
α. Ἀναμφίβολα εἶναι νόμος τῆς ζωῆς ὅτι συνήθως μεταφέρουμε μέσα μας τούς γονεῖς μας μέχρι τά γεράματά μας, καί συγχρόνως, καί ἐμεῖς ὡς γονεῖς μεταδίδουμε τούς ἑαυτούς μας στά δικά μας παιδιά. Κι ἔτσι συνεχίζεται ὁ κύκλος τῆς ζωῆς. Ὅταν, λοιπόν, θά φθάσει ἡ ὥρα νά δημιουργήσουν τά παιδιά μας τή δική τους οἰκογένεια, ἕνα νέο κύτταρο τῆς ζωῆς, θά μεταφέρουν μαζί τους τήν πνευματική καί ψυχολογική ΄΄προίκα΄΄ πού τούς ἑτοιμάσαμε. Ὅταν ὁ πλοῦτος αὐτῆς τῆς προίκας δέν εἶναι τίποτε ἄλλο παρά ἕνας φουσκωμένος ἐγωισμός, ἕνας ἀθεράπευτος ναρκισσισμός, μιά πνευματική ἀφασία, ἕνα ἀπελπιστικό συμφεροντολόγιο, τότε δέν εἶναι δύσκολο νά προδιαγραφεῖ ἡ ἀποσύνθεση τῆς ζωῆς, ὅπως ἐξάλλου, δέν εἶναι δύσκολο νά ἑρμηνευθεῖ καί ἡ σημερινή πολυεπίπεδη κρίση πού διερχόμαστε.
β. Ὁ Γέρων Παΐσιος ἔλεγε: «σήμερα τά παιδιά γεννιοῦνται ἀνταρτάκια». Μέ αὐτή του τήν τοποθέτηση μᾶς βοηθάει νά καταλάβουμε ὅτι τήν ΄΄προίκα΄΄ πού παραδίδουμε στά παιδιά μας τή δημιουργοῦμε ὄχι μονάχα ἀφοῦ γεννηθοῦν καί κατόπιν, ἀλλά ἀκόμη πιό πρίν, ἀπό τήν ἐμβρυακή τους ἡλικία ἤ καί ἀκόμη πιό πρίν, ἀπό τό πνευματικό μας γονιδίωμα. «Τό γεγεννημένον ἐκ τοῦ πνεύματος πνεῦμα ἐστί καί τό γεγεννημένον ἐκ τῆς σαρκός σάρξ ἐστί». Σάρξ σημαίνει, κατά τήν ἑρμηνεία τῶν Πατέρων μας, ἐγωιστική ἐπιθυμία γιά ἀπόλαυση καί ἀναισθησία γιά καθετί τό ὄμορφο, τό λεπτό, τό οὐράνιο, τό θεϊκό. Οἱ πιό πολλοί σήμερα γεννᾶμε σάρκες πού δέν τίς χαρίζουμε τό πνεῦμα.
γ. Ὅταν στήν κούνια λικνίζουμε τό νεογέννητο παιδί μας, ἄς ξέρουμε πώς κουνᾶμε ἕνα πλάσμα πού στό μέλλον εἴτε θά μᾶς ΄΄κουνήσει΄΄ καί θά ἀναστατώσει τή ζωή μας εἴτε θά ἀποβεῖ κινητήριος δύναμη γιά τήν καλή ζωή τοῦ κόσμου μας. Αὐτό ρωτάει καί ὁ Ἅγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς ἱστάμενος πάνω ἀπό τήν κούνια ἑνός παιδιοῦ: «Ὦ ἐσύ, νεογνό, θά εἶσαι ὑπηρέτης τοῦ κακοῦ ἤ ἀφέντης τοῦ κακοῦ;». Δηλ. θά ἐργασθεῖς γιά νά ἐξαπλωθεῖ τό κακό ἤ θά κυριαρχήσεις ἐπ᾿ αὐτοῦ;
δ. Δυστυχῶς πάρα πολλές φορές οἱ γονεῖς εἶναι οἱ βασικοί αὐτουργοί τῆς δημιουργἰας ἑνός ὑπηρέτη τοῦ κακοῦ. Ὅταν ἀπό τή βρεφική ἡλικία τό ποτίζουν μέ τό φαρμάκι τῶν ψευδῶν ἐπαίνων, τῶν ναρκισσιστικῶν φαντασιώσεων, τῶν ὑπερτροφικῶν αὐτοεκτιμήσεων, τῶν ταχέων ἱκανοποιήσεων, δημιουργοῦν ἕνα πλάσμα πού ἀπαιτεῖ νά εἶναι τό κέντρο ὅλου τού κόσμου, τά πάντα νά ὑπάρχουν γιά τίς δικές του ἐπιθυμίες καί ἀπολαύσεις καί μόνο. Φτιάχνουν ἕνα δικτάτορα. Ἤ ἀκόμη χειρότερα, φτιάχνουν ἕνα εἴδωλο, ἕναν ψευδή θεό πού ἀπαιτεῖ λατρεία καί προσκύνηση.
