Ἡ ἅλωση τῆς Κωνσταντινούπολης ἀπό τούς Φράγκους τῆς Δ΄ σταυροφορίας τόν Ἀπρίλιο τοῦ 1204, ὑπῆρξε ἡ συνταρακτικότερη στιγμή στήν ἕως τότε ἱστορία τῆς Ἀνατολικῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας – Ρωμανίας (δηλαδή τῆς μετέπειτα κακῶς καί ἐκ τοῦ πονηροῦ ὀνομασθείσας ἀπό τούς δυτικούς ἱστορικούς ¨Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας¨). Ὡς ἄμεση συνέπεια τῆς ἁλώσεως ἔχουμε, πρῶτον: τή δημιουργία ἀνεξάρτητων ἑλληνικῶν κρατιδίων μέ σκοπό τήν διαφύλαξη τῶν ἑλληνορθόδοξων πληθυσμῶν καί τήν ἀντίσταση κατά τῶν κατακτητῶν, καί δεύτερον τή ραγδαία ἀφύπνιση τῆς ἑλληνικῆς συνείδησης, ἡ ὁποία εἶχε ἀρχίσει νά συντελεῖτε ἤδη ἀπό τόν 6ο αἰώνα. Τά κράτη πού δημιουργήθηκαν ἦταν: τό βασίλειο τῆς Νίκαιας μέ τόν Θεόδωρο Λάσκαρη, τό Δεσποτάτο τῆς Ἠπείρου μέ τόν Μιχαήλ Ἄγγελο καί τῆς Τραπεζούντας μέ τόν Ἀλέξιο Κομνηνό. Ἀπό τά τρία ἑλληνικά κράτη ἡ Νίκαια ἦταν αὐτή πού κατάφερε νά λάβει τό χρίσμα τοῦ συνεχιστοῦ τῆς Ρωμανίας καί μετά τήν παρέλευση 57 ἐτῶν νά ἀπελευθερώσει τήν βασιλεύουσα. Οἱ αὐτοκράτορες πού κατεῖχαν τόν ἐξόριστο θρόνο τῆς Ρωμανίας μέ ἕδρα τή Νίκαια τῆς Βιθυνίας ἦταν: ὁ Θεόδωρος Α΄ Λάσκαρης (1204-1222), ὁ Ἰωάννης Γ΄ Δούκας Βατάτζης (1222-1254), ὁ Θεόδωρος Β΄ Λάσκαρης (1254-1258), ὁ Ἰωάννης Δ΄ Λάσκαρης (1258-1259) καί ὁ Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγος (1259-1282). Οἱ τέσσερεις πρῶτοι αὐτοκράτορες ἀνήκουν στή δυναστεία τῶν Λασκαριδῶν, ἡ ὁποία ὡς χαρακτηριστικό της εἶχε: τήν ἔντονη ἑλληνολατρεία, τήν ὑπέρμετρη φιλολαϊκότητα, καί τήν ἐξαιρετικά ἱκανή διπλωματική & στρατιωτική δραστηριότητα. Γιά νά κατορθώσουν νά συστήσουν τήν αὐτοκρατορία, οἱ βασιλεῖς τῆς Νίκαιας πολέμησαν μέ τούς Φράγκους τούς Τούρκους, τούς Βουλγάρους ἀλλά καί μέ τό Δεσποτάτο τῆς Ἠπείρου, πετυχαίνοντας μεγάλες νίκες. Ὁ ἐπιφανέστερος αὐτοκράτορας τῆς Νίκαιας καί ἕνας ἀπό τούς μεγαλύτερους τῆς Ρωμανίας, εἶναι ὁ ἐκ Διδυμοτείχου καταγόμενος, Ἰωάννης Γ΄ Δούκας Βατάτζης, ὁ ὁποῖος εἶναι καί Ἅγιος τῆς ἐκκλησίας μας, (ἡ μνήμη του τιμᾶται κάθε χρόνο στίς 4 Νοεμβρίου ἀπό τήν Ἱερά Μητρόπολη Διδυμοτείχου).
Ἐρευνώντας τό βίο καί τά κατορθώματά του, βρίσκουμε πολλές ἐνέργειές του, οἱ ὁποῖες εἶναι ἄξιες ἀναφορᾶς καί ἀποτελοῦν ἀξιομνημόνευτες ἱστορικές παρακαταθῆκες. Ἡ ἀνασυγκρότηση τῆς αὐτοκρατορίας ἐπί τῆς βασιλείας του (στρατιωτική, οἰκονομική καί πνευματική), εἶχε ὡς ἐπιστέγασμα τήν ἀπελευθέρωση τῆς Κωνσταντινούπολης ἑπτά χρόνια μετά τήν κοίμησή του. Ἐπίσης ὁ Ἰωάννης Βατάτζης θεωρεῖται ἀπό τούς ἱστορικούς πού ἀσχολήθηκαν μέ τή συνέχεια τοῦ ἑλληνισμοῦ (ἀρχαῖοι χρόνοι, ἑλληνιστική ἐποχή, ρωμαιοκρατία, χριστιανικός ἑλληνισμός «Ρωμανία», Τουρκοκρατία καί νέος ἑλληνισμός) ὡς ἕνας ἀπό τούς κύριους ἐκφραστές τῆς ἐξελικτικῆς πορείας τοῦ γένους τῶν Ἑλλήνων.
Χαρακτηριστικότατη ἱστορική πηγή βάσει τῆς ὁποίας καταδεικνύετε ἡ ἑλληνικότητα τῆς Ρωμανίας, ἡ ἱστορική συνέχεια τοῦ Ἑλληνισμοῦ καθώς καί ἡ ἐθνική ἀξιοπρέπεια τοῦ Διδυμοτειχίτη βασιλιᾶ, ἀποτελεῖ ἡ ἐπιστολή ἀπάντηση πού ἀπέστειλε πρός τόν πάπα Γρηγόριο Θ΄[1] στά μέσα τῆς δεκαετίας τοῦ 1230. Τό ἱστορικό πλαίσιο, βάσει τοῦ ὁποίου ἔγινε ἡ αἰτία τῆς ἀνταλλαγῆς τῶν ἐπιστολῶν, μεταξύ πάπα καί Ἰωάννη Βατάτζη μᾶς τό περιγράφει ὁ νομικός καί φιλόλογος, ὁμότιμος καθηγητής τοῦ πανεπιστημίου Ἀθηνῶν Μιχαήλ Α. Δένδιας (1899-1977) ἀναφέροντας τά παρακάτω: ¨Πρόκειται περί τῆς ἐποχῆς, καθ᾿ ἥν, κατά τό 1236, ὁ Βαλδουΐνος Β΄ ἦλθεν εἰς Ρώμην διά νά παρακαλέσει τόν πάπαν νά ἐπεμβεῖ πρός διενέργειαν νέας σταυροφορίας στρεφομένης αὐτήν τήν φοράν εἰδικῶς κατά τοῦ Βατάτζη, ἀπειλοῦντος μετά τῶν Βουλγάρων τήν κατάλυσιν τῆς φασματώδους Λατινικῆς Αὐτοκρατορίας. Παρά τάς προσπαθείας του, ὁ Γρηγόριος Θ΄, πάπας Ρώμης, ἐλάχιστα ἠδυνήθη, διότι ὁ Φρειδερίκος Β΄ (αὐτοκράτορας τῶν Γερμανῶν