Τώρα μὲ τὴν Χάριν της θὰ ὁμιλήσωμε περὶ τῆς ἐξόδου καὶ τῆς Μεταστάσεως αὐτῆς ἀπὸ τὸν παρόντα κόσμον εἰς τὴν αἰώνιον Βασιλείαν τοῦ Υἱοῦ της. Εἶναι ὄντως φαιδρὰ καὶ χαρμόσυνος γιὰ τὴν ἀκοὴν τῶν φιλοθέων ἡ τοιαύτη διήγησις.
Ὅταν, λοιπόν, ὁ Χριστός, ὁ Θεός μας, εὐδόκησε νὰ μεταθέση τὴν παναγίαν καὶ πανάμωμον μητέρα του ἀπὸ τὸν κόσμον αὐτὸν εἰς τὴν Βασιλείαν του, προκειμένου νὰ λάβη τὸν ἄφθαρτον στέφανον τῶν ὑπερφυῶν ἀγώνων καὶ ἀρετῶν της, νὰ τὴν τοποθετήση θεομητροπρεπῶς «ἐκ δεξιῶν του, περιβεβλημένην μὲ πορφύραν καὶ πεποικιλμένην ἐν ἱματισμῷ διαχρύσῳ»[1] καὶ νὰ τὴν ἀνακηρύξη Βασίλισσαν πάντων τῶν κτισμάτων, ὁδηγῶν αὐτὴν εἰς τὸ ἐσώτερον τοῦ καταπετάσματος καὶ ἐγκαθιστῶν εἰς τὰ ἐπουράνια Ἅγια τῶν Ἁγίων, τῆς ἐγνωστοποίησε ἐκ τῶν προτέρων τὴν ἔνδοξον αὐτῆς μετάστασιν. Ἀπέστειλε πάλιν εἰς αὐτὴν τὸν ἀρχάγγελον Γαβριὴλ γιὰ νὰ τῆς ἀναγγείλη τὴν ἔνδοξον ἐκδημίαν της, καθὼς ἄλλοτε τὴν θαυμαστὴν αὐτῆς σύλληψιν. Τὴν ἐπεσκέφθη λοιπὸν ὁ ἀρχάγγελος καὶ τῆς ἐπέδωσε ἕνα κλάδον φοίνικος, σύμβολον τῆς νίκης, τὸ ὁποῖον εἶχε ἄλλοτε χρησιμοποιήσει ὁ λαὸς ὑποδεχόμενος εἰς τὴν Ἱερουσαλὴμ τὸν Υἱόν της, τὸν νικητὴν τοῦ θανάτου καὶ ἐξολοθρευτὴν τοῦ Ἅδου. Ὁμοίως καὶ τώρα ὁ Γαβριὴλ δίδει αὐτὸν τὸν κλάδον εἰς τὴν Παρθένον, ὡς σύμβολον τῆς νίκης κατὰ πάντων τῶν δεινῶν καὶ τῆς καταλύσεως τοῦ θανάτου, λέγοντας· «Ὁ Κύριος καὶ Υἱός σου σὲ προσκαλεῖ: Ἔφθασε ἡ ὥρα “νὰ ἔλθης πλησίον μου, ὦ καλὴ μήτηρ μου”[2]. Γιὰ τοῦτο μὲ ἀπέστειλε πάλι νὰ σοῦ ἀνακοινώσω, ὦ “εὐλογημένη ἐν γυναιξί”, ὅτι σήμερα θὰ εὐφράνης, ὦ Κεχαριτωμένη, τὶς οὐράνιες στρατιὲς μὲ τὴν ἄνοδόν σου καὶ θὰ λαμπρύνης περισσότερον τὶς ψυχὲς τῶν ἁγίων, καθὼς ἔπλησες εὐφροσύνης τοὺς εὑρισκομένους εἰς τὴν γῆν. Ἀγάλλου καὶ σὺ μαζί τους καθὼς ἄλλοτε τὸ εἶχες φανερώσει, διότι ἀπὸ τώρα θὰ σὲ μακαρίζουν εἰς τοὺς αἰῶνας ὅλα τὰ λογικὰ κτίσματα, “πᾶσαι αἱ γενεαί”[3]. “Χαῖρε, κεχαριτωμένη, ὁ Κύριος μετὰ σοῦ”. Οἱ προσευχὲς καὶ οἱ ἱκεσίες σου ἀνέβησαν εἰς τὸν οὐρανόν, πρὸς τὸν Υἱόν σου, ὅθεν κατὰ τὸ αἴτημά σου σὲ προστάζει νὰ ἀφήσης τὸν κόσμον αὐτὸν καὶ νὰ ἀνέλθης εἰς τὰ οὐράνια σκηνώματα γιὰ νὰ εἶσαι αἰωνίως μαζί του, εἰς τὴν ἀληθινὴν καὶ αἰωνίαν ζωήν». Καθὼς ἤκουσε ἡ ἁγία Θεοτόκος τοὺς λόγους τούτους ἐπλήσθη χαρᾶς καὶ ἔδωσε εἰς τὸν ἄγγελον τὴν ἰδίαν, ὅπως καὶ παλαιά, ἀπόκρισιν: «Ἰδοὺ ἡ δούλη Κυρίου, γένοιτό μοι – καὶ τώρα – κατὰ τὸ ῥῆμά σου· καὶ ἀπῆλθεν ἀπ’ αὐτῆς ὁ ἄγγελος»[4].
Τότε ἡ ὑπερευλογημένη καὶ ἔνδοξος Θεοτόκος Μαρία ἠγέρθη καὶ ἀγαλλομένη ἐπορεύθη εἰς τὸ ὄρος τῶν Ἐλαιῶν γιὰ νὰ ἀπευθύνη πρὸς τὸν Κύριον ἐν ἡσυχίᾳ τὶς εὐχαριστίες καὶ τὰ αἰτήματά της γι’ αὐτὴν τὴν ἰδίαν καὶ γιὰ τὸν κόσμον ὅλον. Ὅταν ἀνέβη εἰς τὸ ὄρος, ὕψωσε τὰ χέρια καὶ προσέφερε τὴν λογικὴν λατρείαν εἰς τὸν Υἱόν της, τὶς δεήσεις καὶ τὶς εὐχαριστίες της. Συνέβη τότε ἕνα μέγα θαῦμα, τὸ ὁποῖον γνωρίζουν ἐκεῖνοι ποὺ ἠξιώθησαν τῆς τοιαύτης ἐμπειρίας καὶ δι’ αὐτῶν ἔφθασε ἕως ἐμᾶς. Ἐνῶ, δηλαδή, προσηύχετο καὶ παρακαλοῦσε τὸν Κύριον μέσα εἰς μίαν πραγματικὴν μυσταγωγίαν, ὅλα τὰ ἐκεῖ εὑρισκόμενα δένδρα ἔκλιναν πρὸς τὴν γῆν καὶ τὴν προσεκύνησαν. Ὅταν ἐτελείωσε τὴν ἱ-κεσίαν καὶ τὴν εὐχαριστίαν της, πλημμυρισμένη ὅλη ἀπὸ Θεὸν ἐπέστρεψε εἰς τὴν Σιών.
Εὐθὺς ἀμέσως ὁ Κύριος ἀπέστειλε ἐπὶ νεφέλης τὸν εὐαγγελιστὴν καὶ Θεολόγον Ἰωάννην, καθ’ ὅτι ἡ ἁγία Παρθένος εἶχε μεγάλην ἐπιθυμίαν νὰ τὸν ἰδῆ, δεδομένου ὅτι ὁ Κύριος τοὺς εἶχε συνδέσει δι’ υἱοθεσίας. Ἡ ἐξ ὅλων τῶν γυναικῶν ὑπερευλογημένη καθὼς τὸν εἶδε ἐχάρη ἀκόμη περισσότερον καὶ ἐζήτησε νὰ προσευχηθοῦν. Μετὰ τὴν εὐχὴν ἡ ἁγία καὶ ἀειπάρθενος Βασίλισσα ἀνεκοίνωσε εἰς τὸν Ἰωάννην καὶ εἰς τὶς ἐκεῖ παρευρισκόμενες παρθένους τὸ νέον μήνυμα τοῦ ἀρχαγγέλου ποὺ ἀφοροῦσε τὴν μετάθεσίν της καὶ τοὺς ἔδειξε τὸν κλάδον τοῦ φοίνικος τὸν ὁποῖον παρέλαβε ἀπὸ αὐτόν. Παρήγγειλε νὰ ἑτοιμάσουν τὸν οἶκον της, νὰ ἀνάψουν λαμπάδες καὶ νὰ θυμιάσουν, διότι τὸν εἶχε ἤδη διακο-σμήσει ὡς ἄλλον νυμφικὸν θάλαμον εἰς τὸν ὁποῖον θὰ ὑπεδέχετο τὸν ἀθάνατον Νυμφίον, τὸν παντευλόγητον Υἱόν της, τὸν ὁποῖον προσδοκοῦσε μὲ μίαν ἀκατάσχετον ἐλπίδα. Ὅταν ὅλα ἐτακτοποιήθησαν, ἐγνωστοποίησε εἰς τοὺς συνοδοὺς καὶ τοὺς γνωστούς της τὸ ἐπικείμενον μυστήριον τῆς Μεταστάσεώς της καὶ ἐκεῖνοι ἀμέσως τὴν περιεκύκλωσαν κλαίοντας καὶ θρηνῶντας γιὰ τὸν ἀποχωρισμόν τους, καθ’ ὅτι μετὰ Θεὸν αὐτὴν εἶχαν ἐλπίδα καὶ βοή-θειαν.
