«Kόσμου παντὸς ἐμάκρυνας καὶ τῇ σεπτῇ σου Μονῇ ἐν Αἰγίνῃ πάτερ κατεσκήνωσας» / Ὁ ἅγιος Νεκτάριος

Ὁ Κασσιανὸς ὁ Ρωμαῖος, ἕνας ἀπὸ τοὺς συγγραφεῖς τῆς Φιλοκαλίας, γράφει πὼς ὁ σκοπὸς τῶν μοναχῶν, αὐτῶν δηλαδὴ ποὺ ἀφιερώνονται στὸν Θεό, εἶναι ἡ καθαρότητα τῆς καρδιᾶς, ἐνῶ τὸ τέλος τοῦ σκοποῦ, ὁ καρπὸς τῆς καθαρότητος, εἶναι ἡ Βασιλεία τῶν οὐρανῶν[1]. Χωρὶς τὴν καθαρότητα τῆς καρδιᾶς εἶναι ἀδύνατο νὰ φθάσουμε στὴν Βασιλεία τῶν οὐρανῶν.

Ὁ Μοναχὸς εἶναι αὐτὸς ὁ ὁποῖος δὲν ἀναμειγνύεται μὲ τὸν κόσμο. Συνεχῶς μιλάει μὲ τὸν Θεό, «βλέπων βλέπεται, φιλῶν φιλεῖται καὶ γίνεται φῶς λαμπόμενος ἀρρήτως»[2]. Πτωχεύει ἀπὸ ὑλικὰ ἀγαθά, γιὰ νὰ κερδίσει τὸν ἄπειρο πλοῦτο, ποὺ λέγεται Ἰησοῦς Χριστός. Εἶναι κατάσταση ἀσωμάτων «ἐν σώματι ὑλικῷ καὶ ῥυπαρῷ ἐπιτελουμένη»[3].

Ἕνας τέτοιος ἅγιος τῆς Ἐκκλησίας μας, ποὺ δὲν εἶναι μόνο διδάσκαλος καὶ Ἱεράρχης, ἀλλὰ καὶ ὅσιος μοναχός, εἶναι καὶ ὁ ἅγιος Νεκτάριος, ποὺ ἐμάκρυνε ἀπὸ τὸν κόσμο καὶ κατεσκήνωσε στὴν σεπτὴ Μονή του στὴν Αἴγινα. Θὰ θέλαμε σήμερα νὰ δοῦμε τὴν μοναχικὴ κλίση καὶ ἰδιότητα τοῦ ἁγίου Νεκταρίου.

Ἡ ἕνωσή μας μὲ τὸν Θεὸ εἶναι ὁ σκοπὸς τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου. Τὸ «σὺν Χριστῷ εἶναι»[4], τοῦ ἀποστόλου Παύλου εἶναι τὸ ὁρόσημο τοῦ μοναχοῦ. Αὐτὸ εἶναι ἡ τροφή του, ὁ ὕπνος του, τὸ μέλημά του. Ζεῖ καὶ πεθαίνει γι’ αὐτὸν τὸν σκοπό. Ὁ κάθε μοναχὸς μοιάζει μὲ ἕναν πάνοπλο στρατιώτη, ποὺ τὸν συνέχει ἡ ἀγωνία γιὰ τὴν νίκη, νὰ φθάσει δηλαδὴ στὸ τέρμα. Ὁ ἅγιος Νεκτάριος ἀπὸ τὴν παιδική του ἡλικία ζοῦσε μὲ αὐτὸν τὸν σκοπό. Εἴκοσι ἐτῶν πῆγε στὴν Χίο καὶ συνδέθηκε μὲ τὴν Μονὴ τῶν ἁγίων Πατέρων καὶ μάλιστα μὲ τὸν ὁσιώτατο Γέροντα τῆς Μονῆς, τὸν Παχώμιο, ἀπὸ τὸν ὁποῖο μυήθηκε στὸν ὑψηλότατο βίο τοῦ μοναχισμοῦ. Στὶς 7 Νοεμβρίου τοῦ 1876 ἔγινε μοναχός, ὀνομασθεὶς Λάζαρος. Τρία χρόνια ἔμεινε σ’ αὐτὸ τὸ μοναστήρι. Ἀγαπήθηκε πολὺ ἀπὸ τοὺς Πατέρες γιὰ τὴν ὑπακοὴ καὶ τὰ χαρίσματα ποὺ εἶχε. Ἕνας σύγχρονος Θεολόγος, ὁ Παντελῆς Πάσχος, γράφει πὼς μόνιμη ἐργασία του εἶχε τὴν προσευχή, τὴν νηστεία, τὴν ἀγρυπνία, γιὰ νὰ δουλαγωγήσει τὸ σῶμα του καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρὰ μελετοῦσε ἀκατάπαυστα τοὺς ἁγίους Πατέρες, γιὰ νὰ φωτίσει τὸν νοῦ του[5].