καί μετέπειτα πεθερός τοῦ Βατάτζη) ἀντετάχθη ρητῶς εἰς τήν δι᾿ Ἰταλίας διάβασιν τῶν σταυροφόρων, προτιμῶν τοῦ πάπα καί τῶν Λατίνων τούς Ἕλληνας καί τόν Βατάτζην. Πρό τῶν παρακλήσεων τοῦ Βαλδουΐνου ὁ Γρηγόριος Θ΄ ἀπηύθυνεν ἐπιστολήν πρός τόν Ἰωάννην Δούκαν Βατάτζην. Τό κείμενον αὐτῆς ἀπωλέσθη (ὅπως θά δοῦμε παρακάτω τό κείμενο διασώθηκε), γινώσκομεν ὅμως τό περιεχόμενον αὐτῆς καί εἰκάζομεν τόν τόνον εἰς τόν ὁποῖον ἐγράφη, ἐκ τῆς δοθείσης εἰς αὐτήν παρά τοῦ Ἕλληνος αὐτοκράτορος ἀπαντήσεως¨[2]. Προτοῦ παραθέσουμε τήν ἐπιστολή καθώς καί τόν σχολιασμό ἔγκριτων ἱστορικῶν, εἶναι ἀπαραίτητο νά πιστοποιήσουμε γιά τοῦ λόγου τό ἀληθές, τό γεγονός τῆς συγγραφῆς καί τῆς διάσωσης τῶν δύο ἐπιστολῶν καθώς καί τήν ἐγκυρότητα τῶν διαλαμβανομένων σέ αὐτές. Ἡ ἐπιστολή τοῦ πάπα βρέθηκε ἀπό τόν ἀββᾶ Γκριουμέλ (Venance Grummel) τό 1930, στά ἀρχεῖα τῆς βιβλιοθήκης τοῦ Βατικανοῦ, καί τήν δημοσίευσε στό Γαλλικό περιοδικό ¨Ἠχώ τῆς Ἀνατολῆς¨ τεῦχος 29 (σελ. 450-58) μέ τίτλο «Ἡ αὐθεντικότητα τῆς ἐπιστολῆς τοῦ Ἰωάννη Βατάτζη αὐτοκράτορα τῆς Νίκαιας πρός τόν πάπα Γρηγόριο Θ΄»[3]. Ἡ ἐπιστολή ἀπάντηση τοῦ Θρακιώτη Βασιλιᾶ, πρωτοδημοσιεύθηκε μετά τήν ἵδρυση τοῦ νεοελληνικοῦ κράτους, στό περιοδικό «Ἀθήναιον» τεῦχος 1 τοῦ 1872 (σελ. 369-378) ἀπό τόν μεγάλο μελετητῆ καί ἐκδότη πολλῶν κειμένων τῆς Ρωμανίας, Ἰωάννη Σακελλίων[4] (1815-1891), ὁ ὁποῖος τήν ἀνακάλυψε στήν Πατμιακή Βιβλιοθήκη τῆς Πάτμου[5]. Τό θέμα τῆς ἐγκυρότητας τῆς ἐπιστολῆς θεωρεῖται δεδομένο καί γιά τούς Εὐρωπαίους ἐπιστήμονες, ὁ Franz Dolger μέλος τῆς Βαυαρικῆς ἀκαδημίας τῶν Ἐπιστημῶν καί τῶν Ἀνθρωποτήτων, κατατάσσει τήν ἐπιστολή τοῦ Ἰωάννη Βατάτζη, μεταξύ τῶν γνησίων κειμένων στούς καταλόγους τῶν ¨Αὐτοκρατορικῶν Ἐγγράφων τῆς Ρωμανίας¨. Ἀλλά καί τό 2006 ὁ Luca Pieralli λέκτορας τῆς Σχολῆς Παλαιογραφίας, διπλωματικῆς καί Διοίκησης Ἀρχείων τοῦ Βατικανοῦ, μέ κύριους τομεῖς ἔρευνας τά αὐτοκρατορικά καί πατριαρχικά κείμενα διπλωματίας τῆς Ρωμανίας, πιστοποιεῖ τή γνησιότητα τῆς ἐπιστολῆς[6].
Δέν θά πρέπει νά ἀγνοήσουμε ὅτι, τήν ἐποχή ἐκείνη ὁ πάπας ἦταν παντοδύναμος, καί μέ μία σημερινή ὁρολογία θεωροῦνταν ὁ πλανητάρχης τῆς ἐποχῆς, ὁ δέ Ἰωάννης Βατάτζης ἦταν βασιλιάς σέ ἕνα κράτος πού προέκυψε μετά τόν κατακερματισμό τῆς Ρωμανίας ἀπό τούς Φράγκους τό 1204. Θά περίμενε κανείς ὅτι ὁ Ἕλληνας βασιλιάς ὡς ὁ πιό ἀδύναμος μεταξύ τῶν δύο, θά ἀπευθυνόταν στόν πάπα μέ μία ὑποτονικότητα καί δουλοπρέπεια ἔτσι ὥστε νά ἐξασφαλίσει τήν συμπάθειά του καί ὁποιαδήποτε διπλωματική ὠφέλεια. Ἄς διαβάσουμε λοιπόν τήν ἐπιστολή τοῦ Ἁγίου Αὐτοκράτορα Ἰωάννη Βατάτζη σέ ἐκτενῆ περίληψη τοῦ πρωτοτύπου[7] καθώς καί σέ νεοελληνική ἀπόδοση[8] γιά νά δοῦμε μέ πιό τρόπο ἀπευθύνθηκε πρός τόν πανίσχυρο παπικό θρόνο.
Ἡ ἐπιστολή ἀπάντηση τοῦ Ἰωάννη Γ΄ Δούκα Βατάτζη πρός τόν πάπα Γρηγόριο Θ΄
¨Ἰωάννης ἐν Χριστῷ τῷ Θεῷ πιστός βασιλεύς καί αὐτοκράτωρ Ρωμαίων ὁ Δούκας, τῷ ἁγιωτάτῳ πάπα τῆς πρεσβυτέρας Ρώμης Γρηγόριῳ σωτηρίας καί εὐχῶν αἴτησιν.
¨Οἱ ἀποσταλέντες παρά τῆς σῆς ἁγιότητος κομισταί τοῦ γράμματος τούτου διετείνοντο ὅτι εἶναι τῆς σῆς ἁγιότητος, ἀλλά ἡ βασιλεία μου, ἀναγνοῦσα τά γεγραμμένα, δέν ἠθέλησε νά πιστεύση ὅτι εἶναι σόν, ἀλλ᾿ ἀνθρώπου ζῶντος ἐν ἐσχάτῃ ἀπονοίᾳ, ἔχοντος δέ τήν ψυχήν πλήρη τύφου καί αὐθαδείας, διότι πῶς νά μή ὑπολάβωμεν τοιοῦτον τόν γράψαντα ἀπευθυνόμενον εἰς τήν βασιλεία μου, ὡς εἰς ἕνα τῶν ἀνωνύμων καί ἀδόξων καί ἀφανῶν, μή διδαχθέντα περί τοῦ μεγέθους τους ἀρχῆς ἠμῶν καί τῆς δυνάμεως;
¨Δέν εἴχομεν χρείαν σοφίας ἵνα διαγνώσωμεν τίς καί ποῖος εἶναι ὁ σός θρόνος. Ἐάν ἔκειτο ἐπί τῶν νεφελῶν ἤ μετέωρος πού, ἴσως ὑπῆρχεν ἀνάγκη σοφίας μετεωρολογικῆς τους ἀνευρεσίν του, ἀλλ᾿ ἐπειδή εἶναι ἐστηριγμένος ἐπί τῆς γῆς, καί οὐδόλος διαφέρει τῶν λοιπῶν θρόνων, ἡ τούτου γνώσης πρόχειρος εἶναι τοῖς πᾶσιν.
