Κρυπτοχριστιανοί. Μία παραμελημένη και ζώσα πραγματικότητα*

Αν πριν από 40 χρόνια ανέφερε κάποιος τον όρο «ΚΡΥΠΤΟΧΡΙΣΤΙΑΝΟΙ», πολλοί θα τον παρατηρούσαν με έκπληξη, άλλοι με απορία. Για την αντιμετώπιση αυτή οι περισσότεροι θα είχαν δίκιο, γιατί, πώς ήταν δυνατόν να υπάρχουν κρυπτοχριστιανοί σε μία κοινωνία, που όλοι ήταν Χριστιανοί Ορθόδοξοι και λάτρευαν ελεύθερα τη θρησκεία τους; Αυτό ήταν το πρόβλημα, ότι ΚΑΝΕΙΣ (ή μάλλον λίγοι) ΔΕΝ ήξερε τι σημαίνει και τι εκπροσωπούσε αυτό στην Τουρκία.

Κατάγομαι από μία περιοχή που είχε χιλιάδες οικογένειες που μετανάστευσαν σε χώρες της Ευρώπης, για επιβίωση και βελτίωση των οικονομικών τους, μεταξύ των οποίων οι περισσότεροι των συγγενών μου. Στις σύντομες διακοπές τους στην Πατρίδα, είχαμε στενές επαφές μαζί τους, όπου μας εξιστορούσαν τη διαβίωσή τους και τα προβλήματα που αντιμετώπιζαν τα πρώτα χρόνια (μετά το 1955), όπου εστερούντο και βασικών θρησκευτικών αναγκών, λόγω ελλείψεως ιερέων και ορθοδόξων ναών.

Εκεί, στην ξενιτειά, γνωρίσθηκαν και με πολλούς Τούρκους εργάτες, που δούλευαν στο διπλανό πόστο, κατοικούσαν στο πλαϊνό σπίτι, ψώνιζαν από τα ίδια καταστήματα και γιατί όχι, απέκτησαν ειλικρινείς φιλικές και οικογενειακές σχέσεις, γιατί αποτελούσαν πλέον μία «κοινότητα» ίδιων προβλημάτων και εργασιακών ενδιαφερόντων.

Από εκείνη τη χρονική στιγμή, ο μεγάλος όγκος των Τούρκων μεταναστών ήρθε σε επαφή με Έλληνες, που είχαν κυρίως προσφυγική καταγωγή, όπως Μικρασιάτες και Πόντιους (πρώτης και δεύτερης γενιάς) και έσπασαν τα στρεβλά πρότυπα, που είχε ο ένας λαός για τον άλλον, εξαιρουμένων των ακραίων αντιλήψεων. Πάρα πολλοί Τούρκοι, καταγόμενοι κυρίως από την περιοχή του Πόντου, αντιλήφθηκαν ότι Έλληνες συνάδελφοί τους μιλούσαν την ίδια «παράξενη» γλώσσα, που δεν γνώριζαν άλλοι Έλληνες και Τούρκοι, χόρευαν τους ίδιους χορούς, τραγουδούσαν ίδια και παρόμοια τραγούδια και είχαν πολλά ίδια ήθη και έθιμα με μικρές διαφοροποιήσεις.

Τότε, αποβάλλοντας οι περισσότεροι τις εθνοτικές παρωπίδες, που τους επιβλήθηκαν βίαια αιώνες πριν, και αντιλαμβανόμενοι το «όμαιμον» και το «ομόγλωσσον» ενισχύθηκαν στην πεποίθηση, ότι αποτελούν ένα ξεχωριστό κομμάτι, που δένει σε αρμονία με τους Έλληνες Ποντίους και όχι με τους Τούρκους. Άρχισαν να αναζητούν την ιστορική τους ταυτότητα, την καταγωγή τους και να συστοιχούν και αντιστοιχούν τη γλώσσα, τα ήθη, τα έθιμα, τον πολιτισμό τους με το «εχθρικό», το «ξένο» που δεν ήξεραν!

Πολλοί απ’  αυτούς, με απόλυτη μυστικότητα, εκμυστηρεύτηκαν και το εφτασφράγιστο μυστικό τους «ήταν Χριστιανοί Ορθόδοξοι». Οι πιο τολμηροί, απετόλμησαν (ελάχιστοι βέβαια) να διακηρύξουν την κρυπτοχριστιανική τους ιδιότητα και να λαμβάνουν μέρος στη θρησκευτική ζωή των μεταναστών Ελλήνων, στο ίδιο πολλές φορές χαλαρό επίπεδο με αυτούς.

