Η καταγωγή της ελληνικής γλώσσας / Ιωάννη Κ. Προμπονά*

Η ελληνική, μια από τις πέντε χιλιάδες περίπου γλώσσες που μιλιούνται σήμερα στον κόσμο, κατέχει ένα μοναδικό χαρακτηριστικό.  Είναι η μόνη ζωντανή γλώσσα της οποίας μπορεί κανείς να παρακολουθήσει την εξέλιξη επί τριανταεπτά αιώνες.  Από την άποψη αυτή, η Ελληνική νικά την Αιγυπτιακή (η οποία γραπτώς μαρτυρείται για περισσότερο χρονικό διάστημα αλλά είναι γλωσσικά νεκρή) και την Κινεζική, που είναι και αυτή ζωντανή αλλά τα αρχαιότερά της κείμενα είναι κατά τι νεότερα από τον 16ο π.Χ αιώνα.  Η διαπίστωση ανήκει στους διαπρεπείς γλωσσολόγους Humbert, Risch, και Duhoux και είναι ορθή.

Το αρχαιότερο γραπτό μνημείο της ελληνικής γλώσσας είναι μια σχεδόν κυκλική κροκάλη που κυριολεκτικά μπορείς να την κρατήσεις μες στην παλάμη σου: οι διαστάσεις της είναι 4,9 εκ. επί 4,08 εκ, πάχους 1,62 εκ. και το βάρος της είναι 48 γρ.  Βρέθηκε από την αρχαιολόγο Πολυξένη Αραπογιάννη το 1994 στη θέση Αγιελίτσες της Κοινότητας Καυκανιάς, 7 χλμ προς Β. της Ολυμπίας, και δημοσιεύτηκε την επόμενη χρονιά στα Πρακτικά της Ακαδημίας Αθηνών, τ. 70, σς. 251-254 αλλά και αλλού (βλ. Αραπογιάννη 1995).  Πάνω στο «βότσαλο της Καυκανιάς» διαβάζεται, μεταξύ άλλων, το ανθρωπονύμιο Χάροy γραμμένο σε Γραμμική γραφή Β. Το όνομα μαρτυρείται και στην Ιλιάδα του Ομήρου και ετυμολογικά σημαίνει «αυτός που έχει χαρούμενη όψη».

Τα υπόλοιπα κείμενα που είναι γραμμένα σε Γραμμική γραφή Β, στην πρώτη ελληνική γραφή, χρονολογούνται στον 15ο -13ο π.Χ αιώνα, είναι χαραγμένα πάνω σε πήλινες πινακίδες ή ζωγραφισμένα πάνω σε αγγεία (αμφορείς) και βρέθηκαν στα μυκηναϊκά ανάκτορα της Κνωσού, της Πύλου, των Μυκηνών, της Τίρυνθας, των Θηβών και ακόμη στα Χανιά.  Χάρη στην αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής γραφής Β, το 1952, από τον Άγγλο αρχιτέκτονα M. Ventris και τον συμπατριώτη του ελληνιστή J. Chadwick τα αρχαιότερα γραπτά μνημεία της ελληνικής γλώσσας δεν είναι πια τα ομηρικά έπη αλλά τα μυκηναϊκά κείμενα.  Και μολονότι το περιεχόμενό τους είναι λογιστικό και διοικητικό, μας διδάσκουν πολλά, πρώτιστα για την ιστορία της γλώσσας μας.  Από τη μελέτη των κειμένων αυτών συνάγεται με βεβαιότητα ότι στα μυκηναϊκά χρόνια η ελληνική γλώσσα είναι πλήρως διαμορφωμένη και πλουσιότατη: απαντούν σ’ αυτά πλείστοι τεχνικοί όροι (βλ. Σαλή-Αξιώτη) και η σύνταξη δεν είναι μόνο παρατακτική.  Είναι χαρακτηριστική η ακόλουθη πρόταση: ο Fίδε Φύγεβρις, ότε Fάναξ θήκε ΑυγήFαν δαμοκόρον (= αυτό είδε ο Φύγεβρις, όταν ο ανώτατος άρχοντας τοποθέτησε τον Αυγεία φροντιστή του Δήμου).  Καθώς τώρα η γλώσσα ανήκει στα πολιτιστικά φαινόμενα «μακράς διαρκείας», είναι αυτονόητο ότι η ελληνική δεν διαμορφώθηκε μέσα σε λίγους αιώνες.  Διαμορφώθηκε πολλούς αιώνες πριν από τον 17ο αιώνα, στον οποίον χρονολογείται το «βότσαλο της Καυκανιάς»

