Σεβαστοί πατέρες,
Εκπρόσωποι αρχών και εξουσιών, αγαπητοί συµπατριώτες και φίλoι ακροατές!
Αισθάνοµαι την υποχρέωση να ευχαριστήσω τη διοίκηση του συλλόγου, για την τιµή που µου έκανε, ορίζοντάς µε οµιλητή στα φετεινά Ζωοδόχεια.
Κάθε ανάλογη εκδήλωση γίνεται άροτρο για ένα είδος οργώµατος, προκειµένου να «νιώσωµε» όπως θα έλεγε ο βυζαντινός λόγιος, τη µνήµη µας και να ξαναζήσουµε το παρελθόν. Κι’ αυτό είναι καθήκον και επιβεβληµένη ανάγκη.
Την τιµή, βέβαια, ακολουθεί και αγωνία και κάποιας µορφής θλίψη, γιατί ο οµιλητής είναι υποχρεωµένος να γυρίσει το χρόνο πίσω, να φωτίσει το παρελθόν και συγκρίνοντάς το µε το παρόν, να πονέσει, καθώς γίνεται άµεσα φανερό ότι το παρόν, δε συµφωνεί όσο και όπως θα έπρεπε µε το παρελθόν.
Με δεδοµένα τα παραπάνω, θα προσπαθήσω στη σηµερινή οµιλία µου να παρουσιάσω, µε το σεβασµό, που oφείλoυµε, στους προγόνους µας το θέµα: «Γάµος και οικογένεια στον Πόντο».
Τα χρονικά πλαίσια που µου δόθηκαν είναι πολύ περιορισµένα για ένα τόσο µεγάλο θέµα. Ωστόσο, προσπάθησα αρκετά για να σας παρουσιάσω µια περίληψη σχεδόν, και τούτο για να µη κάνω κατάχρηση της αντοχής σας.
Όµως θεωρώ δεδοµένο, εσείς που είχατε την ευγένεια να ‘ρθείτε, θα µου χαρίσετε την προσοχή σας και κάποια περιθώρια από την υποµονή σας.
Είναι κοινή πλέον διαπίστωση ότι στην εποχή µας οι δύο αυτοί θεσµοί διέρχονται βαθειά και σοβαρή κρίση. Μεγάλος αριθµός, κυρίως νέων, δεν προτιµά το γάµο αλλά την ελεύθερη συµβίωση, η οποία φυσικά διαλύεται πολύ εύκολα. Η νέα αντίληψη περί χαλαρών δεσµών του γάµου οδηγεί πολλές φορές στο διαζύγιο.
Θύµατα τραγικά αυτών των διαλυτικών φωνοµένων είναι τα παιδιά, τα οποία δοκιµάζουν µια πρωτότυπη ορφάνια:
Είναι ορφανά πριν κιόλας πεθάνουν οι γονείς τους. Στις δε ψυχές τους σπέρνεται η περιφρόνηση και το µίσος και νοιώθουν ανασφάλεια. Τα στατιστικά δεδοµένα µαρτυρούν πως απ’ αυτές τις διαλυµένες οικογένειες προέρχεται η πλειοψηφία των παραβατικών παιδιών.
Ο τύπος της οικογένειας, που προβάλλουν οι διάφορες τηλεοπτικές σειρές και τα κινηµατογραφικά φιλµς, δεν έχει καµµιά σχέση µε τον τύπο της παραδοσιακής αρµονικής οικογένειας, αλλά µε τον ξενόφερτο αµερικανικό και δυτικοευρωπαϊκό τύπο της προβληµατικής, χωρίς αρχές και αξίες, διαλυµένης οικογένειας, στην οποία ανατρέπονται και µπερδεύονται οι ρόλοι. Σήµερα η οικογένεια µοιάζει απηξίδωτη σε φουρτουνιασµένη θάλασσα.
Είναι, άραγε, συµπτωµατική η προβολή αυτού του τύπου της οικογένειας από την τηλοψία; Κάθε άλλο. Το σύστηµα προσπαθεί να περάσει το µήνυµα στους νέους ότι τάχα όλα είναι φυσιολογικά και δεν υπάρχει κανένας φραγµός, και εποµένως µπορεί ελεύθερα κανείς να ικανοποιεί τις ορέξεις του, ακόµη και τις πιο βδελυρές και άνοµες, αφού δεν πιστεύουν στην ιερότητα του θεσµού του γάµου.
Το θέµα µου περιορίζεται στον Πόντο όχι από διάθεση και υποτίµηση άλλων περιοχών ούτε από ρατσιστική διάθεση, τέτοια στοιχεία αφαιρούν το δικαίωµα από τον καθένα που θα ήθελε να είναι και να λέγεται πόντιος. Καθαρά λόγοι δεοντολογίας επιβάλλουν αυτόν τον περιορισµό. Και πάλι δεν είναι δυνατόν να αναφερθούν όλα τα έθιµα. Και όσα θα αναφερθούν δεν έχουν ενδεχοµένως καθολική και απόλυτη ισχύ, γιατί τα έθιµα του γάµου παρουσιάζουν µεγάλη ποικιλία από περιοχή σε περιοχή.
