Καποδίστριας και Κολοκοτρώνης / αρχιμ. Ιακώβου Κανάκη*

Τα δύο αυτά ονόματα αποτελούν ομολογουμένως το καύχημα των Ελλήνων. Ο Καποδίστριας, πολιτικός με άριστη στρατηγική στους χειρισμούς του και ο Κολοκοτρώνης, στρατηγός με ζηλευτή πολιτική διάκριση και διορατικότητα. Δύο προσωπικότητες που συνεργάστηκαν μεταξύ τους με αμοιβαίο σεβασμό και τιμή. Δύο ακούραστοι συνοδοιπόροι με έναν και μοναδικό σκοπό, την ανασύσταση και αναγέννηση της Πατρίδος. Ενώ αυτοί που παραμέρισαν το προσωπικό τους συμφέρον για το συμφέρον του Γένους, οι συμπαρτιώτες τους, αντί να τους ανταποδώσουν τη δέουσα ευχαριστία και ευγνωμοσύνη, τους έλεγξαν και τους τιμώρησαν. Θέλησαν να δομήσουν το νεοσύστατο ελληνικό κράτος με πυλώνες την πίστη στον Θεό και την θυσιαστική προσφορά στα κοινά χωρίς ιδιοτέλειες, και το πλήρωσαν.

Εν συνεχεία θα εξετάσουμε ορισμένες πτυχές της ζωής, του χαρακτήρα τους, της δράσης τους, επισημαίνοντας τα κοινά σημεία η και τις διαφορές των δύο αυτών μεγάλων ανδρών, λαμβάνοντας χρήσιμες πληροφορίες, πολύτιμα συμπεράσματα, ίσως και αφορμές προβληματισμού για την κατάσταση στις μέρες μας, αφού η ιστορία επαναλαμβάνεται.

Ποιά είναι όμως η πρώτη «επικοινωνία» των δύο αυτών ανδρών; Είναι καταγεγραμμένο στην ιστορία ότι ο Κολοκοτρώνης εργάστηκε για να τοποθετηθεί ο Καποδίστριας Κυβερνήτης της Ελλάδος.

Πράγματι, ο Γέρος του Μωριά είναι το πρόσωπο εκείνο που όχι μόνο πίστεψε στην ιδέα ο Καποδίστριας να γίνει ο Κυβερνήτης της Ελλάδος, αλλά και εργάστηκε σκληρά για τον σκοπό αυτό. Στα Απομνημονεύματά του φαίνεται απογοητευμένος με όσους εκ των Ελλήνων θέλησαν να κυβερνήσουν και θεωρούσε τον Καποδίστρια ως την καλύτερη λύση στο ζήτημα της ηγεσίας. Καταγράφουμε την υπόθεση όπως ο ίδιος αναφέρει: «Και εσηκώθηκα και έκραξα τον Μεταξάν, και επήρα και δέκα νομάτους το μεσημέρι, και δεν ήξευρε άλλος κανένας που υπάγω, μόνον τον Νικηταράν έκραξα και του είπα να έχη την έγνοιαν, να μην γίνη κανένα σκάνδαλον, έως όπου να έλθω. Η συνέλευσις της ήρχετο θαύμα, μην ηξεύροντας που υπάγω. Και επήγα εις το ποτάμι του Πόρου, και οι βάρκες του Άμιλτον έκαναν νερό, και εμπήκαμεν εις μίαν βάρκα, και επήγαμεν επάνω στην φρεγάτα. Μας εδέχθηκε ο Άμιλτον και εκάτσαμεν εις ομιλίαν, του λέγω:

– Καπιτάν Άμιλτον, ήλθαμεν να πάρωμεν την συμβουλήν σου … γνωρίζεις τους Έλληνας από εδώ και τόσους χρόνους. Τους εβάλαμεν όλους να μας κυβερνήσουν, και ποτέ δεν μας εκυβέρνησαν καθώς έπρεπε, και βλέποντες ότι δεν έχομεν άνθρωπον πολιτικόν να μας κυβερνήση, ήλθαμεν να σε πάρωμεν εις γνώμην».