Ὅταν ἀργότερα συκοφαντημένος ἦλθε στὴν Ἑλλάδα ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο, σκοπός του ἦταν νὰ πάει στὸ Ἅγιον Ὄρος νὰ μονάσει. Στὴν Ριζάρειο σχολὴ ζοῦσε ὡς διευθυντὴς τὴν μοναχικὴ ζωὴ «ἐν ὁσιότητι καὶ δικαιοσύνῃ»[6]. Τὸ 1898 πῆγε στὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ ἐπισκέφθηκε τὶς μονὲς καὶ τὰ ἐρημικὰ καλύβια. Ἄφησε τὶς πιὸ ἄριστες ἐντυπώσεις. Χαρακτηριστικὸ εἶναι ἕνα γεγονὸς στὰ καρούλια, ὅπου ἕνας μοναχὸς τὸν προσεφώνησε μὲ τὸ ὄνομά του, χωρὶς νὰ τὸν γνωρίζει προσωπικὰ καὶ ἔτσι ἀπεκάλυψε τὴν ἰδιότητά του[7].

Τὸ 1904 ἵδρυσε μονὴ στὴν Αἴγινα καὶ τὸ 1907 ἐγκαταστάθηκε σ᾿ αὐτὴν καὶ ὑπηρετοῦσε ὡς ἁπλὸς ἐφημέριος, ἱερεὺς καὶ πνευματικὸς τῶν μοναζουσῶν παρθένων. Ὁ ἴδιος ἔκανε χειρονακτικὲς δουλειές, καλλιεργοῦσε τὸν κῆπο, μπάλωνε τὰ παπούτσια κ.λπ.

Ἀκόμη σώζεται καὶ μιὰ ἐπιστολὴ πρὸς τὸν Δανιὴλ τὸν Κατουνακιώτη, ποὺ τοῦ ζητάει νὰ τοῦ βρεῖ κάποιο κελί, ὥστε νὰ πηγαίνει κατὰ διαστήματα στὸ Ὄρος πρὸς πνευματικὴ ἀναψυχή[8].

Ὁ πνευματικὸς τοῦ μοναστηριοῦ ἦταν αὐστηρός, μὲ ὑψηλὸ μοναχικὸ ἦθος καὶ συνείδηση.

Ὁ ἅγιος Νεκτάριος τὶς μὲν νύκτες, ὅπως λέγει ὁ Χρυσόστομος[9], τὶς περνοῦσε μὲ ἱεροὺς ὕμνους καὶ παννυχίδες, τὶς δὲ ἡμέρες μὲ προσευχὴ καὶ ἐργασία, μιμούμενος τὸν ἀποστολικὸ ζῆλο. Ἦταν ἄνθρωπος ποὺ κακοπαθοῦσε καὶ προσευχόταν μὲ ταπείνωση.

