η πατρίδα, εν τούτοις υπερβαίνεται με την άκτιστη Χάρη του Χριστού. Γι’ αυτό η Εκκλησία ως έννοια και τρόπος ζωής είναι το μείζον, ενώ η φυλετική καταγωγή είναι το έλασσον. Έτσι η ελληνιστική παράδοση και η αποκαλυπτική εμπειρία στην εκκλησιαστική ζωή, η ένταξη του ανθρώπου στο Σώμα του Χριστού και την κοινωνία της θεώσεως συνιστά την υπέρβαση του εθνικισμού.
Αυτό το βλέπουμε καθαρά στην Ρωμαϊκή αυτοκρατορία, στο λεγόμενο Βυζάντιο. Κατ’ αρχάς, βέβαια, οι Ρωμαίοι, που κατέκτησαν την Ελλάδα, και πριν από αυτήν την κατάκτηση, αλλοιώθηκαν από την παράδοσή της, αφού όλος ο πολιτισμός και ο τρόπος ζωής τους είχε επηρεασθή από τον ελληνιστικό τρόπο ζωής. Έτσι ο ελληνισμός με την Ρωμαϊκή αυτοκρατορία απέκτησε οικουμενικό χαρακτήρα. Άλλωστε και πριν την κατάκτηση των Ελλήνων από τους Ρωμαίους ο ελληνισμός είχε οικουμενικό χαρακτήρα με την εκπολιτιστική πορεία του Μ. Αλεξάνδρου στις χώρες της ανατολής. Με την επιλογή όμως του Χριστιανισμού από το Ρωμαϊκό Κράτος και την μεταφορά της πρωτεύουσάς του από την Παλαιά Ρώμη στην Νέα Ρώμη ενισχύθηκε αυτό το υπερεθνικό και οικουμενικό πνεύμα.
Έτσι η Ρωμηοσύνη, η Μεγάλη Ρωμανία, ήταν το άγιον έθνος, όχι με την έννοια του φυλετισμού, αλλά με την έννοια του οικουμενικού πνεύματος της ελληνιστικής παραδόσεως και το υπερεθνικό πνεύμα της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Γι’ αυτό, όταν γινόταν λόγος στην Ρωμαϊκή αυτοκρατορία για άγιον έθνος, δεν εντασσόταν σε ρατσιστική και φυλετική νοοτροπία, αλλά σε υπερεθνικιστική, αφού το Ρωμαίϊκο έθνος ήταν αναίρεση του εθνικισμού. Υπήρχαν πολλοί λαοί, πολλά έθνη, αλλά ένα άγιον έθνος, το έθνος των Ρωμαίων, των Ρωμηών.
Αν παρατηρήσουμε προσεκτικά την ζωή της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας θα διαπιστώσουμε ότι, ενώ οι Πατέρες της Εκκλησίας, που εξέφραζαν το Ρωμαίϊκο ήθος, είχαν καθολική συνείδηση και υπερεθνικό χαρακτήρα, εν τούτοις οι αιρετικοί και οι φιλόσοφοι ήταν προσκεκολλημένοι σε φυλετικές έννοιες και σε εθνικιστικές σκοπιμότητες.
2. Η αναίρεση του αληθινού εθνισμού
Από όσα αναφέραμε προηγουμένως φάνηκε, νομίζω, ότι άλλο είναι ο εθνισμός και μάλιστα με την έννοια που επικράτησε σαν τρόπος ζωής κατά την ζωή της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και άλλο είναι ο εθνικισμός, που ουσιαστικά αποτελεί αναίρεση του εθνισμού και αίρεση του πραγματικού ουμανισμού.
Το πρόβλημα του εθνικισμού νομίζω ότι εισάγεται με τρία συγκεκριμένα γεγονότα που αποτελούν ιδιαίτερες νοοτροπίες και επιλογές ζωής.
Το πρώτο είναι ότι στον δυτικό χώρο της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, ιδίως μετά την κυριαρχία των Φράγκων ευγενών και φυσικά την αποδέσμευση του δυτικού τμήματος από το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, η λέξη έθνος ταυτίστηκε με την φυλετική καταγωγή και κυρίως με το επακόλουθό του, δηλαδή τις κοινωνικές τάξεις. Είναι πολύ χαρακτηριστικό ότι στην Δύση αντίστοιχα με την λέξη έθνος ήταν τα ονόματα natio, από το ρήμα nascor που σημαίνει γεννώμαι, και gens από το ρήμα gigno που σημαίνει γεννώ. Κατά το Μεσαίωνα η λέξη nationes δηλώνει όχι την καταγωγή, αλλά την περιοχή προελεύσεως κάποιου. Από τον ΙΕ’ αιώνα χρησιμοποιείτο η λέξη natio – nationes για να δηλώση μια ορισμένη κοινωνική τάξη που είχε στα χέρια της την πολιτική οργάνωση του Κράτους. Ο Λούθηρος ονόμαζε Deutsche nation τους ευγενείς σε αντίθεση με τον λαό. Ακόμη και κατά τον ΙΖ’ και ΙΗ’ αιώνα η λέξη nation σήμαινε κυρίως το κοινωνικό στρώμα που διοικούσε το κράτος και όχι την λαϊκή ολότητα5.