Την έκπληξη αυτή την εβίωναν και οι δύο πλευρές, αλλά επειδή ανήκαν σε μειονεκτικές κοινότητες, από πλευράς οικονομικής και μορφωτικής, δεν είχαν άλλες ανησυχίες για την ερμηνεία του φαινομένου και αρκέστηκαν στο ότι τους έδινε το παρόν, δηλ. για μία καλή σχέση και ανταλλαγές σκέψεων και προβληματισμών, χωρίς περαιτέρω παρελθοντική αναζήτηση, αναζήτηση και ερμηνεία!

Το πρόβλημα των ελληνογενών μουσουλμάνων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, είναι πολύ παλιό και εμφανίζεται από τις πρώτες στιγμές της κατακτητικής παρουσίας των μουσουλμανικών τουρκικών φύλων, στις παρυφές, αλλά και στην καρδιά της άλλοτε κραταιάς Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, με τους βίαιους ομαδικούς εξισλαμισμούς, που χιλιάδες σελίδες έχουν γραφεί γι’  αυτό.

Θα αναφερθώ επ’ ολίγον στους «εθελοντικούς» εξισλαμισμούς, που έλαβαν χώρα μετά το 1650 μ.Χ., μετά από σκληρώτατη καταπίεση και θρησκευτικό φανατισμό Τούρκων τιμαριούχων. Αυτοί άρχισαν, από την περιοχή του Πόντου, (όπου οι συνθήκες διαβίωσης ήταν σκληρές), πρώτα από την περιοχή Οφέως, στη συνέχεια στα Σούρμενα, Αργυρούπολη, Τόνια και επεκτάθηκαν λίγο ως πολύ σε άλλες περιοχές.

Βέβαια, πολλοί από αυτούς τους αναγκαστικούς εξισλαμισμούς είχαν μόνο εξωτερικά χαρακτηριστικά, δηλ. άνδρες και γυναίκες, έφεραν δημόσια μουσουλμανική αμφίεση και εμφανιζόταν στην καθημερινή ζωή και πρακτική ως γνήσιοι μουσουλμάνοι. Μέσα στα σπίτια τους ακολουθούσαν την ορθόδοξη πίστη και λατρεία και σε πολλές περιοχές υπήρχαν κρυφοί ιερείς που τελούσαν με απόλυτη μυστικότητα τα ιερά Μυστήρια. Αυτοί δεν είχαν επιμειξίες με γνήσιους μουσουλμάνους και δεν είχαν κοινωνικές σχέσεις, εκτός των απολύτως αναγκαίων.

Κατά καιρούς, κατόπιν εξωτερικών πιέσεων, η Οθωμανική Αυτοκρατορία παραχωρούσε κάποιες θρησκευτικές ελευθερίες στους υπηκόους της, που αποτελούσαν ένα μωσαϊκό φυλών και θρησκευτικών δογμάτων και δοξασιών.

Πολλά οθωμανικά διατάγματα υπεγράφησαν, για τον σκοπό αυτό, με κύριο το   «Χάτι Χουμαγιούν»   που επέτρεψε τον ελεύθερο θρησκευτικό προσανατολισμό των Οθωμανών υπηκόων, χωρίς να κινδυνεύει η ζωή ή η περιουσία τους. Πολλές περιπτώσεις έχουν καταγραφεί και διασωθεί ιστορικά, με κύρια τον Μάιο του 1856, που επέστρεψε στην Ορθοδοξία, ο φύλακας του Ιταλικού Προξενείου στην Τραπεζούντα Πεχλίλ Τεκίογλου. Το παράδειγμά του ακολούθησαν πάρα πολλοί το 1910, οπότε τα πράγματα άλλαξαν προς το χειρότερο με τους Νεοτούρκους στην εξουσία. Την περίοδο εκείνη το πρόβλημα έγινε γνωστό, (των κρυπτοχριστιανών του Πόντου), με την ομαδική επιστροφή στην Ορθοδοξία ολόκληρων χωριών. Αυτό όμως δεν κράτησε πολύ!

