Γιορτή της Μητέρας

Αυτή δεν είναι μια γιορτή υπενθύμισης, αλλά μια γιορτή έκφρασης. Μια γιορτή για να μας δώσει τη δυνατότητα να εκφράσουμε την απέραντη αγάπη και ευγνωμοσύνη που έχουμε όλοι για τις μητέρες, που έτσι κι αλλιώς, αυτήν την ευγνωμοσύνη και την αγάπη για το έργο της, την εισπράττει κάθε μέρα από τα αθώα μάτια των παιδιών της που δεν μπορούν να της κρύψουν τίποτα.

Σήμερα, λοιπόν, γιορτάζουμε τη μητέρα. Από τη μητέρα του Χριστού, μέχρι την τελευταία μάνα, την πιο ταπεινή μάνα, που είναι εξυψωμένη, γιατί απλά φέρνει τον τεράστιο αυτό τίτλο της μάνας.

Η μάνα η άγνωστη, ανεξαρτήτως χώρας, χρώματος, γλώσσας, καταγωγής, μόρφωσης είναι ένα πρόσωπο που πρέπει να έχει πάντα την απεριόριστη εκτίμηση όλης της ανθρωπότητας. Όλες οι μητέρες του κόσμου, παντού και πάντα, από τα βάθη των αιώνων και μέσα από το πέρασμα του χρόνου, ήταν, είναι και θα είναι οι μεγάλες ηρωίδες.

Επιτρέψτε μας, όμως, σήμερα να μιλήσουμε λίγο περισσότερο για τη γυναίκα και μητέρα της φυλής μας. Γιατί αυτήν έχουμε περισσότερο στη μνήμη μας.

Μνήμες για κόπους, φροντίδες και δάκρυα, στεναγμούς και αγωνίες, άγρυπνες νύχτες, έγνοιες ακοίμητες, κομμάτια τούτα της ζωής των μανάδων μας.

Είναι αστείο να προσπαθείς να εξάρεις την ελληνίδα μητέρα. Όσα κι αν γράψεις, όσα κι αν πεις δε θα φτάσεις ποτέ το μεγαλείο της.

Σ’ όλες τις εποχές από καταβολής κόσμου είναι η Σάρα στην Παλαιά Διαθήκη, η Παναγία στην Καινή.

Στους διωγμούς επί Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας η απλή μάνα που προτιμούσε να φαγωθεί από το θηρίο για να σωθεί το παιδί της.

Η ίδια στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, στη Ρωμανία.

Η ίδια στην Επανάσταση του ΄21.

Η ίδια μάνα της Κατοχής του ΄40.

Η ίδια μάνα σήμερα, χωρίς αξιώσεις, χωρίς προβολές.

Σκοπός της η ορθή πορεία του παιδιού της. Να ετοιμάσει τον άνθρωπο που θα σταθεί ίσια και ακέραια στη ζωή. Αυτή θα του κινήσει την καρδιά στην αγάπη του Θεού. Θα του θωρακίσει την ψυχή με την πίστη και θα του αναπτερώσει τα όνειρα με την ελπίδα. Είναι η αληθινή αφετηρία της ζωής του παιδιού της.

Οδηγητική η μητρική αγάπη μιλά και στη γλώσσα της σιωπής, δηλαδή με τα παραδείγματα. Αθώος δέκτης η παιδική ψυχή δέχεται το μήνυμα της αγάπης και το καταγράφει στα βάθη της ύπαρξής του.