Αφού ο Κολοκοτρώνης τον ρωτά αν εκείνος έχει υπ  ὄ­ψιν του κάποιον ικανό, από όπου και να είναι, ο διάλογος καταλήγει ως εξής:

– Τάχα δεν μας δίδει η Αγγλία ένα Πρόεδρον, ένα Βασιλέα; Ο Άμιλτον απαντά: «Όχι, ποτέ δεν γίνεται!…».

– Δεν μας δίδει η Φράντζα;

– Ομοίως, μας αποκρίθη.

– Η Ρωσία;

– Όχι!…

– Η Προυσία;

– Όχι!…

– Η Ανάπολι;

– Όχι!…

– Η Ισπανία;

– Όχι, δεν γίνεται!…

Αφού εμελέτησα όλα τα Βασίλεια.

– Σαν δεν μας δίδουν τούτες οι αυλές, τι θα γίνωμεν ημείς;

Μας αποκρίθηκε, ότι:

Τηράτε να ευρήτε κανέναν Έλληνα.

Ημείς άλλον Έλληνα αξιώτερον δεν έχομεν, μόνον να εκλέξωμεν τον Καποδίστριαν!…

Εγύρισε και μ  ἐ­κύτ­τα­ξε ακούοντας το όνομα Καποδίστριας και μου είπε: Πάρτε τον Καποδίστρια … διότι εχαθήκατε! … Στη συνέχεια ο Κολοκοτρώνης ανέλαβε την όλη διαδικασία για την εκτέλεση της συμφωνίας: «Την αυγήν εσυναχθήκαμεν και υπογράψαμεν δια τον Καποδίστριαν. Άρχισαν και έκαμαν τα γράμματα της προσκλήσεως, τα έστειλα από τρία μέρη, και έτσι ετελείωσε εκείνη η υπόθεσις».

Επίσης, στην έρευνά μας εντοπίσαμε μια επιστολή του Κολοκοτρώνη προς τον Καποδίστρια από την οποία προκύπτουν χρήσιμα συμπεράσματα για το πως ο γενναίος στρατηγός απευθυνόταν στον μετέπειτα Κυβερνήτη του τόπου μας.

Από την ανάγνωσή της θα σταθούμε σ  ἕ­να μόνο σημείο που δηλώνει ολοφάνερα τον σεβασμό του στρατηγού προς τον Καποδίστρια. Παραθέτουμε το κείμενο: «Αι κρίσεις Σας περί των πραγμάτων της Ελλάδος είναι όντως σοφαί και αι συμβουλαί τας οποίας δίδετε από ένθερμον εμπνέονται πατριωτισμόν». Αλλά και ο Κυβερνήτης έδειχνε τον σεβασμό και την εμπιστοσύνη του στο πρόσωπο του Κολοκοτρώνη. Ο Κυβερνήτης Καποδίστριας είχε πλήρη εμπιστοσύνη στον Κολοκοτρώνη και γι  αὐ­τὸ μεταξύ των προσώπων στα οποία ανέθεσε διοικητικές και στρατιωτικές θέσεις ήταν ο Κολοκοτρώνης ως υπεύθυνος της Πελοποννήσου.

Επίσης, όταν αποφάσισαν αργότερα να δολοφονήσουν τον Καποδίστρια, ήξεραν ότι αυτό είναι αντίθετο με την βούληση του Κολοκοτρώνη, ο οποίος ήταν το «στήριγμα του Κυβερνήτη».

Η γνωριμία τους χρονολογείται πιθανότατα από το 1805. Η εκτίμηση του Κολοκοτρώνη στο πρόσωπο του Κυβερνήτου ήταν από την αρχή θετικότατη. Μάλιστα είχε πολλές φορές αναφερθεί δημοσίως με θερμά λόγια στις ικανότητες του Καποδίστρια και θεωρούσε ότι θα μπορέσει να διαδραματίσει έναν σημαντικότατο ρόλο στην ανασύνταξη της Πατρίδος. Είχε πει ο Κολοκοτρώνης για τον Κυβερνήτη: «Τέλεια πληρεξουσιότητα σ  αὐ­τὸν, γιατί ήταν ο μόνος άνθρωπος ικανός».