Εκείνο όμως που ενδιαφέρει περισσότερο είναι τούτο: στα μυκηναϊκά κείμενα απαντούν πλείστες λέξεις που επιβιώνουν στη σημερινή ελληνική (βλ. Probonas).  Παραθέτω μερικά παραδείγματα ξεκινώντας από τα κύρια ονόματα, ανθρωπονύμια και τοπωνύμια.  Πρώτα πρώτα δυο γυναικεία ονόματα, που συμβαίνει μάλιστα να έχουν παγκόσμια διάδοση, τα Αλεξάνδρα και Θεοδώρα.  Απαντούν σε μια πινακίδα των Μυκηνών.  Το τοπωνύμιο Θήβαι διαβάζεται σε πινακίδες των Μυκηνών και των Θηβών.  Το όνομα έχει επιβιώσει ως τις μέρες μας μέσω της προφορικής παράδοσης με τον τύπο Φήβα (για την τροπή της συλλαβής –Θη σε Φη πβ. Φηκάρι από το θηκάρι, φηλιάζω από το θηλιάζω κλπ).  Βλακωδώς, οι Νεοέλληνες λόγιοι το γνήσιο Φήβα της λαϊκής παράδοσης, που ξεκινάει χωρίς διακοπή από τα μυκηναϊκά, τουλάχιστον, χρόνια, αντικαταστήσαμε με το ψεύτικο Θήβα, ου έχει λόγια προέλευση, δεν μαρτυρεί, επομένως, την συνέχεια της γλωσσικής και εθνικής μας παράδοσης.  Το τοπωνύμιο Τύλισος διαβάζεται σε πινακίδες της Κνωσού.  Το όνομα με τον ίδιο ακριβώς τύπο έχει επιβιώσει ως τις μέρες μας στη Κρήτη.

Μερικά παραδείγματα από τα προσηγορικά: αγρός (η λέξη επιβιώνει ως τοπωνύμιο σε πολλούς τόπους), άνεμος, άργυρος, δες ος, δώρα (ονομ. πληθ.), θεός, κύπελλα (ονομ. πληθ.) ξίφος, όρος (η λέξη επιβιώνει ως τοπωνύμιο σε πολλούς τόπους), πέδιλα (ονομ. πληθ.), κύμινον, μέλι, σέλινον, σκέλος, τέμενος (η λέξη έχει επιβιώσει ως τοπωνύμιο), φάρμακον, φεάλα (με τον τύπο φιάλα επιβιώνει η λέξη στη Μεσσηνία), χαλκός, χρυσός.

Μερικά παραδείγματα από τα επίθετα: ελεύθερος, ερυθρός, ιερός, άγριος, κακός, λεπτός, λευκός, ξανθός, παλαιός, πολύς.

Μερικά παραδείγματα από τα ρήματα: δέχομαι, έχω, καίω, λείπω, οφείλω, φέρω.

Μυκηναϊκό είναι και το ένεκα.

