Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ ΖΩΗ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ*

ΨΥΧΑΓΩΓΙΑ ΚΑΙ ΘΕΑΜΑΤΑ

Ἡ ψυχαγωγία ἀποτελοῦσε ἕνα ἀπὸ τὰ κύρια συστατικὰ στοιχεῖα τῆς καθημερινότητας τῶν Βυζαντινῶν. Βεβαίως, σὲ κάποιες περιπτώσεις, ἡ Ἐκκλησία παρενέβαινε θέτοντας ὅρια ἢ θεσπίζοντας ἀπαγορεύσεις, ὅταν θεωροῦσε ὅτι μία μορφὴ διασκέδασης ἦταν βλάσφημη, ἀλλὰ ὅλα αὐτὰ καθόλου δὲν ἐμπόδιζαν τοὺς Βυζαντινοὺς ἀπὸ τὸ νὰ ἀπολαμβάνουν τὶς μικρὲς χαρὲς τῆς καθημερινότητας.

Βασικὸ κέντρο ψυχαγωγίας στοὺς Βυζαντινοὺς χρόνους ἦταν ὁ ἱππόδρομος. Ὅλες σχεδὸν οἱ μεγάλες πόλεις τῆς αὐτοκρατορίας διέθεταν ἱππόδρομο., ἐνῷ ξακουστὸς ἦταν ἐκεῖνος τῆς Κωνσταντινούπολης.

Ὁ Βυζαντινὸς ἱππόδρομος συνδύαζε ποικίλα θεάματα. Οἱ Βυζαντινοὶ μποροῦσαν νὰ παρακολουθήσουν ἐκεῖ ἱππικοὺς ἀγῶνες, θηριομαχίες (τὰ λεγόμενα θεατροκυνήγια), ἀγῶνες μεταξὺ μονομάχων (κατὰ τὰ ρωμαϊκὰ πρότυπα), ἀλλὰ καὶ ἄλλα, λιγότερο αἱματηρὰ θεάματα. Ἀκόμα, ἐκεῖ τελοῦνταν διάφορες θρησκευτικὲς πομπές, ἐνῷ γίνονταν καὶ δημόσιες τελετὲς ἢ πολιτικὲς συζητήσεις. Τὰ θεατρικὰ δρώμενα στὸν Ἱππόδρομο περιορίστηκαν σταδιακὰ ἐξαιτίας τῆς κριτικῆς ποὺ ἀσκοῦσαν οἱ καλλιτέχνες στὰ μέλη τοῦ κλήρου. Ὡστόσο, οἱ αὐτοσχεδιασμοὶ ἀπὸ μίμους, ἀκροβάτες καὶ μουσικοὺς δὲν ἔλειψαν ποτὲ ἀπὸ τοὺς δρόμους τῶν μεγάλων πόλεων. Στοὺς ἀριστοκρατικοὺς κύκλους ἦταν συχνὰ τὰ συμπόσια, τὰ κυνήγια, ἡ τζόστρα καὶ τὸ τζυκάνιον.

Οἱ λαϊκὲς μᾶζες στὸ Βυζάντιο διασκέδαζαν μὲ διάφορα θεάματα στὸ δρόμο: μὲ σκύλους, πιθήκους, ἀρκοῦδες, φίδια, ἀλλὰ καὶ ἄλλα, περισσότερο ἐξωτικὰ ζῶα (ἐλέφαντες, ρινόκερους, καμῆλες), ποὺ τὰ περιέφεραν οἱ κύριοί τους (συνήθως τσιγγάνοι) καὶ ἐκτελοῦσαν διάφορα νούμερα, μὲ σχοινοβάτες, θαυματοποιοὺς καὶ χορευτές, ἀλλὰ καὶ μὲ παραστάσεις κουκλοθέατρου, ποὺ δὲν ἦταν ἄγνωστο στὸ Βυζάντιο. Ἀκόμα, τὰ μέλη τῶν λαϊκῶν στρωμάτων διασκέδαζαν σὲ λαϊκὲς ταβέρνες, τὰ καπηλειά, μὲ κρασὶ καὶ χορευτικὰ θεάματα. Οἱ μεγάλες θρησκευτικὲς γιορτὲς ἔδιναν τὴν εὐκαιρία γιὰ τὴν ὀργάνωση πανηγύρεων. Ἐπρόκειτο γιὰ γιορτὲς ποὺ εἶχαν καὶ ἐμπορικὸ χαρακτῆρα καὶ ποὺ γίνονταν συχνὰ κοντὰ σὲ κάποιο ναό, συνήθως ἔξω ἀπὸ τὶς πόλεις, σὲ ἀνοικτὸ χῶρο, ὅπου στήνονταν πρόχειρα παραπήγματα καὶ σκηνές. Ἀπὸ τὶς σημαντικότερες ἦταν αὐτὴ τῆς Τραπεζούντας, τῶν Χωνῶν τῆς Φρυγίας καὶ τὰ Δημήτρια τῆς Θεσσαλονίκης.