ε. Ὅταν ὁ μικρός δικτάτορας κλαίει καί ἀπαιτεῖ ἐγωιστικά, οἱ γονεῖς σπεύδουν νά ἱκανοποιήσουν πάραυτα αὐτό πού ζητᾶ. Ὄταν παραπονεῖται ναζιάρικα, οἱ γονεῖς ἐπιστρατεύουν ὁλα τους τά χαϊδεύματα γιά νά καταπραΰνουν τό θυμό του. Ὅταν κάνει ἀνοησίες καί ξεδιαντροπιές, τό ἀποθεώνουν σέ γνωστούς καί συγγενεῖς ὀνομάζοντάς το ἔξυπνο καί τζίνιο: «τί ὡραῖα πού βρίζει τό χαριτωμένο». Ὅταν κάποιοι γείτονες, δάσκαλοι, συμμαθητές παραπονεθοῦν γιά ἀνεπίτρεπτες συμπεριφορές τοῦ λατρευτοῦ μας εἰδώλου, ἀπορρίπτονται σηλλύβδην, ἀφοῦ οἱ παραπονούμενοι εἶναι ΄΄παράξενοι, ἰδιότροποι, στενοκέφαλοι καί κομπλεξικοί΄΄. Ἐπειδή ὁ μικρός δικτάτορας δέν θέλει νά κοιμηθεῖ, ἀλλά νά δεῖ τηλεόραση ἤ νά παίξει ἡλεκτρονικό παιχνίδι στό προσωπικό του tablette, πρέπει ὅλοι νά συμμορφωθοῦν μέ τό κέφι του. Στό ἀναδυόμενο εἴδωλο, ἐπειδή δέν ἀρέσει τό φαγητό καί δυσανασχετεῖ, πρέπει νά τρέξει ὁ μπαμπάς νά τοῦ ἀγοράσει κρέπα, croissant ἤ sandwich. Ἡ μικρογραφία τοῦ μαχαραγιά δέν θέλει νά καθήσει στό τραπέζι νά φάει μέ τούς γονεῖς ἤ μέ τά ἄλλα ἀδέλφια, ἀλλά θέλει νά φάει ξαπλωμένος στόν καναπέ παίζοντας play-station, ἄς τοῦ πᾶμε ἐκεῖ τό φαγητό νά μή χαλάσει ἡ διάθεσή του. Ἄν ὁ ναρκισσευόμενος πρίγκιπας δέν ἀρέσκεται σέ αὐτό τό ροῦχο, πρέπει νά ἐξαντλήσουμε κάθε δυνατότητα γιά νά ἱκανοποιήσουμε τό γοῦστο τῆς ματαιοδοξίας του. Ὅλοι ἄς σκύψουν τό κεφάλι στό μελλοντικό αὐθάδη ΄΄φαραώ΄΄. Καί ἡ ἁλυσίδα τῆς ἐγκληματικῆς κατασκευῆς κακομαθημένων-καλομαθημένων θεΐσκων δέν ἐξαντλεῖται.
στ. Τό μεγἀλο μυστικό τῆς ἐπιτυχίας τῆς οἰκογένειας, τῆς κοινωνίας, βεβαίως καί τῆς Ἐκκλησίας, καί τοῦ κόσμου παντός εἶναι ἡ ταπεινή καί εὐλαβής ζωή τῶν γονέων. Ἡ χάρη, ὅπως καί ἡ ζωή, δέν διδάσκεται ἀλλά μεταδίδεται καί μεταλάμβάνεται. Ἀποτελεῖ μεγάλη παγίδα ἡ ἀντίληψη πώς οἱ γονεῖς εἶναι τεχνοκράτες τῆς ἀγωγῆς. Ἄλλο τέχνη καί ἄλλο ζωή. Ἄν ἔχουμε ζωή, τήν μεταδίδουμε. Κι ἄν δέν ἔχουμε ζωή καί μαθαίνουμε τεχνική τῆς ἀγωγῆς, δέν θά καταφέρουμε τίποτε, ὅπως δέν ξεδιψᾶ κάποιος, ὅταν βλέπει ζωγραφιστό ἕνα πανέμορφο ρυάκι.