Ἡ ἀδελφή τους ὅμως, ἡ Θεομήτωρ καὶ Βασίλισσα, τοὺς παρηγοροῦσε ἕναν ἕναν χωριστὰ καὶ ὅλους μαζὶ καὶ τοὺς ἀπηύθηνε ἕνα συγκινητικὸν χαιρετισμὸν λέγουσα: «Χαίρετε, τέκνα μου εὐλογημένα καὶ μὴ κάμετε τὴν μετάστασίν μου ἀφορμὴν θρήνου, ἀλλὰ πλησθῆτε ἀγαλλιάσεως, διότι ἔρχεται ἡ αἰώνιος εὐφροσύνη, ὁ Κύριός μου καὶ Υἱός μου καὶ ἡ Χάρις καὶ τὸ ἔλεός του θὰ εἶναι πάντοτε μαζί σας».
Ἐκοίταξε ἔπειτα τὸν εὐαγγελιστὴν Ἰωάννην καὶ τοῦ εἶπε νὰ δώση τὴν ἐσθῆτα καὶ τὸ μαφόριόν της εἰς τὶς δύο χῆρες οἱ ὁποῖες τὴν ὑπηρετοῦσαν[5]. Ἐν συνεχείᾳ τοὺς ἐφανέρωσε τὰ μυστήρια τῆς ἐκδημίας της καὶ τῆς ἐπ’ εὐκαιρίᾳ αὐτῆς θείας ἐπισκέψεως, καθὼς καὶ τὴν σημασίαν τοῦ κάθε γεγονότος. Ἔπειτα ἐκανόνισε τὰ τῆς κηδείας καὶ τοὺς παρήγγειλε πῶς νὰ τὴν μυρώσουν καθὼς καὶ ποῦ νὰ θάψουν τὸ πανάσπιλον σῶμα της.
Μετὰ ταῦτα ἡ ἔνδοξος Θεομήτωρ ἀνεκλίθη εἰς ἕνα κράββατον, τὴν κλίνην ἐκείνην τὴν ὁποίαν καθ’ ἑκάστην νύκτα ἔλουζε μὲ τὰ δάκρυα τῶν ὀφθαλμῶν της ἀπὸ ἀγάπην πρὸς τὸν Υἱόν της Ἰησοῦν Χριστὸν καὶ τὴν ἐλάμπρυνε μὲ τὶς προσευχὲς καὶ τὶς δεήσεις αὐτῆς. Κατόπιν ἐζήτησε καὶ πάλιν νὰ ἀνάψουν τὶς λαμπάδες.
Οἱ δὲ ἐκεῖ συγκεντρωμένοι πιστοί, αἰσθανόμενοι ὅτι ἐγγίζει ἡ ὥρα τῆς ἐκδημίας τῆς μητρὸς αὐτῶν Παναγίας Παρθένου, ἐξέσπασαν εἰς λυγμούς. Ἔπεσαν εἰς τὸ ἔδαφος καὶ τὴν ἱκέτευαν νὰ μὴ τοὺς ἀφήση ὀρφανούς. Ἐὰν ὅμως ἦταν ἀναπόφευκτος ἡ ἀναχώρησίς της ἀπὸ τὸν κόσμον αὐτόν, νὰ τοὺς συνοδεύη εἰς τὸ ἑξῆς μὲ τὴν Χάριν καὶ τὶς πρεσβεῖες της.
Ἡ ἁγία Θεοτόκος ἤνοιξε τότε τὸ ἀμόλυντον καὶ καθαρώτα-τον στόμα της καὶ τοὺς εἶπε: «Ἡ εὐδοκία τοῦ Υἱοῦ καὶ Θεοῦ μου ἐπ’ ἐμέ· “οὗτός μου Θεὸς καὶ δοξάσω αὐτόν· Θεὸς τοῦ Πατρός μου καὶ ὑψώσω αὐτόν”[6]. Αὐτὸς εἶναι ὁ Υἱός μου, ὁ ὁποῖος κατὰ σάρκα ἐγεννήθη ἀπὸ ἐμέ, ὅμως πατὴρ αὐτοῦ εἶναι ὁ Θεός, ὁ καὶ τῆς μητρὸς αὐτοῦ δημιουργός. Γιὰ τοῦτο ποθῶ νὰ πορευθῶ πρὸς αὐτόν, ὁ ὁποῖος χορηγεῖ εἰς πάντας τὸ εἶναι καὶ τὴν ζωήν. Παρ’ ὅλον δὲ ποὺ θὰ ὑπάγω ἐκεῖ πλησίον του, δὲν θὰ παύσω νὰ παρακαλῶ καὶ νὰ πρεσβεύω ὑπὲρ ὑμῶν καὶ ὑπὲρ πάντων τῶν χριστιανῶν καὶ τοῦ κόσμου παντός, οὕτως ὥστε ὁ φιλάνθρωπος Κτίστης, κατὰ τὸ μέγα ἔλεός του, νὰ εὐσπλαγχνίζεται ὅλους τοὺς πιστούς, νὰ τοὺς ἐνισχύη καὶ νὰ τοὺς καθοδηγῆ εἰς τὸν δρόμον τῆς ἀληθινῆς ζωῆς· νὰ μεταστρέφη τοὺς ἀπίστους καὶ νὰ τοὺς συμπεριλάβη ὅλους εἰς μίαν ποίμνην[7], καθ’ ὅτι ὡς καλὸς Ποιμὴν ἔδωσε τὴν ψυχὴν αὐτοῦ ὑπὲρ τῶν προβάτων του, γνωρίζει δὲ τὰ ἰδικά του καὶ ἀναγνωρίζεται ἀπὸ αὐτά».
Καὶ καθὼς ἡ ὑπερευλογημένη μήτηρ τοῦ Χριστοῦ τοιουτοτρόπως ὡμιλοῦσε καὶ συγχρόνως τοὺς εὐλογοῦσε, ἠκούσθη αἴφνης* δυνατὴ βροντὴ καὶ ἐνεφανίσθη μία νεφέλη φερομένη ἀπὸ γαλήνιαν αὔρα. Ἀπὸ τὴν μεγαλειώδη αὐτὴν νεφέλην, ἤρχισαν νὰ πίπτουν εἰς τὴν γῆν ὡς σταγόνες μυριπνόου δρόσου οἱ ἅγιοι ἔνδοξοι μαθηταὶ καὶ Ἀπόστολοι τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ, συνερχόμενοι «ἐπὶ τὸ αὐτὸ» ἀπὸ τὰ πέρατα τῆς οἰκουμένης εἰς τὴν αὐλὴν τῆς Παναγίας Παρθένου καὶ Θεοτόκου Μαρίας. Ἀμέσως ὁ εὐαγγελιστὴς καὶ Θεολόγος Ἰωάννης, ἀφοῦ τοὺς ὑπεδέχθη καὶ ἤρεμα τοὺς ἐχαιρέτισε, τοὺς ὡδήγησε ἐνώπιον τῆς ὑπεραγίας καὶ μακαρίας Παρθένου. Δὲν ἦλθαν μόνον οἱ δώδεκα[8], ἀλλὰ καὶ ἀρκετοὶ ἀπὸ τοὺς πολυαρίθμους μαθητάς των οἱ ὁποῖοι εἶχαν ἐπιλεγῆ καὶ ἀξιωθῆ τῆς ἀποστολικῆς διαδοχῆς, ὅπως μᾶς τὸ δηλώνει ὁ μέγας Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης[9] εἰς τὴν πρὸς Τιμόθεον ἐπιστολήν του. Λέγει, δηλαδή, ὅτι αὐτὸς ὁ ἴδιος ὁ Διονύσιος μαζὶ μὲ τὸν Τιμόθεον, τὸν Ἱερόθεον καὶ ἄλλους ὁμοψύχους των ἔφθασαν ἐκεῖ μὲ τοὺς Ἀποστόλους γιὰ τὴν ἐκδημίαν τῆς Βασιλίσσης. Εἰσῆλθαν, λοιπόν, καὶ παρέστησαν ἐνώπιόν της καὶ τὴν προσεκύνησαν μετὰ δέους καὶ ἄκρας εὐλαβείας.
* ἔξαφνα
Ἡ δὲ μακαρία καὶ Παναγία Παρθένος τοὺς εὐλόγησε καὶ τοὺς ἀνήγγειλε τὴν ἀναχώρησίν της ἀπὸ τὸν κόσμον αὐτόν. Τοὺς διηγήθη ἐπίσης περὶ τοῦ εὐαγγελισμοῦ τῆς κοιμήσεώς της ἐκ μέρους τοῦ ἀρχαγγέλου, καὶ ἀφοῦ τοὺς ἔδειξε τὸ ἐπινίκιον σύμβολον τῆς Μεταστάσεώς της, τὸν κλάδον δηλαδὴ τοῦ φοίνικος τὸν ὁποῖον τῆς ἔδωσε ὁ ἀρχηγὸς τῶν ἀγγέλων, τοὺς ἐπαρηγόρησε καὶ πάλι τοὺς εὐλόγησε, ἐνισχύουσα καὶ στηρίζουσα αὐτοὺς εἰς τὴν ὁλοκλήρωσιν τοῦ εὐαγγελικοῦ κηρύγματος. Ἀπεχαιρέτισε τὸν Πέτρον καὶ τὸν Παῦλον καθὼς καὶ ὅλους τοὺς λοιπούς, λέγοντας πρὸς αὐτούς: «Χαίρετε τέκνα, φίλοι καὶ μαθηταὶ τοῦ υἱοῦ καὶ Θεοῦ μου. Εἶσθε μακάριοι, ποὺ ἔχετε κριθῆ ἄξιοι νὰ γίνετε μαθηταὶ τοῦ εὐλογητοῦ καὶ ἐνδόξου Κυρίου καὶ Δεσπότου, ὁ ὁποῖος σᾶς ἐνεπιστεύθη τὴν διακονίαν τοιούτων μεγίστων μυστηρίων καὶ σᾶς ἐξέλεξε συμμετόχους τῶν διωγμῶν καὶ τῶν Παθῶν αὐτοῦ, γιὰ νὰ σᾶς ἀξιώση νὰ γίνετε κοινωνοὶ καὶ τῆς δόξης καὶ Βασιλείας του ὅπως σᾶς τὸ ὑπεσχέθη καὶ τὸ οἰκονόμησε ὁ ἴδιος, ὁ Βασιλεὺς τῆς δόξης». Τοὺς ἐξέθεσε δὲ μίαν τοιαύτην εὐλογημένην διδασκαλίαν ἀνάλογον τοῦ ὕψους τῆς δόξης της καὶ ἀφοῦ ὥρισε τὶς τελευταῖες λεπτομέρειες σχετικῶς μὲ τὴν κηδείαν καὶ τὴν ταφήν της, ὕψωσε τὰ χέρια εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἤρχισε νὰ εὐχαριστῆ τὸν Κύριον ὡς ἑξῆς:
* ἀνέκφραστον
«Εὐλογῶ σε, τὸν Βασιλέα τοῦ παντὸς καὶ μονογενῆ Υἱὸν τοῦ ἀνάρχου Πατρός, τὸν ἀληθινὸν Θεὸν ἐκ Θεοῦ ἀληθινοῦ, διότι εὐδόκησες, εὐαρεστῶν τὸν Πατέρα δι’ ἄφατον* φιλανθρωπίαν νὰ σαρκωθῆς ἀπὸ ἐμὲ τὴν δούλην σου μὲ τὴν συνδρομὴν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
* σὺν + ἀεὶ + ἴδιος
»Εὐλογῶ σε, τὸν χορηγὸν κάθε εὐλογίας καὶ φωτοπάροχον, τὸν αἴτιον παντὸς ἀγαθοῦ καὶ εἰρηνάρχην, ποὺ μᾶς ἐχάρισες τὴν ἐπίγνωσιν σοῦ καὶ τοῦ ἀνάρχου Πατρὸς καὶ τοῦ συναϊδίου* καὶ ζωοποιοῦ Πνεύματος.