Αυτό δεν είναι άσχετο από την υποδούλωση του δυτικού τμήματος της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας στους Φράγκους και την ρατσιστική διαίρεση του λαού σε Φράγκους ευγενείς, που ήταν οι φεουδάρχες, και στον λαό. Επίσης δεν είναι άσχετο με τον όρο «αγία Ρωμαϊκή αυτοκρατορία του Γερμανικού Έθνους». Έτσι, ενώ στην ενωμένη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία δεν υπήρχαν ρατσιστικές διακρίσεις, αφού πολλές λαότητες αποτελούσαν το ένα Γένος και το ένα έθνος, το έθνος των Ρωμαίων, στην Δύση με την επίδραση των Φράγκων το έθνος αποκτά φυλετική, ρατσιστική και κατά συνέπεια κοινωνική σημασία.
Είναι χαρακτηριστικό ότι ο θεωρητικός της Γαλλικής επαναστάσεως ο Abba Sieyes με το περίφημο πολιτικό του φυλλάδιο για την «τρίτη τάξη» διεκήρυττε ότι ο κύριος εκπρόσωπος της nation, δηλαδή του έθνους είναι η τρίτη τάξη. Γι’ αυτό έκτοτε «εγνωρίσθη το έθνος ως έννοια εκπροσωπούσα την ολότητα των εις την πολιτικήν κοινότητα συμβιούντων πολιτών, ως θεμέλιον της κρατικής οργανώσεως»6. Και αυτό πρέπει να το δούμε μέσα από την άποψη ότι η Γαλλική επανάσταση είναι επανάσταση των Ρωμηών εναντίον των Φράγκων ευγενών, που είχαν κατακυριεύσει τον λαό, είχαν μοιράσει τον δυτικό χώρο σε φέουδα με φοβερές κοινωνικές επιπτώσεις7. Το nation, το έθνος, ταυτίστηκε με την φυλετική και ρατσιστική νοοτροπία των Φράγκων.
Το δεύτερο γεγονός, που συνιστά την αναίρεση του πραγματικού εθνισμού, αλλά και του αληθινού ουμανισμού, είναι η ταύτιση του έθνους με το γένος. Βέβαια, εκ πρώτης όψεως φαίνεται ότι είναι συνώνυμες λέξεις, αφού η σύγχυση αυτή επιτείνεται με την λατινική χρήση του όρου έθνος, αλλά νομίζω ότι υφίσταται διαφορά. Ήδη στην αρχαιότητα ο Ηρόδοτος χρησιμοποιούσε την λέξη γένος για να υποδηλώση την υποδιαίρεση του συνόλου, το οποίο σύνολο εκφραζόταν με το έθνος8. Δηλαδή το έθνος δήλωνε περισσότερο την κοινή πολιτιστική παράδοση, ενώ το γένος την ιδιαίτερη φυλή. «Έστι δε Μήδων τοδάδε γένεα». Μέσα στα πλαίσια αυτά πρέπει να δούμε και την απάντηση του Γεωργίου Γεμιστού –Πλήθωνος στον αυτοκράτορα Εμμανουήλ «Εσμέν γαρ ουν ών ηγείσθε τε και βασιλεύετε, Έλληνες το γένος, ως ή τε φωνή και η πάτριος παιδεία μαρτυρεί»9.
Είναι φανερό ότι το γένος δηλώνει την φυλετική καταγωγή, τον λαό, ενώ το έθνος την κοινή πολιτιστική παράδοση, δηλαδή την γλώσσα, την παιδεία και την θρησκεία. Μέσα στην Ρωμαϊκή αυτοκρατορία, που ήταν κατά βάση υπερεθνική, υπήρχαν πολλές λαότητες, που όμως είχαν κοινή πολιτιστική και πνευματική παράδοση. Υπήρχαν δηλαδή οι έλληνες κατά την καταγωγή, και άλλοι που δεν ήταν έλληνες την καταγωγή, αλλά ελληνιστές. Κοινή παράδοση όλων ήταν η ορθόδοξη πίστη, που αναιρούσε κάθε εθνικιστική έξαρση. Όταν, λοιπόν, ταυτίζεται το ελληνικό γένος με το έθνος των Ρωμαίων δημιουργούνται πολλά προβλήματα. Δεν πρέπει, βέβαια, να παραβλέπεται ότι όλη η Ρωμαϊκή αυτοκρατορία ήταν ελληνική από την άποψη της πολιτιστικής κληρονομιάς, αλλά δεν ήταν ελληνική από την άποψη του φυλετισμού. Έτσι η ταύτιση του γένους με το έθνος αναιρεί τον γνήσιο και αληθινό εθνισμό.