Με τη γενοκτονία των Ποντίων και τον διωγμό των υπολοίπων Μικρασιατών Ελλήνων όσοι Πόντιοι παρέμειναν στην Τουρκία, διατήρησαν μόνο την ποντιακή τους διάλεκτο και τις παραδόσεις τους, απομακρυσμένοι και αποκομμένοι από κάθε τι ελληνικό, εκτός απ  όσους κατέφυγαν στην Κωνσταντινούπολη, όπου δημιούργησαν αμιγείς κοινότητες.

Από τη δεκαετία του 1970, παρόλες τις διώξεις και την επιτυχία, κρατική πρακτική για βίαιη ενσωμάτωση στην τουρκική κοινωνία, δεν κατέστη δυνατόν να αφομοιωθούν πλήρως, γιατί οι αντιστάσεις τους ήταν σθεναρές και πολλά βίαια κατασταλτικά μέτρα κατεγράφησαν στα τουρκικά Μ.Μ.Ε. έντυπα και ηλεκτρονικά (όπως π.χ. οι βίαιες διακοπές συγκεντρώσεων στα Παρχάρια και άλλων εορτών). Σήμερα δεν μπορούμε να μιλήσουμε αν υπάρχουν ή δεν υπάρχουν κρυπτοχριστιανοί στην Τουρκία, με την έννοια που βιώνουμε την πίστη μας στην Ελλάδα, όπου γύρω μας όλοι (ή μάλλον το 98%) βιώνουν την Ορθοδοξία, έστω και χαλαρά, ούτε να προσδιορίσουμε έναν αριθμό, γιατί οπωσδήποτε θα ήταν αυθαίρετος και ίσως εκτός πραγματικότητας.

Το τουρκικό περιοδικό AKTUEL (1992) έγραψε «τα ίχνη της Ορθοδοξίας και της παράδοσης είναι ολοφάνερα και εδώ, όλοι μιλούν ποντιακά. Το Ρωμαίικο και το Ορθόδοξο είναι φανερό!».

Με όλα αυτά που ανέφερα περιληπτικά και όσα άρχισαν να εμφανίζονται δειλά-δειλά στην Τουρκία από ευσυνείδητους Πανεπιστημιακούς και ανθρώπους του Πνεύματος, αναδεικνύεται η ύπαρξη του προβλήματος που είναι φυλετικό, αλλά συγχρόνως κατά την γνώμη μου και θρησκευτικό. Κατά καιρούς δημοσιεύονται σε εφημερίδες και περιοδικά, αλλά εκδίδονται και βιβλία με θέμα των ιστορικών αυτών κοινοτήτων. Πριν από λίγα χρόνια δημοσιεύθηκε στην Τουρκία ότι έχουν εκδοθεί στα Τούρκικα κατ’ άλλους 8.000.000 αντίτυπα, κατ’ άλλους 15.000.000 της ΚΑΙΝΗΣ ΔΙΑΘΗΚΗΣ. Αν αληθεύουν οι αριθμοί αυτοί, από τον μικρότερο έως τον μεγαλύτερο, τότε υπάρχει μία ζώσα πραγματικότητα στην τουρκική κοινωνία, που αναζητά τη χαμένη θρησκευτικότητά της, τη χαμένη πίστη της!

Επαφίεται στη χώρα μας, στην Ορθοδοξία, να αναζητήσει, να καταγράφει και να προβάλλει την ύπαρξη αυτή των Ελληνογενών Ποντίων, που αιώνες τώρα αγωνίζονται να διατηρήσουν αλώβητη την καταγωγή τους, αλλά και να αναζητήσουν τη χαμένη θρησκευτικότητά τους.

Για την πραγματικότητα αυτή θα σας καταγράψω μερικά περιστατικά, που εβίωσα κατά την υπηρεσιακή μου διαδρομή στη Θράκη, στον Έβρο.