ΥΔΡΕΥΣΗ ΚΑΙ ΛΟΥΤΡΑ

Μία ἀπὸ τὶς κυριότερες φροντίδες τῶν Βυζαντινῶν ἦταν ἡ ἐξασφάλιση καθαροῦ νεροῦ. Τὸ ἐνδιαφέρον τους αὐτὸ συνδέεται ὄχι μόνο μὲ τὸ θέμα τῆς καθαριότητας καὶ τῆς ὑγιεινῆς, ἀλλὰ καὶ μὲ στρατηγικοὺς λόγους: γιὰ τὶς βυζαντινὲς πόλεις, ποὺ ἀντιμετώπιζαν συχνὰ ἐπιδρομὲς καὶ μακροχρόνιες πολιορκίες ἦταν ζωτικὰ γιὰ τὴν ἀντίστασή τους τὰ ἐπαρκῆ ἀποθέματα νεροῦ. Συνήθως, τὸ νερὸ ἔφτανε στὶς βυζαντινὲς πόλεις ἀπὸ τὶς πηγές του μὲ μεγάλες τοξωτὲς κατασκευές, τὰ ὑδραγωγεῖα, τμήματα τῶν ὁποίων σώζονται ἕως σήμερα σὲ διάφορες περιοχές.

Ἀφοῦ ἔφτανε στὴν πόλη, τὸ νερὸ συγκεντρωνόταν σὲ μεγάλες δεξαμενές, τὶς κινστέρνες, καὶ διοχετευόταν μὲ πήλινους ἀγωγοὺς σὲ δημόσιες κρῆνες ἢ στὰ σπίτια. Ἐκτὸς ἀπὸ τὰ νερὰ ποὺ προέρχονταν ἀπὸ πηγές, οἱ Βυζαντινοὶ ἀξιοποιοῦσαν καὶ τὸ νερὸ τῆς βροχῆς. Γι’ αὐτὸ τὸ λόγο, πολλὰ σπίτια διέθεταν στέρνες, δηλαδὴ δεξαμενὲς γιὰ τὴ συλλογὴ βρόχινου νεροῦ.

Τὸ νερὸ συνδεόταν ἄμεσα καὶ μὲ τὴν ἀτομικὴ καθαριότητα καὶ ὑγιεινή. Τὰ βαλανεῖα, ὅπως λέγονταν τὰ λουτρά, ἦταν δημόσια ἢ ἰδιωτικά. Τὰ δημόσια λουτρὰ (ποὺ δὲν ἔλειπαν ἀπὸ καμμία πόλη τῆς αὐτοκρατορίας) ἦταν κτίσματα ἐπιβλητικά, κατὰ τὰ ρωμαϊκὰ πρότυπα, μὲ πολυτελῆ ἐσωτερικὸ καὶ ἐξωτερικὸ διάκοσμο. Οἱ κύριοι χῶροι τους ἦταν, ὅπως καὶ στὴν ἀρχαιότητα, τὸ ἀποδυτήριον, τὸ ψυχρολούσιον, τὸ χλιαρολούσιον καὶ τὸ θερμόν. Σὲ ὅσα λουτρὰ ἀκολουθοῦσαν ἀκόμη τὰ ρωμαϊκὰ πρότυπα, ὑπῆρχε καὶ χῶρος ἐφίδρωσης καὶ χῶροι γιὰ κοινωνικὴ συναναστροφή. Σὲ ὅλες αὐτὲς τὶς ἐγκαταστάσεις οἱ ἄνδρες εἶχαν ἐλεύθερη εἴσοδο ὅλη τὴ μέρα, ἐνῷ οἱ γυναῖκες μόνο τὸ βράδυ. Παρὰ τὴ μείωση τοῦ ἀριθμοῦ τους σταδιακὰ ἀπὸ τὸν 6ο αἰῶνα, τὰ λουτρὰ συνέχισαν νὰ ἀποτελοῦν σημαντικὸ δημόσιο χῶρο μίας πόλης καὶ συνδέθηκαν κυρίως μὲ τὸν ἰαματικὸ ρόλο τοῦ νεροῦ.