»Εὐλογῶ σε, γιὰ τὸ ὅτι εὐηρεστήθης νὰ κατοικήσης εἰς τὴν κοιλίαν μου ἀνεκλαλήτως.
»Εὐλογῶ σε, διότι ἠγάπησες τὴν ἀνθρωπίνην φύσιν, μέχρι τοῦ σημείου νὰ ὑπομείνης πρὸς χάριν μας τὸν Σταυρὸν καὶ τὸν θάνατον, καὶ μὲ τὴν Ἀνάστασίν σου νὰ ἀναστήσης τὴν φύσιν μας ἀπὸ τὰ ἔγκατα τοῦ Ἅδου, νὰ τὴν ἀναβιβάσης εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ νὰ τὴν δοξάσης μὲ δόξαν ἀσύλληπτον.
»Εὐλογῶ σε καὶ μεγαλύνω τοὺς λόγους σου, τοὺς ὁποίους μᾶς παρέδωσες ἐν πάσῃ ἀληθείᾳ καὶ πιστεύω εἰς τὴν ἐκπλήρωσιν ὅλων τῶν πρὸς ἐμὲ ἐπαγγελιῶν σου».
Ὅταν ἡ ἁγία καὶ ὑπερευλογημένη Θεοτόκος ἐτελείωσε τὸν αἶνον* καὶ τὴν προσευχήν της, οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι, κινούμενοι ὑπὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἤρχισαν νὰ ὁμιλοῦν, νὰ ἀνυμνοῦν καὶ νὰ δοξολογοῦν, ὁ καθεὶς ἀναλόγως τῆς ἱκανότητός του καὶ τοῦ θείου φωτισμοῦ. Ἐγκωμίασαν καὶ ἀνύμνησαν τὴν ἀπροσμέτρητον γενναιοδωρίαν τῆς θείας κυριαρχίας καὶ μὲ τὴν θαυμαστὴν θεολογίαν τους εὔφραναν τὴν καρδίαν τῆς ὑπερενδόξου Θεομήτορος, καθὼς μᾶς παρέδωσε ὁ προαναφερθεὶς ἅγιος Διονύσιος εἰς τὸ κεφάλαιον ὅπου καταδεικνύει τὴν δύναμιν τῶν εὐχῶν καὶ τῆς θεολογίας ποὺ ἐξέφρασε πανευλαβῶς ὁ μακάριος Ἱερόθεος[10]. Συγκεκριμένα, εἰς τὸ οἰκεῖον κεφάλαιον τοῦ λόγου του πρὸς τὸν Τιμόθεον, ἀναφέρει περὶ τῆς συναθροίσεως τῶν ἁγίων Ἀποστόλων κατὰ τὴν ἐκδημίαν τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου, καθὼς καὶ περὶ τοῦ τρόπου μὲ τὸν ὁποῖον ὁ καθείς, ἐμπνεόμενος ἀπὸ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα, διετράνωσε διὰ λόγων αἰνέσεως τὴν δόξαν τῆς ἀπειροδυνάμου θείας ἐξουσίας καὶ τὴν φιλανθρωπίαν τοῦ Θεοῦ καὶ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος εὐδόκησε νὰ κατέλθη εἰς τὴν γῆν χωρὶς νὰ χωρισθῆ ἀπὸ τοὺς πατρικοὺς κόλπους καὶ νὰ σαρκωθῆ ἀπὸ τὴν πανάμωμον Παρθένον. Ἔκλινε τοὺς οὐρανοὺς καὶ κατέβη, ἐπειδὴ ηὗρε τὴν Παναγίαν καὶ ὑπερένδοξον Μαριὰμ ὑπήκοον καὶ ὑψηλοτέραν πάσης τῆς κτίσεως· εὐδόκησε νὰ κατοικήση ἐντός της, ἐνεδύθη ἀπὸ αὐτὴν τὴν ἀνθρωπίνην φύσιν καὶ τοιουτοτρόπως ἠλέησε καὶ ἔσωσε τὸ ἀνθρώπινον γένος μὲ τὴν μεγαλειώδη καὶ ἀνέκφραστον Οἰκονομίαν του καὶ τὸ ἐδόξασε, πλουτίζων αὐτὸ μὲ τὴν Χάριν του ἕνεκα τῆς ἀνυπερβλήτου εὐσπλαγχνίας καὶ μακροθυμίας του.
* εὐχαριστήριον ὕμνον
Ἰδοὺ τί γράφει εἰς τὴν πραγματείαν του ὁ μακάριος Διονύσιος: «Θὰ σοῦ διηγηθῶ ἐν συνεχείᾳ ὅλους τοὺς θεολογικοὺς λόγους τοὺς ὁποίους ἀπηύθυναν οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι καὶ Ἱεράρχες μας, καθ’ ὅτι εἶναι ὄντως ἀνεκδιήγητοι, ὅπως καὶ σὺ ὁ ἴδιος τὸ γνωρίζεις, ἀδελφὲ Τιμόθεε, καὶ ὅ,τι εἶπε ἀκολούθως μὲ τὴν Χάριν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος πρὸς τοὺς μεγάλους Ἀποστόλους ὁ μακάριος Ἱερόθεος, ὁ σοφὸς μαθητὴς τοῦ μεγάλου Παύλου, ὁ πανηγυριστὴς Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ, ὁ ὑμνωδὸς καὶ ἐγκωμιαστὴς τῆς παναμώμου καὶ ὑπερευλογημένης αὐτοῦ μητρός, καθὼς τὸ ἐβεβαίωσαν καὶ οἱ ἴδιοι οἱ Ἀπόστολοι καὶ θεολόγοι, λέγοντας: Τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον ἤνοιξε τὸ στόμα αὐτοῦ καὶ τὸν ἐφώτισε νὰ ἐκφράση τοιούτους δοξολογικοὺς ὕμνους».
Μετὰ ταῦτα ἡ ἁγία Παρθένος τοὺς εὐλόγησε γιὰ μίαν ἀκόμη φορὰν καὶ ἡ καρδία της ἐπλήσθη θείας παρηγορίας.
Καὶ ἰδού, ἔλαβε χώραν ἡ μεγαλειώδης καὶ θαυμαστὴ ἄφιξις Χριστοῦ τοῦ υἱοῦ καὶ Θεοῦ αὐτῆς, συνοδευομένου ἀπὸ ἀναρίθμητες στρατιὲς ἀγγέλων καὶ ἀρχαγγέλων, καθὼς καὶ ἀπὸ ἄλλα τάγματα, Σεραφίμ, Χερουβὶμ καὶ Θρόνους· ὅλοι οἱ ἄγγελοι παρίσταντο ἐνώπιον τοῦ Κυρίου μετὰ φόβου, καθ’ ὅσον «ὅπου βασιλέως παρουσία, καὶ ἡ τάξις παραγίγνεται»[11].
Ἡ ὑπεραγία Θεοτόκος ἐγνώριζε ὅλα αὐτὰ ἐκ τῶν προτέρων, τὰ προσδοκοῦσε μὲ ἀκράδαντον ἐλπίδα· γιὰ τοῦτο ἔλεγε: «πιστεύω ὅτι ὅλες οἱ πρὸς ἐμὲ ὑποσχέσεις σου θὰ πραγματοποιηθοῦν». Ἀκολούθως εἶδαν καὶ οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι ἐμφανῶς, εἶδαν ἔκπληκτοι τὴν θεϊκήν του δόξαν, ὁ καθεὶς βέβαια ἀναλόγως τῆς δυνατότητος αὐτοῦ. Ἡ παροῦσα ἔλευσις τοῦ Κυρίου ἦταν μεγαλοπρεπεστέρα καὶ φοβερωτέρα τῆς πρώτης, καθ’ ὅτι τώρα ἐνεφανίσθη λαμπρότερος τῆς ἀστραπῆς, ἀλλὰ καὶ τῆς ἐπὶ τοῦ Θαβὼρ Μεταμορφώσεώς του, εἰς τὴν ὁποίαν δὲν ἔδειξε παρὰ τὴν φυσικήν του δόξαν, διότι μετὰ τὴν Ἀνάληψιν ὁ Χριστὸς εἶναι ἀπρόσιτος καὶ ἀόρατος.
