Ηγέτες/Ο Μέγας Κωνσταντίνος, θεμελιωτής της Ρωμηοσύνης / Πρωτοπρεσβυτέρου Ἀναστασίου Παρούτογλου

Ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος γεννήθηκε τὸ 274 μ.Χ.  στὴ Ναϊσὸ ἢ Νίσσα τῆς Μοισίας, περιοχὴ δηλαδὴ τῆς σημερινῆς Νοτιοσλαβίας ἢ Κεντρικῆς Σερβίας.

Μητέρα του ἦταν ἡ Ἁγία Ἑλένη. Τόπος γεννήσεως τῆς Ἁγίας μητέρας του ἀναφέρεται τὸ Δράπανο τῆς Βιθυνίας, ποὺ λέγεται σήμερα Γιάλοβα καὶ ποὺ στὴν ἐποχή του ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος εἶχε μετονομάσει ὁ ἴδιος, πρὸς τιμήν της, σὲ Ἑλενόπολη.

Πατέρας τοῦ Ἁγίου ἦταν ὁ Κωνστάντιος ὁ Α΄, ὁ ὀνομαζόμενος Χλωρός, γιὰ τὴ χλωμότητα τοῦ προσώπου του. Ἡ Ἰλλυρία, ποὺ εἶναι ἡ σημερινὴ βορειοδυτικὴ περιοχὴ τῆς Βαλκανικῆς χερσονήσου ἡ περιβρεχόμενη δυτικὰ ἀπὸ τὴν Ἀδριατικὴ θάλασσα, ἦταν ἡ πατρίδα τοῦ πατέρα του.

Ἡ Ἑλένη ἐπηρέασε τὸν γιὸ της Κωνσταντῖνο. Προσπάθησε νὰ τοῦ μεταδώσει τὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ καὶ νὰ φέρεται μὲ συμπάθεια στοὺς χριστιανοὺς καὶ στὴν Ἐκκλησία.

Τὸ 305 μ.Χ. ὁ Κωνσταντῖνος εὑρίσκεται στὴν αὐλὴ τοῦ αὐτοκράτορα Διοκλητιανοῦ στὴ Νικομήδεια μὲ τὸ ἀξίωμα τοῦ χιλίαρχου. Τὸ ἴδιο ἔτος οἱ δύο Αὔγουστοι, Διοκλητιανὸς καὶ Μαξιμιανός, παραιτοῦνται ἀπὸ τὰ ἀξιώματά τους καὶ ἀποσύρονται. Στὸ ὕπατο ἀξίωμα τοῦ Αὐγούστου προάγονται ὁ Κωνστάντιος ὁ Χλωρὸς στὴ Δύση καὶ ὁ Γαλέριος στὴν Ἀνατολή. Ὁ Κωνστάντιος ὁ Χλωρὸς πέθανε στὶς 25 Ἰουλίου 306 μ.Χ. καὶ ὁ στρατὸς ἀνακήρυξε Αὔγουστο τὸν Μέγα Κωνσταντῖνο, κάτι ὅμως ποὺ δὲν ἀποδέχθηκε ὁ Γαλέριος. Μετὰ ἀπὸ μία σειρὰ ἱστορικῶν γεγονότων ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος συγκρούεται μὲ τὸν Μαξέντιο, υἱὸ τοῦ Μαξιμιανοῦ, ὁ ὁποῖος πλεονεκτοῦσε στρατηγικά, ἐπειδὴ διέθετε τετραπλάσιο στράτευμα καὶ ὁ στρατὸς τοῦ Κωνσταντίνου ἦταν ἤδη καταπονημένος.

