ΓΕΡΟ ΠΑΪΣΙΟΣ: ΤΟ ΜΑΛΩΜΑ ΚΑΙ Ο ΕΠΑΙΝΟΣ ΤΟΥ ΠΑΙΔΙΟΥ

Οἱ γονεῖς πρέπει νὰ προσέχουν πολὺ νὰ μὴ μαλώνουν τὰ παιδιὰ τους τὸ βράδυ, γιατί τὸ βράδυ τὰ παιδιὰ δὲν ἔχουν μὲ τί νὰ διασκεδάσουν τὴν στενοχώρια τους καὶ ἡ μαυρίλα τῆς νύχτας τὴν μαυρίζει πιὸ πολύ. Ἀρχίζουν νὰ σκέφτονται πῶς νὰ ἀντιδράσουν, ψάχνουν διάφορες λύσεις, μπαίνει στὴν μέση καὶ ὁ διάβολος, καὶ μπορεῖ νὰ φθάσουν στὴν ἀπελπισία. Τὴν ἡμέρα, καὶ νὰ ποῦν τὰ παιδιά: «θὰ κάνω αὐτὸ ἢ ἐκεῖνο», θὰ βγοῦν ἔξω, θὰ ξεχαστοῦν, ὅποτε διασκεδάζεται ἡ στενοχώρια.

– Γέροντα, τὸ ξύλο βοηθάει τὰ παιδιὰ νὰ διορθωθοῦν;

– Ὅσο γίνεται, οἱ γονεῖς νὰ τὸ ἀποφεύγουν. Νὰ προσπαθοῦν μὲ τὸ καλὸ καὶ μὲ ὑπομονὴ νὰ δώσουν στὸ παιδὶ νὰ καταλάβῃ ὅτι αὐτὸ ποὺ κάνει δὲν εἶναι σωστό. Μόνον ὅταν εἶναι μικρὸ τὸ παιδὶ καὶ δὲν καταλαβαίνῃ  ὅτι αὐτὸ ποὺ κάνει εἶναι ἐπικίνδυνο, βοηθιέται, ἂν φάῃ κανένα σκαμπίλι, γιὰ νὰ προσέχει ἄλλη φορά. Ὁ φόβος, μήπως φάη πάλι σκαμπίλι, γίνεται φρένο καὶ τὸ προστατεύει. Ἐγώ, ὅταν ἤμουν μικρός, περισσότερο βοηθιόμουν ἀπὸ τὴν μητέρα μου παρὰ ἀπὸ τὸν πατέρα μου. Καὶ οἱ δύο μὲ ἀγαποῦσαν καὶ ἤθελαν τὸ καλό μου. Καθένας ὅμως μὲ βοηθοῦσε μὲ τὸ δικό του τρόπο. Ὁ πατέρας μου ἦταν αὐστηρός. Ὅταν κάναμε καμιὰ ἀταξία, μᾶς ἔδινε σκαμπίλια. Ἐγὼ πονοῦσα λίγο ἀπὸ τὸ ξύλο, μαζευόμουν, ὅταν ὅμως περνοῦσε ὁ πόνος, ξεχνοῦσα καὶ τὸν πόνο καὶ τὶς συμβουλές του. Ὄχι ὅτι δὲν μὲ ἀγαποῦσε ὁ πατέρας μου. Ἀπὸ ἀγάπη μὲ ἔδερνε. Μία φορά, θυμᾶμαι – τριῶν ἐτῶν ἤμουν – , ποῦ μου ἔδωσε ὁ πατέρας μου ἕνα σκαμπίλι, μὲ τίναξε πέρα! Τί εἶχε γίνει; Δίπλα ἀπὸ τὸ σπίτι μᾶς ἦταν ἕνα σπίτι ἐγκαταλελειμμένο. Οἱ ἰδιοκτῆτες εἶχαν φύγει στὴν Ἀμερικὴ καὶ εἶχε ρημάξει. Στὴν αὐλὴ εἶχε μία συκιὰ ποὺ τὰ κλαδιὰ τῆς ἔβγαιναν στὸν δρόμο. Ἦταν καλοκαίρι καὶ ἦταν γεμάτη σύκα. Ἐκεῖ ποὺ ἔπαιζα μὲ τὰ ἄλλα παιδιά, ἦρθε ἕνας γείτονας καὶ μὲ σήκωσε, γιὰ νὰ τοῦ κόψω μερικὰ σύκα, γιατί δὲν ἔφθανε μόνος του νὰ τὰ κόψῃ. Τοῦ ἔκοψα πέντε ἔξι καὶ μοῦ ἔδωσε κι ἐμένα δύο. Ὅταν τὸ ἔμαθε ὁ πατέρας μου, θύμωσε πάρα πολύ. Μοῦ ἔδωσε ἕνα σκαμπίλι!