Καί ὅτι μέν ἀπό τοῦ ἡμετέρου γένους ἡ σοφία καί τό ἐκ ταύτης ἀγαθόν ἤνθησεν καί εἰς ἄλλους διεδόθη, καλῶς εἴρηται. Πῶς ὅμως ἠγνοήθη ἤ καί μή ἀγνοηθέν, πώς ἐσιγήθη, ὅτι μετά τῆς σοφίας εἶναι προσκεκληρωμένη εἰς τό γένος ἡμῶν παρά τοῦ μεγάλου Κωνσταντίνου καί ἡ βασιλεία; Τίς ἀγνοεῖ ὅτι ὁ κλῆρος τῆς διαδοχῆς ἐκείνου εἰς τό ἡμέτερον διέβη γένος, καί ὅτι ἡμεῖς εἴμεθα οἱ τούτου κληρονόμοι καί διάδοχοι;
Ἔπειτα σύ ἀπαιτεῖς νά μήν ἁγνοήσωμεν τόν σόν θρόνον καί τά τούτου προνόμια, ἀλλά καί ἡμεῖς ἔχομεν νά ἀνταπαιτήσωμεν ὅπως διαβλέψης καί γνωρίσης τά δικαιώματα ἡμῶν ἐπί τῆς ἀρχῆς καί τοῦ κράτους τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ὅπερ, ἀπό τοῦ μεγάλου Κωνσταντίνου ἐπί χιλιετηρίδα παραταθέν, ἔφθασεν ἄχρις ἡμῶν. Οἱ γενάρχαι τῆς βασιλείας μου, οἱ ἀπό τοῦ γένους τῶν Δουκῶν καί Κομνηνῶν, ἵνα μή τούς λέγω, τούς ἀπό γενῶν Ἑλληνικῶν ἄρξαντας ἐπί πολλάς ἑκατοστύας ἐτῶν τήν ἀρχήν κατέσχον τῆς κωνσταντινουπόλεως, οὗς καί ἡ τῆς Ρώμης ἐκκλησία καί οἱ ἱεράρχαι προσηγόρευον Ρωμαίων αὐτοκράτορας. Πῶς λοιπόν ἡμεῖς φαινόμεθα σοί ὅτι οὐδαμοῦ ἄρχομεν καί βασιλεύομεν, ἐχειροτονήθη δέ παρά σοῦ ὁ Ἰωάννης ἐκ Βρυέννης (Πρετούρας); Τίνος δίκαιον ἐπρυτάνευσεν ἐν τῇ περιστάσει ταύτη; Πῶς ἡ σή τιμία κεφαλή ἐπαινεῖ τήν ἄδικον καί πλεονεκτικήν γνώμην, καί τήν ληστρικήν καί μιαιφόνον κατάσχεσην ὑπό τῶν Λατίνων τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἐν μοίρα τίθεται δικαίου;
¨Ἡμεῖς βιασθέντες μετεκινήθημεν τοῦ τόπου, ἀλλά δέν παραιτούμεθα τῶν δικαιώματα ἡμῶν ἐπί τῆς ἀρχῆς καί τοῦ κράτους τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Ὁ βασιλεύων ἄρχει καί κρατεῖ ἔθνους καί λαοῦ καί πλήθους, οὐχί λίθων τε καί ξύλων, ἅτινα ἀποτελοῦσι τά τείχη καί τά πυργώματα.
¨Τό γράμμα σου περιεῖχε καί τοῦτο, ὅτι κήρυκες τῆς σῆς τιμιότητος τό τοῦ σταυροῦ διήγγειλαν κήρυγμα εἰς ὅλον τόν κόσμον, καί ὅτι πλῆθος ἀνδρῶν πολεμιστῶν ἔσπευσαν εἰς ἐκδίκησιν τῆς Ἁγίας Γῆς. Τοῦτο μαθόντες ἐχάρημεν καί ἐλπίδων μεστοί γεγόναμεν ὅτι οὗτοι οἱ ἐκδικηταί τῶν ἁγίων τόπων ἤθελον ἀρχίσει τήν ἐκδικίαν ἀπό τῆς ἡμετέρας πατρίδος, καί ὅτι ἤθελον τιμωρήσει τούς αἰχμαλωτίστας αὐτῆς, ὡς βεβηλώσαντας ἁγίους οἴκους, ὡς ἐνυβρίσαντας θεία σκεύη, καί πᾶσαν ἀνοσιουργίαν διαπράξαντας κατά χριστιανῶν. Ἐπειδή ὅμως τό γράμμα ὠνόμαζε βασιλέα τόν Ἰωάννη Βρυέννιον τῆς Κωνσταντινουπόλεως καί φίλον υἱόν τῆς σῆς τιμιότητος, ἀλλ᾿ ὅστις πρό πολλοῦ ἀπεβίωσε, καί πρός βοήθειαν τούτου ἐστέλοντο οἱ νέοι σταυροφόροι, ἐγελῶμεν ἀναλογιζόμενοι τήν τῶν ἁγίων τόπων εἰρωνίαν καί κατά τοῦ σταυροῦ παίγνια.
¨Ἐπειδή δέ ἡ σή τιμιότης διά τοῦ γράμματος παρακινεῖ νά μήν παρενοχλῶμεν τόν σόν φίλον καί υἱόν Ἰωάννην Βρυέννιον, καθιστῶμεν γνωστόν εἰς τήν σήν τιμιότητα ὅτι δέν γνωρίζουμεν ποῦ γῆς ἤ θαλάσσης εἶναι ἡ ἐπικράτεια αὐτοῦ τοῦ Ἰωάννου. Ἐάν δέ περί Κωνσταντινουπόλεως εἶναι ὁ λόγος, δῆλον καθιστῶμεν καί τῇ σῇ ἁγιότητι καί πᾶσι τοῖς χριστιανοῖς ¨ὡς οὐδέποτε παυσόμεθα μαχόμενοι καί πολεμοῦντες τοῖς κατέχουσι τήν κωνσταντινούπολιν. Ἡ γάρ ἄν ἀδικοίημεν καί φύσεως νόμους καί πατρίδος θεσμούς καί πατέρων τάφους καί τεμένη θεία καί ἱερά, εἰ μή ἐκ πάσης τούς ἰσχύος, τούτων ἕνεκα, διαγωνισόμεθα¨.
Ἐάν δέ τίς διά τοῦτο ἀγανακτῆ δυσχεραίνη καί ὁπλίζεται καθ᾿ ἡμῶν, ἔχομεν πώς κατά τούτου νά ἀμυνθῶμεν, πρῶτον μέν διά τῆς βοηθείας τοῦ θεοῦ, ἔπειτα δέ διά τῶν ὑπαρχόντων καί παρ᾿ ἡμῖν ἁρμάτων καί ἵππων καί πλήθους ἀνδρῶν μαχίμων καί πολεμιστῶν, οἵτινες πολλάκις ἐπολέμησαν τούς σταυροφόρους. Σύ δέ, ὡς Χριστοῦ μιμητής, καί τοῦ τῶν Ἀποστόλων κορυφαίου διάδοχος, καί γνῶσιν ἔχων θείων τε νομίμων, καί τῶν κατ᾿ ἀνθρώπους θεσμῶν, θά ἐπαινέσης ἡμᾶς ὑπερμαχοῦντας τῆς πατρίδος καί τῆς ἐγγένους αὐτή ἐλευθερίας.
Καί ταῦτα μέν θά συμβῶσι κατά τό δοκοῦν τῷ θεῷ. Ἡ βασιλεία μου πάνυ ὀρέγεται καί ποθεῖ νά διασώση τό πρός τήν ἁγίαν τῆς Ρώμης Ἐκκλησίαν προσῆκον σέβας, καί νά τιμᾶ τόν θρόνον τοῦ κορυφαίου τῶν ἀποστόλων Πέτρου, καί εἰς τήν σήν ἁγιότητα νά ἔχη σχέσιν καί τάξιν υἱοῦ, καί κάμνη ὅσα εἰς τιμήν καί θεραπείαν ἀφορῶσιν αὐτῆς, μόνον ἐάν καί ἡ σή ἁγιότης μή παρίδῃ τά δικαιώματα τῆς ἡμετέρας βασιλείας, καί μή γράφῃ πρός ἡμᾶς οὕτως ἀφερεπόνως καί ἰδιωτικῶς. Ὅπως δέ διακείμεθα ἐν εἰρήνῃ τήν πρός τήν σήν ἁγιότητα, τήν τοῦ γράμματος ἀπαιδευσίαν ἀλύπως ὑπεδέχθημεν καί πρός τούς κομιστάς αὐτοῦ ἠπίως προσηνέχθημεν.
Ἡ ἐπιστολή σέ νεοελληνική ἀπόδοση
Ἰωάννης ἐν Χριστῷ τῷ Θεῷ βασιλεύς καί αὐτοκράτωρ Ρωμαίων ὁ Δούκας, τῷ ἁγιωτάτῳ πάπα τῆς πρεσβυτέρας Ρώμης Γρηγορίῳ. Ἄς ἔχω τάς σωτηρίους εὐχάς σου.