Ἀπὸ τὴν πλευρὰ τοῦ ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος εἶχε κάθε λόγο νὰ αἰσθάνεται συγκρατημένος. Δὲν εἶχε καμμία ἄλλη ἐπιλογὴ ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἐπίκληση τῆς δυνάμεως τοῦ Θεοῦ. Ἤθελε νὰ προσευχηθεῖ, νὰ ζητήσει βοήθεια, ἀλλὰ καθὼς διηγεῖται ὁ ἱστορικὸς Εὐσέβιος, δὲν ἤξερε σὲ ποιὸν Θεὸ νὰ ἀπευθυνθεῖ. Τότε ἔφερε νοερὰ στὴ σκέψη του ὅλους αὐτοὺς ποὺ μαζί τους συνδιοικοῦσε τὴν αὐτοκρατορία. Ὅλοι τους, ἐκτὸς ἀπὸ τὸν πατέρα του, πίστευαν σὲ πολλοὺς θεοὺς καὶ ὅλοι τους εἶχαν τραγικὸ τέλος. Ἄρχισε, λοιπόν, νὰ προσεύχεται στὸ Θεὸ ἱκετεύοντάς Τον νὰ τοῦ ἀποκαλυφθεῖ. Ἐνῷ προσευχόταν, διαγράφεται στὸν οὐρανὸ μία πρωτόγνωρη θεοσημία.

Κατὰ τὶς μεσημβρινὲς ὧρες, στὶς 26 Ὀκτωβρίου τοῦ 312, εἶδε στὸν οὐρανὸ τὸ τρόπαιο τοῦ Σταυροῦ, ποὺ ἔγραφε «ΕΝ ΤΟΥΤΩ ΝΙΚΑ». Καὶ ἐνῷ προσπαθοῦσε νὰ κατανοήσει τὴ σημασία αὐτοῦ του μυστηριακοῦ θεάματος, τὸν κατέλαβε ἡ νύχτα. Τότε ἐμφανίζεται ὁ Κύριος στὸν ὕπνο του μαζὶ μὲ τὸ σύμβολο τοῦ Σταυροῦ καὶ τὸν προέτρεψε νὰ κατασκευάσει ἀπομίμηση αὐτοῦ καὶ νὰ τὸ χρησιμοποιεῖ ὡς φυλακτήριο γιὰ τοὺς πολέμους.

Ἔχοντας τότε ὡς σημαία του τὸ χριστιανικὸ λάβαρο ἀρχίζει νὰ προελαύνει πρὸς τὴν Ρώμη. Οἱ δύο ἀντίπαλοι συναντήθηκαν στὶς 28 Ὀκτωβρίου 312 μ.Χ. στὴ Saxa Rubra, ἐπάνω στὴ Φλαμινία ὁδὸ καὶ κοντὰ στὴ Μιλβία γέφυρα τοῦ ποταμοῦ Τίβερη. Ὁ Μαξέντιος ἀρχικὰ εἶχε ἀποφασίσει νὰ κλειστεῖ στὰ ἰσχυρὰ τείχη τῆς Ρώμης καὶ νὰ ἀναλώσει τὶς δυνάμεις τοῦ Κωνσταντίνου στὴν πολιορκία. Ὅμως, ἄλλαξε γνώμη καὶ ἀποφάσισε νὰ ἀντιμετωπίσει ἀνοιχτὰ τὸν ἀντίπαλό του. Στὴ μάχη ποὺ ἀκολούθησε, οἱ Πραιτοριανοὶ τοῦ Μαξεντίου προέβαλαν σθεναρὴ ἀντίσταση. Ὅμως, ἡ ἄριστη στρατηγική του Κωνσταντίνου, ὁ ἐξαιρετικὸς προγραμματισμὸς τῶν κινήσεων τοῦ ἱππικοῦ καὶ ὁ ἐνθουσιασμὸς τῶν στρατιωτῶν (ἰδίως τῶν  Χριστιανῶν), ἀποδεκάτισαν τὸ στρατὸ τοῦ Μαξεντίου.