… Ἐγὼ ἔβαλα τὰ κλάματα. Ἡ μάνα μου ποὺ ἦταν μπροστά, γύρισε καὶ τοῦ εἶπε: «Τί τὸ χτυπᾶς τὸ παιδί; Τί ἤξερε αὐτό; μικρὸ παιδὶ εἶναι. Πῶς μπορεῖς νὰ τὸ ἀκοῦς νὰ κλαίῃ;». «Ἅμα ἔκλαιγε τότε ποὺ τὸ σήκωσε ὁ ἄλλος, γιὰ νὰ κόψῃ τὰ σύκα, δὲν θὰ ἔκλαιγε τώρα, εἶπε ὁ πατέρας μου. Ἀλλά, φαίνεται, ἤθελε νὰ φάῃ καὶ αὐτὸ σύκα. Ἂς κλαίῃ λοιπὸν τώρα». Ποῦ νὰ τολμήσω νὰ τὸ ξανακάνω! Καὶ ἡ μητέρα μου ἔβλεπε τὶς ἀταξίες μου καὶ στενοχωριόταν, ἀλλὰ εἶχε μία ἀρχοντιά. Ὅταν ἔκανα καμμιὰ ἀταξία, γύριζε τὸ κεφάλι ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριὰ καὶ ἔκανε πὼς δὲν μὲ βλέπει, γιὰ νὰ μὴ μὲ στενοχωρήσῃ. Ἐμένα ὅμως αὐτὴ ἡ συμπεριφορά μου ράγιζε τὴν καρδιά. «Κοίταξε, ἔλεγα μέσα μου, ἐγὼ ἔκανα τέτοια ἀταξία καὶ ἡ μητέρα ὄχι μονάχα δὲν μὲ δέρνει, ἀλλὰ κάνει καὶ πῶς δὲν μὲ βλέπει! Ἄλλη φορὰ δὲν θὰ τὸ ξανακάνω! Πῶς νὰ τὴν ξαναστενοχωρήσω;». Μὲ αὐτὴν τὴν συμπεριφορά της ἡ μητέρα μου μὲ βοηθοῦσε περισσότερο, παρὰ ἄν μοῦ ἔδινε ἕνα σκαμπίλι. Κι ἐγὼ ὅμως δὲν τὸ ἐκμεταλλευόμουν, νὰ πῶ: «Ε, τώρα δὲν μὲ βλέπει, ἂς κάνω μεγαλύτερη ἀταξία». Ἐνῷ  ὁ πατέρας μου, μόλις ἔκανα κάτι, τάκ, σκαμπίλι. Βλέπεις, καὶ οἱ δύο μὲ ἀγαποῦσαν, ἐκεῖνο ὅμως ποὺ μὲ διόρθωνε περισσότερο ἦταν ἡ ἀρχοντικὴ συμπεριφορὰ τῆς μάνας μου.

– Γέροντα, μερικὰ παιδιὰ ὅμως εἶναι πολὺ ἄτακτα. Φωνάζουν, τρέχουν, κάνουν ζημιές. Πῶς νὰ ἀποφύγουν οἱ γονεῖς τὸ ξύλο;

– Κοίταξε, δὲν φταῖνε τὰ παιδιά. Τὰ παιδιά, γιὰ νὰ μεγαλώσουν φυσιολογικά, θέλουν αὐλή, γιὰ νὰ μποροῦν νὰ παίξουν. Τώρα τὰ κακόμοιρα εἶναι κλεισμένα μέσα στὶς πολυκατοικίες καὶ ζορίζονται. Δὲν μποροῦν νὰ τρέξουν ἐλεύθερα, νὰ παίξουν, νὰ χαροῦν. Δὲν πρέπει νὰ στενοχωριοῦνται οἱ γονεῖς, ὅταν τὸ παιδάκι εἶναι ζωηρό. Ἕνα ζωηρὸ παιδὶ ἔχει δυνάμεις μέσα του καὶ μπορεῖ νὰ προκόψῃ πολὺ στὴν ζωή του, ἂν τὶς ἀξιοποιήσῃ.

Ἀπὸ τὸ βιβλίο «Οἰκογενειακὴ ζωὴ»

ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΪΣΙΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ – ΛΟΓΟΙ Δ΄-

ΙΕΡΟΝ ΗΣΥΧΑΣΤΗΡΙΟΝ «ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΗΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΘΕΟΛΟΓΟΣ»

ΣΟΥΡΩΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ 2004

 

Θα χαρούμε να ακούσουμε τις σκέψεις σας

Αφήστε ένα σχόλιο

Το Ρωμαίικο
Logo

Ραδιόφωνο του Ρωμαίικου