Αμοιβαία ήταν και η γνώμη του Καποδίστρια για τον Κολοκοτρώνη και για τον λόγο αυτό τον στήριξε όποτε ήταν δυνατόν. Ο Κυβερνήτης ήθελε να χρησιμοποιήσει τον στρατηγό σε διάφορες θέσεις του κρατικού μηχανισμού, αλλά αυτό δεν ήταν δυνατόν τουλάχιστον τα πρώτα έτη της απελευθερώσης.

Αλλά και μετά τη δολοφονία του Καποδίστρια ενώθηκαν όλες οι φωνές, ασφαλώς και του Κολοκοτρώνη, αλλά και των συγγενών των φονιάδων Μαυρομιχαλαίων, λέγοντας: «Ο δολοφονήσας τον Καποδίστριαν, εδολοφόνησε την Ελλάδα». Αυτή είναι η γνώμη του Κολοκοτρώνη για τον Καποδίστρια, αλλά σίγουρα ισχύει και το αντίστροφο. Πράγματι, ο Καποδίστριας ομιλώντας στον Παρί ντε Βένσα για τον Γέρο του Μωριά είπε: « Να ο καινούργιος μας Οδυσσέας».

Είναι αξιοσημείωτο ότι μετά την δολοφονία του Καποδίστρια ο λαός προσβλέπει στον Κολοκοτρώνη ως πατέρα και ως πρόσωπο ικανό να αναλάβει τις ευθύνες και να συνεχίσει το έργο του δολοφονηθέντος.

Ένα αίσθημα που συνείχε τους δύο μεγάλους άνδρες ήταν η αγωνία τους για την Πατρίδα. Όντως, περίπου στα 1828 ο Καποδίστριας ως επιφανής πολιτικός άνδρας επισκέπτεται τις ευρωπαϊκές χώρες για να εξασφαλίσει τα καλύτερα για την Ελλάδα. Αυτό γίνεται πασιφανές στην περικοπή της ακόλουθης επιστολής: «Κατέβαλε κόπους, υπομνηματίζων και προτείνων εις τας δυνάμεις και προς τους δυνατούς φίλους γράφων και ομιλών και ενεργών». Στο τέλος της επιστολής αυτής, αναγνωρίζοντας την βοήθειά του εκ του Εξωτερικού, λέγει ο Κολοκοτρώνης: «Κύριε Κόμη, όστις πονεί μεγάλως δια την Πατρίδα, ουδείς αμφιβάλλει ότι πολύ συνηργήσατε και συνεργείτε με τους φίλους Σας εις το να στέλλωνται βοήθειαι· ούτε να παύσετε πρέπει, ουδέ στιγμήν, προσπαθούντες δια την ωφέλειαν και σωτηρίαν, και εν γένει δια το καλόν της Πατρίδος και πάντα δυνατόν τρόπον, παρηγορούντες τας αναγκάς της, συμβουλεύοντες ημίν· ο,τι ωφέλιμον και συντείνον εις την σωτηρίαν της και έστε βέβαιοι ότι τ᾽ όνομά Σας θέλει καταλάβει χώρον μεταξύ των μεγάλων ευεργετών της…».

Ως προς την έγνοια του Κολοκοτρώνη για το μέλλον του Γένους αναφέρουμε τον σχετικό διάλογο μεταξύ αυτού και του Άρμανσβεργ, Προέδρου της Αντιβασιλείας:

– Πολλούς εχθρούς έχεις, στρατηγέ.

– Ένα γνωρίζω εκλαμπρότατε τον οποίον μεγάλως φοβούμαι.

– Τις είναι αυτός ο γνωστός Σοι και τόσον επίφοβος;

– Τ  ὄ­νο­μά μου, εκλαμπρότατε.