Λέγεται, μάλιστα, πὼς γι’ αὐτὸ ὁ Μουσολίνι θέλησε νὰ ἐκδικηθεῖ τὸν Ἑλληνισμὸ στὶς 28 Ὀκτωβρίου τοῦ 1940. Γιατί ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος, ἐπικεφαλῆς τῶν Ἑλλήνων στρατιωτῶν, συνέτριψε τὸν ρωμαϊκὸ στρατὸ τοῦ Μαξεντίου τὴν ἴδια ἀκριβῶς ἡμέρα (28 Ὀκτωβρίου τοῦ 312 μ.Χ.), ποὺ ἐπέφερε καὶ τὸ τέλος τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας.

Ὁ εὐσεβὴς καὶ θεοσκεπὴς βασιλεύς, ὅταν εἰσῆλθε στὴ Ρώμη, διέταξε καὶ ἔστησαν τὸν Τίμιο καὶ ζωοποιὸ Σταυρὸ στὰ κεντρικότερα μέρη τῆς πόλεως. Ἐρεύνησε μὲ προσοχὴ καὶ βρῆκε τὰ τίμια λείψανα τῶν Ἁγίων Μαρτύρων, ποὺ βασανίστηκαν καὶ πέθαναν γιὰ τὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ καὶ τὰ ἐνταφίασε μὲ τὶς πρέπουσες τιμές. Ἐπίσης ἐλευθέρωσε τοὺς φυλακισμένους χριστιανοὺς κι ἐπανέφερε τοὺς ἐξόριστους. Ὁ Κωνσταντῖνος εἶχε τὴ μεγάλη τιμή, νὰ γίνει ὁ πρῶτος χριστιανὸς βασιλεὺς καὶ βασιλικὸς προστάτης τῆς χριστιανικῆς πίστεως.

Τὸν Ἰανουάριο τοῦ 313 στὸ Μιλάνο ἔγιναν οἱ γάμοι τῆς ἀδελφῆς του Κωνσταντίνου μὲ τὸν βασιλέα τῆς Ἀνατολῆς Λικίνιο. Ὁ τελευταῖος ὑποσχέθηκε στὸν Κωνσταντῖνο, ὅτι εἰς τὸ ἑξῆς δὲν θὰ ἐδίωκε τοὺς χριστιανούς. Τότε ἀπὸ κοινοῦ ἐξέδωσαν τὸ περίφημο διάταγμα τῆς  ἀνεξιθρησκίας καὶ ἐλευθερίας τῆς συνειδήσεως. Εἶναι γνωστότατο  στὴν Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία ὡς Ἔδικτον (Διάταγμα) τῶν Μεδιολάνων, τοῦ σημερινοῦ Μιλάνου. Τὸ διάταγμα τοῦτο ἀνεγνώριζε τὴν Ἐκκλησία, ὡς ὀργανισμὸ αὐτόνομο καὶ ἑνοποίησε τὴ θέση της στὸ Κράτος. Στοὺς χριστιανοὺς δίδεται ἀπόλυτη ἐλευθερία νὰ λατρεύουν τὸ Χριστό, νὰ ἀνεγείρουν ναούς, νὰ τελοῦν ἐλεύθερα τὶς θρησκευτικές τους τελετὲς καὶ τὰ θρησκευτικά τους καθήκοντα.

Ὁ Λικίνιος ὅμως δὲν τήρησε τὶς ὑποσχέσεις, ποὺ ἔδωσε. Γὶ΄ αὐτὸ κίνησε πόλεμο κατὰ τῶν Χριστιανῶν καὶ τοῦ Μ. Κωνσταντίνου, ὁ ὁποῖος τὸν ἀντιμετώπισε κοντὰ στὴν Ἀδριανούπολη, στὶς 3 Ἰουλίου τοῦ 324 μ.Χ. Στὶς μάχες αὐτὲς ἔπαιξε σπουδαῖο ρόλο τὸ λάβαρο τοῦ Σταυροῦ. Μόλις ἀντίκριζαν τὴ λάμψη οἱ εἰδωλολάτρες στρατιῶτες τοῦ Λικίνιου, τοὺς ἔπιανε φόβος καὶ τρόμος καὶ τρέπονταν σὲ φυγή. Ὁ Λικίνιος ὀχυρώθηκε στὸ Βυζάντιο, ἀλλὰ καὶ ἐκεῖ νικήθηκε ἀπὸ τὸν στρατὸ καὶ τὸν στόλο τοῦ Μ. Κωνσταντίνου.