Αὐτοί, πού ἐστάλησαν ἀπό τήν ἁγιότητά σου καί μοῦ ἔφεραν αὐτή τήν ἐπιστολή σου, ἐπέμεναν ὅτι εἶναι γράμμα τῆς ἁγιότητάς σου. Ὅμως ἐγώ, ὁ βασιλιάς, ἀφοῦ διάβασα ὅσα εἶναι γραμμένα, ἀρνήθηκα νά πιστέψω ὅτι εἶναι δικό σου γράμμα, ἀλλά θεώρησα ὅτι τό ᾿γράψε ἕνας ἄνθρωπος μέ χαμένα πέρα γιά πέρα τά μυαλά του, πού ὅμως ὁ ψυχικός του κόσμος εἶναι φουσκωμένος ἀπό ἀλαζονεία καί αὐθάδεια, διότι πώς θά μπορούσαμε νά σχηματίσουμε διαφορετική γνώμη γιά τόν γράψαντα, τή στιγμή πού ἀπευθύνεται στή βασιλική μου δύναμη θεωρώντας με σάν ἕνα ἀνώνυμο καί ἄδοξο καί ἀσήμαντο ἀνθρωπάκι; Δέν σοῦ μίλησε κανείς γιά τό μέγεθος τῆς ἐξουσίας καί τῆς δυνάμεώς μας;
Δέ χρειαζόμασταν ἰδιαίτερη σοφία γιά νά γνωρίσουμε καλά ποιός εἶναι ὁ δικός σου θρόνος. Ἄν βρισκόταν πάνω στά σύννεφα ἤ ἦταν κάπου ¨μετέωρος¨, ἴσως ἔπρεπε νά ἔχουμε μετεωρολογικές γνώσεις γιά νά τόν βροῦμε, ἀλλ᾿ ἐπειδή στηρίζεται στή γῆ καί δέ διαφέρει καθόλου ἀπό τούς ὑπολοίπους θρόνους, ὅλος ὁ κόσμος τόν ξέρει.
Μᾶς γράφεις ὅτι ἀπό τό δικό μας, τό Ἑλληνικό γένος, ἄνθησε ἡ σοφία καί τά ἀγαθά της καί διαδόθηκε στούς ἄλλους λαούς. Αὐτό σωστά τό γράφεις. Πῶς ὅμως ἀγνόησες ἤ καί ἄν ὑποτεθεῖ ὅτι δέν τό ἀγνόησες, πώς ξέχασες νά γράψεις ὅτι, μαζί μέ τή σοφία, τό Γένος μας κληρονόμησε ἀπό τόν Μέγα Κωνσταντῖνο καί τή βασιλεία; Ποιός ἀγνοεῖ ὅτι τά κληρονομικά δικαιώματα τῆς διαδοχῆς πέρασαν ἀπό ἐκεῖνον στό δικό μας Γένος καί ὅτι ἐμεῖς εἴμαστε οἱ νόμιμοι κληρονόμοι καί διάδοχοι;
Ἔπειτα, σύ ἀπαιτεῖς νά μήν ἀγνοήσουμε τό θρόνο σου καί τά προνόμιά του. Ἀλλά καί ἐμεῖς ἔχουμε νά ἀνταπαιτήσουμε νά δεῖς καθαρά καί νά ἀναγνωρίσεις τά δικαιώματά μας ἐπί τῆς ἐξουσίας καί τοῦ κράτους τῆς Κωνσταντινούπολης, τό ὁποῖο, ἀπό τόν Μέγα Κωνσταντῖνο, διατηρήθηκε γιά μία χιλιετία καί ἔφτασε σέ μᾶς. Οἱ γενάρχες τῆς βασιλείας μου, εἶναι ἀπό τό γένος τῶν Δουκῶν καί τῶν Κομνηνῶν, γιά νά μήν ἀναφέρω ἐδῶ καί ὅλους τούς ἄλλους βασιλεῖς πού εἶχαν ἑλληνική καταγωγή καί γιά πολλές ἑκατοντάδες χρόνια κατεῖχαν τήν βασιλική ἐξουσία τῆς Κωνσταντινούπολης. Αὐτούς ὅλους, καί ἡ ἐκκλησία τῆς Ρώμης καί οἱ ἱεράρχες της, τούς προσκυνοῦσαν ὡς αὐτοκράτορες τῶν Ρωμαίων. Πῶς λοιπόν ἐμεῖς φαινόμαστε στά μάτια σου ὅτι δέν ἐξουσιάζουμε καί δέ βασιλεύουμε σέ κανένα τόπο, παρά χειροτόνησες λές κι εἶναι ἐπίσκοπός σου τόν ἐκ Βρυέννης Ἰωάννη βασιλιά στήν Πόλη; Ποιό δίκαιο ἐπρυτάνευσε στή συγκεκριμένη αὐτή περίσταση; Πῶς κατάφερε ἡ τιμία σου κεφαλή καί ἐπαινεῖ τό ἄδικο τῆς πλεονεξίας καί βάζει στή μοίρα τοῦ δικαίου τή ληστρική καί αἱμοχαρῆ κατάκτηση τῆς Κωνσταντινούπολης ἀπό τούς Λατίνους;
Ἐμεῖς ἐξαναγκαστήκαμε ἀπό τήν πολεμική βία καί φύγαμε ἀπό τόν τόπο μας, ὅμως δέν παραιτούμαστε ἀπό τά δικαιώματά μας τῆς ἐξουσίας καί τοῦ κράτους τῆς Κωνσταντινούπολης. Καί νά ξέρεις ὅτι αὐτός πού βασιλεύει εἶναι ἄρχοντας καί κύριος ἔθνους καί λαοῦ καί πλήθους, δέν εἶναι ἄρχοντας καί ἀφεντικό σέ πέτρες καί ξύλα, μέ τά ὁποῖα χτίστηκαν τά τείχη καί οἱ πύργοι.
Τό γράμμα σου περιεῖχε καί τοῦτο τό παράξενο, ὅτι ἡ τιμιότητά σου ἔστειλε κήρυκες πού διήγγειλαν τό κήρυγμα τοῦ Σταυροῦ σέ ὅλο τόν κόσμο, καί ὅτι πλήθη πολεμιστῶν ἔσπευσαν γιά νά διεκδικήσουν τήν Ἁγία Γῆ. Σάν μάθαμε αὐτή τήν εἴδηση, χαρήκαμε καί γεμίσαμε μέ ἐλπίδες. Ἐλπίζαμε δηλαδή ὅτι αὐτοί οἱ διεκδικηταί τῶν Ἁγίων Τόπων θά ἄρχιζαν τή δίκαιη δουλειά τους ἀπό τή δική μας πατρίδα καί ὅτι θά τιμωροῦσαν αὐτούς πού τήν αἰχμαλώτισαν, γιατί βεβήλωσαν τίς Ἁγίες ἐκκλησίες, τά ἱερά σκεύη καί διέπραξαν κάθε εἶδος ἀνοσιουργίες κατά τῶν Χριστιανῶν. Ἐπειδή ὅμως τό γράμμα σου ὀνόμαζε τόν Ἰωάννη Βρυέννιο πού ἀπεβίωσε ἐδῶ καί πολύν καιρό βασιλιά τῆς Κωνσταντινούπολης, καί φίλο καί τέκνο τῆς τιμιότητάς σου, καί ἐπειδή οἱ νέοι σταυροφόροι σου στέλνονται γιά νά τόν βοηθήσουν, γελούσαμε ἀναλογιζόμενοι τήν εἰρωνεία καί τά παιχνίδια πού παίζονται κατά τῶν Ἁγίων Τόπων καί τοῦ Σταυροῦ.