*Τον Αύγουστο του 1973 υπηρετούσα ως Ενωμοτάρχης στην ορεινή περιοχή της Ξάνθης, στο Ωραίον, όπου κατοικούσαν περίπου 2.500 Πομάκοι, μουσουλμάνοι το θρήσκευμα. Την περιοχή επισκέφθηκε ο καθηγητής Αρχαιολογίας του Α.Π.Θεσσ/νίκης κ. ΜΟΥΤΣΟΠΟΥΛΟΣ Νικόλαος με συνεργάτες του, για να αναζητήσουν και μελετήσουν βυζαντινά παρεκκλήσια και Εκκλησίες, που υπήρχαν στον ορεινό όγκο της Ροδόπης, που σίγουρα ήταν ερείπια. Ζήτησε τη βοήθειά μου και τον συνέστησα τον Αγροφύλακα, που ήταν Πομάκος και γνώριζε καλά την περιοχή. Στο καφενείο που καθήσαμε, γνωστοποίησε τον λόγο της επισκέψεώς του και ζητούσε πληροφορίες από ηλικιωμένους Πομάκους. Μετά την αναχώρησή του από το καφενείο τον πλησίασε επιφυλακτικά ένας ηλικιωμένος και προσφέρθηκε να τον συνοδεύσει και να του υποδείξει αντίστοιχες τοποθεσίες. Πράγματι, με τον Αγροφύλακα και τον εθελοντή ο κ. καθηγητής κινήθηκε σε δύσβατα μονοπάτια και τοποθεσίες επί πέντε ημέρες και συγκέντρωσε πλούσιο και επεξεργάσιμο επιστημονικά υλικό. Μετά την αναχώρησή τους, ο εθελοντής μου εκμυστηρεύθηκε ότι τον πήγε σε έναν δύσβατο τόπο, όπου υπήρχαν τα ερείπια μικρής εκκλησίας και όπου τον πήγαινε η γιαγιά του όταν ήταν μικρός και εκεί προσκυνούσε και έλεγε κάτι που δεν καταλάβαινε. Μία φορά που επέστρεφαν, τους έπιασε μεγάλη καταιγίδα και η γιαγιά του γονάτισε και προσευχόταν και έπιανε τη φορεσιά της (βράκα) στο κάτω δεξί μέρος και συγχρόνως του την ακουμπούσε στο μέτωπο. Δεν καταλάβαινε τότε τι έκανε η γιαγιά του και τι είχε στη φορεσιά της. Όταν μεγάλωσε, του είπε ότι είχε ραμμένα εσωτερικά δύο σκαλιστά ξυλάκια σε σχήμα σταυρού. Παρατήρησε επίσης ότι το σπίτι τους στο χαγιάτι είχε στο ταβάνι ένα μεγάλο ξύλινο στήριγμα σε σχήμα σταυρού και σε δύσκολες καιρικές συνθήκες, η γιαγιά του σταύρωνε τα χέρια στο στήθος και σε ακίνητη στάση στρεφόταν στον σταυρό.

*Το 1985 υπηρετώντας στο Αστυν. Τμήμα Αλεξανδρούπολης, με τον βαθμό του Αστυνόμου Β’  (Μοιράρχου), ασχολήθηκα με την περίπτωση ενός Τούρκου «λαθρομετανάστη» που μέσω του ποταμού Έβρου εισήλθε λαθραία στη χώρα μας με προορισμό τη Γερμανία. Κατά την εξέτασή του μου μίλησε στα Ποντιακά, με τα οποία ήμουν εξοικιωμένος και σε στιγμές εμπιστοσύνης μου εκμυστηρεύθηκε ότι ήταν κρυπτοχριστιανός του Πόντου. Του έδειξα ότι δεν τον πιστεύω, και τότε έβγαλε το πουκάμισό του και μου έδειξε τις μασχάλες του. Με έκπληξη είδα ότι και στις δύο μασχάλες έφερε χαραγμένο σταυρό με τατουάζ. Μου ανέφερε ότι ήταν βαπτισμένος και έφερε το όνομα Κωνσταντίνος, γεννημένος το 1956 στο χωριό Πανωχώρι (περιοχή Τσαΐκαρα) όπου «είμεθα τρεις χιλιάδαι ψυχαί». Ο πατέρας του, όταν ήταν δύο χρονών, τον πήρε με το μουλάρι και τον πήγε σε  ένα χωριό του Πόντου μία ημέρα μακριά όπου υπήρχε Χότζας-παπάς και τον βάπτισε. Είχε δύο αδελφούς μεγαλύτερους, που εγκαταστάθηκαν πολλά χρόνια πριν στην Αμερική και ήθελε να πάει να τους συναντήσει μέσω Γερμανίας, όπου είχε συγγενείς και ήταν ευκολότερη η μετανάστευση. «Κίνησα» τον μηχανισμό και διευκολύναμε την αναχώρησή του. Μετά από 6 μήνες μου έστειλε από τον Καναδά μία κάρτα με ευχές του και ευχές από τους αδελφούς του Ευάγγελο και Ηρακλή, για το ενδιαφέρον που έδειξα. Η κάρτα ήταν με λατινικούς χαρακτήρες, αλλά στην Ποντιακή διάλεκτο.