Ἔτσι, ὁ Κωνσταντῖνος περὶ τὰ τέλη τοῦ 323, σὲ ἡλικία 49 ἐτῶν, ἀφοῦ πλέον εἶχε νικήσει τὸν Λικίνιο, ἔγινε Μονοκράτορας, σὲ ὅλο τὸ Ρωμαϊκὸ Κράτος, Δυτικὸ καὶ Ἀνατολικό.

Ἐμπνευσμένος ὁ Κωνσταντῖνος ἀπὸ τὰ εὐαγγελικὰ διδάγματα θέλησε νὰ ἐξαπλώσει τὴν εἰρήνη σ’ ὅλα τὰ πλάτη καὶ μήκη τῆς ἐπικρατείας του. Δυστυχῶς, ὅμως, ἀνεφάνη ὀξύτατη διαμάχη μεταξύ του Ἀρείου, διδασκάλου τῆς Ἀλεξανδρινῆς Σχολῆς, καὶ τοῦ ἐπισκόπου Ἀλεξανδρείας Πέτρου. Διαφωνοῦσαν ἐπὶ τοῦ μείζονος θεολογικοῦ θέματος τῆς φύσεως τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Ἄρειος κήρυττε ὅτι ὁ Χριστὸς δὲν εἶναι ὁμοούσιος μὲ τὸν Πατέρα, Θεὸς ἀληθινός, ἀλλὰ τὸ πρῶτο κτίσμα, διὰ τοῦ ὁποίου ὁ Θεὸς δημιούργησε τὸν κόσμο. Παρὰ τὶς ἐπανειλημμένες συστάσεις καὶ ὑποδείξεις ἐπέμενε στὴν πλάνη του.  Ἐπενέβη τότε ὁ Κωνσταντῖνος, γιὰ νὰ εἰρηνεύσει τὴν Ἐκκλησία.

Ἔτσι, συγκάλεσε τὴν  Α΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο στὴ Νίκαια τῆς Βιθυνίας τὸ ἔτος 325. Πῆραν μέρος 318 Πατέρες. Ἡ Σύνοδος διατύπωσε τὴν ὀρθόδοξη δογματικὴ διδασκαλία περὶ τοῦ δευτέρου προσώπου τῆς Ἁγίας Τριάδος, τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Γι’ αὐτὸ καὶ καταδίκασε τὴν αἵρεση τοῦ Ἀρείου, ὁ ὁποῖος ἠρνεῖτο τὴ θεότητα τοῦ Χριστοῦ. Ἡ Σύνοδος χρησιμοποίησε τὸν ὅρο «ὁμοούσιος», γιὰ νὰ διατρανώσει πὼς ὁ Υἱὸς εἶναι τῆς αὐτῆς οὐσίας μὲ τὸν Πατέρα, κατὰ φύσιν Θεὸς καὶ φύσει μέτοχός της θείας οὐσίας. Καρπὸς τῆς Συνόδου εἶναι καὶ ἡ διατύπωση τῶν ἑπτὰ πρώτων ἄρθρων τοῦ «Συμβόλου τῆς Πίστεως». Ἡ Σύνοδος ἀπεφάσισε ἀκόμη τὸν ἑορτασμὸ τοῦ Πάσχα τὴν πρώτη Κυριακὴ μετὰ τὴν πρώτη πανσέληνο τῆς ἐαρινῆς ἰσημερίας καὶ  ἀρνήθηκε τὴν ὑποχρεωτικὴ ἀγαμία ὅλου του κλήρου.