Απαραίτητο να τονισθεί ότι δεν πρέπει να συγκριθούν τα τότε κρατούντα µε τα σηµερινά κριτήρια, γιατί οι τότε συνθήκες ήταν εντελώς διαφορετικές.
Εξετάζοντας κανείς τον ποντιακό γάµο µέσα από τα έθιµά του, διαπιστώνει εύκολα την ιερότητα µε την οποία τον περιέβαλαν και την αρχοντιά που συνόδευε τα σχετικά έθιµα.
Γνώριζε ο πόντιος αυτό που τονίζει ο Ιερός Χρυσόστοµος και τη σηµασία που έδινε στο γάµο λέγοντας:
«Τίποτε ας µην είναι στη γυναίκα τιμιώτερο από τον άνδρα της, και τίποτε στον άνδρα προσφιλέστερο από την γυναίκα του. Γιατί και άλλες αγάπες µπορεί να είναι δυνατές, αυτή όµως έχει µοναδική σφοδρότητα και διάρκεια. Να την προτιµάς απ’ όλα και για όλα».
Έτσι λοιπόν ο άνδρας πάνω απ’ όλα βάζει τη δική της αγάπη και τίποτε γι’ αυτόν δεν είναι τόσο δύσκολο και δυσάρεστο, όσο το να έχει κάποτε διαφορές µαζί της. Το ίδιο φυσικά και η γυναίκα. Κι αν ακόµη λέγει ο Ιερός Χρυσόστοµος χρειασθεί να πεθάνεις για τη γυναίκα σου, µη διστάσεις να το κάνεις.
Ο γάµος στον Πόντο είνω περισσότερο γνωστός µε τον όρο «χαρά». Έτσι καταδείκνυαν το χαρµόσυνο χαρακτήρα του, που δεν περιοριζόταν µόνο µεταξύ των νεονύµφων, αλλά συµπεριελάµβανε και όλη την κοινότητα.
Θα διερωτηθεί όµως κανείς γιατί τη µέρα αυτή της χαράς ακούγονταν το τραγούδι: «Σήµερον µαύρον ουρανός, σήµερον µαύρη µέρα, Σήµερον αποχωριούνταν µάνα και θυγατέρα»;
Η απορία λύνεται αν λάβει κανείς υπόψη το γεγονός ότι η νύφη, ένα αγνό και άβγαλτο κορίτσι, δεµένο συναισθηµατικά µε τη µητέρα της και όλο το οικογενειακό της περιβάλλον, ελάχιστα ή και καθόλου γνωρίζοντας το σύζυγο που παίρνει, και για τον οποίο απεφάσισαν οι γονείς της βαδίζει στο άγνωστο. Εξάλλου, κάθε αποχωρισµός έχει κάποια γεύση θανάτου. Να γιατί νοιώθει «µαύρο τον ουρανό και µαύρη τη µέρα» του αποχωρισµού της από τη µητέρα της, το σπίτι, τη ζεστή φωλιά. Έκφραση, αν θέλετε, της βαθειάς φιλοσοφηµένης θέσης της διδασκαλίας της Εκκλησίας µας, που βλέπει τη ζωή ως χαρµολύπη.
-Πουθενά συµβόλαια, το µεγαλύτερο και σίγουρο συµβόλαιο της κόρης ήταν ο χαρακτήρας της. Η άδολη ψυχή της και το αγνό της σώµα, που σαν προίκα πολύτιµη έφερνε µαζί της, αποτελούσαν την καλύτερη και ασφαλέστερη εγγύηση της µελλοντικής χαράς και ευτυχίας και του επιτυχηµένου γάµου.
Συνήθως όταν οι νέοι έκλειναν το 18ο έτος της ηλικίας τους και οι κοπέλες το 15ο, µε τη φροντίδα πάντα των γονέων τους, έπρεπε να αποκατασταθούν. Καµιά φορά η κόρη µε τη συµπλήρωση του 12ου έτους θεωρούνταν ώριµη και προ παντός όταν υπήρχε ο φόβος της αρπαγής της και το κλείσιµό της σε χαρέµι. Έλεγαν: «Δωδεκάχρονον κορίτς, για σον άνδρα για στον Άδ» άδης ήταν το χαρέµι.
Στο σηµείο αυτό θεωρώ σκόπιµο να αναφερθώ σ’ ένα περιστατικό που αναφέρει ο ρώσος γεωλόγος, γεωγράφος Τσίχατσεφ, και καταδεικνύει την αγωνία των γονιών για ένα τέτοιο ενδεχόµενο. Γράφει:
“Τον καιρό της παραµονής µου στην Κερασούντα, µ’ επισκέφθηκε ο µουσουλµάνος Σουλεϊµάν. Εάν αυτός δεν επέµενε τόσο πολύ να µου µιλήσει εγώ θα αρνιόµουνα να τον δεχτώ, γιατί δεν είχα ούτε καιρό ούτε διάθεση να λογοµαχώ µ’ ένα µουσουλµάνο σε θέµατα κορανίου. Όταν όµως ο ψευτοϊερωµένος µουσουλµάνος Σουλεϊµάν µου αποκάλυψε ότι συγχρόνως είνω και Έλληνας ιερέας µε το όνοµα Παρθένιος, η έκπληξή µου ήταν µεγάλη.
