Μία ευλαβέστατη γυναίκα είχε άνδρα άσωτο, βλάσφημο και αυταρχικό.
Ή ίδια δυσκολευόταν ως σύζυγος αλλά έκανε πολλή υπομονή. Δεν ζήτησε σαν διέξοδο τον χωρισμό ούτε ανταπέδιδε όσα της έκανε ό δύστροπος σύζυγός της. Έκανε τάμα στην Παναγία να φορέσει σ’ όλη της τη ζωή μαύρα, αρκεί να φωτίσει τον άνδρα της να έρθει στον δρόμο του Θεού.
Προσευχόταν συνεχώς και νήστευε για τη μετάνοια του συζύγου της. Και ο φιλάνθρωπος Κύριος, «ο ποιών το θέλημα των φοβουμένων Αυτόν και της δεήσεως αυτών επακούων», φώτισε τον άσωτο και έγινε υπόδειγμα καλού χριστιανού.
Μετανόησε, εξομολογήθηκε, έκοψε τα πάθη του και… τώρα δεν λείπει από την Εκκλησία. Κάθε χρόνο πηγαίνει για σαράντα ημέρες και εργάζεται χωρίς αμοιβή σε μοναστήρια. Είναι γεμάτος φλόγα και ζήλο για τον Χριστό.
Λέει συχνά: «Τώρα πού γνώρισα τον Χριστό, να μου πουν να βάλω το κεφάλι μου να μου το κόψουν για την αγάπη του Χριστού, το κάνω με όλη μου την καρδιά».