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η επιβίωση στη σημερινή Ελληνική όχι μόνο λεξιλογικών αλλά και μορφολογικών μυκηναϊκών στοιχείων.  Ιδού μερικά παραδείγματα:

  • Ονόματα θηλυκά σε –τρια, δηλωτικά επαγγέλματος, όπως ασκήτρια, ράπτρια κ.λ.π. Το ράπτρια μάλιστα απαντά με συνίζηση, δηλαδή ως ράπτριja.  Πβ. Νεοελληνικά ανυφάντρα, θερίστρα, μαζώχτρα, μαθήτρια αλλά και μαθήτρα, πλουμίστρα, ράφτρα, τραγουδίστρια κλπ.
  • Ονόματα ουδέτερα σε – τρον, δηλωτικά οργάνων, όπως πυραυστρον (=μασιά). Πβ. Ελληνικό ζύμωτρον, ξύστρο, σήμαντρο, σκιάχτρο, κλπ.
  • Ονόματα σύνθετα σε –φόρος, όπως κλαFιφόρος (=κλειδούχος). Πβ. Πληθώρα νεοελληνικών συνθέτων σε –φόρος, όπως νεροφόρος κλπ.

Επομένως, με βάση τις γραπτές μαρτυρίες, οι ρίζες της νέας Ελληνικής πηγαίνουν πίσω στα μυκηναϊκά χρόνια.

Από πού όμως κατάγεται η αρχαία ελληνική γλώσσα που γραπτώς μαρτυρείται από τον 17ο αιώνα ως σήμερα;

Η Ελληνική γλώσσα δεν είναι «ανάδελφη».  Είναι μέλος της μεγάλης οικογένειας των Ινδοευρωπαϊκών γλωσσών.

Αυτό σημαίνει ότι παρουσιάζει φωνητικές, μορφολογικές, λεξιλογικές και συντακτικές αντιστοιχίες με πολλές άλλες γλώσσες που κατάγονται από την Ινδοευρωπαϊκή μητέρα γλώσσα.  Οι γλώσσες αυτές είναι οι εξής: Ελληνική, Ιταλική, Γερμανική, Κελτική, Αλβανική, Θρακική, οι Βαλτοσλαβικές γλώσσες, Ινδοϊρανική, Χεττιτική, Αρμενική και Τοχαρική.  Δηλαδή, από την ινδοευρωπαϊκή μητέρα γλώσσα κατάγονται σχεδόν όλες οι γλώσσες της Ευρώπης (πλην της Βασκικής, Ουγγρικής, Φινλανδικής και Τουρκικής) και ακόμη μερικές της Ασίας, η Αρμενική, η Ιρανική, η Ινδική, η Χεττιτική και η Τοχαρική.

Πρέπει όμως να τονισθεί ότι η Ινδοευρωπαϊκή μητέρα γλώσσα δεν είναι γλώσσα μαρτυρημένη αλλά επανασυνθεμένη με βάση την συγκριτική μέθοδο.  Η σύγκριση αυτή βασίζεται σε γλωσσικούς νόμους (π.χ. στην Ινδική, τα φωνήεντα α, ο, e συγχωνεύτηκαν σε α).  Η θεωρία για την Ινδοευρωπαϊκή μητέρα γλώσσα ξεκίνησε το 1786 από τον Άγγλο δικαστή στις Ινδίες Sir William Jones και από τον Γερμανό γλωσσολόγο Franz Bopp (1791 – 1867) και ενισχύθηκε στη συνέχεια από άλλους.

Ιδού μερικά παραδείγματα χαρακτηριστικά της συγγένειας των Ινδοευρωπαϊκών γλωσσών:

  • Οι αριθμοί 2, 3, 7, 8, 9 στην Ελληνική, Ινδική και Λατινική

ΕΛΛΗΝΙΚΗ        ΙΝΔΙΚΗ        ΛΑΤΙΝΙΚΗ        ΙΑΠΩΝΙΚΗ

δύο                      dva                            duo                     futatsu

τρείς                   trayas            tres                       mittsu

επτά                     sapta              septem                 nanatsu

οκτώ                   asta                octo                      yattsu

εννέα                             nawa              novem                  kokonatsu

 

Οι αριθμοί 2,3,7,8,9 στην Ιαπωνική, η οποία δεν είναι Ινδοευρωπαϊκή γλώσσα, δηλώνονται με εντελώς διαφορετικές λέξεις.

  • Η λέξη όνομα στην Ελληνική, Ινδική, Λατινική, Γερμανική και Αρμενική είναι αντίστοιχα: όνομα nama nomen namen anum

Οι ποικίλοι αυτοί τύποι επήγασαν από αρχικό ινδοευρωπαϊκό *nomn.