ΣΠΙΤΙΑ

Ἡ βυζαντινὴ κατοικία ἐνσωμάτωσε πολλὰ προγενέστερα ἀρχιτεκτονικὰ στοιχεῖα. Ἡ μορφὴ τῶν βυζαντινῶν σπιτιῶν, ποὺ γνώρισε πολλὲς παραλλαγὲς καθοριζόταν ἀπὸ τὴν οἰκονομικὴ κατάσταση τοῦ ἰδιοκτήτη, τὴ μορφολογία τοῦ ἐδάφους καὶ φυσικὰ τὸ διαθέσιμο χῶρο.

Ἔτσι, ὑπῆρχαν τόσο πολυτελεῖς κατοικίες ὅσο καὶ φτωχικὰ σπίτια, ἐνῷ διαφορὲς παρατηροῦμε καὶ ἀνάμεσα στὰ ἀστικὰ σπίτια καὶ στὰ σπίτια τῆς ὑπαίθρου. Τὰ σπίτια στὶς πόλεις οἰκοδομοῦνταν γύρω ἀπὸ μία κεντρικὴ αἴθουσα ποὺ τὴν χρησιμοποιοῦσαν γιὰ ὑποδοχή. Στὸ ἰσόγειο, διέθεταν δωμάτιο μὲ τζάκι, κουζίνα, πλυσταριό, λουτρὸ καὶ ἕνα εἰκονοστάσιο ἢ παρεκκλῆσι. Κολῶνες πέτρινες ἢ ξύλινες στήριζαν τὸν ἑπόμενο ὄροφο, ὅπου βρίσκονταν τὰ ὑπόλοιπα δωμάτια. Δὲν ἔλειπαν ὅμως καὶ τὰ τριώροφα ἢ καὶ πολυώροφα κτίσματα (ἀναφέρεται, μάλιστα, ὅτι κατὰ τὴ βασιλεία τοῦ Θεοδόσιου ὑπῆρχαν στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ σπίτια μὲ ἑφτὰ ἢ ἐννιὰ πατώματα), συνήθεια ρωμαϊκῆς καταγωγῆς.

Οἱ φτωχοὶ πάντως τῆς Κωνσταντινούπολης καὶ τῶν ἄλλων πόλεων ζοῦσαν σὲ ἄθλιες κατοικίες μὲ ἐλάχιστες ἕως ἀνύπαρκτες ἀνέσεις. Σὲ παρόμοιες τραγικὲς συνθῆκες ζοῦσαν καὶ οἱ χωρικοί. Τὰ σπίτια τους ἦταν μικρὰ καὶ ἀποτελοῦνταν ἀπὸ ἕνα μοναδικὸ στεγασμένο χῶρο, ποὺ μερικὲς φορὲς ἦταν διαιρεμένος σὲ δύο δωμάτια. Οἱ μεγαλοκτηματίες ποὺ ζοῦσαν στὴν ἐπαρχία ἔμεναν μακριὰ ἀπὸ τὰ χωριὰ σὲ πολυτελεῖς ἐπαύλεις μὲ ἐσωτερικοὺς κήπους καὶ στοές.