Ἐνώπιον τοιούτου μυστηρίου «οἱ μαθηταὶ ἔπεσον ἐπὶ πρόσωπον αὐτῶν καὶ ἐφοβήθησαν σφόδρα, γενόμενοι ὡσεὶ νεκροί»[12]. Τότε ὁ Κύριος τοὺς εἶπε: «Εἰρήνη ὑμῖν», ὅπως παλαιά, ὅταν «εἰσῆλθε τῶν θυρῶν κεκλεισμένων, ὅπου ἦσαν οἱ μαθηταὶ συνηγμένοι διὰ τὸν φόβον τῶν Ἰουδαίων»[13] εἰς τὸν ἴδιον αὐτὸν οἶκον τοῦ Ἰωάννου. Κάτι παρόμοιον συνέβη καὶ τώρα, εἰς τὴν Κοίμησιν τῆς μητρὸς τοῦ Ἀναστάντος. Ὅταν οἱ Ἀπόστολοι ἤκουσαν τὴν γλυκυτάτην καὶ παμπόθητον φωνὴν αὐτοῦ, ἀνεζωογονήθησαν καὶ ἐνισχύθησαν ψυχικῶς καὶ σωματικῶς καὶ ἔμειναν νὰ θεωροῦν μὲ δέος τὸ ὑπέρλαμπρον κάλλος καὶ τὴν Θείαν αἴγλην τοῦ Προσώπου του. Ὡς ἐκ τούτου, ἡ παναγία καὶ ἄμωμος καὶ εὐλογημένη Θεοτόκος ἐπλήσθη χαρᾶς καὶ τὸ πρόσωπον αὐτῆς κατηυγάσθη μὲ θείαν φωτοφάνειαν. Ἀλλὰ καὶ ἐκείνη, βλέπουσα μετ’ εὐλαβεί-ας καὶ φόβου τὴν δόξαν καὶ τὴν λαμπρότητα ποὺ ἀκτινοβολοῦσε ὁ υἱὸς καὶ Βασιλεύς της Ἰησοῦς Χριστός, ἐμεγάλυνε ἀκόμη περισσότερον τὴν Θεότητά του καὶ προσηύχετο ὑπὲρ τῶν Ἀποστόλων καὶ πάντων τῶν παρόντων. Τὶς ὕστατες αὐτὲς στιγμὲς ἐμεσίτευσε ὑπὲρ τῶν ἁπανταχοῦ εὑρισκομένων πιστῶν, παρεκάλεσε ὑπὲρ τοῦ κόσμου παντὸς καὶ ὑπὲρ πάσης ψυχῆς ἐπικαλουμένης τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου καὶ τῆς μητρὸς αὐτοῦ, ἐζήτησε δὲ ὅπου μνημονεύονται τὰ δύο αὐτὰ ὀνόματα νὰ ἐκχέεται πλουσία ἡ θεία εὐλογία.
Τότε ἡ ἁγία Παρθένος Μαρία κοιτάζοντας καὶ πάλιν πρὸς τὸν Υἱόν της τὸν ἀντίκρυσε μὲ δόξαν τοιαύτην ὥστε οὐδεμία γλῶσσα ἀνθρωπίνη νὰ εἶναι εἰς θέσιν νὰ τὴν ἐκφράση.
Καὶ εἶπεν: «Εὐλόγησόν με, Κύριε, μὲ τὴν δεξιάν σου καὶ εὐλόγησον ὅλους ὅσους σὲ δοξάζουν καὶ μνημονεύουν τὸ ὄνομά μου κάθε φορὰν ποὺ προσφέρουν εἰς σὲ τὴν προσευχὴν καὶ δέησίν των». Ὁ Κύριος τότε ἐξέτεινε τὴν δεξιάν του, εὐλόγησε τὴν μητέρα του καὶ τῆς εἶπε: «Μακαρία σύ, ἀγαλλιάσθω ἡ καρδία σου Μαρία, εὐλογημένη ἐν γυναιξί, διότι τὸ πλήρωμα τῆς Χάριτος καὶ ὅλες οἱ δωρεὲς σοῦ ἐδόθησαν ἀπὸ τὸν Πατέρα μου τὸν οὐράνιον· καὶ κάθε ψυχὴ ἡ ὁποία θὰ ἐπικαλεῖται τὸ ὄνομά μου μετ’ εὐλαβείας δὲν θὰ παραβλεφθῆ ἀλλὰ θὰ εὕρη ἔλεος καὶ παρηγορίαν εἰς τὴν παροῦσαν ζωὴν καὶ εἰς τὸν μέλλοντα αἰῶνα. Σὺ δέ, πορεύου ἐν εἰρήνῃ καὶ χαρᾷ εἰς τὰ αἰώνια σκηνώματα, εἰς τοὺς ἀπεράντους θησαυροὺς τοῦ Πατρός μου, γιὰ νὰ θεωρῆς τὴν δόξαν μου καὶ νὰ εὐφραίνεσαι μὲ τὴν Χάριν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος».
Ἀμέσως δέ, δι’ ἐντολῆς τοῦ Κυρίου οἱ ἄγγελοι ἤρχισαν νὰ ψάλλουν ἕνα γλυκύτατον ὕμνον μὲ φωνὴν ζωηρὰν καὶ θελκτικωτάτην, ἐνῶ οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι ἔκλιναν εὐλαβῶς τὶς κεφαλές των ἐνώπιον τῆς ἁγιοπνευματικῆς μυσταγωγίας καὶ ἀφιέρωσαν μὲ τὴν σειράν τους εἰς τὴν Παρθένον μίαν ὑμνωδίαν ἀγγελομίμητον. Καὶ εἰς αὐτὸ τὸ κλῖμα ἡ Παναγία μήτηρ τοῦ Κυρίου παρέδωσε τὴν μακαρίαν καὶ ἀμόλυντον ψυχὴν αὐτῆς εἰς τὸν Βασιλέα καὶ υἱόν της καὶ ἐκοιμήθη ὕπνον γλυκὺν καὶ ἐράσμιον. Ὅπως εἰς τὸν ἀπόρρητον τοκετόν της ἐγέννησε ἀνωδύνως τὸν Κύριον Ἰησοῦν, τοιουτοτρόπως ἔμεινε ἀνέπαφος ἀπὸ τοὺς ἐπιθανατίους πόνους καὶ κατὰ τὴν κοίμησίν της, καθ’ ὅτι ὁ Βασιλεὺς καὶ Δημιουργὸς κάθε κτιστῆς φύσεως, αὐτὸς ὁ ἴδιος εἶναι ποὺ τότε καὶ τώρα μετέτρεψε τοὺς φυσικοὺς νόμους.
Οἱ στρατιὲς τῶν ἀγγέλων ὕψωσαν μὲ θαυμασμὸν τὰ ἀόρατα χέρια τους καθὼς διήρχετο ἡ παναγία αὐτῆς ψυχή. Ὁ οἶκος τῆς Σιὼν, καθὼς καὶ ὅλη ἡ περιοχή, ἐπλήσθη ἀπὸ μίαν ἄρρητον εὐωδίαν. Ἐπάνω δὲ ἀπὸ τὸ πανάχραντον σῶμα της ἐπλανᾶτο μία φωτεινὴ ὕπαρξις ἀόρατος ἀπὸ τοὺς αἰσθητοὺς ὀφθαλμούς. Τοιουτοτρόπως ὁ Διδάσκαλος καὶ οἱ μαθηταί, τὰ οὐράνια καὶ τὰ ἐπίγεια, συνώδευσαν ἀπὸ κοινοῦ τὴν ἁγίαν Παρθένον. Καὶ ὁ μὲν εὐλογητὸς Κύριος καὶ ἔνδοξος Δεσπότης τοῦ παντὸς εἰσήγαγε τὴν ἁγίαν ψυχὴν τῆς παναχράντου αὐτοῦ μητρὸς εἰς τοὺς οὐρανούς, οἱ δὲ μαθηταὶ ἀπέθεσαν τὸ πανάσπιλον σῶμα της εἰς τὴν γῆν, γιὰ νὰ τὸ ἀλείψουν μὲ ἀρώματα καὶ κατόπιν νὰ τὸ μεταφέρουν ὅπου θὰ ἐπιθυμοῦσε ἐκείνη· ἀπὸ ἐκεῖ ἔμελλε μετ’ ὀλίγον νὰ μεταστῆ εἰς τὸν Παράδεισον ἢ ὁπουδήποτε ἠθέλησε ὁ υἱὸς καὶ Θεός της.
Οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι τότε ἐξεκόμισαν τὸν κράββατον ἐπὶ τοῦ ὁποίου ἦταν ἐξαπλωμένον τὸ τελειότερον ἀπὸ τὸ οὐράνιον στερέωμα σῶμα τῆς Θεομήτορος. Τὸ ἐτίμησαν μὲ ὕμνους καὶ ὠδὲς πνευματικές, τὸ ἐνηγκαλίσθησαν μετὰ φρίκης καὶ τρόμου, ἐκδηλώνοντας ὄχι μόνον τὴν πίστι καὶ τὴν ἀφοσίωσίν τους ἀλλὰ καὶ τὴν βεβαιότητα ὅτι θὰ λάβουν Χάριν καὶ μεγάλην ὠφέλεια, ἐάν, φυσικά, ἡ πίστις των συνωδεύετο ἀπὸ τὰ ἀνάλογα ἔργα.