  • Η λέξη καρδιά στην Ελληνική, Λατινική, Λιθουανική, σλαβική, Αγγλική, Γερμανική είναι αντίστοιχα:

Καρδιά cor,cordis sirdis srudice heart Herz

Οι ποικίλοι αυτοί τύποι επήγασαν από αρχικό ινδοευρωπαϊκό *krd.

  • Το γ΄ ενικό του ρήματος ειμί στην Ελληνική, Ινδική, Λατινική, Γερμανική, Ρωσσική είναι αντίστοιχα:

Εστί asti est ist jesti

Οι ποικίλοι αυτοί τύποι επήγασαν από αρχικό ινδοευρωπαϊκό *esti.

Φυσικά, οι φωνητικές, μορφολογικές, συντακτικές και λεξιλογικές αντιστοιχίες ανάμεσα στην Ελληνική και σε άλλες Ινδοευρωπαϊκές γλώσσες αφθονούν και είναι αυτές που οδηγούν στο συμπέρασμα ότι υπήρξε μια αρχική μητέρα γλώσσα, η καλούμενη Ινδοευρωπαϊκή.  Από αυτήν κατάγονται οι διάφορες Ινδοευρωπαϊκές γλώσσες.

Ποια ήταν όμως η κοιτίδα των Ινδοευρωπαίων προτού διασπαρούν στον τεράστιο γεωγραφικό χώρο, που απλώνεται από την Ισλανδία ως την Ινδία (πεδιάδα του Γάγγη ποταμού), και για πόσο χρονικό διάστημα παρέμειναν ενωμένοι; Πότε αυτοί, που πολύ αργότερα ονομάστηκαν Έλληνες, αποσπάστηκαν από τον αρχικό Ινδοευρωπαϊκό πυρήνα;

Από εδώ και πέρα κινούμεθα στο αχανές βασίλειο των υποθέσεων.

Κατά κανόνα, η αρχική κοιτίδα των Ινδοευρωπαίων τοποθετείται στη Βόρεια Ευρώπη.  Κατά τη γνώμη μου, όχι ο αφιλόξενος βορράς, αλλά ο χώρος εκατέρωθεν του Αιγαίου με το προνομιούχο κλίμα, όμοιο από το 8.000 π.Χ (βλ. Θεοχάρη, ΙΕΕ τ. Α΄ σ. 44), και την ιδεώδη γεωμορφολογία θα ήταν ο πιο κατάλληλος να θεωρηθεί ως η αρχική κοιτίδα των Ινδοευρωπαίων.  Φυσικά, μια τέτοια θεωρία χρειάζεται τεκμηρίωση γλωσσική, αρχαιολογική και ανθρωπολογική.

Ως προς την ηλικία της ελληνικής γλώσσας, θα αποτολμήσω μια υπόθεση βασιζόμενος κυρίως στη συγκριτική μελέτη της μυκηναϊκής Ελληνικής με τη νέα Ελληνική.

Οι γλωσσολόγοι έχουν διαπιστώσει ότι η Αρχαία Ελληνική συγγένευε προπάντων με την Ινδοϊρανική (16 ισόγλωσσες) και κατά δεύτερο λόγο με την Αρμενική (10 ισόγλωσσες).  Για την Αρμενική αρχαίες γραπτές πηγές δεν έχουμε.  Έχουμε όμως και για την Ελληνική και για την Ινδοϊρανική.  Εάν τώρα συγκρίνουμε την μυκηναϊκή Ελληνική από τη μια με τη νέα Ελληνική και από την άλλη με την Ινδοϊρανική, θα διαπιστώσουμε ότι η μυκηναϊκή Ελληνική είναι πολύ πιο κοντά στην νέα Ελληνική από την οποία απέχει περίπου τρεισήμισυ χιλιετίες.  Ο παρατιθέμενος πίνακας είναι χαρακτηριστικός.