Οἱ περισσότερες κατοικίες διέθεταν στέρνες στὰ ἰσόγεια ἢ χώρους γιὰ τὰ ζῶα, ἐνῷ τὸ κυρίως δωμάτιο βρισκόταν στὸν ὄροφο. Χωρίσματα ἀπὸ ἐλαφρὰ ὑλικὰ (ξύλο, καλάμια) διαιροῦσαν τοὺς ἑνιαίους χώρους σὲ μικρότερα δωμάτια, ἐνῷ τὸ φῶς ἔφτανε μέσα στὸ σπίτι ἀπὸ τὰ παράθυρα, στὰ ὁποῖα προσάρμοζαν κατάλληλα πλαίσια ὥστε δέχονται μικρὰ τζάμια ὀκταγωνικὰ ἢ ὀρθογώνια. Γιὰ τὸν ἐξοπλισμὸ τῶν σπιτιῶν μὲ κινητὰ ἀντικείμενα μαθαίνουμε ἀπὸ τὶς παραστάσεις ἢ τὶς γραπτὲς πηγές, καθὼς τὰ φθαρτὰ ὑλικὰ κατασκευῆς τους δὲν ἐπέτρεψαν τὴ διατήρησή τους.

Ὅπως καὶ τὸ ἴδιο τὸ οἴκημα ἔτσι καὶ ἡ ἐπίπλωση καὶ ἡ οἰκοσκευὴ τοῦ καθοριζόταν ἀπὸ τὴν οἰκονομικὴ κατάσταση τοῦ ἰδιοκτήτη. Τὰ συνηθέστερα ὑλικὰ κατασκευῆς τῶν σκευῶν ἦταν τὸ γυαλί, ὁ πηλός, ὁ χαλκός, τὰ ὄστρακα καὶ τὸ ξύλο γιὰ τοὺς πιὸ φτωχοὺς καὶ τὰ πολύτιμα μέταλλα (χρυσός, ἀσῆμι) ἢ τὸ ἐλεφαντόδοντο γιὰ τοὺς πλούσιους. Βασικὰ στοιχεῖα τῆς βυζαντινῆς ἐπίπλωσης ἦταν τὰ «κλινάρια», ἢ «κραββάτια» ἢ «κρεββάτια», μὲ στρώματα ἀπὸ ἄχυρο (γιὰ τοὺς φτωχοὺς) καὶ πούπουλο χῆνας (γιὰ τοὺς πιὸ εὔπορους), οἱ «τάβλαι» (τὰ τραπέζια), τὰ «σελλία» ἢ «σκαμνία» (τὰ δικά μας σκαμνιά). Τὸ δάπεδο καλυπτόταν ἀπὸ τὰ «ἐπεύχια» ἢ «τάπητες» (χαλιά), ἐνῷ τὸ ἐσωτερικό του σπιτιοῦ διαιροῦνταν ἀπὸ τὰ «βήλα» (παραπετάσματα), ὑφάσματα ποὺ χρησιμοποιοῦνταν σὰν ἐσωτερικὲς πόρτες.

Τέλος, ὁ φωτισμὸς γινόταν μὲ λυχνάρια, κανδῆλες, πολυκάνδηλα ἢ κεριά…..

ΓΕΥΜΑ

Οι Βυζαντινοί, μὲ ἐξαίρεση τὶς περιόδους νηστείας, ἔχουν ἰδιαίτερη ἀδυναμία στὸ φαγητό. Σ’ ἕνα εὐκατάστατο σπίτι, τὸ γεῦμα καὶ τὸ δεῖπνο περιλαμβάνει ποικίλα φαγητά, ὅπως ὀρεκτικά, κρέατα, ψάρια, γλυκὰ καὶ κρασί. Βέβαια, ὁ μέσος βυζαντινὸς δὲν ἔχει στὴ διάθεσή του πολλὲς διατροφικὲς ἐπιλογές, ἀφοῦ πρέπει νὰ ἀντιμετωπίσει ἐχθρικὲς ἐπιδρομές, αὐθαιρεσίες τῶν δυνατῶν καὶ τῶν ἀξιωματούχων καθὼς καὶ ἐπιδημίες καὶ θεομηνίες.

Οἱ Βυζαντινοὶ ἔτρωγαν τέσσερις φορὲς τὴν ἡμέρα. Τὸ πρωινὸ («πρόγευμα» ἢ «προφαγον»), τὸ μεσημεριανὸ («μεσημβρινὸν» ἢ «ἄριστον»), τὸ ἀπογευματινὸ («δειλινὸν» ἢ «δείλη»), καὶ τὸ βραδινὸ («δεῖπνος» ἢ «δεῖπνον»). Κύρια, ὡστόσο, γεύματα, ἦταν τὸ ἄριστον καὶ τὸ δεῖπνον.