Ἐν τῷ μεταξύ, μόλις ἔγινε γνωστὴ ἡ ἐκδημία τῆς Παντανάσσης, ὅλοι οἱ πάσχοντες ἀπὸ παντοειδεῖς ἀσθένειες συνήχθησαν ἐκεῖ· τότε θαυμαστῶς οἱ ὀφθαλμοὶ τῶν τυφλῶν ἠνοίχθησαν, οἱ κωφοὶ ηὗραν τὴν ἀκοήν τους, οἱ χωλοὶ ἔμαθαν νὰ περιπατοῦν, οἱ δαιμονιζόμενοι ἐκαθαρίσθησαν καὶ κάθε πόνος καὶ ἀσθένεια ἐθεραπεύθη. Οἱ αἰθέρες καὶ οἱ οὐρανοὶ τῶν οὐρανῶν ἡγιάσθησαν ἀπὸ τὴν διέλευσι τῆς παναγίας ψυχῆς καὶ ἡ γῆ ἐτιμήθη καὶ εὐλογήθη, δεχομένη τὸ πανάσπιλον καὶ θεοδόχον σῶμα.
Οἱ Ἀπόστολοι τότε προέτρεψαν τὸν μακάριον Πέτρον νὰ ἐκφωνήση τὴν εὐχὴν τῆς ταφῆς. Ὁ Πέτρος ὅμως ἀνέθεσε εἰς τὸν Παῦλον καὶ τὸν Ἰωάννην νὰ ἀναπέμψουν τὴν προσευχὴν αὐτήν. Ἐκεῖνοι δὲν ὑπήκουσαν, παρὰ μόνον ὑπεκλίθησαν ἐνώπιόν του, ὡς κορυφαίου ὅλου τοῦ χοροῦ τῶν Ἀποστόλων. Ὁ μακάριος Πέτρος τότε, πρὸ τῆς ἐπιμονῆς των ἔκαμε ὑπακοὴν διὰ τὴν τάξιν, καθὼς ἥρμοζε εἰς τὸ προκείμενον μυστήριον. Καὶ ἀφοῦ προσηυχήθη ἐπ’ ἀρκετόν, ἐτύλιξαν μὲ λωρίδες καὶ ἤλειψαν μὲ ἔλαιον τὸ σῶμα τὸ ὁποῖον εἶχε χωρέσει τὸν ἀχώρητον, τὸν Βασιλέα καὶ Δημιουργὸν τῆς ὁρατῆς καὶ τῆς ἀοράτου κτίσεως, καὶ τὸ ἐτοποθέτησαν εἰς τὸν ἱερὸν κράββατον. Ἀμέσως ἤρχισε μία νέα ὑμνωδία, τῆς ὁποίας ὁ μακάριος Πέτρος προεξῆρχε, ὁ δὲ χορὸς τῶν Ἀποστόλων ἀπαντοῦσε ἀντιφωνικῶς καὶ οἱ οὐράνιες δυνάμεις ἔψαλλαν μαζί τους ἀοράτως. Ὅλη ἡ ἀτμόσφαιρα εἶχε φωτισθῆ ἀπὸ τὶς λαμπάδες καὶ εὐωδίαζε ἀπὸ τὰ θυμιάματα.
Ἀκολούθως οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι ἐσήκωσαν τὸν σεπτὸν κράββατον εἰς τοὺς ὤμους των καὶ μὲ τὴν καθοδήγησι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος κατηυθύνθησαν εἰς τὸ χωρίον τῆς Γεθσημανῆ, καθὼς εἶχε καὶ τοῦτο προκαθορισθῆ ἀπὸ τὴν ὑπεραγίαν Θεοτόκον. Οἱ Ἄγγελοι προεπορεύοντο, ἐδορυφοροῦσαν καὶ ἄλλοι ἀκολουθοῦσαν κατὰ πόδας τὸ ἱερὸν σκῆνος καὶ τοὺς κηδευτάς του. Ἡ κηδεία τῆς παμμακαρίας καὶ δεδοξασμένης Θεοτόκου ἦταν ἐπιβλητικὴ καὶ ἱεροπρεπεστάτη, καθὼς οἱ Ἀπόστολοι ἔψαλλαν καὶ ὅλοι οἱ πιστοὶ ἐλιτάνευαν τὸν ναὸν τοῦ Σωτῆρος μετὰ πίστεως.
Ὅλοι οἱ ἀσθενεῖς καὶ οἱ ποικίλως πάσχοντες ἐθεραπεύθησαν καὶ δὲν ὑπῆρχαν μόνον «ἑξήκοντα δυνατοὶ περὶ τὴν κλίνην τοῦ Βασιλέως»[14], καθὼς λέγει ἡ Γραφή, ἀλλ’ ὁρατῶς μὲν οἱ εὐάριθμοι Ἀπόστολοι μετὰ τῆς πολυπληθοῦς συνοδείας των καὶ ὅλων τῶν πιστῶν, ἀοράτως δὲ οἱ ἀναρίθμητες ἀγγελικὲς δυνάμεις.
Ὡς τόσον, ὁ ἐχθρὸς τῆς ἀληθείας δὲν ἐδίστασε νὰ δείξη ἀκόμη κι ἐκεῖ τὴν θρασύτητά του. Παρεκίνησε πάλι τοὺς μοχθηροὺς Ἰουδαίους πρὸς φθόνον καὶ ὀργήν· διότι βλέποντας αὐτοὶ τὴν λαμπρὰν συνοδείαν τῆς ὑπερενδόξου Θεομήτορος μὲ τὸ πλῆθος τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν πιστῶν οἱ ὁποῖοι τὴν ἀκολουθοῦσαν, καθὼς καὶ τὰ ἀναρίθμητα θαύματα ποὺ ἔλαβαν χώρα μὲ τὴν Χάριν τῆς Παντανάσσης καὶ ἀκούοντας τοὺς θεσπεσίους ὕμνους, κατελήφθησαν ἀπὸ ζῆλον μοχθηρόν, «τὸ μωρὸν καὶ ἀσύνετον γένος… οἷς οὐκ ἔστι σύνεσις»[15]. Ὅπως ἄλλοτε, ὅταν τὰ πλήθη τῶν ἀθώων παιδίων προπορεύομενα τοῦ παμβασιλέως Χριστοῦ μὲ κλάδους φοινίκων ἐκραύγαζαν «Ὠσαννά, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου, ὁ βασιλεὺς τοῦ Ἰσραήλ»[16], καὶ οἱ ἀνίεροι ἀρχιερεῖς καὶ οἱ Γραμματεῖς ἐμαίνοντο καὶ ἐπολεμοῦσαν μὲ φθόνον καὶ μοχθηρίαν τὸν εὐλογημένον χορηγὸν παντὸς ἀγαθοῦ, μέχρις σημείου νὰ τὸν καταδικάσουν εἰς θάνατον καὶ μάλιστα σταυρικόν, ὁμοίως καὶ τώρα εἰς τὴν κηδείαν τῆς ἐνδόξου καὶ παναμώμου αὐτοῦ μητρός, ἠγωνίζοντο νὰ διαλύσουν τὴν εἰρηνικὴν καὶ κοσμιωτάτην συνοδείαν τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν πιστῶν καὶ προσπαθοῦσαν μὲ ἄναρθρες κραυγὲς νὰ πλήξουν τὴν ἱερὰν αὐτὴν σύναξιν.
Τότε ἕνας ἀπὸ τοὺς ἀσεβεῖς ἐκείνους, πιὸ σωματώδης ἀπὸ τοὺς ἄλλους, θρασὺς καὶ φθονερός, ὥρμησε προκλητικῶς πρὸς τὸ πλῆθος τῶν χριστιανῶν οἱ ὁποῖοι συνώδευαν τὴν κιβωτὸν τοῦ ἁγιάσματος[17]. Ἀνέμενε πρῶτα νὰ πλησιάσουν οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι, οἱ ὁποῖοι μετέφεραν τὸν οὐράνιον θησαυρόν, τὴν χώραν τῆς ἀχωρήτου καὶ ἀπεριγράφου[18] φύσεως, καὶ τότε ἥπλωσε τὰ μιαρά του χέρια καὶ ἐκράτησε δυνατὰ τὸν κράββατον ἐπὶ τοῦ ὁποίου ἦταν τοποθετημένον τὸ πανάγιον σκῆνος τῆς ὑπερευλογημένης Βασιλίσσης, ἐνώπιον τοῦ ὁποίου ἀκόμη καὶ οἱ ἄγγελοι ἔφριτταν, καὶ αὐτὰ τὰ Χερουβὶμ προσέβλεπαν μετ’ ἄκρας εὐλαβείας. Αὐτὸν τὸν ξύλινον κράββατον, ὁ μωρὸς καὶ ἀναίσχυντος, τὸν ἥρπασε μὲ δύναμι καὶ προσπαθοῦσε νὰ τὸν ἀνατρέψη. Ὤ, ψυχῆς κτηνώδους! Ὤ, λυσσώδους διανοίας! Ἀλλ’ ἔλαβε ἀκαριαίως τὸν δίκαιον μισθὸν τοῦ ἐγχειρήματός του· πράγματι, τὴν στιγμὴν ποὺ τὰ χέρια του ἔπιασαν τὸν ἅγιον ἐκεῖνον κράββατον, παρευθὺς ἐκόπησαν ἀπὸ τοὺς ὤμους, ἀφοῦ ἐτόλμησε νὰ τὰ ἀγγίξη ἐκεῖ ποὺ δὲν ἦταν ἄξιος νὰ πλησιάση ἀλλ’ οὔτε κἂν νὰ ἀτενίση. Ἡ ὀργὴ τοῦ Θεοῦ ἔπεσε ἐπάνω του, μέχρι σημείου νὰ ἐκσπάση εἰς κραυγὲς καὶ ὀλολυγμούς. Τὸ πένθος καὶ ἡ ἀπελπισία ἐκυρίευσαν τόσον αὐτὸν ὅσον καὶ τοὺς Ἰουδαίους οἱ ὁποῖοι ἦσαν μαζί του, διότι ἔπεσε ἐπάνω τους ἡ θεία δίκη καὶ ἀγανάκτησις δι’ ἀγγέλου ὀργισμένου. Ὀπισθοχώρησαν ἀμέσως πανικόβλητοι, καθὼς ὁ ἄγγελος τοῦ Κυρίου τοὺς κατεδίωκε. Τὸ θαῦμα αὐτὸ ἔγινε γιὰ νὰ προκαλέση σύγχυσι καὶ φόβον εἰς τοὺς Ἰουδαίους ἀλλὰ καὶ εἰς τοὺς πιστοὺς μεγαλυτέραν καύχησιν καὶ δόξαν. Αὐτὸς δὲ ὁ ὁποῖος προηγουμένως κατελήφθη ἀπὸ ὑπερβολικὴν μανίαν καὶ συγκατελέγη μεταξὺ τῶν πολεμίων καὶ ὑβριστῶν τοῦ Θεοῦ, ὅταν ἐπατάχθη γιὰ τὴν πρᾶξι του, κατελήφθη ἀπὸ ἐντροπήν, ἦλθε εἰς συναίσθησι καὶ μετέβαλε τὴν προηγουμένην καταφρόνησιν εἰς πίστιν καὶ τὴν μοχθηρίαν εἰς φόβον καὶ συντριβήν, καθὼς ἐπίσης καὶ τὶς συκοφαντίες καὶ τὶς ὕβρεις εἰς μετάνοιαν καὶ ἱκεσίαν. Τὰ χέρια δὲν τὰ εἶχε πλέον, ὥστε νὰ τὰ ὑψώση εἰς δέησιν, ἀλλὰ μὲ φλογερὰ δάκρυα καὶ φωνὴν ὀδυνηρὰν ἐπεκαλεῖτο τὴν Παναγίαν Παρθένον, ἐκλιπαρῶν αὐτὴν νὰ τὸν εὐσπλαγχνισθῆ.