Ἐπειδή ὅμως ἡ τιμιότητά σου, μέ τό γράμμα πού ἔστειλες, μᾶς παρακινεῖ νά μήν παρενοχλοῦμε τόν φίλο σου καί υἱόν Ἰωάννη Βρυέννιο, γνωρίζουμε καί ἐμεῖς στήν τιμιότητά σου, ὅτι δέν ξέρουμε σέ ποιό μέρος τῆς γῆς ἤ τῆς θάλασσας βρίσκεται ἡ ἐπικράτεια αὐτοῦ τοῦ Ἰωάννη. Ἐάν ὅμως ἐννοεῖς τήν Κωνσταντινούπολη, καθιστοῦμε γνωστό καί στήν ἁγιότητά σου καί σέ ὅλους τούς Χριστιανούς ὅτι ποτέ δέ θά πάψουμε νά δίνουμε μάχες καί νά πολεμοῦμε αὐτούς πού τήν κατέκτησαν καί τήν κατέχουν, γιατί ἀλήθεια, πώς δέ θά διαπράτταμε ἀδικία ἀπέναντι στούς νόμους τῆς φύσης, καί στούς θεσμούς τῆς πατρίδας μας, καί στούς τάφους τῶν προγόνων μας, καί στά θεία καί ἱερά τεμένη, ἄν δέν πολεμήσουμε γι᾿ αὐτά μέ ὅλη τή δύναμή μας;
Ὡστόσο, ἄν εἶναι κανείς πού ἀγανακτεῖ γιά τούτη τή θέση μας, καί μᾶς δυσκολεύει, καί ἐξοπλίζεται ἐναντίον μας, ἔχουμε τόν τρόπο νά ἀμυνθοῦμε ἐναντίον του: πρῶτα πρῶτα μέ τή βοήθεια τοῦ Θεοῦ, καί μετά, μέ τά ἅρματα καί τό ἱππικό πού ἔχουμε, καί μέ πλῆθος ἀξιόμαχων πολεμιστῶν, οἱ ὁποῖοι πολλές φορές πολέμησαν τούς σταυροφόρους. Τότε καί σύ, ἀπό τή μεριά σου, σάν μιμητής, πού εἶσαι, τοῦ Χριστοῦ, καί σάν διάδοχός τοῦ κορυφαίου τῶν Ἀποστόλων Πέτρου, ἔχοντας μάλιστα τή γνώση γιά τό τί εἶναι θεῖο καί νόμιμο καί γιά τό τί ἐπιβάλλεται ἀπό τούς ἀνθρώπινους θεσμούς, τότε λέω, θά μᾶς ἐπαινέσεις, ἀφοῦ δίνουμε τή μάχη γιά τήν Πατρίδα καί γιά τή σύμφυτη μέ αὐτήν ἐλευθερία.
Καί αὐτά βέβαια θά συμβοῦν κατά τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ἡ βασιλεία μου θέλει πολύ καί ποθεῖ νά διασώσει τόν σεβασμό πού ἁρμόζει πρός τήν ἁγία Ἐκκλησία τῆς Ρώμης, καί νά τιμᾶ τό θρόνο τοῦ κορυφαίου Ἀποστόλου Πέτρου καί, ἀπέναντι τῆς ἁγιότητάς σου, νά ἔχει τή σχέση καί τήν τάξη τοῦ υἱοῦ, καί νά ἀποδίδει σ᾿ αὐτή τήν ἁρμόζουσα τιμή καί ἀφοσίωση. Αὐτό θά γίνει ὅμως, μόνο ἐάν καί ἡ δική σου ἁγιότητα δέν παραβλέψει τά δικαιώματα τῆς δικῆς μας βασιλείας, καί ἄν δέν γράφει σέ μᾶς γράμματα μέ τέτοια ἐπιπολαιότητα καί ἀπαξίωση.
Ὡστόσο νά ξέρει ἡ ἁγιότητά σου, ὅτι ὑποδεχτήκαμε χωρίς λύπη τό ἀγροῖκο ὕφος τοῦ γράμματός σου, καί φερθήκαμε μέ ἠπιότητα στούς κομιστές του, μόνο καί μόνο γιά νά διατηρήσουμε τήν εἰρήνη μαζί σου.
Αὐτή λοιπόν εἶναι ἡ ἐπιστολή τοῦ Ἰωάννη Βατάτζη, μέσα ἀπό τήν ὁποία ἀξίζει νά προσέξουμε τά παρακάτω:
α. Τήν εἰρωνική διάθεση τοῦ Ἕλληνα βασιλιᾶ, μέ τήν ὁποία ἀπευθύνετε σέ πολλά σημεῖα τῆς ἐπιστολῆς πρός τόν πανίσχυρο πάπα, γεγονός τό ὁποῖο καταδεικνύει τήν ἔλλειψη κάθε εἴδους ὑποτέλειας πρός τόν ποντίφικα καί βεβαίως τό σθένος καί τήν λεβεντιά του.
β. Τό γεγονός ὅτι ἀναγνωρίζει τήν ἑλληνική του καταγωγή καί τήν διατρανώνει μέ ὑπερηφάνεια, καί ὄχι μόνο αὐτό, ἀλλά μᾶς πληροφορεῖ ὅτι Ἕλληνες ἦσαν καί οἱ γενάρχες τῆς βασιλείας του.
γ. Τήν ἐπεξήγηση πού δίνει πρός τόν πάπα, γιά τό ὅτι ἀποκαλεῖ τόν ἑαυτό του ¨Αὐτοκράτωρ Ρωμαίων¨ (ὅπως βεβαίως ὀρθῶς ἀποκαλοῦνταν ὅλοι οἱ αὐτοκράτορες τῆς Ρωμανίας) παρόλο πού εἶναι Ἕλληνας, ἀναφέροντας ὅτι ὁ Ἅγιος καί Μέγας Κωνσταντῖνος μεταφέροντας τήν πρωτεύουσα τῆς αὐτοκρατορίας ἀπό τήν Λατινική δύση στήν Ἑλληνική ἀνατολή τήν κληροδότησε στό γένος τῶν Ἑλλήνων.
δ. Καί τέλος ἄξια ἀναφορᾶς, εἶναι ἡ ἀπαρέγκλιτη ἀπόφασή του, νά πολεμήσει
μέχρις ἐσχάτων γιά τήν ἀπελευθέρωση τῆς Κωνσταντινούπολης ἀπό τούς Φράγκους.
Ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον, γιά τήν κατανόηση τῆς ἱστορικῆς ἀξίας τῆς ἐπιστολῆς, παρουσιάζουν οἱ ἀπόψεις τῶν ἐρευνητῶν – ἱστορικῶν πού ἀσχολήθηκαν μέ τήν αὐτοκρατορία τῆς Νίκαιας καθώς καί μέ τήν συνέχεια τοῦ ἑλληνισμοῦ. Παρακάτω, παραθέτουμε ἐπιλεγμένα χωρία ἱστορικῶν πού ἀναφέρθηκαν καί σχολίασαν τήν ἐν λόγῳ ἐπιστολή καθώς καί τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο ἀπευθύνθηκε ὁ ἐλεήμων βασιλιά πρός τόν πάπα.
Ὁ ἱστοριοδίφης Ἰωάννης Σακελλίων, ὁ ὁποῖος ὅπως ἀναφέραμε ἀνακάλυψε καί ἐξέδωσε τήν ἐπιστολή στό περιοδικό «Ἀθήναιον», σχολιάζει τά ἑξῆς: ¨ὁ Αὐτοκράτορας Ἰωάννης ὁμιλεῖ ὡς ἀρχαῖος Ἕλληνας μέ περηφάνεια καί δριμύτητα κατά τῶν καταλαβόντων τήν βασιλεύουσα Φράγκων¨[9].