Τὰ σκεύη ἦταν ξύλινα, πήλινα ἤ, στὰ πλουσιότερα σπίτια, μεταλλικά. Οἱ περισσότεροι ἔτρωγαν μὲ τὰ χέρια, ἢ κουτάλια καὶ μαχαίρια, ἐνῷ τὰ «περόνια» (τὰ δικά μας πιρούνια) κάνουν τὴν ἐμφάνισή τους τὸν 10ο αἰῶνα… Μετὰ τὸ δεῖπνο, ἔπλεναν τὰ χέρια τους σὲ εἰδικὸ σκεῦος, τὸ χερνιβόξεστο καὶ τὰ σκούπιζαν μὲ τὰ «χειρόμακτρα», ὅπως λέγονταν οἱ πετσέτες γιὰ τὰ χέρια.

Ἀπαραίτητο συμπλήρωμα τοῦ γεύματος ἦταν τὸ κρασὶ (λευκό, ἢ κόκκινο, ἀλλὰ καὶ ρετσίνα, ποὺ δὲν ἦταν ἄγνωστη στὸ Βυζάντιο), ποὺ συχνὰ σερβιριζόταν νερωμένο μὲ ζεστὸ νερό, ποὺ θεωροῦνταν δεῖγμα πολυτέλειας. Ἡ μπύρα πρέπει νὰ εἶχε γίνει δημοφιλὴς γύρω στὸν 9ο-10ο αἰῶνα σὲ κάποιες περιοχές, ὅπως ἡ Πελοπόννησος καὶ ἡ Θεσσαλονίκη. Δημοφιλῆ ἐπίσης ἦταν καὶ τὰ διάφορα ποτὰ ποὺ περιεῖχαν μέλι. Τέτοια ἦταν τὸ «οἰνόμελι», μὲ βάση τὸ κρασί, καὶ τὸ «ὑδρομέλι», μὲ βάση τὸ νερό.

ΦΡΟΝΤΙΔΑ ΣΠΙΤΙΟΥ

Στὸν βυζαντινὸ κόσμο, ἡ φροντίδα τοῦ σπιτιοῦ ἀποτελοῦσε ἀσχολία, ἀποκλειστικὰ καὶ μόνον, τῶν γυναικῶν. Σύμφωνα μὲ τὶς κρατοῦσες ἀντιλήψεις ἐκείνης τῆς ἐποχῆς, ἦταν ὑποτιμητικὴ γιὰ τὸν ἄνδρα ἡ ἐνασχόληση μὲ ὁποιαδήποτε οἰκοκυρικὴ ἐργασία.

Ἔτσι, οἱ γυναῖκες στὸ Βυζάντιο εἶχαν τὴ φροντίδα τοῦ σπιτιοῦ, παρόλο ποὺ μερικὲς ἐργάζονταν καὶ ἔξω ἀπ’ αὐτό. Μία γυναῖκα μποροῦσε νὰ ὑφαίνει ἐπ΄ ἀμοιβῇ (ὑφάντρα ἢ ἀνυφάντρα), νὰ πουλάει κρασὶ (οἰνοπῶλις), νὰ πουλάει κρασὶ ἢ νὰ διευθύνει καπηλειό, νὰ πουλάει φροῦτα καὶ λαχανικά. Ὑπῆρχαν ὅμως καὶ ὁρισμένα ἐπαγγέλματα ποὺ ἀπαγορεύονταν στὶς γυναῖκες. Ἦταν ἐκεῖνα ποὺ σχετίζονταν μὲ ὁποιαδήποτε ἀστικὴ ἢ δημόσια λειτουργία. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ μία Βυζαντινὴ δὲν μποροῦσε νὰ γίνει οὔτε δημόσιος ἄρχων οὔτε δικηγόρος.

Ἐκτὸς ἀπὸ τὸ μαγείρεμα καὶ τὴν καθημερινὴ λάτρα, οἱ Βυζαντινὲς στὸ σπίτι ὕφαιναν τὰ ὑφάσματα ποὺ χρειαζόταν κάθε νοικοκυριό. Τὸ γνέσιμο, ἡ ὕφανση ἢ τὸ κέντημα ἀπασχολοῦσαν ὅλες τὶς γυναῖκες, ὄχι μόνο στὰ λαϊκότερα, ἀλλὰ καὶ στὰ ἀνώτερα στρώματα, ἀκόμη καὶ μέσα στὸ παλάτι.

