Ἡ ἑλληνική λέξη ἀνάθεμα, ἀποτελεῖται ἀπό δύο λέξεις: τήν ἀνά, πού εἶναι μία πρόθεση ἡ ὁποία δεικνύει κίνηση πρός τά ἄνω, καί τό θέμα, πού σημαίνει ἕνα ξεχωριστό τμῆμα ἀπό κάτι.
Στήν Καινή Διαθήκη, *στά κείμενα τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, ἡ λέξη ἀνάθεμα* χρησιμοποιεῖται ἅπαξ σέ συνδυασμό μέ το μαράν ἀθᾶ, πού σημαίνει τήν ἔλευση τοῦ Κυρίου. Ὁ συνδυασμός αὐτῶν τῶν λέξεων *σημαίνει χωρισμό μέχρι τήν ἔλευση τοῦ Κυρίου· μέ ἄλλες λέξεις – τό νά παραδοθεῖ κάποιος [ὡς ὑπόλογος] σέ Αὐτόν* (Α΄ Κορ. 16, 22).
*Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος χρησιμοποιεῖ τό ἀνάθεμα σέ ἄλλο μέρος χωρίς τήν προσθήκη τοῦ μαράν ἀθᾶ (Γαλ. 1, 8-9). Ἐδῶ τό ἀνάθεμα ἐκφωνεῖται ἐναντίον τῆς διαστρεβλώσεως τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Χριστοῦ* ὅπως αὐτό κηρυσσόταν ἀπό τόν Ἀπόστολο, ἀνεξαρτήτως ἀπό ποιόν θά μποροῦσε αὐτή [ἡ διαστρέβλωση] νά διαπράττεται, εἴτε ἀπό τόν ἴδιο τόν Ἀπόστολο εἴτε ἀπό Ἄγγελο ἐξ οὐρανοῦ. Σέ αὐτήν τήν ἴδια ἔκφραση ἐπίσης ὑπονοεῖται: *«Ἄς κατακρίνει ὁ ἴδιος ὁ Κύριος»,* διότι ποιός ἄλλος μπορεῖ νά κατακρίνει τούς Ἀγγέλους;
*Στά πρακτικά τῶν Συνόδων* καί τήν περαιτέρω πορεία τῆς τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας τῆς Καινῆς Διαθήκης, *ἡ λέξη ἀνάθεμα κατέληξε νά σημαίνει τέλειο διαχωρισμό ἀπό τήν Ἐκκλησία.*
«Ἡ Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία ἀναθεματίζει», «ἀνάθεμα οὗτος ἔστω», ἤ «ἀνάθεμα τοῦτο ἔστω», *σημαίνει τελεία ἀπόσχιση ἀπό τήν Ἐκκλησία.*
*Αὐτοί, πού παρεδίδοντο σέ ἀνάθεμα, ἀπεσχίζονταν τελείως ἀπό τήν Ἐκκλησία, μέχρι τή μετάνοιά τους.*
Ἡ ἐπί γῆς Ἐκκλησία συνειδητοποιώντας, ἐν ὄψει τῆς ἰσχυρογνωμοσύνης καί σκληροκαρδίας τους, ὅτι δέν μπορεῖ νά κάνει τίποτε γιά τή σωτηρία τους, τούς ἀνυψώνει στήν κρίση τοῦ Θεοῦ.
*Τό ἀνάθεμα δέν εἶναι τελεία καταδίκη· μέχρι τόν θάνατο εἶναι δυνατή ἡ μετάνοια.*