Ὁ Κωνσταντῖνος μετέφερε τὴν πρωτεύουσα στὴ νέα πόλη ποὺ ἔκτισε στὰ ἐρείπια τοῦ Βυζαντίου. Ἡ φροντίδα του γιὰ τὴ νέα πρωτεύουσα ἦταν μεγάλη. Ἤθελε νὰ ξεπερνᾶ ἡ νέα πρωτεύουσα τὴν παλαιά. Ἤθελε νὰ τὴν φτιάξει ἐξ ὁλοκλήρου χριστιανικὴ πόλη. Τὰ ἐγκαίνια τῆς νέας Βασιλευούσης ἔγιναν μεγαλοπρεπέστατα στὶς 11 Μαΐου τοῦ 330. Τὴν πόλη τὴν ἀφιέρωσε στὴ Θεοτόκο καὶ τὴν ὀνόμασαν Κωνσταντινούπολη, ἡ Νέα Ρώμη καὶ ὁ Κωνσταντῖνος ἀπὸ Ρωμαῖος αὐτοκράτορας ἔγινε ὁ πρῶτος Ρωμηός.

Ἡ τελευταία περίοδος τῆς ζωῆς τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου εἶναι αὐτὴ ποὺ τὸν καταξιώνει στὴν ἐκκλησιαστικὴ συνείδηση καὶ τὸν ὁδηγεῖ στὸ ἀπόγειό της πνευματικῆς του πορείας. Κατὰ τὸν Ἀπρίλιο τοῦ 337 μ.Χ., αἰσθάνεται τὰ πρῶτα σοβαρὰ συμπτώματα κάποιας ἀσθένειας. Βλέποντας τὴν ὑγεία του νὰ ἐπιδεινώνεται θεώρησε σκόπιμο νὰ μεταβεῖ στὴν Ἐλενόπολη τῆς Βιθυνίας. Ἐκεῖ παρέμεινε στὸν ναὸ τῶν Μαρτύρων, ὅπου ἀνέπεμπε ἱκετήριες εὐχὲς πρὸς τὸν Θεό.

Ἀντιλαμβάνεται πὼς ἡ ἐπίγεια ζωή του πλησιάζει στὸ τέλος της. Ἡ μνήμη τοῦ θανάτου καλλιεργεῖται στὴν καρδιά του καὶ τὸν ὁδηγεῖ στὸ μυστήριο τῆς μετανοίας καὶ τοῦ βαπτίσματος. Μετὰ τὸ βάπτισμα ὁ  Κωνσταντῖνος δὲν ξαναφόρεσε τὸν αὐτοκρατορικὸ χιτῶνα, ἀλλὰ παρέμεινε ἐνδεδυμένος μὲ τὸ λευκὸ ἔνδυμα τοῦ βαπτίσματος, μέχρι τὴν ἡμέρα τῆς κοιμήσεώς του τὸ 337 μ.Χ. Ἦταν ἡ ἡμέρα ἑορτασμοῦ τῆς Πεντηκοστῆς. Τοποθέτησαν τὸ σκήνωμα τοῦ Ἁγίου σὲ χρυσὴ λάρνακα, τὸ μετέφεραν στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ τὸ ἐναπέθεσαν σὲ βάθρο στὸ βασιλικὸ οἶκο. Τὸ ἱερὸ λείψανό του ἐνταφιάσθηκε στὸ ναὸ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων ἐντὸς τοῦ τάφου, ποὺ ὁ ἴδιος εἶχε προετοιμάσει προηγουμένως.

Ὁ Κωνσταντῖνος ἔγινε ὁ πρῶτος Χριστιανὸς Αὐτοκράτορας. Ὁ πρῶτος βασιλεὺς Χριστιανῶν, ὅπως λένε οἱ ὕμνοι τῆς Ἐκκλησίας. Καὶ τὸ μεγαλεῖο τῆς Ἐκκλησίας μὲ τὸν Κωνσταντῖνο εἶναι ὅτι ἔπεισε τὸν καλοπροαίρετο Κωνσταντῖνο νὰ γίνει χριστιανός. Κατάλαβε ἐκεῖνο, ποὺ δὲν εἶχαν καταλάβει οἱ πρὸ αὐτοῦ αὐτοκράτορες: Ὅτι ἡ Ἐκκλησία ἔχει Θεία προέλευση, εἶναι θεανθρώπινος ὀργανισμὸς καὶ εἶναι αἰωνία καὶ ἀήττητη.