ΜΥΚ. ΕΛΛΗΝΙΚΗ          ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ          ΙΝΔΙΚΗ

αγρός                                          αγρός                         ajras

δεξιFός                                       δεξιός                        daksinah

ερυθρός                                      ερυθρός                     rudhirah

ζεύγος                                        ζεύγος                         yokta

ιερός                                           ιερός                          isiram

λείπω                                          λείπω                         rinakti

λευκός                                        λευκός                        roach

μήν                                              μήνας                         mas

νέFος                                          νέος/νιός                   navah

πατήρ                                         πατέρας                     pita

φέρω                                           φέρω/φέρνω             bharami

Η μυκηναϊκή ελληνική λοιπόν είναι πολύ πιο κοντά στη νέα Ελληνική από ό,τι στην Ινδοϊρανική.  Η διαπίστωση αυτή υποδεικνύει ότι το χρονικό διάστημα που χωρίζει την αρχαία Ελληνική και την Ινδοϊρανική από την Ινδοευρωπαϊκή μητέρα γλώσσα θα είναι μεγαλύτερο από τρεισήμισυ χιλιετίες, από το διάστημα δηλαδή που χωρίζει τη μυκηναϊκή Ελληνική από τη νέα Ελληνική.  Οι σημαντικές διαφορές, που παρουσιάζουν η αρχαία Ελληνική και η Ινδοϊρανική ήδη τον 15ο π.Χ. αιώνα, προϋποθέτουν παρέλευση χιλιετιών από τη χρονική στιγμή της απόσπασής τους από την Ινδοευρωπαϊκή μητέρα γλώσσα.  Εάν η Ελληνική και η Ινδοϊρανική είχαν αποσπασθεί από την Ινδοευρωπαϊκή μητέρα γλώσσα τρεισήμισυ περίπου χιλιετίες πριν από το 1500 π.Χ., οι δύο αυτές γλώσσες θα παρουσίαζαν συγγένεια ανάλογη με αυτήν που παρουσιάζει η μυκηναϊκή Ελληνική και η νέα Ελληνική, που απέχουν μεταξύ τους τρεισήμισυ χιλιετίες.  Αυτό σημαίνει ότι Ελληνική και Ινδοϊρανική θα αποσπάσθηκαν από την Ινδοευρωπαϊκή μητέρα γλώσσα πολύ πριν από το 5.000 π.Χ.  Στο ίδιο συμπέρασμα οδηγεί και η συγκριτική μελέτη της Ελληνικής με την Χεττιτική, της οποίας τα γραπτά μνημεία χρονολογούνται στον 17ο – 16ο αιώνα π.Χ.

Με βάση όλα τα παραπάνω, η γραπτή παράδοση της Ελληνικής γλώσσας αρχίζει από τον 17ο π.Χ. αιώνα και η προφορική της τουλάχιστον από το 6.000 π.Χ.

Το συμπέρασμα αυτό, που βασίζεται σε γλωσσικά δεδομένα, δεν απέχει πολύ από το συμπέρασμα του διακεκριμένου Άγγλου αρχαιολόγου και προϊστοριολόγου  Colin Renfrew, ο οποίος πρόσφατα υπεστήριξε ότι η Ελληνική γλώσσα άρχισε να διαμορφώνεται στην Ελληνική χερσόνησο γύρω στο 6.500 π.Χ.  Εξαιρετικά ενδιαφέρουσα είναι η γνώμη του ίδιου σοφού ότι οι διαδοχικοί πολιτισμοί του ελληνικού χώρου είναι προϊόντα τοπικών ανελίξεων.  Η κοινώς κρατούσα επιστημονική γνώμη ότι η ελληνική γλώσσα διαμορφώθηκε ανάμεσα στο 2100 με 1900 π.Χ. χρειάζεται αναθεώρηση.