Ακριβώς γι’ αυτό είχε αποφασίσει να µ’ ενοχλήσει. Με παρεκάλεσε ως χριστιανός να τον βοηθήσω να βγει από µια τροµερά δύσκολη κατάσταση στην οποία βρισκότανε. «Τη βοήθεια τη χρειάζοµω εγώ» µου είπε ο γέρος, κι ένα χοντρό δάκρυ κύλησε στα άσπρα µακρυά και µεταξωτά γένια του. «Εµένα δε µου έµεινε πολύς καιρός να ζήσω και µπορώ να συνεχίσω κρυφά να υπηρετώ το δικό µου Θεό, έτσι όπως τον υπηρετώ σχεδόν 70 χρόνια.
Έχω όµως µια κόρη την οποία µπροστά στον κόσµο την φωνάζω Φατηµέ, όµως όταν είµαστε οι δυό µας, τη σφίγγω στο στήθος µου, τη χαϊδεύω και τρυφερά προφέρω το όνοµα Σοφία. Πρέπει να γλιτώσω το αγνό αυτό πλάσµα. Ήρθε ο καιρός να παντρευτεί και δε µπορώ για πολύ καιρό ακόµη να αρνούµαι να τη δώσω στους µουσουλµάνους, που άκουσαν πολλά για την οµορφιά της.
Μεταξύ αυτών υπάρχουν και παντοδύναµοι µουσουλµάνοι. Εγώ νιώθω ότι δε θα επιζήσω τη µέρα εκείνη, όταν ο Τούρκος που θα την παντρευτεί θα κλείσει τον άγγελό µου στο χαρέµι.
Σας παρακαλώ, να βοηθήσετε την καηµένη µου Σοφία κι ένα συγγενή συνοδό της, κι αυτός χριστιανός, να περάσουν στην Κριµαία, στην Τιφλίδα ή σε κάποια άλλη χριστιανική χώρα. Θα του δώσω χρήµατα, για να εξασφαλίσει την ύπαρξη της κόρης µου και θα αφιερώσω την υπόλοιπη ζωή µου στις προσευχές παρακαλώντας το Θεό να ανταµείψει την καλωσύνη σας … ».
Τα λόγια του γέρου µε συγκίνησαν βαθειά, γράφει ο Τσίχατσεφ, κι εγώ βιάστηκα να κάνω ό,τι µπορώ κι ό,τι µου επέτρεπε η θέση µου για την κόρη του ιερέα Παρθένιου. (Γ’ Πανελλήνιο Συνέδριο Εθνικής αυτογνωσίας, Βέροια 1966).
Οι Τούρκοι παρ’ όλη τη βαρβαρότητά τους στο θέµα απαγωγών κοριτσιών, από έθιµο σέβονταν το θεσµό του γάµου και στους αλλοθρήσκους και σπάνια ενοχλούσαν παντρεµένες γυναίκες, ούτε έβαζαν παντρεµένη γυναίκα στο χαρέµι τους, όσο νέα και όµορφη και να ήταν.
Οι Έλληνες εκµεταλλεύτηκαν το έθιµο αυτό και µόλις µεγαλώνανε οι κόρες τους τις παντρεύανε ακόµη και µε µικρά αγόρια, όταν φυσικά δεν υπήρχαν µεγαλύτερα αγόρια χριστιανών.
Γενικά στον Πόντο παρατηρείται µια προτίµηση στον πρώιµο γάµο. Πίστευαν ότι η δέσµευση µε την έγγαµη ζωή, αγοριού και κοριτσιού από µικρά παιδιά, µε άδολη και απονήρευτη ακόµη προεφηβικής ηλικίας ψυχή, από υγιεινή άποψη, τους σώζει από πολλές κακοτοπιές και παραστρατήµατα. Τα δε παιδιά, καρποί του γάµου, γόνοι µικροπαντρεµένων, αγνής, παρθενικής ευρωστίας, φθάνουν στη ζωή κληρονοµικά εξοπλισµένα, µε άτρωτη υγεία.
Πώς να µη θυµηθεί κανείς στο σηµείο αυτό τη γνώµη του Ιερού Χρυσοστόµου, µε την οποία συµµορφώνεται η αντίληψη των Ποντίων για το γάµο;
Συγκεκριµένα ο µεγάλος αυτός πατήρ της Εκκλησίας, που άφησε την τελευταία του πνοή εξόριστος στα Κόµανα του Πόντου συνιστούσε:
«Να οδηγείτε τους νέους γρήγορα στο γάµο, ώστε να δέχονται τη νύφη µε καθαρά και αγνά σώµατα». «Τούτο και τους έρωτας θερµοτέρους ποιεί».