Σ’ ένα ποίημα, ο γιος σκοτώνει τη μητέρα του, της αφαιρεί την καρδιά και την πάει τρέχοντας στης μάγισσας την κόρη, για να του δώσει τι φιλί της, όπως του είχε υποσχεθεί. Σκοντάφτει όμως στο δρόμο αυτός και μαζί με την καρδιά κατρακυλάνε στο έδαφος. Και τότε ακούει την καρδιά της μητέρας του να του λέει: «Μήπως χτύπησες σπλάχνο μου;»

Η μάνα παντού και πάντα αισθάνεται απεριόριστη αγάπη, λατρεία, στοργή για το σπλάχνο της, για τον καρπό που της χάρισε ο καλός Θεός. Έχει μέσα της όλων των ειδών τις ανησυχίες και τις λαχτάρες. Λαχταρά να δει το παιδί της να μεγαλώνει καλά, να το βλέπει μέσα στην υγεία και τη χαρά. Με λίγα λόγια, λαχταρά να δώσει στην κοινωνία ένα σωστό ωραίο άνθρωπο.

Πολλές απλές άγνωστες μάνες που βρίσκονται μόνες, αβοήθητες και πάμπτωχες κάνουν τα πάντα για να μεγαλώσουν τα παιδιά τους. Δουλεύουν σκληρά για λίγα χρήματα, στερούνται οι ίδιες πολλά πράγματα και πάντα με τη σκέψη στο παιδί τους προσπαθούν να του προσφέρουν τα πάντα. Η Άγνωστη Μάνα πλένει σκάλες, σκουπίζει δρόμους και πλατείες, καθαρίζει ξένα σπίτια, πουλάει μικροπράγματα στις λαϊκές και στα πανηγύρια και απλώνει το χέρι, ζητιανεύοντας. Ποιος ξέρει με πόση ντροπή και ταπείνωση, με πόση δυσκολία τα κάνει αυτά.

Αχ! Μάνα Άγνωστη και ταπεινή ύπαρξη που ένιωσες τη Θεία Χάρη της μητρότητας. Εσύ Άγνωστη Μάνα, είσαι μια ηρωίδα που παλεύεις ηρωικά κάθε μέρα για να προσφέρεις στο βλαστάρι σου εκτός από τα υπέρτατα γλυκά αισθήματά σου και όλα τα υλικά αγαθά. Άγνωστη Μάνα, θαμμένη μέσα στην αφάνεια δεν είσαι διάσημη, αλλά είσαι μια σημαντική χρήσιμη μονάδα που προσφέρει στην κοινωνία. Δεν έχεις αποκτήσει διπλώματα και αξιώματα αλλά έχεις το μεγαλύτερο αξίωμα, το να είσαι ΜΗΤΕΡΑ. Και η καταξιωμένη καριέρα σου είναι εκείνη της ΜΗΤΡΟΤΗΤΑΣ.

Ο Άγνωστος Στρατιώτης έπεσε στο πεδίο της μάχης. Η άγνωστη μάνα που και τον άγνωστο στρατιώτη αυτή τον γέννησε, πέφτει κάθε μέρα, γονατίζει μπροστά στις άγιες εικόνες και δίνει τις δικές της μάχες.