Οἱ πιὸ εὐκατάστατες γυναῖκες μάλιστα, ποὺ ἦταν ἀπαλλαγμένες ἀπὸ ἄλλες οἰκοκυρικὲς ἀσχολίες, ἀφιέρωναν στὴν ὑφαντικὴ ἕνα μεγάλο μέρος τοῦ χρόνου τους. Διατηρήθηκαν καὶ ἔφτασαν ὣς τὶς μέρες μας παραστάσεις γυναικῶν ποὺ γνέθουν ἢ ὑφαίνουν, κυρίως σὲ μικρογραφίες χειρογράφων. Τὰ ὑφάσματα ποὺ παράγονταν στὸ σπίτι ἦταν συνήθως μάλλινα, καὶ πιὸ σπάνια λινὰ ἢ βαμβακερά.

ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΗ ΖΩΗ

Ὁ γάμος ἀποτελοῦσε γιὰ τοὺς Βυζαντινοὺς σημαντικότατο γεγονὸς στὴ ζωή τους καὶ ἡ γαμήλια τελετὴ ταυτίστηκε σταδιακὰ μὲ τὴν εὐλογία ἀπὸ τὴν ἐκκλησία (ἡ ὁποία καταδίκαζε τὴν ἐλεύθερη συμβίωση, συνήθεια ποὺ ὑπῆρχε καὶ στὸ Βυζάντιο). Περιλάμβανε τὰ ἔθιμα τοῦ στεφανώματος, τῆς ἀνταλλαγῆς δακτυλιδιῶν καὶ τῆς προσφορᾶς τῆς νυφικῆς ζώνης, ἡ ὁποία ἀποτελοῦνταν ἀπὸ πλακίδια ἢ δίσκους διακοσμημένους μὲ παραστάσεις. Πρὶν ἀπὸ τὸ γάμο τελοῦνταν οἱ ἀρραβῶνες καὶ ὑπογραφόταν συμβόλαιο ποὺ καθόριζε τὴν προῖκα τῆς νύφης καὶ τὰ δῶρα τοῦ γαμπροῦ. Μετὰ τὴν τέλεση τοῦ μυστηρίου, οἱ συγγενεῖς καὶ φίλοι γύριζαν στὸ σπίτι τοῦ γαμπροῦ, ὅπου ἀκολουθοῦσε τὸ γαμήλιο γλέντι.

Ὁ νόμος δὲν ἐπέτρεπε νὰ παντρεύονται τὰ κορίτσια κάτω ἀπὸ δώδεκα χρονῶν καὶ τὰ ἀγόρια κάτω ἀπὸ δεκατέσσερα. Ἐπίσης ὁ νόμος, ἀλλὰ καὶ οἱ ἐπικρατοῦσες ἀντιλήψεις περὶ ἠθικῆς, ἀπαγόρευαν τὸν γάμο μεταξὺ συγγενῶν, μὲ αἱρετικούς, μὲ Ἑβραίους, ἢ μὲ μέλη διαφορετικῆς κοινωνικῆς τάξης, ἐνῷ ἐκεῖνοι ποὺ εἶχαν τὸν πρῶτο λόγο στὴν ἐπιλογὴ συζύγου ἦταν οἱ γονεῖς, καὶ μάλιστα ὁ πατέρας. Στὴν ἐπιλογὴ αὐτὴ πολλὲς φορὲς ζητοῦσε τὴ μεσολάβηση μίας κουρκουσούρας, τῆς δικῆς μας προξενήτρας, ἡ ὁποία προσέφερε τὶς ὑπηρεσίες της μὲ ἀντάλλαγμα, συχνὰ τὸ ἕνα εἰκοστό της προίκας καὶ τῆς προγαμιαίας δωρεᾶς. Ὑπῆρχε χρηματικὴ ἐγγύηση γιὰ τὴν τήρηση τῆς ὑπόσχεσης γάμου, ἐνῷ ἡ γυναῖκα ἔχανε τὴν προῖκα της, ἂν ζητοῦσε διαζύγιο. Ὅσον ἀφορᾶ τὸ τελευταῖο, τὸ κράτος, παρὰ τὴν ἀντίθετη θέση τῆς Ἐκκλησίας, ἐπέτρεπε, ἐφόσον συναινοῦσαν καὶ τὰ δύο μέρη.