Από τη µια λοιπόν η διδασκαλία του Χρυσοστόµου, που αναµφίβολα επηρέασε για πολλούς αιώνες µε το µεγάλο πατερικό του κύρος τη στάση των Ποντίων και στο θέµα του γάµου. Να σηµειωθεί ότι η ποντιακή µούσα τον θέλει να «δερνοκοπισκάται» για το πάρσιµο της Ρωµανίας, µαζί µε τους Ποντίους και από την άλλη ο κίνδυνος του τουρκικού µαγαρίσµατος, οδήγησαν στην επιλογή του έγκαιρου ή πρώιµου γάµου, ο οποίος ως ιερό και µέγα µυστήριο της Εκκλησίας έπρεπε να προφυλάξει τη νεότητα από κάθε παρεκτροπή.
Η ευαισθησία των Ποντίων σε ζητήµατα ηθικής φύσεως ήταν παρωµιώδης.
Από τα πολλά περιστατικά που το επιβεβαιώνουν θα µου επιτρέψετε να αναφέρω ένα γεγονός που διάβασα σ’ ένα βιβλίο, όντας φοιτητής τότε στην Αθήνα, και που µου το συνέστησε ο µητροπολίτης πρώην Φλωρίνης π. Αυγουστίνος.
Το κεφάλαιο επιγράφονταν: «Τ’ αφορεσµένα ταφία», τα καταραµένα δηλαδή µνήµατα.
Τουρκική οµάδα φoρoεισπρακτόρων αισχρών και ασελγών κατά τις επισκέψεις των σε απόµακρα χωριά προκειµένου να εισπράξουν τους φόρους, παρήγγειλε µετά την είσπραξη των φόρων να τους ετοιµάσουν το βράδυ ισάριθµα δωµάτια στα οποία θα είχαν φροντίσει προηγουµένως να τους περιµένουν αντιστοιχες όµορφες χριστιανοπούλες για διανυκτέρευση.
Οι υπεύθυνοι του χωριού συσκέφθηκαν και επέλεξαν από τα παλληκάρια του χωριού τόσα όσοι και oι Τούρκοι, για να πάρουν τις θέσεις των κοριτσιών, τα οποία και έκρυβαν σε ασφαλές καταφύγιο.
Οι υπόλοιποι νέοι πήγαν έξω από το χωριό και άνοιξαν τόσους τάφους όσοι και oι Τούρκοι. Όταν το βράδυ επέστρεψαν oι Τούρκοι και ρώτησαν αν όλα έγιναν όπως παρήγγειλαν και πήραν τη σχετική διαβεβαίωση των νοικοκυρέων, πήγαν στα δωµάτια, που υποτίθεται ότι βρίσκονταν oι κοπέλες και τους περίµεναν.
Πέφτοντας όµως στο κρεβάτι αντί για τα κoρίτσια βρήκαν σκεπασµένα µε το πάπλωµα τα δυνατά παλληκάρια, οπλισµένα µε µαυροµάνικα µαχαίρια, και τα οποία αφού σκότωσαν τους επίδοξους βιαστές, τους µετέφεραν και τους έθαψαν στους ανοιγµένους τάφους. Η περιοχή εκείνη από το γεγονός αυτό ονοµάσθηκε «τ’ αφορεσµένα ταφία». Σε τέτοια περιωπή είχαν την τιµή και την υπόληψη ως χριστιανοί ορθόδοξοι και Έλληνες.
Θα υποκύψω στον πειρασµό, και θέλω να µου το συγχωρήσετε, για να διατυπώσω µια µου σκέψη που µε κατατρώει. Και το θεωρώ χρέος µου κυρίως προς τους προγόνους µας, των οποίων το πέρασµα έγραψε ιστορικές σελίδες, που είναι δύσκολο να εκτιµηθούν όπως και όσο πρέπει.
Νοµίζω λοιπόν ότι η παράδοσή µας δεν πρέπει να εξαντλείται στα εξωτερικά, «σην τσιορβάν και σα χορούς» αλλά να προχωρήσει πιo πέρα, να γινει η φιλοσοφία των προγόνων µας, η ηθική τους, η τιµιότητά τους, η φιλοπατρία, η φιλοξενία, η αλληλεγγύη, όλες εν γένει oι αξίες µε τις οποίες έζησαν, να γίνουν λέγω, οδηγός και βοηθός µας.
Διαφορετικά φοβούµαι µήπως εµείς oι απόγονοί τους γίνουµε απλοί πραµατευτάδες και έµποροι της µεγάλης τους παρακαταθήκης.
Στην Εκκλησία λέµε – τιµή µάρτυρος, µίµηση µάρτυρος. Καµµιά δικαιολογία δεν είναι αρκετή, ώστε να µας αποτρέψει απ’ αυτό το καθήκον, αν φυσικά θέλουµε να τους τιµήσουµε όπως τους αξίζει.
-Στον Πόντο φρόντιζαν να αποφεύγονται γάµοι µεταξύ συγγενών µέχρι εβδόµου βαθµού.
-Τηρούσαν τους ιερούς κανόνες του γάµου µε ευλάβεια.