*Το 1994 υπηρετούσα ως Διοικητής στο Τμήμα Ελέγχου Διαβατηρίων Κήπων-Έβρου, απ’  όπου γίνεται η μεγαλύτερη διακίνηση ταξιδιωτών από και προς την Τουρκία και κυρίως Τούρκων μεταναστών στην Ευρώπη. Μία ημέρα διήρχετο του μεθοριακού σημείου Κήπων, προς Τουρκία, με το Ι.Χ. αυτοκίνητό του ένας νεαρός αλλοδαπός, εργαζόμενος στη Γερμανία. Κατά τον έλεγχο μίλησε στα Ποντιακά. Τον πλησίασα και πιάσαμε κουβέντα· μου είπε ότι ήταν Πόντιος από ένα ορεινό και απόμακρο χωριό της περιοχής Τόνιας, όπου όλοι στα γύρω χωριά ήταν Πόντιοι. Του ζήτησα να μου πει αν η περιοχή είχε Χριστιανούς και αν ήταν ο ίδιος. Γέλασε συγκαταβατικά, κοίταξε γύρω μήπως υπήρχε κανείς περίεργος ωτακουστής και μου είπε «ναι, και πολλοί είμεθα, θα τα πούμε άλλη φορά». Μπήκε στο όχημά του και ανεχώρησε για Τουρκία.