Βασικὸς σκοπὸς τοῦ γάμου ἦταν ἡ ἀπόκτηση παιδιῶν. Τὰ παιδιὰ γεννιόνταν συνήθως στὸ σπίτι μὲ τὴ βοήθεια συγγενῶν ἢ μαίας (τὰ μαιευτήρια, πάντως, δὲν ἦταν ἄγνωστα, κυρίως στὴ Βυζαντινὴ πρωτεύουσα). Ἰδιαίτερα σημαντικὴ θεωροῦσαν τὴ γέννηση τῶν ἀρσενικῶν παιδιῶν. Ἡ γέννηση κοριτσιοῦ δὲν ἦταν εὐχάριστο γεγονός, ἀφοῦ δὲν θὰ διατηροῦσε τὸ ὄνομα τῆς οἰκογένειας, ἐνῷ θὰ ἐπιβάρυνε οἰκονομικά τους γονεῖς της γιὰ νὰ τῆς ἐξασφαλίσουν προῖκα. Τὰ βρέφη ἀπογαλακτίζονταν στὴν ἡλικία τῶν δύο ἢ τριῶν ἐτῶν, ὅποτε καὶ βαφτίζονταν. Ὁ ἀνάδοχος ἀναλάμβανε τὴν πνευματική τους καθοδήγηση.

Η ΘΕΣΗ ΤΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ

Όπως συμβαίνει σὲ ὅλες τὶς ἐποχές, ἡ γέννηση ἑνὸς παιδιοῦ ἦταν ὁπωσδήποτε ἕνα εὐχάριστο γεγονός. Γιὰ νὰ τὸ ξεχωρίζουν ἀπὸ τὰ ἄλλα παιδιὰ πρόσθεταν τὸ ὄνομα τοῦ πατέρα του σὲ πτώση γενική, ἀργότερα ὅμως καθιερώθηκε καὶ τὸ ἐπώνυμο, ἀρχικὰ στὶς ἀριστοκρατικὲς οἰκογένειες, ὅπως ἦταν οἱ Κομνηνοὶ καὶ οἱ Παλαιολόγοι. Ἡ οἰκογένεια φρόντιζε τὸ παιδὶ καὶ ἡ μητέρα του τὸ καθησύχαζε μὲ παραμύθια ἢ μὲ ἀφηγήσεις ἀπὸ τὴν Ἁγία Γραφή, ὅπως ἡ παιδικὴ ἡλικία τοῦ Ἰσαὰκ καὶ τοῦ Ἰακώβ. Ἡ βυζαντινὴ νομοθεσία ἀντιμετώπιζε τὸ παιδί, ὅπως καὶ ἡ μητέρα του, μὲ μεγάλη συμπάθεια. Τὸ παιδί, ἀφοῦ περνοῦσε τὰ πρῶτα χρόνια της ζωῆς του κοντὰ στὴν οἰκογένειά του, ἄρχιζε νὰ μαθαίνει τὰ πρῶτα γράμματα στὸ σχολεῖο.

Δὲν ὑπῆρχε πάντως κάποιο ἑνιαῖο πλαίσιο ποὺ νὰ ὁρίζει τὴν ἐκπαίδευση τῶν παιδιῶν ὅπως τὴν ξέρουμε στὶς μέρες μας. Τὸ ἂν ἕνα παιδὶ θὰ πήγαινε σχολεῖο, τὸ πότε θὰ πήγαινε, τὸ τί θὰ μάθαινε, ὅλα καθορίζονταν ἀπὸ τὴν κοινωνικὴ τάξη τῶν γονέων ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὴν παράδοση. Τὰ περισσότερα παιδιὰ λάμβαναν κάποια στοιχειώδη ἐκπαίδευση μέσα στὸ σπίτι. Συχνὰ οἱ ἴδιοι οἱ γονεῖς φρόντιζαν νὰ τοὺς μάθουν γραφὴ καὶ ἀνάγνωση, ἐνῷ τὰ περισσότερα ἀγόρια μαθήτευαν ἀπὸ νωρὶς κοντὰ σὲ τεχνῖτες, συνήθως τοὺς πατεράδες τους.