-Απέφευγαν επιµελώς να κάνουν γάµο κατά τη διάρκεια των νηστειών που καθοριστηκαν από την ΕκκλησΙα.
-Αρραβώνας που ιερολογούνταν από ιερέα θεωρούνταν µισοστεφάνωµα και τυχόν διάλυσή του ατιµωτική πράξη.
-Οι κοπέλες εγκαταλείπονταν στην φροντίδα των γονιών τους, και δεν επιθυµούσαν να έρθουν σε αντίθεση µε τη γνώµη τους. Υπακοή που θυµιζει µοναστήρι.
Παροιµιώδης έµεινε η φράση: «Εγώ ας σου κυρούµ κι’ ας ση µάνας ιµ τη βουλήν κι’ εβγαίνω».
Δεν έλειπαν όµως και oι γάµοι από έρωτα, ακόµη και απαγωγές κοριτσιών ή και νυµφοκλοπές, που γίνονταν µε τέτοια επιτηδειότητα, ώστε θύµιζαν απαγωγές νυµφών της αρχαίας Σπάρτης.
Δεν ανέχονταν όµως η ποντιακή κοινωνια στις περιπτώσεις αυτές την εγκατάλειψη και το διασυρµό του κοριτσιού. Έλεγαν χαρακτηριστικά: «Koριτσi όνοµαν π’ εβγάλ, σ’ οσπίτ’ νατ φωτίαν βάλ». Όποιος βλάψει ή εκθέσει µ’ ποιονδήποτε τρόπο το καλό όνοµα κοριτσιού, βάζει φωτιά στο σπιτι του.
Ο θεσµός της προίκας ήταν άγνωστος, διότι το πράγµα εθεωρείτο πολύ προσβλητικό για την κόρη (π. Αυγουστίνος – αγελάδα).
-Αντίθετα στην Αµισό ο γαµπρός πρόσφερε χρήµατα και δώρα, όπως συνέβαινε στα οµηρικά χρόνια µε τα γνωστά έδνα.
-Στη Νικόπολη ο πατέρας του γαµπρού πριν το γάµο πρόσφερε στη µητέρα της νύφης χρηµατικό ποσό το γνωστό «σουτ χα-κι» δηλαδή το δικαίωµα του γάλακτος, αναγνωρίζοντας τη µεγάλη προσφορά για το µητρικό γάλα που της έδωσε και για όλες γενικά τις µητρικές φροντίδες. Να η αρχοντιά και η λεβεντιά του παραδοσιακού ποντιακού γάμου, κανένας υστερόβουλος υπολογισμός, καμιά εμπορευματοποίηση του ιερού θεσμού.
Είµαι δυστυχώς υποχρεωµένος να παραλείψω πλήθος εθίµων για να µη θέσω σε δοκιµασία την υποµονή σας, ούτε να καταχρασθώ την ευγένειά σας, αλλά και να µη φέρω σε δύσκολη θέση το Διοικητικό Συµβούλιο το Συλλόγου. Ωστόσο, από όσα εκτέθηκαν έγινε φανερό ότι για τον πόντιο ο γάµος ήταν υπόθεση ιερή, θεσµός θεόσδοτος. Γι’ αυτό και σπάνιζαν τότε τα διαζύγια και η συνοχή των µελών της ποντιακής οικογένειας υπήρξε ο ακλόνητος βράχος πάνω στον οποίο εδραιώθηκε η ποντιακή φυλή, διατηρήθηκε η γλώσσα, και κατάφερε εν µέσω λυσσαλέων κυµάτων, που την απειλούσαν, όχι µόνο να επιζήσει, αλλά και να µεγαλουργήσει στην πεντακοσιόχρονη σχεδόν σκλαβιά της. Γνώρισµα της ποντιακής οικογένειας, ήταν η πατριαρχική της οργάνωση και η διευρυµένη µορφή της. Κάτω από την ίδια στέγη, σε ενιαίο νοικοκυριό, µε κοινή και αδιαίρετη, την οικογενειακή περιουσία – ήν αυτοίς άπαντα κοινά – ζούσαν άτοµα τριών και τεσσάρων γενεών. Τούτο µαρτυρούν και οι όροι λυκοπάππον – λυκοµάνα, αρκοπάππον και αρκοµάνα, που δεν τους συναντούµε σε καµµία άλλη ελληνική φυλή.
Τα µέλη µιας τέτοιας οικογένειας έφθαναν τα 25. Υπάρχουν περιπτώσεις που έφθαναν τον αριθµό των 50 µελών. Παρατηρούµε µια οικογενειακή δοµή παρόµοια µ’ εκείνη της οµηρικής εποχής. Θυµηθείτε τον Αλκίνοο που έχει τα παντρεµένα παιδιά στο ανάκτορό τους. Τον Πρίαµο που συγκατοικεί µε τους υιούς και τους γαµπρούς του, που έµεναν σε ιδιαίτερες κατοικίες, που απείχαν όµως ελάχιστα απ’ τα ανάκτορα.