* θρήνους γοεροὺς
Ὅθεν, ὁ αἴτιος τῶν πάντων ἔγινε πρόξενος καὶ τῆς κοινῆς χαρμοσύνης· ἔκρινε ὀρθὸν νὰ μὴ ἐπιβάλη εἰς τὸν ἔνοχον αἰωνίαν ὀδύνην, λύπην, θρήνους καὶ κολάσεις, ἀλλὰ μόνον μίαν προσωρινὴν σωματικὴν πληγήν. Ἐθεράπευσε δὲ καὶ τὰ ἀνίατα τραύματα τῆς ψυχῆς αὐτοῦ ἀλλὰ καὶ τῶν λοιπῶν συνεπιτιθεμένων καὶ τοὺς ἠξίωσε νὰ γίνουν χριστιανοὶ καὶ νὰ ὀνομασθοῦν, μὲ τὴν Χάριν τοῦ Βαπτίσματος, τέκνα Θεοῦ. Ἀκολούθως ἐθεράπευσε εὐσπλάγχνως καὶ τὰ πληγωμένα χέρια· καθ’ ὅτι ὁ Ἑβραῖος, ὅταν ἐτιμωρήθη, ἀνεγνώρισε τὸ σφάλμα του, ἔσπευσε νὰ μετανοήση καὶ ἱκέτευε μὲ πύρινα δάκρυα, ἐπικαλούμενος ὀδυνηρῶς τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς ὑπεραγίας μητρὸς αὐτοῦ Μαρίας. Ὁ ἅγιος Ἀπόστολος Πέτρος ἔδωσε τότε ἐντολὴν νὰ σταματήσουν τὴν ἱερὰ ἐκφορὰν καὶ νὰ προσπέσουν εἰς τὴν Θεομήτορα διὰ προσευχῶν καὶ δεήσεων. Ἔφεραν ἐνώπιόν της τὸν ἔνοχον συντετριμμένον καὶ μετανοημένον, ἐνῶ τὰ αἵματα ἔρρεαν κρουνηδὸν ἀπὸ τὰ χέρια καὶ τὰ δά-κρυα ἀπὸ τοὺς ὀφθαλμούς του. Ἤγγισε τότε ἐκεῖνος τὸν ἱερὸν κράββατον, ὄχι ὅμως ὅπως πρὸ ὀλίγου, ἀλλ’ ἱκετεύων μετὰ φόβου καὶ τρόμου· ὁ δὲ μακάριος Πέτρος ἐτοποθέτησε τὰ ἀποκομμένα μέλη εἰς τὴν θέσιν τους καὶ αὐτοστιγμεί, μὲ τὴν Χάριν τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς Παναγίας μητρὸς αὐτοῦ, τὰ κρεμάμενα ἀπὸ τοὺς ὤμους χέρια προσηρμόσθησαν συνδεόμενα μὲ τὸ ὑπόλοιπο σῶμα· καὶ ὄχι μόνον οἱ φρικτοὶ πόνοι καὶ ἡ ὀδύνη ἐξηφανίσθησαν, ἀλλὰ καὶ τὰ ἴχνη ἀκόμη τῆς πληγῆς δὲν ἐφαίνοντο καθόλου. Ἕνεκα τούτου ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς ἐπίστευσε εἰς τὸν Χριστόν, ἐβαπτίσθη, συγκατηριθμήθη εἰς τοὺς πιστοὺς καὶ ἐδόξαζε τὸν Κύριον καὶ τὴν Παναγίαν καὶ ἔνδοξον αὐτοῦ μητέρα. Τὸ θαῦμα τοῦτο, τὸ ἀκαριαῖον πλῆγμα καὶ ἡ ἄμεσος θεραπεία, ἐστερέωσε εἰς τὴν πίστιν πολλοὺς ὀλιγοπίστους καὶ μετέστρεψε πολλοὺς ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους, οἱ ὁποῖοι ὡμολόγησαν τὸν Κύριον Ἰησοῦν Χριστὸν Θεὸν ἐσταυρωμένον ἀπὸ αὐτοὺς καὶ ἐκήρυτταν τὴν μητέρα του Θεοτόκον.
Μετά, λοιπόν, ἀπὸ ὅλα αὐτὰ μὲ περισσοτέραν λαμπρότητα καὶ ἀκόμη πιὸ ἐγκαρδίους ὕμνους καὶ δοξολογίες, οἱ Ἀπόστολοι ἐσήκωσαν πάλιν εἰς τοὺς ἱεροὺς ὤμους των τὸν κράββατον, ὁ ὁποῖος ἐξήστραπτε λαμπροφανῶς ἀπὸ τὴν Χάριν τῆς ὑπεραγίας Βασιλίσσης, φυλασσόμενον ἀπὸ οὐράνια καὶ ἐπίγεια τάγματα, καλλωπιζόμενον δὲ ἀοράτως ἀπὸ χιλιάδες ἀγγέλων καὶ ἀρχαγγέλων καὶ ὁρατῶς ἀπὸ ὕμνους καὶ ὠδὲς πνευματικές.
Ὅταν ἔφθασαν εἰς τὴν Γεθσημανῆ, ἐναπέθεσαν τὸ ἄσπιλον σῶμα ἐντὸς τοῦ μνήματος, τὸν ἅγιον καὶ ἔνσαρκον θρόνον τοῦ Κυρίου, τὰ ἀληθινὰ Ἅγια τῶν Ἁγίων, τὴν ἀπολύτρωσι τῆς φύσεώς μας, τὸ ἐργαστήριον ἐντὸς τοῦ ὁποίου συνετελέσθη τὸ φοβερὸν μυστήριον τῆς ἑνώσεως θείας καὶ ἀνθρωπίνης φύσεως. Ὄντως αὐτὴ εἶναι ἡ πόλις τοῦ Θεοῦ περὶ τῆς ὁποίας «δεδοξασμένα ἐλαλήθη»[19] ἀπὸ γενεᾶς εἰς γενεάν, τὸ ὄρος ἐντὸς τοῦ ὁποίου εὐδόκησε νὰ κατοικήση ὁ Θεός[20], ἡ κεκλεισμένη πύλη μέσῳ τῆς ὁποίας δὲν διῆλθε κανεὶς ἄλλος παρὰ μόνον ὁ Θεός, ὁ ὁποῖος τὴν διεφύλαξε κεκλεισμένην[21]. Ἡ μοναδικὴ μεταξὺ τῶν μητέρων παρθένος, ἡ μόνη πάναγνος καὶ Θεοτόκος.
Παρ’ ὅλα ταῦτα δὲν εἶναι παράδοξον ὅτι ἡ μήτηρ τῆς ζωῆς ἐναπετέθη εἰς μνημεῖον, διότι καὶ ὁ Υἱὸς αὐτῆς, ἡ ὄντως ζωή, αὐτὴ ἡ ἰδία ἡ ἀθανασία, ὑπέμεινε τὸν σωματικὸν θάνατον καὶ τὴν ταφὴν καὶ διὰ τοῦ θανάτου του κατήργησε τὸν θάνατον καὶ ἐδώρησε εἰς τὸν κόσμον τὴν ζωήν.
Δὲν ἁρμόζει ὅμως νὰ ἀποσιωπήσωμε καὶ τὰ τοῦ ἐνταφιασμοῦ τοῦ παρθενικοῦ σώματος. Ὅταν ἔφθασαν εἰς τὸν τάφον ἄφησαν πλησίον αὐτοῦ τὸν κράββατον ἐπὶ τοῦ ὁποίου εἶχαν ἀποθέσει τὸν ἀνεκτίμητον θησαυρὸν καὶ ἔπρεπε νὰ πάρουν μὲ τὰ χέρια τους τὸ εὐλογημένον σῶμα γιὰ νὰ τὸ τοποθετήσουν ἐντὸς τοῦ τάφου, ὅλοι οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι καὶ οἱ λοιποὶ ποὺ ἀκολουθοῦσαν ἔμειναν νὰ τὸ κοιτάζουν ἔντρομοι, μὴ τολμῶντας νὰ ἀγγίξουν τὸ ἅγιον καὶ ὑπερευλογημένον σκῆνος, διότι ἔβλεπαν τὸ φῶς ἀπὸ τὸν ὁποῖον περιεβάλλετο καὶ τὴν θείαν Χάριν ἡ ὁποία τὸ εἶχεν ἐπισκιάσει.