Γι  αὐ­τὸν τον λόγο ο ιστορικός Τάσος Γριτσόπουλος λέγει ότι στο πρόσωπό του «επύκνωσε την πίστη και το όραμα της εθνικής ελευθερίας δια την οποίαν ηγωνίσθη».

Ένα άλλο κοινό σημείο των δύο μεγάλων ευεργετών του Γένους μας είναι η πίστη στον Θεό. Όταν θέλησε ο Καποδίστριας να μεριμνήσει για Βασιλέα της Ελλάδος, τέθηκε το ζήτημα περί του γιου του Βασιλέως της Βαυαρίας Λουδοβίκου, Όθωνα, για τον οποίο ο Κυβερνήτης, –εκτός άλλων αιτίων– πρόβαλε το διαφορετικό θρήσκευμα. Επίσης, εάν προσέξει κανείς που έγινε η δολοφονία του Καπποδίστρια, θα παρατηρήσει ότι αυτή διαπράχθηκε έξω από τον ναό του αγίου Σπυρίδωνος Ναυπλίου, όταν ο Κυβερνήτης πήγαινε να λετουργηθεί: «Όπου το θύμα της επορεύετο πρωϊ να παρευρεθή εις την Θείαν μυσταγωγίαν και προσφέρη την προς αυτόν άδολον λατρείαν του».

Είναι γεγονός ότι υπάρχουν στιγμές στη ζωή κάθε ανθρώπου κατά τις οποίες ο χριστιανός δεικνύει αν η πίστη του είναι θεωρία η βίωμα αληθινό. Ας θαυμάσουμε τη στάση του Κολοκοτρώνη προς εχθρούς και φίλους. «Σημειωτέον δε ότι και αφού απεφυλακίσθη και την εμπρέπουσαν αυτώ θέσιν ανέκτησεν ο Κολοκοτρώνης, πάντας τους ειρημένους διώκτας του αμνησικάκως εσυγχώρησε, κατ  οὐ­δε­νὸς εμνησικάκησε, και απαρχής δε ουδείς ακακώθη υπ  αὐ­τοῦ ποτέ δι  ἔ­χθραν η εκδίκησιν, όθεν και τότε πάντας, φίλους του και εχθρούς, εξ ίσου ανεξικάκως προσεδέχετο λέγων, ότι ο Θεός εσυγχώρησε και ηυδόκησε να γίνουν ως εγένοντο τα γεγονότα προς δοκιμασίαν κοινήν, και πιστεύων ότι ουδέν εδύναντο να κάμουν οι άνθρωποι εναντίον της Θείας βουλήσεως η παραχωρήσεως».

Ο Γέρος του Μωριά ήταν πιστός χριστιανός και όλα τα εξαρτούσε από την αγάπη του Θεού, αλλά όχι χωρίς την συμμετοχή και την προσπάθεια του ανθρώπου. «Καταπληκτικός ήτο, όταν διεκήρυσσεν ότι ο Θεός υπέγραψε την ελευθερίαν των Ελλήνων και δεν έπαιρνε πίσω την υπογραφήν του. Τούτο όμως κάθε άλλο παρά εσήμαινεν ότι η ελευθερία θα ήρχετο χωρίς αγώνα η τους Έλληνες ουραγούς ξένων δυνάμεων».