Φυσικά το παραπάνω επιβαλλόταν από τις τότε συνθήκες, προκειµένου να καλυφθούν οι ανάγκες των γεωργικών και κτηνοτροφικών εργασιών, και να υπάρξει αυτάρκεια στα βασικά υλικά αγαθά, αλλά και η αυτοάµυνα των Ποντίων απέναντι στις επιβουλές των Τούρκων. Είναι δε φανερό ότι µια τέτοια δοµή απαιτούσε αυστηρή εσωτερική ιεράρχηση και πειθαρχία, προκειµένου να εξασφαλισθεί η αρµονική συµβίωση των µελών της. Η θέση του πατριάρχη, του αρχηγού της οικογενείας ήταν καθοριστική. Αυτός διαχειριζόταν όλες τις υποθέσεις και ρύθµιζε την κωνωνική ζωή της οικογένειας.
Γενικά βλέπουµε µια προτίµηση κι ένα σεβασµό στο ανδρικό φύλο – ο ανήρ κεφαλή της γυναικός – χωρίς να διαπιστώνεται κάποιο ανταγωνιστικό πνεύµα των δύο φύλων.
-Θα αναφερθώ σε µια χαρακτηριστική περίπτωση, που δείχνει το σεβασµό γιαγιάς µεγάλης ηλικίας σε έµβρυο που κυοφορούταν σε µια νέα νύφη. Το αναφέρει ο Χειµωνίδης.
«Καθόµουν, γράφει, µε την καλοµάνα µου 90 και πλέον χρονώ, όταν πέρασε µια «έµποδος» έγγυος γυναίκα. Η καλοµάνα µου σηκώθηκε. Της λέω. Τώρα και γι’ αυτήν σηκώθηκες; Μου απαντά «πούλιµ, κι’ αν εφτάει αγούρ και (γ)ινέτω άξιος άνδρας;»
Σας υπενθυµίζω ότι το ίδιο συνέβαινε και στην αρχαία Σπάρτη απέναντι στις έγκυες γυναίκες.
– Τα πρωτοτόκια ίσχυαν τόσο για το αγόρι όσο και για το κορίτσι. Ως πρωτότοκη «πρωτικάρ» η κόρη ήταν για τα υστερογέννητα αδέλφια της η τρανέσσα και ο λόγος της µετρούσε µετά το λόγο της µητέρας.
– Η νέα νύφη για αρκετό διάστηµα δεν µιλούσε µε τα πεθερικά της και συνεννοούνταν µαζί τους µε νοήµατα και συνθηµατικό βήξιµο (π.χ. π. Χαρίτων): κάτι σαν κι’ αυτό που κάνει ο π. Χαρίτων. Κρατούσε όπως έλεγαν µας. Όµως συγκρίνοντας τη θέση της ποντίας γυναίκας µε τη θέση της τουρκάλας, της µόνης µε την οποία θα µπορούσε να συγκριθεί, βλέπουµε πολλά ισχυρά προνόµια, τα οποία απορρέουν από το γεγονός ότι η ποντιακή οικογένεια ήταν δοµηµένη πάνω στις ορθόδοξες χριστιανικές θέσεις, «όπου ουκ ένι άρσεν και θήλυ».
Πιο συγκεκριµένα, η τουρκάλα ήταν υποχρεωµένη να αποδεχθεί τα βάρβαρα ανδρικά προνόµια, πολυγαμία, απλούστατη λύση του γάµου µε την τριπλή εξαγγελία του συζύγου της «σε χωρίζω, σε χωρίζω, σε χωρίζω».
Ήταν υποχρεωµένη να κρύβει το πρόσωπό της. Της έλειπε απόλυτα η κοινωνική ζωή (οικογενειακές σχέσεις, ανταλλαγή επισκέψεων) και η κάθε είδους ψυχαγωγία (οι Τούρκοι απαγόρευαν τις γυναίκες να χορεύουν δηµόσια).
Όλα αυτά σε συνδυασµό µε τις δικές της δυνατότητες, να συµµετέχει ελεύθερα στη ζωή της Εκκλησίας, στα πανηγύρια, στους χορούς που συνοδεύονταν από την τρυφερή αντιµετώπιση του συζύγου της και όχι σπάνια και των πεθερικών της, γλύκαιναν τη ζωή της και την έκαναν να νιώθει ασφαλής στην αρµονική πολυµελή οικογένειά της.
Αγαπητοί µου,
Η εποχή χαρακτηρίζεται από µεγάλη κρίση θεσµών και ηθικών αξιών. Κλονίζεται η οικογένεια και οι γεροντότεροι αντί να τύχουν σεβασµού, αφήνονται και πεθαίνουν έρηµοι και µόνοι σε κάποιο γηροκοµείο. Ένας Ινδός ποιητής, ο Ταγκόρ γράφει: «η ξερή κοίτη του ποταµού δε βρίσκει λόγια ευγνωµοσύνης για το διάστηµα που έσφυζε από νερό και δρόσιζε την περιοχή», κάτι αντίστοιχο είναι κι’ αυτό που συµβαίνει στις περιπτώσεις αυτές µε τους γεροντότερους. Στ’ αυτιά µου ηχούν τα λόγια – απάντηση µιας νύφης προς την πεθερά της- που της είπε: «Παιδί µου, στη γιoρτή σου θέλω να σου κάνω δώρο, πες µου τι θέλεις;» και η νύφη απαντά: «Να µου αδειάσεις τη γωνιά». Κι όµως θα έπρεπε να θυµόµαστε ότι µετά το Θεό οφείλουµε να τιµούµε τους γονείς µας. Να θεωρούµε την παρουσία τους ευλογία και όχι πρόβληµα.