Ὁ λαός μας ἀγαπᾶ τὸν Μεγάλο Κωνσταντῖνο καὶ τὸν εὐλαβεῖται ἰδαιτέρως. Τὸ νιώθει πατέρα του, γιατί εἶναι ὁ Γενάρχης τῆς Ρωμηοσύνης. Ἀφοῦ « ἡ Ρωμηοσύνη εἶναι φυλὴ συνόκαιρη τοῦ κόσμου, καὶ θὰ χαθεῖ ὄντας ὁ κόσμος λείψει», ὅπως λέει ὁ ποιητής.

Μπαίνοντας στὴν αἰώνια πόλη τῆς Ρώμης ὁ Γενάρχης τῆς Ρωμηοσύνης Μέγας Κωνσταντῖνος ἡ πρώτη του δουλειὰ ἦταν νὰ φτιάξει ναὸ στὸ Σωτῆρα Χριστό, γιὰ νὰ τὸν εὐχαριστήσει γιὰ ὅλα αὐτὰ ποὺ τοῦ χάρισε. Καὶ φορτώθηκε τὸ θεμέλιο λίθο στοὺς ὤμους του, γιὰ νὰ πάρει εὐλογία.

Ὁ Κωνσταντῖνος κατάλαβε πὼς ἡ Ρώμη βρίσκεται ἐν ἁμαρτίαις. Καί, ὅπως λέγει ὁ βυζαντινολόγος Στῆβεν Ράνσιμαν, « ἄφησε τότε ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος τὴ Ρώμη καὶ στράφηκε πρὸς Ἀνατολάς. Ἔβλεπε τὸ μέλλον, ὅτι ἦταν στὴν ἀνατολὴ καὶ μὲ τὴν ἔννοια τῆς Ἀνατολῆς τῶν ἀνατολῶν ἀλλὰ καὶ μὲ τὴν ἔννοια τοῦ τόπου καὶ τοῦ τρόπου. Καὶ ὁδηγηθεὶς ὑπὸ ἀγγέλου ἵδρυσε τὴν ὁμώνυμη πόλη, τὴν Κωνταντινούπολη, τὴ Βασιλεύουσα Πόλη, ἡ ὁποία στάθηκε τὸ διαμάντι τῆς Ἀνατολῆς καὶ τῆς Χριστιανοσύνης».

Ἔτσι, λοιπόν, ὁ Κωνσταντῖνος γίνεται ὁ Γενάρχης τῆς Ρωμηοσύνης, ὁ Πατέρας τῶν Ρωμηῶν. Καὶ ἡ Αὐτοκρατορία ποὺ ἵδρυσε καὶ  βάσταξε 1123 χρόνια εἶχε συνδετικοὺς δεσμοὺς δύο πράγματα: τὴν ὀρθόδοξη πίστη καὶ τὴν ἑλληνικὴ γλῶσσα.

Μὲ τὸ Διάταγμα (Edictum) τῶν Μεδιολάνων (Μιλάνου), τὸ ὁποῖο ὑπέγραψε ὁ Αὐτοκράτορας Κωνσταντῖνος ὁ Μέγας μὲ τὸν Λικίνιο καθιερώθηκε γιὰ πρώτη φορὰ στὴν ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητας ἡ ἀνεξιθρησκία.

Τὸ Διάταγμα αὐτὸ δὲν συνιστοῦσε, βεβαίως, ὁμολογία χριστιανικῆς πίστεως, οὔτε δημιουργοῦσε γιὰ τοὺς χριστιανοὺς συνθῆκες προνομιακῆς μεταχειρίσεως. Ἁπλᾶ παρεχόταν καὶ στὸν Χριστιανισμὸ πλήρης ἐλευθερία, ὅπως μέχρι τότε συνέβαινε γιὰ τὶς ἄλλες θρησκεῖες.