Κοινή επίσης είναι η γνώμη ότι οι Ινδοευρωπαίοι που εγκαταστάθηκαν σ’ αυτήν εδώ τη γωνιά της γης με το προνομιούχο κλίμα, αυτοί που στα ιστορικά χρόνια ονομάζονταν Έλληνες, συνάντησαν άλλους λαούς. Οι παλαιότεροι αυτοί κάτοικοι ονομάζονταν «Προέλληνες» και οι γλώσσα που μιλούσαν «Προελληνική».  Τα τελευταία χρόνια οι «Προέλληνες» διακρίνονται σε «Προέλληνες Ινδοευρωπαίους» και σε «Προέλληνες μη Ινδοευρωπαίους». Δηλαδή γίνεται λόγος για «Προέλληνες» παλαιότερους και νεότερους.

Πρέπει όμως να παρατηρηθεί και να υπογραμμισθεί ότι λέξεις ή κατηγορίες λέξεων που μέχρι πριν λίγα χρόνια χαρακτηρίζονταν ως «προελληνικές» αποδείχτηκε στη συνέχεια ότι είναι γνήσιες ελληνικές.  Π.χ. η συνηθέστατη αρχαία ελληνική κατάληξη –ευς (βασιλεύς κ.λ.π) απέδειξε ο Perpillou ότι έχει ελληνική και όχι προελληνική καταγωγή.  Το κύριο όνομα Αχιλ(λ)εύς έχει πειστικά αποδειχτεί ότι παράγεται από τις λέξεις άχος (=λύπη, θλίψη) και λαός (=πολεμική ομάδα): έτσι ονομάστηκε ο πρωταγωνιστής της Ιλιάδας γιατί με την μήνιν του (=τον θυμό του) προκάλεσε θλίψη στους άλλους πολεμιστές.  Ελληνική και όχι προελληνική καταγωγή έχει και το θεωνύμιο Απόλλων (που μαρτυρείται τώρα στα μηκυναϊκά κείμενα με τον τύπο Απέλλων), όπως έδειξε ο Heubeck (βλ. Συντομογραφίες).  Ελληνικό και όχι προελληνικό είναι και το μέγαρον (βλ. Ruijgh).

Κατά τη γνώμη μου, η θεωρία περί «Προελλήνων Ινδοευρωπαίων» αλλά, ενδεχομένως, και η θεωρία περί «Προελλήνων μη Ινδοευρωπαίων» χρειάζεται επανεξέταση και αναθεώρηση. Μήπως η καλούμενη «Προελληνική» δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια πρωιμότατη φάση της Ελληνικής; Την αφορμή για μια τέτοια σκέψη δίνει, σε μένα τουλάχιστον, η εξελικτική πορεία της ελληνικής γλώσσας με βάση την μακραίωνη γραπτή της παράδοση.