Ένας δυτικόφερτος τύπος οικογένειας προβάλλεται συνεχώς από τα µέσα µαζικής ενηµέρωσης που προσπαθεί – και δυστυχώς το πετυχαίνει – να υποκαταστήσει την παραδοσιακή ελληνική οικογένεια, την οικογένεια που στηρίχθηκε πάνω στην ασάλευτη πέτρα της διδασκαλίας της Εκκλησίας µας, η οποία και ως µυστήριο µέγα την ευλογεί. Χάρη σ’ αυτή την οικογένεια επιβίωσε η φυλή µας, και ας αντιµετώπισε πολύ δύσκολες συνθήκες.
Παρά το γεγονός ότι η ελληνική οικογένεια σε σύγκριση µε τη δυτικοαµερικανική, διατηρεί ακόµη αρκετά από τα αγαθά στοιχεία συνοχής και αρµονίας, εν τούτοις θα πρέπει να οµολογηθεί ότι πήρε κι όλας κι αυτή τον επικίνδυνο δρόµο µετάλλαξης, αλλοίωσης και αλλοτρίωσης του χαρακτήρα της. Σήµερα περισσότερο από κάθε άλλη φορά, η τηλοψία, µε τα πρότυπα που παρουσιάζει µε χρώµατα φανταχτερά, διαφθείρει τους νέους και όχι µόνο αυτούς, και ουσιαστικά αχρηστεύει το ρόλο και το έργο των γονέων, της οικογένειας. Σήµερα τα παιδιά δεν ακούν και δεν υπακούν. Φταίνε πολλοί. Όµως θα ήταν παράλειψη αν δεν αναφερθούµε στη δική µας ευθύνη.
-Κάποτε, την εποχή της δραχµής βρήκα ένα 100δραχµο. Μέσα στο λευκό υδατόγραµµά του διάβασα τα εξής: «όποιος κατηγορεί τη νέα γενιά, ας σκεφθεί ποιος τη µεγάλωσε».
-Το 1961, σε µια εκδήλωση για τα θύµατα των Εβραίων από τη γερµανική κατοχή, που έγινε στη Θεσσαλονίκη, µετά από πολλούς οµιλητές, που λαύροι καταφέρθηκαν κατά του «τέρατος της αποκαλύψεως» όπως χαρακτηρίστηκε ο Χίτλερ, πήρε το λόγο ένας σοφός ραββίνος από το Ισραήλ, ο οποίος µεταξύ των άλλων είπε και τα εξής αξιοσηµείωτα: «Ηµείς εκ της Βίβλου εδιδάχθηµεν τα αίτια των συµφορών µας να τα αναζητώµεν εις τους ιδίους τους εαυτούς µας». Μήπως αµφιβάλλει κανείς ότι και εµείς, άρχοντες και αρχόµενοι, αξιωµατούχοι και απλοί πολίτες «εµακρύνθηµεν από του Κυρίου;» Το δικό µας ενδιαφέρον για τα τηλεοπτικά σκουπίδια ρίχνει νερό στο µύλο τους και παρακινεί τους τηλεοπτικούς παραγωγούς για περισσότερο και πιο όζουσα προσφορά. Και βλέπουµε να καταβάλλεται προσπάθεια ποιο κανάλι και ποιος παραγωγός θα ξεπεράσει τους άλλους σε βωµολοχίες και προστυχιές, προκειµένου να ανεβεί η τηλεθέαση και φυσικά η αµοιβή τους. Αν εµείς δηλώναµε µε τη στάση µας «ευχαριστώ δε θα πάρω» πιθανόν να άλλαζαν συµµορφούµενοι στις προτιµήσεις µας. Θα συνέβαινε ό,τι και µε τα νηστίσιµα φαγητά και προϊόντα, τα οποία επέβαλε η ευσέβεια του λαού στα καταστήµατα. Όµως γιατί όχι και διαµαρτυρία για όλη αυτή τη σαβούρα; Θυµηθείτε την περίπτωση κατά την οποία πρόγραµµα τηλεοπτικού σταθµού πριν µερικά χρόνια διακόπηκε, επειδή δέχθηκε τηλεφωνήµατα τηλεθεατών που διαµαρτυρήθηκαν για την ποιότητά του. Αντιστάθηκαν.