Τότε, λοιπόν, ὅλοι οἱ Ἀπόστολοι ἀνέθεσαν καὶ πάλιν εἰς τὸν Πέτρον καὶ τὸν Παῦλον νὰ ἐνταφιάσουν τὸ ἅγιον σῶμα, διότι ὁ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης ἐκρατοῦσε τὸ λιβανωτὸν καὶ ἐθυμίαζε μὲ εὐῶδες θυμίαμα τὸ ἱερὸν σκήνωμα τῆς Παντανάσσης, περιλούων αὐτὸ μὲ τὰ δάκρυά του. Ὁ Πέτρος τότε καὶ ὁ Παῦλος, χωρὶς νὰ βάλουν τὰ χέρια τους ἐπάνω εἰς τὸ πάνσεπτον σκῆνος, ἀλλὰ κρατῶντας κάτι ταινίες ποὺ ἐκρέμοντο ἀπὸ αὐτό, μὲ ἄκραν εὐλάβειαν καὶ προσοχὴν τὸ ἐσήκωσαν ἀπὸ τὸν κράββατον καὶ τὸ ἐναπέθεσαν εἰς τὸν τάφον. Τοιουτοτρόπως, οἱ λαμπροὶ αὐτοὶ καὶ ἀκατάβλητοι Ἀπόστολοι, ἀφοῦ πρῶτα ἐτίμησαν καὶ διηκόνησαν ἀξίως καὶ πρεπόντως τὸν Υἱόν της, ὑπηρέτησαν τώρα καὶ αὐτὴν τὴν μητέρα του, τὴν τιμωμένην ἀπὸ ἀγγέλους καὶ ἀνθρώπους, τὴν μακαριζομένην ἀπὸ ὅλες τὶς γενεές, οἱ ὁποῖες τὴν ἀποκαλοῦν εὐλο-γημένην, καθὼς τὸ προεῖπε ἡ μακαρία μὲ τὸ ἴδιον αὐτῆς στόμα[22]. Ὅθεν, ὅταν τὸ ἅγιον τοῦτο, τὸ ἅγιον τῶν ἁγίων σῶμα τῆς ὑπερ-ευλογημένης Θεοτόκου καὶ ἀειπαρθένου Μαρίας ἀπετέθη ἐντὸς τοῦ μνήματος, οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι παρέμειναν ἐκεῖ ἐπὶ τρεῖς ἡμέρες, ἀπολαμβάνοντας τὴν ὡραιοτάτην ὑμνωδίαν τῶν ἁγίων ἀγγέλων, μίαν γλυκυτάτην καὶ θελκτικωτάτην ψαλμωδίαν τὴν ὁποίαν ἀνθρωπίνη γλῶσσα ἀδυνατεῖ νὰ περιγράψη, καθὼς τὸ λέγει ὁ Προφήτης Δαυΐδ: «διελεύσομαι ἐν τόπῳ σκηνῆς θαυμαστῆς, ἕως τοῦ οἴκου τοῦ Θεοῦ ἐν φωνῇ ἀγαλλιάσεως καὶ ἐξομολογήσεως ἤχου ἑορτάζοντος»[23]. Ἀληθῶς, αὐτὴ ἦταν ἡ θαυμαστὴ σκηνή, ὁ οἶκος τοῦ Θεοῦ ἐντὸς τοῦ ὁποίου εὐηρεστήθη νὰ κατοικήση αὐτὸς ὁ ἴδιος, ὁ Κύριος τῆς δόξης καὶ Βασιλεὺς τῆς εἰρήνης.
Αὐτὰ ποὺ διηγούμεθα μᾶς παρεδόθησαν ἀπὸ ἀψευδεῖς καὶ ἀξιοπίστους μάρτυρες, ἀπὸ τοὺς ὁποίους τὰ παρέλαβαν οἱ μετέπειτα γενεές. Καὶ εἶναι ἔγκυρον καὶ βεβαιωμένον ὅτι, ἐνῶ ὅλοι οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι συνηθροίσθησαν εἰς τὴν κηδείαν τῆς Βασιλίσσης, ἕνας ἀπὸ αὐτοὺς ἀπὸ θείαν Πρόνοιαν δὲν τὸ ἐπληροφορήθη ἐγκαίρως ὅπως οἱ λοιποί. Ἐκεῖνοι τὸν ἀνέμεναν γιὰ νὰ γίνη μέτοχος καὶ αὐτὸς τῆς εὐλογίας ποὺ εἶχαν λάβει καὶ οἱ ἴδιοι ἀπὸ τὸ χαριτόβρυτον καὶ εὐλογημένον σκῆνος. Τὴν τρίτην λοιπὸν ἡμέραν ἔφθασε καὶ αὐτὸς ὁ Ἀπόστολος καὶ ηὗρε τοὺς ἄλλους ἀδελφοὺς νὰ ψάλλουν ἐνώπιον τοῦ ἁγίου μνήματος. Ἤκουσε μάλιστα καὶ αὐτὸς τὴν γλυκυτάτην καὶ παναρμόνιον μελωδίαν τῶν ἀγγέλων καὶ ἱκέτευε τοὺς ἁγίους Ἀποστόλους νὰ ἀνοίξουν τὸν σεπτὸν τάφον γιὰ νὰ προσκυνήση καὶ αὐτὸς τὸ Θεοδόχον σῶμα τῆς Παναγίας Θεοτόκου. Οἱ μακάριοι Ἀπόστολοι ὑπήκουσαν εἰς τὸ αἴτημα τοῦ ἀδελφοῦ των καθοδηγούμενοι ἀπὸ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα καὶ ἀπεκάλυψαν τὸν τάφον μετὰ φόβου. Ὅταν ὅμως ἀφήρεσαν τὴν πλάκα, δὲν ηὗραν τὸ ἔνδοξον σῶμα τῆς Θεομήτορος, καθ’ ὅτι εἶχε μεταφερθῆ ἐκεῖ ὅπου ἠθέλησε ὁ υἱὸς καὶ Θεὸς αὐτῆς. Ὄντως, καθὼς ἐκεῖνος, ἀφοῦ ὑπέμεινε σωματικὸν θάνατον γιὰ τὴν ἰδικήν μας σωτηρίαν, ἐδέχθη νὰ τεθῆ ἐντὸς μνημείου καὶ ἀνέστη ἀπὸ ἐκεῖ τὴν τρίτην ἡμέραν, κατὰ παρόμοιον τρόπον οἰκονόμησε νὰ τεθῆ εἰς τάφον καὶ τὸ ἄσπιλον σῶμα τῆς ὑπεραγίας μητρὸς αὐτοῦ καὶ ἔ-πειτα ἀπὸ τρεῖς ἡμέρες, σύμφωνα μὲ τὸ θέλημά του νὰ μετατεθῆ εἰς τὴν αἰωνίαν ἀφθαρσίαν γιὰ νὰ ἑνωθῆ πάλι μὲ τὴν ψυχήν της. Αὐτὴν τὴν μοναδικὴν τιμὴν ἐπεφύλαξε ὁ δημιουργὸς τοῦ παντὸς γιὰ τὴν μητέρα ποὺ τὸν ἐγέννησε, ὅπως αὐτὸς μόνον γνωρίζει, ὁ Βασιλεὺς τῆς δόξης καὶ Κύριος τῆς ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου.
Ὁ τάφος, λοιπόν, εὑρέθη κενός! Οἱ λωρίδες καὶ ἡ σινδόνη μὲ τὰ ὁποῖα τὴν εἶχαν περιτυλίξει εὑρέθησαν ἐντὸς αὐτοῦ, τὸ παρθενικὸν ὅμως σῶμα ἀπουσίαζε. Μετέστη πλησίον τοῦ Υἱοῦ καὶ Θεοῦ αὐτῆς, ὥστε νὰ ζῆ μαζὶ μὲ ἐκεῖνον ψυχῇ καὶ σώματι καὶ νὰ βασιλεύη μαζί του. Ὡς ἐκ τούτου, ἡ ἀνθρωπίνη φύσις ἠξιώθη νὰ ἀνυψωθῆ εἰς τὴν αἰωνίαν Βασιλείαν ὄχι μόνον ἐξ αἰτίας τοῦ Υἱοῦ της, ἀλλ’ ἐπίσης ἐξ αἰτίας τῆς μητρὸς αὐτοῦ.
Ἐξεπλάγησαν τότε οἱ μακάριοι Ἀπόστολοι, ἐπλήσθησαν χαρᾶς καὶ ἐβεβαιώθησαν ὅτι ἡ καθυστέρησις τοῦ ἑνὸς Ἀποστόλου ἦταν ἔργον τῆς θείας Προνοίας, γιὰ νὰ ἀποκαλυφθῆ τὸ μέγα τοῦτο μυστήριον· νὰ ἀνοιχθῆ πρὸς χάριν ἐκείνου ὁ τάφος καὶ νὰ ἐξακριβωθῆ ἡ μετάθεσις τοῦ ἁγίου σώματος. Ἐνώπιον τοῦ τοιούτου θαύματος ἐδοξολόγησαν παρευθὺς τὸν Χριστόν, ὁ ὁποῖος ἀπὸ κάθε ἄποψιν ἐτίμησε τὴν παναγίαν καὶ ἄμωμον μητέρα του· πράγματι, τὰ πάντα εἶχαν πλημμυρίσει ἀπὸ φῶς καὶ εὐωδίαν, τὰ ὁποῖα ἐξήρχοντο ἀπὸ τὸ ἱερὸν μνῆμα ἐντὸς τοῦ ὁποίου εἶχε ἀποτεθῆ τὸ τελειότερον ἀπὸ τοὺς οὐρανοὺς σῶμα τῆς ἁγίας Παρθένου. Εἰς ὅλην δὲ τὴν περιοχὴν τῆς Γεθσημανῆ εἶχε διασκορπισθῆ ἡ λάμψις αὐτὴ καὶ ἡ εὐωδία. Ἔκλεισαν λοιπὸν καὶ πάλιν τὸν ἅγιον ἐκεῖνον τάφον καὶ ταχύτατα ἡ ἔνδοξος Μετάστασις τῆς Παναγίας Θεοτόκου ἔγινε γνωστὴ εἰς τὰ πέρατα τῆς οἰκουμένης.