Ὁ Ἀντώνιος Μηλιαράκης (1841-1905) ἀναφερόμενος στήν ἐπιστολή, καί συγκεκριμένα στόν τρόπο πού ἀπάντησε ὁ βασιλιάς Ἰωάννης πρός τόν πάπα Γρηγόριο Θ΄, σχολιάζει τά παρακάτω: ¨Εἰς ταῦτα ὁ Βατάτζης ἀπήντησε δι᾿ ὕφους ὑπεροπτικοῦ καί δι᾿ εἰρωνείας καταπληκτικῆς, εἰς οὐδέν λογιζόμενος τό ἀξίωμα τοῦ πάπα, καί ὁμιλῶν περί ἑαυτοῦ ὡς μονάρχου κραταιοῦ, κεκλημένου εἰς τήν βασιλείαν ἐκ Θεοῦ καί ἐκ βασιλικοῦ γένους παλαιοῦ¨[10]. Ἐπίσης, ὁ Μιχαήλ Α. Δένδιας ἐξαίρει τό ὕφος τοῦ Διδυμοτειχίτη βασιλιᾶ σημειώνοντας τά ἑξῆς: ¨Παρά τοῦ τελευταίου τούτου (δηλ. τοῦ Ἰωάννη Βατάτζη) εἶχεν, ὡς φαίνεται, ζητηθῆ ὅπως παύσῃ ἀπειλῶν τήν Κωνσταντινούπολιν, διότι δῆθεν οὐδέν δικαίωμα ἐκέκτητο ἐπί τοῦ θρόνου αὐτῆς. Εἰς τοῦτο ἀνέτεινεν ὁ Βατάτζης ἀπαντήσας εἰς ὕφος βαρύ καί ὑπεροπτικόν, μέ καταπλήσσουσαν ἀλαζονείαν, ἀλλά καί μέ ἐπιχειρήματα πραγματικῶς ἀκαταγώνιστα, καταδεικνύων ὅτι καί ὁ ἴδιος ἦτο βασιλεύς καί ὁ θρόνος τῆς Κωνσταντινουπόλεως εἰς τούς Ἕλληνας ἀνῆκε καί ὅτι, κατά συνέπειαν, ὁ πάπας διέστρεφε τά πράγματα καί ἀνεμειγνύετο ὅπου οὐδεμίαν ἁρμοδιότητα ἐκέκτητο¨[11].
Ἀξίζει βεβαίως, νά παραθέσουμε καί τόν σχολιασμό τοῦ μεγάλου πανεπιστημιακοῦ καί ἱστορικοῦ συγγραφέα Ἀπόστολου Βακαλόπουλου (1909-2000), ὁ ὁποῖος μέ τά ὑπέροχα κείμενά του, προσέφερε τά μέγιστα στήν ἀνάδειξη τῆς συνέχειας τοῦ Ἑλληνισμοῦ σέ ὅλες τίς ἱστορικές του διαδρομές. Παρακάτω παραθέτουμε ἀποσπάσματα ἀπό τρία ἔργα του: ¨Ὡς πρός τήν σχετική κίνηση τῶν ἰδεῶν καί τίς πολιτικές ἐπιδιώξεις τῶν βασιλέων τῆς Νίκαιας πολύ διαφωτιστική εἶναι ἡ ἀπαντητική ἐπιστολή, τήν ὁποία ἔστειλε ὁ Ἰωάννης Γ΄ Δούκας Βατάτζης μεταξύ 1237 πρός τόν Πάπα Γρηγόριο Θ΄. Ὁ βασιλιάς μολονότι φέρει τόν ἐπίσημο τίτλο «Ἰωάννης ἐν Χριστῷ τῷ Θεῷ πιστός βασιλεύς καί αὐτοκράτωρ Ρωμαίων ὁ Δούκας…», γνωρίζει πολύ καλά ὅτι εἶναι Ἕλληνας καί δέχεται μέ ὑπερηφάνεια ἐκεῖνο, πού τοῦ εἶχε γράψει ὁ πάπας «.. ὅτι ἐν τῷ γένει τῶν Ἑλλήνων ἡ σοφία βασιλεύει …. Καί ὅτι τοῦ γένους (αὐτῶν) ἡ σοφία καί τό ταύτης ἤνθησεν ἀγαθόν, καί εἰς τούς ἄλλους διεδόθη, ὁπόσοι τήν ἄσκησιν αὐτῆς καί κτῆσιν διά πολλῆς τίθενται φροντίδος … ». Ἀπορεῖ ὅμως λέγει, πώς ὁ πάπας ἀγνοεῖ ἤ ἄν δέν ἀγνοεῖ, πώς παρασιωπᾶ τό ὅτι μαζί μέ τή σοφία ἔχει «προσκληρωθεῖ» ἀπό τό Μ. Κωνσταντῖνο στό γένος τῶν Ἑλλήνων «καί ἡ κατά κόσμον αὐτή βασιλεία». Καί ἀμέσως παρακάτω ἐπαναλαμβάνει τά ἴδια πολύ πιό καθαρά. «Τίνι καί γάρ ἠγνόηται τῶν πάντων, ὡς ὁ κλῆρος τῆς ἐκείνου διαδοχῆς ἐς τό ἡμέτερον διέβη γένος, καί ἡμεῖς ἔσμεν οἱ τούτου κληρονόμοι τε καί διάδοχοι;». Δηλαδή λέγει ὅτι μέ τούς διαδόχους τοῦ Μ. Κωνσταντίνου τό ρωμαϊκό κράτος πέρασε στό γένος τῶν Ἑλλήνων. Καί γιά νά ἀποδείξει τήν ἑλληνικότητα τοῦ κράτους τῆς Κωνσταντινούπολης προσθέτει ὅτι «οἱ τῆς βασιλείας μου γενάρχαι, οἱ ἀπό τοῦ γένους Δουκῶν τε καί Κομνηνῶν, ἵνα μή τούς ἑτέρους λέγω, τούς ἀπό γενῶν ἑλληνικῶν ἄρξαντας, … εἰς πολλάς ἐτῶν ἑκατοστ[υας] τήν ἀρχήν κατέσχον τῆς Κωνσταντινουπόλεως». Ἑπομένως γιά λόγους σεβασμοῦ πρός τήν παράδοση καί γιά λόγους οὐσιαστικούς, δηλαδή ἐμμονῆς στή διαφύλαξη τῆς κληρονομιᾶς τοῦ Μ. Κωνσταντίνου, φέρουν οἱ βασιλεῖς τοῦ Βυζαντίου τόν ἐπίσημο τίτλο «βασιλεύς καί αὐτοκράτωρ Ρωμαίων». Ἐπάνω στίς καθαρές αὐτές ἱστορικές γνώσεις θεμελιώνει τό δίκαιο τῶν διεκδικήσεων τῶν ἐδαφῶν, τά ὁποῖα κατέχουν οἱ Φράγκοι : «Ἡμεῖς δέ, εἰ καί τοῦ τόπου βιασθέντες μετεκινήθημεν, ἀλλά τοῦ δικαίου, τοῦ ἐς τήν ἀρχήν τε καί τό κράτος, ἀμετακινήτως καί ἀμεταπτώτως ἔχομεν, Θεοῦ χάριτι». Συγκεκριμένα δέν ἀναγνωρίζει τά κυριαρχικά δικαιώματα τοῦ Φράγκου βασιλιᾶ τῆς Κωνσταντινούπολης («οὔτε εἶδεν ἡ βασιλεία μου, παρατηρεῖ εἰρωνικά, τήν τοῦ τοιούτου Ἰωάννου ἐπικράτειαν καί ἐξουσίαν ποῦ γῆς ἤ θαλάττης ἐστίν») καί χαρακτηρίζει ἐπιγραμματικά τήν ἀκατάπαυστη ἀντίστασή του ἐναντίον τῶν κατακτητῶν «… οὐδέποτε παυσόμεθα μαχόμενοι καί πολεμοῦντες τοῖς κατάγουσι τήν Κωνσταντινούπολιν. Ἡ γάρ ἄν ἀδικοίημεν καί φύσεως νόμους, καί πατρίδος θεσμούς, καί πατέρων τάφους, καί τεμένη θεία καί ἱερά, εἰ μή ἐκ πάσης τῆς ἰσχύος τούτων ἕνεκα διαγωνισόμεθα¨[12].