Στὴν ζωή του βάδισε τὴν στενὴ καὶ τεθλιμμένη ὁδό, ποὺ ὁδηγεῖ στὴν αἰώνια ζωή. Καίτοι τὸ ἀξίωμά του ἦταν μέγα καὶ θὰ μποροῦσε νὰ διάγει μὲ μεγαλύτερη ἄνεση τὴν ζωή του, αὐτὸς ἀγάπησε τὴν κακοπάθεια, γιὰ νὰ δώσει τὸν ἑαυτό του ὑπόδειγμα σὲ ὅλους ὅσους τὸν ἀνεγνώριζαν σὰν πνευματικὸ πατέρα.

Ἐπίσης καὶ γι’ αὐτοὺς ποὺ διάλεξαν τὴν μοναχικὴ ζωὴ ἡ μορφὴ τοῦ ἁγίου Νεκταρίου εἶναι ὤθηση πρὸς καλύτερους καὶ μεγαλύτερους ἀγῶνες, γιὰ περισσότερους πνευματικοὺς καρποὺς καὶ ἀποτελέσματα.

Ἡ μοναχικὴ ἰδιότητα τοῦ ἁγίου Νεκταρίου εἶναι πολὺ διδακτικὴ γιὰ ὅλους μας. Ὁ ἅγιος ζοῦσε μοναχικὰ σὲ ὅλες τὶς ἡλικίες τῆς ζωῆς του· καὶ ὅταν ἦταν νέος, καὶ μέσα στὸν κόσμο σὰν Ἀρχιερεὺς καὶ ποιμένας καὶ στὸ μοναστήρι. Αὐτὸ λέει πολλά. Ὅταν λέμε νὰ ἔχουμε μοναχικὴ συνείδηση, ἐννοοῦμε νὰ μᾶς διακρίνει ἡ διάθεση νὰ ἀγωνισθοῦμε, νὰ μὴ συμβιβασθοῦμε μὲ τὸν κόσμο, νὰ εἴμαστε μάρτυρες τῆς συνειδήσεως, νὰ διώξουμε μακριὰ τὸ πνεῦμα τῆς καλοπεράσεως.

Ἡ τάξη τῶν μοναχῶν μᾶς ὑπενθυμίζει πώς, ἐνῶ εἴμαστε μέσα στὸν κόσμο, ἡ ζωή μας νὰ εἶναι ἐκτὸς κόσμου γιὰ τὴν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ.

Πολλοὶ εἶναι αὐτοὶ ποὺ πολεμοῦν τὸν μοναχικὸ βίο. Πολλοὶ εἶναι αὐτοὶ ποὺ συκοφαντοῦν, ποὺ διαδίδουν χίλια δυὸ ἐναντίον του. Ἐπίσης θεωροῦν χαμένο ἕναν ἄνθρωπο ποὺ πάει γιὰ μοναχός ἢ δὲν ἐπιτρέπουν στοὺς συγγενεῖς τους νὰ γίνουν μοναχοί. Ὅμως μιὰ ματιὰ στὴν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας μας μᾶς πείθει πὼς πολλοὶ ἀπὸ τοὺς ἁγίους μας εἶναι μοναχοὶ ἢ ἔζησαν μοναχικὴ ζωή. Ζοῦσαν γιὰ τὸν Θεό, τροφή τους ἦταν ὁ Θεός, ἡ ἀναψυχή τους ἦταν ὁ Θεός. Δὲν μισοῦσαν τὸν κόσμο, ἀλλὰ τὸ κοσμικὸ φρόνημα. Εὐεργέτησαν τὸν κόσμο μὲ τὴν προσευχή τους, τὴν παρουσία τους καὶ τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ ποὺ πῆραν.

Ὅλοι δὲν ἔχουμε μοναχικὴ κλήση, οὔτε μποροῦμε νὰ ἐγκαταλείψουμε τὸν κόσμο. Ὅμως ὅλοι μποροῦμε νὰ ἐφαρμόσουμε τὶς ἀρετὲς τῶν μοναχῶν σὲ κάποιο μέτρο στὴν ζωή μας.