Μὲ τὴν ἔκδοση τοῦ Διατάγματος τούτου συνεπαγόταν καὶ ἡ πλήρης ἐλευθερία στὴν τέλεση τῆς χριστιανικῆς λατρείας. Ἄρα, δὲν ἦταν πιὰ ἀναγκαία ἡ καταφυγὴ τῶν χριστιανῶν στὶς κατακόμβες καὶ ἡ τέλεση στὰ κρυφά της θείας λατρείας. Θὰ μποροῦσαν οἱ χριστιανοί, ὁπουδήποτε καὶ ὁποτεδήποτε νὰ συνέρχονται γιὰ τὴν ἄσκηση τῶν θρησκευτικῶν τους καθηκόντων.

Ἐφ’ ὅσον ἔπαυσε πιὰ τὸ κράτος νὰ θεωρεῖ ὑποχρεωτικὴ τὴν τιμὴ στὶς θεότητες τῆς ἐπίσημης εἰδωλολατρικῆς θρησκείας, ἄνοιξε ὁ δρόμος γιὰ τὴν ἐλευθερία τῆς λατρείας στοὺς ὀπαδοὺς κάθε ἄλλης θρησκείας. Γι’ αὐτὸ τὸ « Διάταγμα τῶν Μεδιολάνων» θεωρεῖται καὶ ὡς Διάταγμα γιὰ τὴν Ἀνεξιθρησκία.

Μὲ τὸ Διάταγμα τοῦτο ἐτίθετο τέρμα στοὺς διωγμοὺς καὶ εἰσήγετο ἡ ἀρχὴ τοῦ παναθρώπινου δικαιώματος τῆς θρησκευτικῆς ἐλευθερίας μὲ ὅ,τι αὐτὴ συνεπάγεται. Ἡ πολιτεία ὑποχρεωνόταν νὰ ἐπιστρέψει στοὺς δικαιούχους χριστιανοὺς τὰ χρήματα καὶ τὰ κτήματα, ποὺ εἰσέπραξε ἀπὸ τὴν πώλησή τους. Ἀξίζει νὰ ἀναφερθεῖ ὅτι ἡ ἐπιστροφὴ τῶν κατασχεθέντων ἀγαθῶν θὰ ἔπρεπε νὰ γίνεται στὶς χριστιανικὲς κοινότητες, τὸ ὁποῖο ὑποδηλώνει τὴν ἀποδοχὴ τῆς ὕπαρξής τους καὶ τὴ νομική τους ἀναγνώριση.

Ἡ ὅλη δομὴ τοῦ Διατάγματος τούτου μπορεῖ νὰ θεωρηθεῖ ὡς τὸ πρῶτο ἐπίσημο βῆμα γιὰ τὴν ἔκδοση σειρᾶς ἄλλων διατάξεων, μὲ τὶς ὁποῖες ρυθμίζονταν εὐνοϊκὰ θέματα, ποὺ ἀφοροῦσαν εἰδικὰ τὸν χριστιανισμό.

Σὰν τέτοιες διατάξεις θὰ μπορούσαμε νὰ ἀναφέρουμε τὴν ἀναγνώριση τοῦ δικαιώματος στὶς ἐκκλησίες νὰ δέχονται ἰδιοκτησία καὶ κληρονομίες καὶ τὴν παραχώρηση σ’ αὐτὲς αὐτοκρατορικῶν ἐπιχορηγήσεων, τὸν καθορισμὸ τῶν ναῶν ὡς τόπων ἀσύλου, τὴν ἀνάδειξη τῶν χριστιανικῶν ἑορτῶν ὡς κρατικῶν ἑορτῶν, τὴν καθιέρωση τῆς ἀργίας τῆς Κυριακῆς, τὴν ἀπεικόνιση σὲ νομίσματα χριστιανικῶν παραστάσεων καὶ τὴν ἀνέγερση χριστιανικῶν ναῶν μὲ κρατικὲς χορηγίες.