*Σε λεωφορείο του Ο.Σ.Ε., που εκτελούσε το δρομολόγιο Αθήνα-Κωνσταντινούπολη, επέβαινε ένας ηλικιωμένος Τούρκος (γενν. το 1920) με παραδοσιακή ενδυμασία (ποτούρια), που παραβίασε τη βίζα εισόδου και έπρεπε να του επιβληθεί κάποιο πρόστιμο. Συζητώντας μαζί του, για τους λόγους παραβίασης της βίζας, μου είπε ότι επισκέφθηκε τους γιους του που έμεναν στην Αθήνα. Θεώρησα ότι παρουσίαζε ενδιαφέρον η περίπτωσή του και τον πήρα στο γραφείο μου, όπου μου αποκάλυψε ότι είχε δύο γιους που εργάζονταν στην Αθήνα. Ο ένας γεννήθηκε το 1945 και ο άλλος το 1960 από τη δεύτερη γυναίκα του. Ο ίδιος ήταν γεννημένος το 1920 από Έλληνες γονείς και ο πατέρας του κατετάγη στον ελληνικό στρατό κατά τον Μικρασιατικό πόλεμο. Το χωριό τους ήταν 200 χιλ. μακριά από την Προύσσα, στην ενδοχώρα. Μετά τη λήξη του πολέμου και τη φυγή των συγχωριανών του για την Ελλάδα, ο πατέρας του δεν επέστρεψε και η μητέρα του, επειδή δεν είχε άλλους συγγενείς αποφάσισε να περιμένει την επιστροφή του, ο οποίος όμως δεν επέστρεψε και μάλλον σκοτώθηκε. Στο διάστημα αυτό, τους προστάτευσε ένας γείτονας Τούρκος, που ήταν οικογενειακός φίλος. Μετά την ανταλλαγή των πληθυσμών η μητέρα του, μη ξέροντας πού να πάει, παρέμεινε στο σπίτι της και φρόντιζε τα λιγοστά χωράφια τους, πάντα με την προστασία του Τούρκου. Το 1926 πέθανε η γυναίκα του Τούρκου, που είχε και αυτός δύο παιδιά και πρότεινε στη μητέρα του να τον νυμφευθεί. Η μητέρα του δέχθηκε εξ ανάγκης, αλλά και επειδή ήταν πράγματι καλός άνθρωπος και έτσι έγιναν μουσουλμάνοι. Μέσα στο σπίτι είχε πάντοτε εικονίσματα στο σεντούκι και προσευχόταν σ’ αυτά. Δεν έκαναν παιδιά μαζί. Μεγάλωσε και νυμφεύθηκε μία Τουρκάλα. Η μάνα του, μόλις γέννησε το πρώτο του αγόρι, του έδωσε ευχή και κατάρα να βαπτίσει το παιδί Χριστιανό. Ανακάλυψε σ  ένα χωριό, αρκετά μακριά, έναν Χότζα που ήταν και παπάς και πήγε το παιδί το 1950 και το βάπτισε στο υπόγειο του σπιτιού και του έδωσε το όνομα Κωνσταντίνος, ενώ στα μουσουλμανικά τον φώναζαν Καδήρ. Η μάνα του στις ιδιαίτερες στιγμές με το γιο της τον φιλούσε και τον σταύρωνε συνέχεια, για να φύγουν όλα τα κακά. Η μάνα του από τις πολλές ταλαιπωρίες και τα βάσανα πέθανε το 1955. Το 1959 πέθανε η πρώτη του γυναίκα και νυμφεύθηκε δεύτερη με την οποία απέκτησε το 1960 ένα γιο πάλι. Θυμόταν πάλι τα λόγια της μητέρας του, ότι έπρεπε να βαπτίσει τα παιδιά του, αλλά ο Χότζας-παπάς που ήξερε είχε πεθάνει. Το 1963 βρήκε τη λύση. Είπε στο χωριό ότι το παιδί είχε μία σπάνια αρρώστια και έπρεπε να το πάει στην Κωνσταντινούπολη σε γιατρό. Εκεί με χίλιες προφυλάξεις πέτυχε να βαπτίσει τον γιο του, που του έδωσε το χριστιανικό όνομα Χρήστος, ενώ στο χωριό τον φώναζαν Χαλήλ. Μου ανέφερε ότι τα παιδιά του είχαν καλές δουλειές στην Αθήνα. Ο μεν Κωνσταντίνος είχε κατάστημα ψιλικών, ήταν νυμφευμένος με Ελληνίδα Χριστιανή και είχε δύο παιδιά, τον Γιάννη, που είχε το όνομα το δικό του προτού γίνει μουσουλμάνος και τη Μαρία, που είχε το όνομα της μητέρας του. Ο Χρήστος ήταν ελεύθερος και εργαζόταν σε μεγάλο ξενοδοχείο της Αθήνας, ως μάγειρας. Τον ρώτησα αν θέλει να μείνει στην Αθήνα, αλλά μου είπε: «εγώ γεννήθηκα, μεγάλωσα στην Τουρκία, εκεί είναι θαμμένοι και οι γονείς μου, εκεί θέλω να πεθάνω και εγώ. Το καθήκον μου το έκανα, τα παιδιά μου τώρα είναι Έλληνες και επίσημα και Χριστιανοί. Εγώ δεν μπορώ ν’  αλλάξω πίστη».

Τα περιστατικά που σας περιέγραψα πιο πάνω είναι ένα ελάχιστο δείγμα ενδεικτικό, γιατί το κείμενο θα ήταν μεγάλο. Η περιγραφή τους ακολουθεί το σκεπτικό και τον τρόπο έκφρασης των πρωταγωνιστών.

Με όσα σε συντομία ανεφέρθησαν, συνάγεται το συμπέρασμα ότι το πρόβλημα-φαινόμενο των κρυπτοχριστιανών στην Τουρκία, είναι πλέον αναγνωρίσιμο και από μερίδα της τουρκικής κοινωνίας και οπωσδήποτε από το επίσημο τουρκικό κράτος. Εναπόκειται στη θέληση της Ελληνικής πολιτείας, των θεσμοθετημένων οργάνων της Ορθοδοξίας, να βρει τον ανάλογο βηματισμό και να «επέμβει» πέραν από πολιτικές ή εθνικές σκοπιμότητες, για το συμφέρον πρώτα απ’  όλα των κοινοτήτων αυτών, που βιώνουν μία «ιδιαιτερότητα» σ’ ένα περιβάλλον αν όχι εχθρικό, τουλάχιστον μη φιλικό.

*Βασιλείου Ευστρ. Ναζλή, Υποστρατήγου ΕΛΑΣ ε.α., Πτυχιούχου Νομικής

Θα χαρούμε να ακούσουμε τις σκέψεις σας

Αφήστε ένα σχόλιο

Το Ρωμαίικο
Logo

Ραδιόφωνο του Ρωμαίικου