Είναι καιρός να σκύψουµε όλοι πάνω στην ελληνική παραδοσιακή οικογένεια, για να ανακαλύψουµε και να εκτιµήσουµε τους µεγάλους θησαυρούς και την σπουδαιότατη συµβολή της στην ευτυχία της κοινωνίας µας. Σ’ αυτήν την προσπάθεια φρόντισα ταπεινά να εντάξω την οµιλία µου. Θα αποτελούσε τιµή για τον οµιλούντα, αν δηµιουργούσε κάποιους έστω προβληµατισµούς.
Αγαπητοί µου,
Πριν κιόλας κατεβώ από το βήµα, αφού πρώτα σας ευχαριστήσω για την υποµονή και προσοχή σας, θα παρακαλέσω να δεχθείτε, αντί επιλόγου και σχετικών συµπερασµάτων, να σας διαβάσω µια επιστολή ενός αληθινού και πιστού ορθοδόξου χριστιανού, τρυφερού συζύγου, φιλόστοργου πατέρα και φιλοπάτορα υιού.
Είναι η επιστολή ενός µελλοθανάτου, του Αντωνίου Τσινόγλου, διευθυντού του γραφείου προσφύγων εν Αµισώ, που έστειλε από τις φυλακές στη γυναίκα του, και την οποία µαζί µε την oµιλiα µου αφιερώνω στους αείµνηστους γονείς µου, στον πεθερό µου, και σ’ όλους εκείνους που ήρθαν διωγµένοι από τον Πόντο και ρίζωσαν σ’ αυτόν τον τόπο, και δεν είναι πια µαζί µας. Σ’ όλους εκείνους που µετέβαλαν µε την αξιωσύνη τους και το ιερό πείσµα και την πίστη για ζωή, µετέβαλαν λέω, τον τόπο αυτό που περιφρονητικά λεγόταν Τσαλί από τα πολλά τσαλιά – αγκάθια- που είχε, σε Νέα Τραπεζούντα, στη θέση του «ανέσπαλτου» Πόντου, σε ανάµνηση της βασιλεύουσας µετά τη βασιλεύουσα της κοσµοξάκουστης Τραπεζούντας.
Φυλακές Αµάσειας Δευτέρα 6 Οκτωβρίου 1921.
(Επιστολή Αντωνίου Τσινόγλου, Διευθυντού του Γραφείου Προσφύγων εν Αµισώ)
Σεβαστοί µου γονείς, προσφιλής µου σύζυγος, τέκνα µου αγαπητά, λοιποί συγγενείς και φίλοι.
Κατεδικάσθην αθώος ων εις θάνατον, ήτο θέληµα Θεού, δια τούτο και εγώ δεν λυπούµαι, και σεις µη λυπηθείτε, έχω πίστιν, ότι θα συναντηθούµε εις την άλλην ζωήν. Σας στέλνω τον χαιρετισµό και την αγάπη µου, εν όσω ζείτε να µε µνηµονεύετε.
Αντιόπη, ο Θεός δε µε ηξίωσε να γηροκοµήσω τους γονείς µας, το έργον τούτο το αφήνω µόνον εις σε. Δια σε και δια τα τέκνα µας είµαι βέβαιος, ότι θα φροντίσει ο καλός Θεός. Να µη λυπηθείς και αγανακτήσεις εναντίον του θελήµατος του Θεού.
Εάν επιζήσετε της καταιγίδος αυτής, να πάτε στους γονείς µας κοντά και να γράφεις δε και στον Φώτιον και τον Χρύσανθον την παράκλησίν µου, όπως λάβουσιν υπό την µέριµνά των την Ιουλίαν και την Χρυσάνθην. Την βεργέτα (βέρα) και το ωρολόγι µου παρέδωσα εις τον κ. Π. Βαλιούλην να σε φέρει. Τα ρούχα µου θα διαµοιρασθούν εδώ. Πήρα την τελευταία σου επιστολήν και είµαι ήσυχος εν τη φυλακή.
Εξοµολογήθην, εγένετο λειτουργία και εκοινώνησα, θα αποθάνω ήσυχος και ατάραχος.
Επιθυµώ να µη κλαύσετε πολύ. Ο Θεός µαζί σας.
Σας φιλώ όλους εκ ψυχής. Ο ιδικός σας.
Αντώνιος Τσινόγλου ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ
Τέτοια συγκλονιστικά κείµενα, που γεµίζουν µε εθνική περηφάνια όποιον Έλληνα τα διαβάζει, δε βρέθηκε κανείς ως τώρα να τα συµπεριλάβει ως αναγνώσµατα ή ως ιστορικά κείµενα στα σχολεία µας.
Αντί γι’ αυτά, τα Νεοελληνικά Αναγνώσµατα Γυµνασίου και Λυκείου είναι γεµάτα από σαχλά και ακαταλαβίστικα κείµενα “κουλτουριάρηδων» λογοτεχνών.
Τί να πει κανείς;
Να ευχηθούµε φωτισµό στους αρµόδιους.
Ευχαριστώ
Το κείμενο προέρχεται απο το περιοδικό ”Φίλιππος”, αριθμός τεύχους 75/2012 της Ιστορικής – Λαογραφικής Εταιρείας Γιαννιτσών <<Φίλιππος>>.