Ας αναφέρουμε και μια διαφορά των δύο ανδρών η οποία όμως δεν τους διεχώριζε, αλλά τους ένωνε με έναν θαυμαστό τρόπο. Ήταν η μόρφωση! Ο μεν Κολοκοτρώνης παρέμεινε «αγράμματος δια βίου, αλλ  ὄ­χι αναλφάβητος η απαίδευτος. Γραφήν και ανάγνωσιν στοιχειώδη έμαθε κοντά εις έναν μοναχόν εις το μοναστήρι των Αγίων Θεοδώρων πλησίον της Βυτίνας, όπου φαίνεται ότι είχε καταφύγει νεαρός ο Θοδωράκης». Να τι λέει ο ίδιος: «Το Ψαλτήρι, το  κτω­ή­χι, ο Μηναίος, άλλαι προφητείαι, ήσαν τα βιβλία οπού ανέγνωσα…». Από την άλλη, ο Καποδίστριας μετά τα εγκύκλια μαθήματα σε ηλικία 18 ετών πηγαίνει στην Ιταλία και αρχίζει ανώτερες σπουδές στο Πανεπιστήμιο της Πάντοβας. Θα τελειώσει στα 1779 με το πτυχίο της Ιατρικής, αλλά και με ευρύτατη μόρφωση στον χώρο της φιλοσοφίας και της φιλολογίας. Ενώ όμως ως προς το μορφωτικό επίπεδο η διαφορά είναι τεράστια, η τιμή και ο απόλυτος σεβασμός μεταξύ τους είναι χαρακτηριστικά.

Πέρα όμως από την μόρφωση υπήρξαν πολλά κοινά σημεία στον χαρακτήρα τους. Η αποφασιστικότητα, η μεγάλη θέληση, η τόλμη, και η σύνεση. Ακόμα, η ηγετική τους μορφή και δράση. Αν και οι δύο γνώρισαν μεγάλες απογοητεύσεις από φίλους και εχθρούς τους, δεν σταμάτησαν τις προσπάθειές τους. Ο Κολοκοτρώνης εκφράζει την ιδέα, την πάλη, την θυσία και εκπροσωπεί το ηρωϊκό πνεύμα των Ελλήνων. Ο ίδιος ήταν «ανθρωπογνώστης», μπορούσε να διακρίνει εύκολα τα πρόσωπα και τις συμπεριφορές τους. Και τον Καποδίστρια χαρακτηρίζει ανιδιοτέλεια, αφού είχε αγκαλιάσει πρώτα όσους από την αρχή αντιτάχθηκαν στο έργο του. Επίσης, η τόλμη του, όπως φαίνεται από την όλη δράση του τόσο στο εξωτερικό, όσο και στην Ελλάδα, είναι αξιοσημείωτη.

Ομοιότητες των δύο άνδρων μπορεί να διακρίνει κανείς και στην αντιμετώπισή τους εκ μέρους των συμπατριωτών τους, όπως και εκ μέρους της Πατρίδος τους.

Κοινή, λοιπόν, υπήρξε η αγνωμοσύνη της Πατρίδος προς τις δύο αυτές λαμπρές προσωπικότητες. Ο μεν Καποδίστριας δολοφονήθηκε, όπως αναφέραμε αλλά και ο Κολοκοτρώνης δολοφονείται καθημερινώς. Διασύρεται ως κατηγορούμενος σε δίκη «δι  ἐγ­κλή­μα­τα δήθεν κατά των καθεστώτων». Εντύπωση δε προκαλεί η παρουσία του Εδουάρδου Μάσσων, Άγγλου, ο οποίος έκανε την ανάκρισιν και την απαγγελία κατηγορίας ως Εισαγγελεύς του φονεύσαντος τον Καποδίστρια Μαυρομιχάλη, αλλά τον συναντούμε και πάλι στην δίκη του Κολοκοτρώνη. Την σημειώνουμε σαν μια ακόμα τυχαία ομοιότητα των δυό.

Από τα προαναφερθέντα προκύπτει ότι η ευλογημένη ελληνική γη δεν είχε πάντοτε τους ηγέτες που της άξιζαν, και όταν στο διάβα των καιρών εμφανιζόταν κάποιος, τότε εύρισκε άδοξο τέλος. Μακάρι η ιστορία να μην επαναλαμβάνεται, αλλά…

 

*Πρωτοσυγκέλλου Ιεράς Μητροπόλεως Γόρτυνος και Μεγαλοπόλεως

 

Θα χαρούμε να ακούσουμε τις σκέψεις σας

Αφήστε ένα σχόλιο

Το Ρωμαίικο
Logo

Ραδιόφωνο του Ρωμαίικου