Από αυτό που λέγεται εδώ εξαιρείται η περίπτωση που η λέξη γένος δηλώνει το ευρύτερο της λέξεως έθνος, όπως το ανθρώπινο γένος, σχετικά με την ιδιαίτερη εθνότητα του κάθε ανθρώπου.
Το τρίτο γεγονός που αναιρεί τον εθνισμό της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, δηλαδή το έθνος των Ρωμαίων και το ήθος του, είναι αυτή η ίδια η αίρεση ως προς την αλήθεια της αποκαλυπτικής εμπειρίας. Αυτό, βέβαια, μπορεί να φαίνεται λίγο παράξενο, αλλά εκφράζει μια πραγματικότητα. Αναπτύσσοντας κάπως την σκέψη μου πάνω στο θέμα αυτό μπορεί να γίνη κατανοητότερο.
Η Ορθοδοξία ήταν ο κοινός συνεκτικός και συνδετικός κρίκος στην Ρωμαϊκή αυτοκρατορία. Και όπως γνωρίζουμε η Ορθοδοξία, επειδή οδηγούσε τον άνθρωπο από την μερικότητα στην καθολικότητα, από τον σκοτασμό στον φωτισμό του νοός και την θέωση, ήταν άρνηση κάθε αποκλειστικότητος, κάθε φυλετισμού και εθνικισμού. Στην πραγματικότητα ο εθνικισμός ήταν και είναι το προβάδισμα και ο υπερτονισμός του φυλετισμού σε βάρος της αποκαλύψεως και της εκκλησιαστικής ζωής. Από την μελέτη της εκκλησιαστικής ιστορίας βλέπουμε ότι πάντοτε οι αιρετικοί θεολογούσαν χρησιμοποιώντας την ελληνική φιλοσοφία. Στην πραγματικότητα υποτιμούσαν την αποκαλυπτική εμπειρία και υπερτιμούσαν την φιλοσοφική σκέψη των αρχαίων ελλήνων. Αυτό, πιστεύω, δεν ήταν άσχετο από την αίσθηση της φυλετικής καταγωγής. Ενώ οι Πατέρες της Εκκλησίας, οι αληθινά Ρωμηοί έδιναν προτεραιότητα στον Μωϋσή, τους Προφήτας της Παλαιάς Διαθήκης, τους Αποστόλους και τους αγίους, και είχαν ελληνιστική παιδεία και παράδοση, οι αιρετικοί προτιμούσαν περισσότερο τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη και τους άλλους φιλοσόφους. Έτσι η αίρεση είναι στην πραγματικότητα η αναίρεση του πραγματικού εθνισμού, δηλαδή της ζωής και του τρόπου σκέψεως του έθνους των Ρωμαίων. Είναι χαρακτηριστικός ο λόγος του αγίου Μαξίμου του Ομολογητού: «αγαπώ τους Ρωμαίους ως ομοπίστους, τους δε Γραικούς ως ομογλώσσους»10. Εδώ με τον όρο Γραικοί εννοούνται οι Έλληνες και με τον όρο Ρωμαίοι οι Ορθόδοξοι.
Αυτό το βλέπουμε και στην Δύση μετά την επικράτηση των Φράγκων. Η ταύτιση του έθνους με την φυλετική καταγωγή, και κυρίως τους Φράγκους, η σύνδεση του έθνους με τις κοινωνικές τάξεις, «η αρχή των εθνοτήτων» που δημιουργήθηκε τον ΙΘ’ αιώνα κλπ. δεν είναι άσχετα από την αποδέσμευση τους από την ορθόδοξη πίστη και την αύξηση της αγάπης προς τους αρχαίους έλληνας φιλοσόφους, και κυρίως τον Αριστοτέλη. Είναι δε γνωστό ότι οι Ρωμηοί Πατέρες της Εκκλησίας αξιοποίησαν κατά τον καλύτερο τρόπο τους αρχαίους φιλοσόφους, τους καθάρισαν από τις πλάνες, τους διόρθωσαν καί, μπορώ να πώ, ότι έχοντας την αποκαλυπτική εμπειρία, συνέχισαν το ημιτελές έργο τους.
Με όσα είπαμε μέχρι τώρα φαίνεται ότι η Ρωμηοσύνη είναι υπέρβαση του εθνικισμού και φυλετισμού, όπως και κάθε μερικότητος και αποσπασματικότητος, ενώ η απώλεια της Ρωμηοσύνης κλείνει τον άνθρωπο σε ποκίλες διακρίσεις, αφού η αντιρωμηοσύνη είναι αναίρεση του υγιούς εθνισμού.