Ἂς εὐχηθοῦμε ὁ ἅγιος Νεκτάριος νὰ μᾶς δώσει τὴν χάρη του νὰ ἀγωνισθοῦμε πνευματικά, νὰ τὸν μιμηθοῦμε ὅσο μποροῦμε, γιὰ νὰ ἔχουμε τοὺς ἴδιους μὲ αὐτὸν πνευματικοὺς καρπούς. Ἀμήν.

π. Π.

[1]. Βλ. Ἁγίου Κασσιανοῦ Ρωμαίου, Πρὸς Λεόντιον Ἡγούμενον, Φιλοκαλία τῶν Ἱερῶν Νηπτικῶν, Ἐκδοτικὸς οἶκος «ΑΣΤΗΡ», Ἀθῆναι 1974, σ. 82: «Τέλος μὲν οὖν τῆς ἡμετέρας ἐπαγγελίας, ὡς εἴρηται, ἡ βασιλεία ἐστὶ τοῦ Θεοῦ· σκοπὸς δέ, ἡ τῆς καρδίας καθαρότης· ἧς χωρίς, ἀδύνατόν ἐστιν εἰς ἐκεῖνο τὸ τέλος ἐλθεῖν».

[2]. Βλ. Συμεὼν Νέου Θεολόγου, Τῶν θείων ὕμνων οἱ ἔρωτες, S.C., τ. 156, σ. 188: «Μοναχός, ὅστις ἀμιγής ἐστι κόσμῳ καὶ ἀεννάως ὁμιλεῖ θεῷ μόνῳ, βλέπων βλέπεται, φιλῶν φιλεῖται καὶ γίνεται φῶς λαμπόμενος ἀρρήτως· δοξαζόμενος δοκεῖ πλέον πτωχεύειν καὶ προσοικειούμενος ὡς ξένος πέλει».

[3]. Βλ. Ἰωάννου τῆς Κλίμακος, Κλῖμαξ, PG88, 633B: «Μοναχός ἐστιν, τάξις καὶ κατάστασις ἀσωμάτων, ἐν σώματι ὑλικῷ καὶ ῥυπαρῷ ἐπιτελουμένη».

[4]. Φιλ. 1, 23.

[5]. Βλ. Π. Β. Πάσχου, Ἔρως Ὀρθοδοξίας, Ἐκδόσεις Ἀποστολικῆς Διακονίας, Ἀθῆναι 1973, σ. 314.

[6]. Λκ. 1, 75.

[7]. Βλ. Σώτου Χονδρόπουλου, Ὁ ἅγιος τοῦ αἰῶνα μας, Ἔκδοσις Ἱερᾶς Κοινοβιακῆς Μονῆς Ἁγίας Τριάδος Αἰγίνης, 1969, σ. 138-139.

[8]. Βλ. Δύο μεγάλες μορφὲς τοῦ αἰῶνος μας, Ἔκδοσις Ἱεροῦ Ἡσυχ. Μον. Ἀδελφότητος Δανιηλαίων, Ἅγιον Ὄρος 1997, σ. 119.

[9]. Βλ. Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Ὑπόμνημα εἰς τὸν ἅγιον Ματθαῖον τὸν Εὐαγγελιστήν, Ὁμιλία η΄, PG57, 88: «Ἀλλὰ τὰς μὲν νύκτας τοῖς ἱεροῖς ὕμνοις καὶ ταῖς παννυχίσι, τὰς δὲ ἡμέρας εἰς εὐχάς τε ὁμοῦ καὶ τὴν ἀπὸ τῶν χειρῶν ἐργασίαν καταναλίσκουσι, τὸν ἀποστολικὸν μιμούμενοι ζῆλον».

Θα χαρούμε να ακούσουμε τις σκέψεις σας

Αφήστε ένα σχόλιο

Το Ρωμαίικο
Logo

Ραδιόφωνο του Ρωμαίικου