Οἱ διατάξεις αὐτές, μπορεῖ νὰ θεωρηθοῦν ὡς συμπληρωματικὲς τῶν ἀποφάσεων τῶν Μεδιολάνων, γι’ αὐτὸ καὶ εἶναι δυνατὴ ἡ διατύπωση τῆς ἄποψης, ὅτι μὲ τὸ «Διάταγμα τῶν Μεδιολάνων» ὁ χριστιανισμὸς ἀνυψώθηκε σὲ ἐπίσημη θρησκεία τοῦ νέου Ρωμαϊκοῦ κράτους.

Γιὰ ὅλες αὐτὲς τὶς προσφορές του ἡ μὲν ἱστορία ὀνόμασε τὸν Κωνσταντῖνο Μέγα, ἡ δὲ Ἐκκλησία τὸν ἀνεκήρυξε  Ἅγιο καὶ μάλιστα Ἰσαπόστολο γιὰ τὴ βαθειά του πίστη, τὸ ἄψογο ἦθος, τὸν ἐνάρετο βίο, τὶς εὐαγγελικές του ἀρετές, ἰδιαίτερα τὴ φιλανθρωπία του καὶ τὴν ἐν γένει σοβαρὴ προσφορά του παγκοσμίως.

Ὁ Μ. Κωνσταντῖνος ἀπέβη:

– Ὁ πρῶτος Βασιλεὺς τῶν χριστιανῶν.

– Ὁ πρῶτος αὐτοκράτορας τοῦ Βυζαντιακοῦ κράτους.

– Ὁ πρῶτος μὲ τὸν τίτλο Μέγας στὴ μ.Χ. ἱστορία.

– Ὁ πρῶτος ἐστεμμένος ἅγιος της Καινῆς Διαθήκης.

– Ὁ πρῶτος ποὺ εὐνόησε διὰ Διατάγματος τὸν ἐν διωγμῷ  χριστιανισμό.

– Ὁ πρῶτος ποὺ εἰσάγει καὶ καθιερώνει στὴν Ἐκκλησία, ὡς τρόπο διοικήσεως, τὸ Συνοδικὸ σύστημα, σὲ οἰκουμενικὴ διάσταση.

– Ὁ πρῶτος τοῦ ὁποίου τὸ ὄνομα συνδέεται ἀδιάσπαστα μὲ τὸν Τίμιο Σταυρό.

– Ὁ πρῶτος ποὺ κατασκευάζει Ναὸ μὲ συγκεκριμένο ἀρχιτεκτονικὸ ρυθμό.

– Ὁ πρῶτος ἱδρυτὴς τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας.

– Ὁ πρῶτος ποὺ ἐθεμελίωσε τὸν ἑλληνοχριστιανικὸ πολιτισμό.

– Ὁ πρῶτος πολιτικὸς ἡγέτης ποὺ ὑποστήριξε τὸν ὀρθόδοξο χριστιανικὸ λαὸ τῆς Ἀνατολῆς.

Γιὰ ὅλους τους λόγους αὐτοὺς καὶ πολλοὺς ἄλλους εὐλαβούμεθα τὸν Ἅγιο καὶ Μεγάλο Κωνσταντῖνο, τὸν σεβόμαστε, τὸν εὐγνωμονοῦμε καὶ τοῦ ἀπονέμουμε τὴν τιμητικὴ προσκύνηση, ποὺ ἀνήκει στοὺς ἁγίους, ποὺ ἀνακηρύττει μὲ γνώση καὶ συνείδηση καὶ ἁγιοπνευματικὴ φώτιση ἡ ἀλάνθαστη μητέρα μας Ἐκκλησία.

 

 

 

 

 

Θα χαρούμε να ακούσουμε τις σκέψεις σας

Αφήστε ένα σχόλιο

Το Ρωμαίικο
Logo

Ραδιόφωνο του Ρωμαίικου