ζ. Κάποτε ἕνας μοναχός εἶπε στόν ἅγ. Σιλουανό πώς εἶδε σέ ὅραμα τήν Παναγία. Ὁ ἅγ. Σιλουανός τοῦ ἀπάντησε: «Πάτερ μου, αὐτὸ εἶναι ἀδύνατον». «Γιατί;» ρώτησε ὁ μοναχός. «Διότι ἡ Παναγία ἦταν πολὺ ὑπάκουη στὴ θέληση τοῦ Θεοῦ, ἐνῶ ἐσεῖς δὲν κάνετε ὑπακοή. Ἀφοῦ ὑπάρχει αὐτὴ ἡ διαφορά, δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ἔχετε δεῖ τὴν Ἁγία Παρθένο». Τότε ὁ μοναχὸς τοῦ ἀπάντησε: «Ὅταν ἤμουν μικρὸ παιδί, ἔμενα μὲ τὴ μητέρα μου, γιατὶ ὁ πατέρας μου εἶχε πεθάνει. Μία μέρα ποὺ φύτευα κρεμμύδια στὸν κῆπο μου καὶ ἡ μητέρα μου εἶχε πάει κάπου ἀλλοῦ, ἔφθασε ἕνας χωρικός, με χαιρέτησε καὶ μοῦ εἶπε: “Παιδάκι μου, ἐγὼ φυτεύω τὰ κρεμμύδια μὲ ἕναν διαφορετικὸ τρόπο· μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ δίνουν καλύτερη σοδειά”. Μοῦ ἐξήγησε πῶς νὰ κάνω καὶ συνέχισε τὸ δρόμο του. Ἔρχεται, λοιπὸν, ἡ μητέρα μου καὶ μὲ ρωτᾶ: “Τί σοῦ εἶπε ὁ χωρικός;”. Ἀπάντησα στὴν ἐρώτησή της. Αὐτὴ τότε μοῦ εἶπε: “Να ζεῖς μὲ τὸν δικό σου νοῦ καὶ νὰ μὴν ἀκοῦς κανέναν”. Ἀπὸ τότε δεν ἀκούω κανέναν, ἀκολούθησα τὴ συμβουλὴ τῆς μητέρας μου». Πράγματι ὁ μοναχός αὐτός, ἄν καί πέρασε ἀρκετά χρόνια μακριά ἀπό τό σπίτι του, συνέχισε νά εἶναι «ὁ γιὸς τῆς μητέρας του». Δέν ἄκουγε ποτέ καί κανέναν.
η. Μποροῦμε νά θαυματουργήσουμε στό σύγχρονο κόσμο; Εἶναι μιά ἐρώτηση στό νοῦ πολλῶν ἀπό ἐμᾶς πού βλέπουμε τή σφοδρότητα τῶν κατακλυσμικῶν ρευμάτων τῆς σύγχρονης πνευματικῆς δικτατορίας. Ἡ ἀπάντηση εἶναι ἀνεπιφύλακτα: ναί, μποροῦμε. Ὅλα τά μποροῦμε μέ τή δύναμη καί τό φωτισμό τοῦ Θεοῦ. Αὐτό πού ὅμως εἶναι ἀπαραίτητο νά γίνει ἀπό μέρους μας εἶναι νά εἴμαστε ἐμεῖς οἱ ἴδιοι εὐλαβεῖς πρός τόν Θεό καί ταπεινοί μεταξύ μας. Ἄν λείπουν αὐτά δέν μᾶς σώζει καμία σχολή γονέων καί καμία παιδαγωγική ἐνημέρωση.
θ. Μἰα παιδαγωγία ὑπάρχει καί μία ἐλπίδα γιά τό μέλλον τοῦ κόσμου μας: ἀγάπη καί ταπείνωση. Ἄν μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ ἀγωνιζόμαστε μέ σοβαρότητα γι᾿ αὐτά, καί ὄχι μέ ἐπιπόλαια ΄΄πασσαλείμματα΄΄, τότε ὅλα γίνονται. Ἄς δοῦνε τά παιδιά μας ὅτι σεβόμαστε ὁ ἕνας τόν ἄλλο, ὅτι ὁ πατέρας ἀγαπάει τή μητέρα γνήσια καί ἡ μητέρα ἔχει γιά θησαυρό της τόν πατέρα, ὅτι τά ψεύδη, ὅσο γλυκά κι ἄν εἶναι μέ κολακεῖες καί γλοιώδεις καυχησιολογίες, δέν συμβιβάζονται μέ τή ζωή τῆς οἰκογένειάς μας. Ἄς δοῦνε, ἀκόμη, ὅτι τό νά ἀναγνωρίζουμε μέ ἀνδρεία τά σφάλματά μας καί νά ζητοῦμε συγγνώμη μέ ἀρχοντιά εἶναι ἡ ἐλπίδα μας καί ἡ ἀνατολή τῆς γνήσιας ζωῆς μας.
Αρχιμ. Νικοδήμου Κανσιζόγλου