Όσο και αν εκ πρώτης όψεως φαίνεται παράδοξο, η νέα ελληνική διδάσκει πόσο πρέπει να αποφεύγουμε να χαρακτηρίζουμε ως «προελληνικές» λέξεις της αρχαίας ελληνικής των οποίων αγνοείται η ετυμολογία.  Γιατί ενδέχεται οι λέξεις αυτές να είναι πανάρχαιες ελληνικές, τις οποίες αδυνατούμε να ετυμολογήσουμε, επειδή βυθίζονται σε μέγα βάθος χρόνου και έχουν πλήρως συσκοτισθεί, καθώς η σημασία των μορφολογικών στοιχείων από τα οποία απαρτίστηκαν έχει λησμονηθεί.  Διδασκαλικό είναι, νομίζω, το ακόλουθο παράδειγμα.  Στη νέα ελληνική (κυρίως στα νησιά του Αιγαίου) απαντά μια σειρά τοπωνυμίων που λήγουν σε –ούντα, -ούντας π.χ. Αλιμούντα (η) στην Κάρπαθο και στη Χάλκη, Αμιθούντα (η) στη Χίο, Δαφνούντα (η) στην Άνδρο, Ελαιούντα (η) στη Χίο, Ερεικούντα (η) στη Χίο, Κυπερούντα (η) στην Κύπρο, Μακούντα (η) στην Κύπρο, Μαλούντα (η) στην Κύπρο, Μαραθούντα (η) στην Κύπρο και στη Σύμη, Μερικούντα (η) στη Χίο, Πιπερούντα (η) στην Κύπρο, Πισπιλούντα (η) στη Χίο, Σαμακούντα (η) στη Ρόδο, Σκαμνιούντα (η) στη Λέσβο, Σπαρτούντα (η) στην Κέα, Σ(υ)κούντα (η) στη Λέσβο και στη Χίο, Σχινούντα (η) νησάκι κοντά στη Φωκίδα, Σκινούντας (ο) στην Αστυπάλαια, Φαγούντα (η) στη Σύμη, Φτερούντα (η) στη Λέσβο κ.λ.π. (βλ. Κίγκα 177-181).  Εκτός από τα τοπωνύμια απαντά και το προσηγορικό παχούντα (η) στη Γαύδο και σημαίνει είδος φαγητού (βλ. Γ. Χατζηδάκις, Γλωσς. Ερ. Α΄ 108-109 και Β΄ 484).  Η κατάληξη –ούντα, καθώς δεν είναι παραγωγική σήμερα, είναι εντελώς ακατανόητη στους μη ειδικούς.  Οι ειδικοί βέβαια γνωρίζουν την προέλευσή της.  Γιατί όμως;  Γιατί τα προστάδιά της μαρτυρούνται γραπτώς στη μυκηναϊκή και ομηρική ελληνική;   -Fεις, γενική –Fεντος> -όFεις, γενική –όFεντος > όεις, γενική –όεντος > ους, γενική –ούντος με αιτιατική –ούντα από όπου νέα ονομαστική –ούντας (αρσενικό) και –ούντα (θηλυκό).  Η σημερινή λοιπόν κατάληξη –ούντα, -ούντας μας είναι κατανοητή, γιατί μπορούμε να παρακολουθήσουμε την εξελικτική της πορεία.  Ας σημειωθεί ότι η κατάληξη –όεις στην κλασική εποχή είχε χάσει την παραγωγικότητά της. Ήδη στον Όμηρο ο πόλεμος χαρακτηρίζεται πολύδακρυς, υποκατάστατο του αρχαιοπρεπέστερου δακρυόεις «γεμάτος δάκρυα».

Και από τα γνωστά μεταβαίνουμε τώρα στα άγνωστα.  Το τοπωνύμιο Κόρινθος γίνεται κοινώς παραδεκτό ότι είναι προελληνικό.  Είμαστε βέβαιοι ότι η κατάληξη –ινθος είναι προελληνική;  Μήπως έχουμε να κάνουμε με ένα μορφολογικό απολίθωμα της Ελληνικής, του οποίου τη σημασία αδυνατούμε να ανιχνεύσουμε ελλείψει παλαιοτέρων γραπτών μαρτυριών;  Έστω όμως ότι η άγνωστης προέλευσης κατάληξη –ινθος είναι προελληνική.  Το τοπωνύμιο Κόρινθος είναι υποχρεωτικό να χαρακτηρισθεί προελληνικό;  Και πάλι η νέα ελληνική μπορεί να μας βοηθήσει.  Σ’ αυτήν απαντά πληθώρα λέξεων που έχουν σχηματισθεί με την κατάληξη –τζης πχ. Βιολιτζής, γανωτζής, καταφερτζής, παλιατζής, πλακατζής, ταξιτζής, ψιλικατζής, κλπ κλπ. Η κατάληξη –τζης αναμφισβήτητα έχει τουρκική προέλευση (<-ci).  Οι παραπάνω όμως λέξεις είναι τουρκικές;  Τουρκική προέλευση έχει και η κατάληξη –λικι (<lik).  Οι λέξεις όμως αρχονταλίκι, βουλευτιλίκι, και ακόμη αντριλίκι, αρχηγιλίκι, γοητιλίκι κλπ είναι τουρκικές;