Λίγα ἦταν ἐκεῖνα τὰ παιδιὰ -καὶ μάλιστα ἀποκλειστικὰ καὶ μόνο ἀγόρια- ποὺ οἱ γονεῖς τους εἶχαν τὴν οἰκονομικὴ δυνατότητα νὰ τὰ στέλνουν σὲ σχολεῖο. Στὸ Βυζάντιο δὲν ὑπῆρχε κρατικὴ μέριμνα γιὰ τὴν κατώτερη ἐκπαίδευση κι ἔτσι τὶς περισσότερες φορές, μὲ δεδομένο ὅτι οἱ περισσότεροι δάσκαλοι ἦταν κληρικοί, τὴν εὐθύνη της εἶχε ἡ Ἑκκλησία. Τὰ μαθήματα γίνονταν σὲ μικρὰ δωμάτια στὸν περίβολο ἐκκλησιῶν ἢ σὲ μοναστήρια. Ἡ ἐκπαίδευση βασιζόταν, συνήθως, στὴν ἐκμάθηση ἀνάγνωσης καὶ γραφῆς καὶ στὴ μελέτη ἀποσπασμάτων ἀπὸ κλασσικὰ καὶ ἐκκλησιαστικὰ κείμενα (ἀπὸ τὸ σχολικὸ πρόγραμμα ἀπουσίαζε παντελῶς ἡ γυμναστική, ἀφοῦ κατὰ τὰ χριστιανικὰ ἰδεώδη κύριο μέλημα τῆς ἐκπαίδευσης ἦταν ἡ καλλιέργεια τῆς ψυχῆς, ὄχι τοῦ σώματος). Οἱ σχολικὲς ποινὲς ἦταν πολλὲς καὶ ποικίλες: ἀπὸ τὴν ἐπίπληξη, τὴ νηστεία, τὴν ἀποβολή, μέχρι καὶ τὴ σωματικὴ τιμωρία. Ὑπῆρχαν ὅμως καὶ περιπτώσεις (καὶ αὐτὸ ἀφορᾶ κυρίως τὰ παιδιὰ τῶν πλουσίων) ποὺ τὸ παιδὶ δὲν πήγαινε σχολεῖο, ἀλλὰ ἐκπαιδευόταν ἀπὸ δασκάλους στὸ σπίτι.

Λίγα λόγια τώρα γιὰ τὰ παιδικὰ παιχνίδια τῶν Βυζαντινῶν. Γιὰ τὰ μωρὰ καὶ τὰ νήπια, τὰ δημοφιλέστερα ἦταν τὰ σεῖστρα (ἀπὸ τὸ σείω=κουνῶ), ἡ σημερινὴ κουδουνίστρα, καὶ ὁ καλαθίσκος, μικρὸ καλάθι στὸ ὁποῖο τοποθετοῦσαν παιχνίδια ἢ μεταχειρίζονταν τὸ ἴδιο σὰν παιχνίδι.

Τὰ παιχνίδια τῶν ἀγοριῶν ἦταν ὁμαδικὰ καὶ ἐπιτραπέζια καὶ γίνονταν καὶ ἐκτὸς σπιτιοῦ. Τὰ περισσότερα ἀπὸ τὰ παιχνίδια αὐτὰ παίζονται ἀκόμα σὲ ὅσα μέρη τὰ παιδιὰ διαθέτουν ἐλεύθερο χῶρο: στρατιωτάκια, κυνηγητό, κρυφτὸ καὶ ἄλλα. Ἐκτὸς αὐτῶν, τὰ ἀγόρια ἔπαιζαν μὲ πήλινα ἀλογάκια καὶ ἁμάξια, μὲ σβοῦρες ἢ κατασκεύαζαν μὲ χῶμα σπιτάκια. Τὰ κορίτσια ἔμεναν στὸ σπίτι καὶ ἔπαιζαν μὲ κέρινες, πήλινες ἢ γύψινες κοῦκλες, τὰ νινία.

 

*Τὸ ὑλικὸ προέρχεται ἀπὸ τὸ λογισμικὸ του ΥΠΕΠΘ

 

 

Ετικέτες:

Θα χαρούμε να ακούσουμε τις σκέψεις σας

Αφήστε ένα σχόλιο

Το Ρωμαίικο
Logo

Ραδιόφωνο του Ρωμαίικου