Ἐξ ἄλλου, κάτι τὸ ὁποῖον λέγεται ἀπὸ παλαιὰ καὶ ἔχει φθάσει ἕως τῶν ἡμερῶν μας, εἶναι ὅτι ὁ Ἀπόστολος ποὺ ἐπαρουσιάσθη τὴν τρίτην ἡμέραν ἦταν ὁ Θωμᾶς, ὁ ὁποῖος ἦλθε ἀπὸ τὴν Ἰνδίαν. Τοιουτοτρόπως, καθὼς καὶ τὴν ἄλλην φορὰν ἡ Ἀνάστασις τοῦ Κυρίου ἔγινε περισσότερον πιστευτὴ ἐξ αἰτίας τοῦ Θωμᾶ, τότε ποὺ ὁ Κύριος εἰσῆλθε «τῶν θυρῶν κεκλεισμένων»[24] τὴν ὀγδόην ἡμέρα καὶ ἔδειξε ὅλες τὶς πληγές του καὶ τὴν ἁγίαν αὑτοῦ πλευράν, ὁμοίως καὶ τώρα, χάριν εἰς τὸν Θωμᾶν ἔγινε γνωστὴ ἡ Μετάστασις τοῦ ἀδιαφθόρου καὶ ἀσπίλου σώματος τῆς ἁγίας ὑπερενδόξου Θεοτόκου καὶ ἀειπαρθένου Μαρίας.
Μετὰ ταῦτα οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι, ἀφοῦ προσηυχήθησαν καὶ ἠσπάσθησαν ἀλλήλους διεσκορπίσθησαν πάλιν ὁ καθεὶς εἰς τὴν χώραν ποὺ τοῦ εἶχε ἀνατεθῆ γιὰ νὰ κηρύξη τὸ Εὐαγγέλιον καὶ «ἐμαθήτευσαν πάντα τὰ ἔθνη»[25] κατὰ τὴν ἐντολήν ποὺ εἶχαν λάβει βοηθούμενοι ἀπὸ τὸν Κύριο καὶ ἀπὸ τὰ θαύματα τὰ ὁποῖα ἐπραγματοποιοῦσαν μὲ τὴν δύναμίν του. Ἔτσι, λοιπόν, οἱ οὐρανοὶ καὶ οἱ στρατιὲς τῶν ἀγγέλων συνεπληρώθησαν μὲ τὴν ἄνοδον τῆς ψυχῆς καὶ ἐν συνεχείᾳ τοῦ σώματος τῆς Παναγίας καὶ μακαρίας Παρθένου. Ἀλλὰ καὶ ἡ γῆ ἡγιάσθη ἀπὸ τὴν ἐπὶ γῆς πολιτείαν της, τὴν ταφήν της καὶ ἀκόμη ἀπὸ τὰ ἅγια ἐνδύματα τοῦ σώματός της.
Ὡς ἐκ τούτου καὶ οἱ αἰθέρες καὶ ὅλη ἡ κτίσις εὐλογήθησαν ἀπὸ τὸ σέβας πρὸς ἐκείνην καὶ ἀπὸ τὶς ἀφανεῖς καὶ διηνεκεῖς* εὐεργεσίες της· ἀλλὰ καὶ κάθε πόλις καὶ χώρα καὶ ὅλων τῶν πιστῶν οἱ ψυχὲς εἶναι πλημμυρισμένες ἀπὸ τὶς ἀκατάπαυστες θαυματουργικὲς ἐνέργειες αὐτῆς, ἀπὸ τὶς θεραπεῖες καὶ ἀπὸ τὰ ἀναρίθμητα ἀγαθὰ τὰ ὁποῖα χαρίζει ἡ Θεομήτωρ εἰς τὸν καθένα. Πράγματι, ποῖος εἶναι ἱκανὸς ποτὲ νὰ διηγηθῆ τὴν ἀρωγὴν καὶ τὴν μεσιτείαν της ὑπὲρ πάντων ἡμῶν ἢ ποία γλῶσσα θὰ ἐκφράση ἐπαξίως τὸν πλοῦτον τῶν ἀγαθῶν της;
*Ο ΑΡΧΑΙΟΣ ΚΑΙ ΚΑΤΑ ΠΛΑΤΟΣ ΒΙΟΣ ΤΗΣ ΥΠΕΡΕΥΛΟΓΗΜΕΝΗΣ ΔΕΣΠΟΙΝΗΣ ΗΜΩΝ ΘΕΟΤΟΚΟΥ ΚΑΙ ΑΕΙΠΑΡΘΕΝΟΥ ΜΑΡΙΑΣ
συγγραφείς, κατὰ τὸν μεταφραστήν του ἅγιον Εὐθύμιον τὸν Ἰβηρίτην, ἀπὸ τὸν ἅγιον Μάξιμον τὸν Ὁμολογητήν.
ΙΕΡΟΝ ΚΕΛΛΙΟΝ ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΜΠΟΥΡΑΖΕΡΗΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ 2010
[1] Πρβλ. Ψαλμ. μδ’, 12
[2] Πρβλ. Ἆσμ. ἀσμ. β’, 10 καὶ 13
[3] Λουκ. α’, 48· Τῶν ἀνθρώπων καὶ τῶν ἀγγέλων.
[4] Λουκ. α’, 38
[5] Τὰ περὶ τῆς τιμίας ἐσθῆτος ἐξιστοροῦνται εἰς τὸ ἑπόμενον κεφάλαιον, ὅπως καὶ εἰς τὸν Συμεὼν τὸν Μεταφραστήν, ἀπουσιάζουν ὅμως ἀπὸ τὸν «Βίον» τοῦ Ἰωάννου Γεωμέτρου.
[6] Ἐξοδ. ιε’, 2
[7] Πρβλ. Ἰω. ι’ 16
[8] Ἔλειπε ὁ Θωμᾶς, παρέστη ὅμως ὁ Παῦλος.
[9] Ἕνας σοβαρὸς ἀντίλογος εἰς τὴν ἀμφισβήτησι τοῦ Ἁγίου Διονυσίου τοῦ Ἀρεοπαγίτου ὡς τοῦ πραγματικοῦ συγγραφέως τῶν εἰς αὐτὸν ἀποδιδομέ-νων συγγραμμάτων γίνεται ἀπὸ τὸν γνωστὸν παλαιὸν Καθηγητὴν τῆς Θεολογίας Κων. Κοντογόνη εἰς τὸ μνημειῶδες ἔργον του, «Φιλολογικὴ καὶ κριτικὴ ἱστορία τῶν ἁγίων Πατέρων», Ἀθῆναι 1843, ὅπου ἀνασκευάζονται διεξοδικῶς καὶ συστηματικῶς ἕνα πρὸς ἕνα ὅλα τὰ ἐπίμαχα σημεῖα. Δὲν εἶναι βέβαια αὐτὸς ὁ μόνος ἀπὸ τοὺς εἰδικοὺς ὁ ὁποῖος στηρίζει μὲ τὸν τρό-πον αὐτὸν τὴν ἀξιοπιστίαν τῶν ὄντως ἁγιοπνευματικῶν αὐτῶν κειμένων, ἀλλὰ καὶ ὅλοι οἱ ἅγιοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, οἱ ὁποῖοι εἶχαν ἀφιερώσει τὴν ζωήν τους ὡς θυσίαν εἰς τὴν ἐνυπόστατον Ἀλήθειαν.
[10] Εἰς τὸ «Περὶ θείων ὀνομάτων»: Τίς ἡ τῆς εὐχῆς δύναμις καὶ περὶ τοῦ μα-καρίου Ἱεροθέου καὶ περὶ εὐλαβείας καὶ συγγραφῆς θεολογικῆς, PG τ.3 στ. 681 D
[11] Τὸ συχνὰ ἀπὸ τοὺς Πατέρες ἀναφερόμενον χωρίον αὐτὸ δὲν εἶναι ἁγιο-γραφικόν· σημαίνει δὲ ὅτι ὁ Βασιλεὺς Χριστὸς συνοδεύεται πάντοτε ἀπὸ ἀγγελικὰ τάγματα.
[12] Πρβλ. Ματθ. ἰε’, 6· ὅ,τι ἔπαθαν δηλαδὴ καὶ κατὰ τὴν Μεταμόρφωσιν.
[13] Ἰω. κ’, 21,19
[14] Ἆσμ. ἀσμ. γ’, 7
[15] Δευτ. λβ’, 6 καὶ 28
[16] Ἰω. ιβ’, 13, Ματθ. κα’, 9
[17] Ἔτσι ὀνομάζει ὁ Δαυΐδ τὴν Θεοτόκον εἰς τὸν Ψαλμ. ρλα’ (131), 8, ὅπου προφητεύει καὶ τὴν ἀνάστασί της.
[18] Ἡ γαλλικὴ λέξις incirconscrite ποὺ ὑπάρχει ἐδῶ μεταφράζεται ἀκριβέ-στερα μὲ τὸν ἀσυνήθη ὅρον «ἀπερίγραφος», ὁ ὁποῖος συναντᾶται στὸν ἅ-γιον Μάξιμο καὶ σημαίνει αὐτὸ ποὺ δὲν ἠμπορεῖ νὰ περικλεισθῆ, νὰ περι-ορισθῆ. (Ἰδ. καὶ ὑποσ. 13 τοῦ Α’ Κεφαλαίου).
[19] Πρβλ. Ψαλμ. πδ’, 3
[20] Πρβλ. Ψαλμ. ξζ’, 16
[21] Ἡσ. μδ’, 2
[22] Λουκ. α’, 48
[23] Ψαλμ. μα’, 5
[24] Ἰω. κ’, 19, 26
[25] Πρβλ. Ματθ. κη’, 19