¨Κι᾿ ἄν οἱ βασιλεῖς τοῦ Βυζαντίου ἔχουν τόν ἐπίσημο τίτλο ¨βασιλεῖς καί αὐτοκράτορες Ρωμαίων¨, καί τόν τίτλον αὐτόν τόν κρατοῦν, εἶναι γιατί θέλουν νά σεβαστοῦν τήν παράδοση καί νά διαφυλάξουν τήν κληρονομιά τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου. Αὐτή ἡ κληρονομιά, γράφει ὁ βασιλιάς Ἰωάννης Γ΄ Δούκας Βατάτζης στά 1237 στόν πάπα Γρηγόριο Θ΄, δέν πρόκειται νά τήν ἀπαρνηθοῦν οἱ Ἕλληνες καί δέν θά πάψουν ποτέ νά πολεμοῦν ἐναντίον τῶν κατακτητῶν, ὡσότου ἀπελευθερώσουν τά ἐδάφη τους. Οἱ αὐτοκράτορες δηλαδή τῆς Νίκαιας ἐμπνέονται ἀπό τήν ἴδια ἀκριβῶς ἰδέα, πού θέρμαινε ἀργότερα, ἐπί τουρκοκρατίας, τούς ραγιάδες Ἕλληνες, ἀπό τήν ἰδέα ἀκριβῶς πού στούς νεώτερους χρόνους ὀνομάστηκε Μεγάλη Ἰδέα. Ἐκεῖ λοιπόν, στή Νίκαια, μετά τό 1204, πρέπει ν᾿ ἀναζητήσουμε τίς πρῶτες ἀρχές της¨[13].
¨Χαρακτηριστικά στήν ἐπιστολή ἐκείνη τοῦ Ἰωάννη Γ΄ Δούκα Βατάτζη πρός τόν πάπα Γρηγόριο Θ΄ ἀναφέρεται καί ἡ ἔκφραση «ἡμέτερον Γένος», ὅπου ἡ λέξη «ἡμέτερον» ἀντικαθιστᾶ τό ἐπίθετο «ἑλληνικόν». Ἡ λέξη «Γένος», μαζί μέ τίς λέξεις «Ἕλλην», «Ἑλληνικός» κ.λ.π. ἀρχίζουν νά χρησιμοποιοῦνται ὁλοένα καί περισσότερο κατά τόν 13ο καί 14ο αἰώνα καί τείνουν νά ὑποκαταστήσουν τό ἐθνικό «Ρωμαῖος», μέ τό ὁποῖο ἦταν γνωστοί οἱ ὑπήκοοι τῆς βυζαντινῆς αὐτοκρατορίας. Ἡ λέξη «Γένος», ἑνωμένη τώρα μέ τή γενική «Ἑλλήνων» δηλώνει τήν κοινότητα τοῦ ἱστορικοῦ παρελθόντος τῶν κατοίκων καί τίς ὑποχρεώσεις πού προβάλλουν γι᾿ αὐτούς ἐμπρός στό παρόν καί τό μέλλον. Στήν ἐποχή αὐτή τῶν Λασκαριδῶν πρέπει ν᾿ ἀναχθῆ ἡ γένεση σκοτεινῶν (κρυφῶν) χρησμῶν καί προφητειῶν, διανθισμένων μέ ὑπαινιγμούς γιά τούς Λασκαρίδες καί τόν Ἰωάννη Γ΄ Δούκα Βατάτζη. Πολλές ἀπό τίς προφητεῖες αὐτές, ἄν καί στόν πυρήνα τους παλαιότερες καί γνωστές στίς λαϊκές μάζες στά 1200, ἀναφέρονται στά κατορθώματα καί στήν λαμπρή ἐποχή τῶν Λασκαριδῶν. Πρός αὐτούς ἀποβλέπουν οἱ ὑπόδουλοι Ἕλληνες, γιά ν᾿ ἀντλήσουν θάρρος, καί ἔτσι ἀρχίζει νά δημιουργεῖται ἕνα εἶδος ἡρωολατρείας. Ὁ Ἰωάννης Γ΄ μάλιστα μετά τό θάνατό του ὑψώνεται στήν φαντασία τοῦ λαοῦ σάν ἕνα ἱερό πρόσωπο, ἐξαγιάζεται. Ἡ Ἐκκλησία, πού ἔχει εὐεργετηθῆ ἀπ᾿ αὐτόν μέ πολλές δωρεές κτημάτων καί εἶχε κάθε λόγο νά εἶναι εὐγνώμων, τόν ἀναγνωρίζει ἐπίσημα ὡς Ἅγιο¨[14].
Ὁ Παναγιώτης Χρήστου (1917-1996) θεολόγος καί καθηγητής Πατρολογίας τοῦ Ἀριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης καί τέως Ὑπουργός παιδείας, στό ἔργο του «Οἱ περιπέτειες τῶν ἐθνικῶν ὀνομάτων τῶν Ἑλλήνων», σχολιάζει τό γεγονός τῆς κληροδότησης τῆς Ρωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας ἀπό τόν Μέγα Κωνσταντῖνο στό γένος τῶν Ἑλλήνων, ὅπως αὐτό ἀναφέρθηκε ἀπό τόν Ἰωάννη Βατάτζη στήν ἐπιστολή, ἀναφέροντας τά παρακάτω: ¨Δέν ἀπορρίπτει ὁ Βατάτζης τήν ρωμαϊκή κληρονομιά, ἀλλά φρονεῖ ὅτι ἡ μεταφορά τῆς αὐτοκρατορίας εἶναι ἐθνική καί ὄχι γεωγραφική, ὅτι ἔγινε στό ἔθνος τῶν Ἑλλήνων καί ὄχι στήν πόλη τοῦ Βυζαντίου. Ἡ κληρονομιά τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου ἔχει διαβεῖ «εἰς τό ἡμέτερον γένος» κι᾿ ἐμεῖς εἴμαστε οἱ κληρονόμοι καί διάδοχοί του. Δέν ἦταν ὁ τόπος κληρονόμος, ἀφοῦ τόν τόπο, τήν Κωνσταντινούπολη, εἶχαν ἁρπάξει τώρα οἱ Δυτικοί, ἀλλά οἱ ἄνθρωποι τοῦ τόπου. Τώρα ἐπικρατεῖ ἡ ἴδια λογική πού εἶχαν ἀκολουθήσει παλαιότερα οἱ Γερμανοί, οἱ ὁποῖοι, ἐπειδή εἶχαν τήν αὐτοκρατορία ἀλλά δέν κατεῖχαν τή Ρώμη, τήν ὀνόμασαν «Ἁγία Ρωμαϊκή αὐτοκρατορία τῆς Γερμανικῆς ἐθνότητος». Ἐδῶ ἡ σκέψις εἶναι ὅτι οἱ Λασκαρίδες τῆς Νίκαιας, πού δέν κατεῖχαν τή Νέα Ρώμη, εἶχαν τήν Ρωμαϊκή αὐτοκρατορία τῆς ἑλληνικῆς ἐθνότητος¨[15].
Ὁ Δρ Πίτερ Λόκ (1949 -) μέλος τῆς Βασιλικῆς Ἱστορικῆς «Ἑταιρείας τοῦ Ἡνωμένου Βασιλείου, μεταξύ ἄλλων πηγῶν, χρησιμοποιεῖ καί τήν ἐπιστολή τοῦ ἁγίου βασιλιᾶ, ἀναφερόμενος στήν σημασία καί τήν βαρύτητα πού εἶχε γιά τούς Ἕλληνες ἡ Κωνσταντινούπολη κατά τήν ἐποχή τῆς φραγκοκρατίας, ἐπισημαίνοντας τά ἑξῆς: ¨Γιά τούς Ἕλληνες, οἱ μεταφορικές περιγραφές καί ἡ σημασία τῆς Κωνσταντινούπολης ἐξελίχθηκαν καί ἀπέκτησαν νέα δύναμη στά χρόνια τῆς λατινικῆς κατοχῆς. Αὐτό εἶναι ἐμφανές στίς συζητήσεις τῆς αὐλῆς καί στήν ἐκκλησιαστική ἀλληλογραφία τῶν «ἐλευθέρων περιοχῶν» (κυρίως στό Σιλέντιον τοῦ Θεοδώρου Α΄ Λάσκαρη στή Νίκαια μεταξύ 1205-1222), στίς ἐπιστολές τοῦ μητροπολίτη Ναυπάκτου Ἰωάννη Ἀποκαυκου (1223) καί στήν ἀλληλογραφία τοῦ Ἰωάννη Βατάτζη μέ τόν πάπα Γρηγόριο Θ΄ τόν Μάϊο τοῦ 1237. Ἡ Θεοφύλακτη Πόλη ἀνῆκε δικαιωματικά στόν κυβερνήτη τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας, ὁ ὁποῖος ἔπρεπε νά εἶναι Ἕλληνας¨[16].