Κλείνω τα μάτια και τις βλέπω μακριά, ατέλειωτη σειρά τις μανάδες του κόσμου. Όμοιες είναι οι μανάδες της γης. Μα οι δικές μας μανάδες κουρασμένες, κυρτωμένες, βασανισμένες, οι μανάδες του τόπου μας έχουν πάρει από την καυτή πέτρα μας την κάψα της αγάπης τους. Η ταπεινή αυτή δουλεύτρα που δεν έχει οχτάωρα, δεν έχει ασφάλιση, δεν έχει ΙΚΑ για την προσφορά της. Δεν έχει ούτε τα παιδιά της τελικά, γιατί ξέρει πως θα της φύγουν, να φτιάξουν δικές τους φωλιές. Είπε κάποιος: «Δίκαια ονομάζουμε τη γη μητέρα, αφού την ποδοπατάμε και αυτή δεν παύει να μας δίνει καρπούς και άνθη.» Και συνεχίζει αμετανόητα να δίνει. Δίνει και προσεύχεται. Να ποια είναι η μάνα. Και προσεύχεται η μάνα τόσο για τους άλλους, που στο τέλος έχει ξεχάσει να προσευχηθεί για τον εαυτό της. Μου το είπε αυτό θυμάμαι μια κυρούλα που ήταν άρρωστη. «Προσευχήσου να γίνεις καλά, της είπα. Γέλασε. Προσεύχομαι, μα πού να προλάβεις τόσο κόσμο! Βάλε παιδιά, βάλε άντρα, εγγόνια, βάλε να πεις ευχαριστώ για τις χαρές που τους έδωσε, να παρακαλέσεις για τις πίκρες τους, πού να προλάβω να παρακαλέσω για του λόγου μου! Και θυμάμαι πώς τελείωσε: «Να παρακαλέσω να πάω στον Παράδεισο; Μα αν δεν είναι εκεί τα παιδιά μου;» Να αρνιέσαι Παράδεισο. Που παρακαλάει νύχτα μέρα να τον κερδίσουν τα παιδιά της. Γιατί την έχω δει τη μάνα την ακούραστη, κυρτωμένη από το βάρος της κάθε μέρας, να σέρνεται μπρος στο εικονοστάσι Θα ανάψει με σιγανές κινήσεις το καντήλι μπρος στην Παναγιά  Κι εκεί οι δυο μανάδες, η Μάνα του Ουρανού και της γης η Μάνα, θα στήσουνε κουβέντα. Και αφού πει η μια και υπομονετικά ακούσει η Άλλη, θα γίνει κάποια αλλαγή. Θα στηλωθεί η Μάνα της γης, θα αναστενάξει με ανακούφιση και με καινούριο κουράγιο θα ξαναμπεί στην πάλη. Κι η Άλλη η Μάνα, τ’ Ουρανού η Μάνα, όπως παίζει με την εικόνα της το φως του καντηλιού, εκεί στο μισοσκόταδο, θα δακρύσει. Γιατί καταλαβαίνει από καημούς και βάσανα η Παναγιά, μια και είναι Μάνα. Σκέφτομαι πόσες ονομασίες έδωσε ο λαός στην Παναγιά. Γρηγορούσα , την είπε, Γλυκοφιλούσα, Ελευθερώτρια. Την είπε έτσι με τα χείλη του. Μέσα όμως στην ψυχή του ο λαός Μάνα Την λέει, Μάνα Την λογαριάζει, Μάνα Την λέει. Αυτό το «Παναγία μου», που ακούγεται σε ώρα ανάγκης, συνώνυμο της Μάνας είναι. Τι Μάνα, τι Παναγία. Το ίδιο είναι! Και οι δυο μεσολαβούν, καταλαβαίνουν, Συγχωρούν, νοιάζονται.

Έχω όμως μια αίσθηση. Νιώθω πως σήμερα κάποιοι κάνουν ό,τι μπορούν για να σβήσουν από τη μνήμη μου αυτή τη μάνα. Γιατί φοβούνται τη μάνα. Φοβούνται τη θύμηση εκείνης της γυναίκας που κράτησε το γένος σε εγρήγορση. Σε φοβούνται, μητέρα, μη θυμηθείς το πρότυπό σου την Παναγιά. Μη θυμηθείς πως στη δικιά σου Σημαία πρέπει να υπάρχει γραμμένη η λέξη χρέος και θυσία.

Όμως, μητέρα του καιρού μου, με τα κουρασμένα μάτια, με τα βαριά ασήκωτα πόδια, έλα. Κοίτα ψηλά, δες την Παναγιά που σου δίνει κουράγιο και φαρδιά , πλατιά βάλε την υπογραφή σου. Εσύ εγγυητής, μητέρα, Για να έχουμε καλή σοδειά. Κι όταν παρουσιαστείς εκεί μπροστά στον Πλάστη να του πεις: «Να’ μαι, Κύριε, εγώ και τα παιδιά που μου εμπιστεύτηκες».

 

Ετικέτες:

Θα χαρούμε να ακούσουμε τις σκέψεις σας

Αφήστε ένα σχόλιο

Το Ρωμαίικο
Logo

Ραδιόφωνο του Ρωμαίικου