Επανερχόμαστε στο Κόρινθος.  Ανεξάρτητα από την καταγωγή της κατάληξης –ινθος, το τοπωνύμιο είναι προελληνικό ή ελληνικό;  Όποιος γνωρίζει ότι αρχικά Κόρινθος ονομαζόταν όχι η γνωστή πόλη αλλά ο τεράστιος πέτρινος στρογγυλός όγκος που δεσπόζει της περιοχής, δύσκολα θα αρνηθεί να σχετίσει το τοπωνύμιο με τις αρχαίες ελληνικές λέξεις κόρυς, -θος (ήδη στα μηκυναϊκά) «περικεφαλαία», κόρυδος, κορυδαλός (το γνωστό πτηνό με το χαρακτηριστικό λοφίο), κορόνη «ρόπαλο με σιδερένιο περίβλημα στο ένα άκρο».  Κόρυμβος «κορυφή», κορυφή κλπ.  Το τοπωνύμιο, λοιπόν, Κόρινθος δεν είναι προελληνικό αλλά παμπάλαιο ελληνικό, σχηματισμένο από τη ρίζα κορ-«στρογγυλός, αυτός που έχει στρογγυλή κορφή» και την άγνωστης σημασίας κατάληξη –ινθος.  Της ίδιας ετυμολογικής αρχής είναι το τοπωνύμιο Τρικόρυθος (η) της περιοχής του Μαραθώνα, που συγκαταλέγεται στα «προελληνικά».  Το Τρικόρυθος είναι σύνθετο με α΄ συνθετικό το τρία και β΄ το ουσιαστικό κόρυς, -υθος «περικεφαλαία».  Η περιοχή ονομάστηκε από την ομοιότητα τριών λόφων με περικεφαλαίες.

Αυτά εν πάση συντομία και υπό μορφήν πρόδρομης ανακοίνωσης περί των καλουμένων «Προελλήνων» προσθέτοντας ότι συμμερίζομαι τη διαπίστωση του Χρ. Δάλκου (2001, σ. 6) ότι «η λεγόμενη «προ» ελληνική είναι στην ουσία πρωτοελληνική».

Αυτονόητο είναι ότι η ελληνική γλώσσα περιέχει και λέξεις δάνεια από άλλους μη ινδοευρωπαϊκούς λαούς, με τους οποίους οι δαιμόνιοι Έλληνες ήρθαν σε επαφή και «έδωσαν και επήραν».

Αυτή είναι κατά τη γνώμη μου, η καταγωγή της ελληνικής γλώσσας, η καταγωγή της γλώσσας ενός λαού, ο οποίος τρεις φορές στη διάρκεια της ιστορίας του, στη μυκηναϊκή περίοδο, στα κλασικά χρόνια και στην εποχή της ακμής της βυζαντινής αυτοκρατορίας, ανέλαβε, όπως παρατηρεί ο C. Blegen (βλ. Ιστορία του Ελληνικού Έθνους τ. Α΄, σ. 9), την παγκόσμια πολιτιστική και πνευματική ηγεσία.

Langue grecque.  Paris 1972, σ. 6

Κίγκα: Ελένη Κίγκα, Μορφολογία των νεοελληνικών περιεκτικών τοπωνυμίων, Ιωάννινα 1982

Perpillou:  J. – L. Perpillou, Les substantives gracs en –εύς.  Paris 1973.

Probonas: Ioannis Probonas, “Mots myceniens suvecus en grec modern”, στο: Atti del secondo congresso di Micenologia v.I 445/450.  Roma-Napoli 1991.

Renfrew: Colin Renfrew, Archaeology and Language, London, 1987.

Risch: Ernst Risch, Il miceneo nella storia della lingua greca, QUCC 23, 1976,9.

Ruijgh: C.J. Ruijgh, L’ etymologie de l’ adjectif αγαθός, στο: Palaeograeca et Mycenaea Antonino Bartonek oblata.

Σαλή – Αξιώτη: Τέση Σαλή – Αξιώτη, Λεξικό μυκηναϊκών τεχνικών όρων, Αθήνα 1996.

 

*καθηγητού φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών

 

 

Θα χαρούμε να ακούσουμε τις σκέψεις σας

Αφήστε ένα σχόλιο

Το Ρωμαίικο
Logo

Ραδιόφωνο του Ρωμαίικου