Δέν θεωρῶ ἀπαραίτητο νά κλείσω τήν παροῦσα μελέτη, ἀναπτύσσοντας τά δικά μου συμπεράσματα γιά τήν ἱστορική ἀξία τῆς ἐπιστολῆς καθώς καί τοῦ συντάκτη της. Θά ἀναφέρω μόνο ὅτι, μελετώντας τά κείμενα τῶν σημαντικῶν αὐτῶν ἱστορικῶν, πού ἐπιλέχθηκαν ὡς βιβλιογραφία γιά τό συγκεκριμένο πόνημα, γίνεται εὐκόλως κατανοητή ἡ σημαντικότατη συνεισφορά τοῦ Διδυμοτειχίτη Ἁγίου Αὐτοκράτορα στό νά ἀναδειχθεῖ ἡ ἱστορική συνέχεια τοῦ Γένους τῶν Ἑλλήνων. Συμφωνῶ ἀπόλυτα μέ τόν μεγάλο ἱστορικό Ἀπόστολο Βακαλόπουλο, ὁ ὁποῖος σέ ἀπάντηση πού ἔδωσε σέ ἐπικριτές του, γιά τό ὅτι ¨δέν στοχάζεται ἐπί τῶν πηγῶν¨ πού παραθέτει στά κείμενά του, ἀπάντησε γράφοντας τά παρακάτω: ¨μέ κατηγορεῖτε διότι δέν στοχάζομαι ἐπί τῶν γεγονότων, ἀλλά νομίζω ὅτι ἐπιστήμη εἶναι πρῶτον ἡ ἔρευνα καί ἡ παρουσίαση τῶν πηγῶν ἀναλυτικά, κριτικά, καί ἐν συνεχείᾳ ὁ στοχασμός. Ἀφῆστε με λοιπόν ἐγώ νά ἀσχοληθῶ μέ τίς πηγές καί ἐν συνεχείᾳ σεῖς κάμνετε τούς στοχασμούς σας¨. Ἡ δική μας γενιά, ἔχει τό προνόμιο τῆς εὔκολης πρόσβασης καί τῆς μελέτης τῶν πηγῶν, πού μᾶς κληροδότησαν οἱ ὑπέροχοι αὐτοί ¨σκαπανεῖς¨ τῶν περασμένων ἐτῶν. Καί ἐνῶ θά περίμενε κάποιος ὅτι ἱστορικά ζητήματα ὅπως ἡ συνέχεια τοῦ Ἑλληνισμοῦ θά θεωροῦνταν δεδομένα καί αὐτονόητα, τά τελευταῖα χρόνια στήν πατρίδα μας ἐπικρατοῦν οἱ ἀνθελληνικές ἀπόψεις τύπου Φλαμεράϊερ καθώς καί ἄλλων ἀλλοδαπῶν μά καί ἐπιχωρίων ἱστορικῶν. Ὑποχρέωση καί καθῆκον ὅλων ἡμῶν τῶν ἁγνῶν πατριωτῶν καί ἐραστῶν τῆς πλούσιας ἱστορίας μας, εἶναι νά μελετήσουμε τίς πηγές καί νά βάλουμε τό λιθαράκι μας ἔτσι ὥστε νά ἀντικρούσουμε ὅλες αὐτές τίς ἀνιστόρητες ἀπόψεις.
[1]. Ὁ Γρηγόριος Θ’ διατέλεσε πάπας τῆς Ρώμης ἀπό τό 1227 ἕως τό 1241.
[2]. Μιχαήλ Α. Δένδια «Ἐπί μίας ἐπιστολῆς τοῦ Φρειδερίκου Β΄ πρός Ἰωάννην Δούκαν Βατάτζην» Ἐπετηρίς Ἑταιρείας Βυζαντινῶν Σπουδῶν ἔτος ιγ΄ Ἀθῆναι 1937 σελ. 409-410.
[3]. V. Grumel, L’authenticite de la letter de jean Vatatzes, empereur de Nicee, au pape Grecoire IX, EO 29
(1930) 450-458. Ἀπόστολος Βακαλόπουλος «Ἱστορία τοῦ Νέου Ἑλληνισμοῦ» σελ. 77 Θεσσαλονίκη 1974.
[4]. Ἰωάννης Σακκελίων, φιλόλογος καί ἀρχειοδίφης ὑπῆρξε μεγάλος μελετητής καί ἐκδότης πολλῶν κειμένων τῆς Ρωμανίας.
[5]. Ἰωάννου Σακελλίωνος: Ἀνέκδοτος ἐπιστολή τοῦ αὐτοκράτορος Ἰωάννου Δούκα Βατάτζη πρός τόν πάπαν Γρηγόριον, ἀνευρεθεῖσα ἐν Πάτμῳ, «Ἀθήναιον» 1 (1872) 369-378 (μέ λανθασμένη ἀρίθμηση) Ἀπόστολος Βακαλόπουλος «Ἱστορία τοῦ Νέου Ἑλληνισμοῦ» σελ. 77 Θεσσαλονίκη 1974.
[6]. Κωνσταντῖνος Χολέβας Πολιτικός Ἐπιστήμων, ὁμιλία στήν ἐκδήλωση τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Διδυμοτείχου «Βατάτζεια 2011» στίς 30 Ὀκτ. 2011 μέ θέμα ¨Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης Βατάτζης καί ἡ συνέχεια τοῦ Ἑλληνισμοῦ¨.
[7]. Τό κείμενο τῆς ἐπιστολῆς πού παραθέτουμε τό ἀντλοῦμε ἀπό τό περισπούδαστο ἔργο τοῦ Ἀντωνίου Μηλιαράκη «Ἱστορία τοῦ βασιλείου τῆς Νικαίας καί τοῦ Δεσποτάτου τῆς Ἠπείρου», τό ὁποῖο παρέθεσε σέ ἐκτενῆ περίληψη σελ. 276-279.
[8]. Ἡ ἀπόδοση στά νέα ἑλληνικά πού ἀκολουθεῖ ἀποτελεῖ ἔργο τῶν φιλολόγων τοῦ ἐκδοτικοῦ οἴκου ¨’Ὀρθόδοξος Κυψέλη¨ καί ἐμπεριέχεται στό βιβλίο «Ἰωάννης Γ΄ Βατάτζης ὁ Ἅγιος Αὐτοκράτορας τοῦ Βυζαντίου» σελ. 85-88.
[9]. Βλ. παραπάνω, ὑποσημ. 9.
[10]. Ἀντώνιος Μηλιαράκης «Ἱστορία τοῦ βασιλείου τῆς Νικαίας καί τοῦ Δεσποτάτου τῆς Ἠπείρου» Ἔκδοση Ἰονικῆς Τράπεζας σελ. 275.
[11]. Βλ. παραπάνω, ὑποσημ. 6.
[12]. Ἀπόστολος Βακαλόπουλος «Ἱστορία τοῦ Νέου Ἑλληνισμοῦ» Θεσσαλονίκη 1974 σελ. 76-77.
[13]. Ἀπόστολος Βακαλόπουλος «Νέα Ἑλληνική Ἱστορία» Ἐκδόσεις Βάνιας σελ. 13-14.
[14]. «Ἡ πορεία τοῦ Γένους Ἀπόστολος Βακαλόπουλος» Οἱ Ἐκδόσεις τῶν Φίλων σελ. 25-26.
[15]. Κωνσταντῖνος Χολέβας ¨Ρωμηοσύνη καί ἡ Ἑλληνικότητα τοῦ Βυζαντίου¨ Ἀθήνα 2008 Ἀνάτυπο σελ. 584.
[16]. Πίτερ Λόκ «Οἱ Φράγκοι στό Αἰγαῖο» Ἐκδόσεις Ἐνάλιος σελ, 78-79.