Μιὰ ἀπὸ τὶς διδακτικώτερες παραβολὲς μᾶς παρουσιάζει ἡ Ἐκκλησία μας τὴν Ε’ Κυριακὴ Λουκᾶ. Καὶ μάλιστα εἶναι μιὰ παραβολὴ ποὺ ἀναφέρει μόνον ὁ Λουκᾶς ἀπὸ τοὺς τέσσερις Εὐαγγελιστές, διότι, ὅπως λέγει χαρακτηριστικὰ ὁ Χρυσόστομος, ἐὰν ἀνέφεραν ὅλοι τὰ ἴδια ἢ περίπου τὰ ἴδια, δὲν θὰ ὑπῆρχε ἀνάγκη οὔτε ἐνδιαφέρον νὰ διαβάσωμε καὶ τοὺς ὑπολοίπους.
Τὸ γεγονός, πάντως, ὅτι εἰδικὰ ὁ Λουκᾶς ἀναφέρει αὐτὴν τὴν παραβολὴ ἔχει νὰ κάνῃ καὶ μὲ τὴν κοινωνικὴ διάσταση τοῦ Εὐαγγελίου του, ὅπως καὶ ἄλλοτε ἔχομε ἀναφέρει. Ὁ Λουκᾶς, καὶ λόγῳ τῆς ἰδιότητός του ὡς ἰατροῦ, ἐνδιαφέρεται ἰδιαιτέρως γιὰ τὸν ἄνθρωπο ἀλλὰ καὶ γιὰ τὰ προβλήματα ποὺ προξενοῦνται στὴν κοινωνία ἀπὸ τὴν ἀνθρώπινη ἐκμετάλλευση καὶ ἀδιαφορία, τὴν ἐγωπάθεια, τὴν ὑλόφρονα συμπεριφορά﮲ γι’ αὐτὸ ἐκεῖνος μόνον ἀναφέρει τὶς παραβολὲς τοῦ Καλοῦ Σαμαρείτου, τοῦ Ζακχαίου, τοῦ πλουσίου καὶ τοῦ φτωχοῦ Λαζάρου, τοῦ Ἀσώτου, κ. ἄ.
«Ἄνθρωπος δέ τις ἦν πλούσιος, καὶ ἐνεδιδύσκετο πορφύραν καὶ βύσσον εὐφραινόμενος καθ’ ἡμέραν λαμπρῶς.», ξεκινάει τὴν παραβολή του ὁ Λουκᾶς, καὶ εὐθὺς ἀμέσως ἀντιπαραβάλλει τὴν εἰκόνα τοῦ φανταχτεροῦ αὐτοῦ πλουσίου μὲ ἐκείνην τοῦ πτωχοῦ Λαζάρου, «ὃς ἐβέβλητο πρὸς τὸν πυλῶνα αὐτοῦ ἡλκωμένος καὶ ἐπιθυμῶν χορτασθῆναι ἀπὸ τῶν ψιχίων τῶν πιπτόντων ἀπὸ τῆς τραπέζης τοῦ πλουσίου.» (Λουκ., ιστ’ 19-21).
Οἱ Πατέρες, στὴν ἑρμηνεία των, στέκονται ἰδιαιτέρως στὸν προκλητικὸ τρόπο ἐνδύσεως τοῦ πλουσίου, μὲ τὴν βασιλικὴ πορφύρα καὶ τὸν βύσσο, ποὺ ἐρχόταν σὲ φοβερὴ ἀντίθεση μὲ τὴν εἰκόνα τοῦ γυμνοῦ καὶ «ἡλκωμένου» (πληγιασμένου) Λαζάρου, ποὺ «καὶ οἱ κύνες ἐρχόμενοι ἀπέλειχον τὰ ἕλκη αὐτοῦ.» (ὅ. π., 21). Δὲν γνωρίζομε, βεβαίως, ἀπὸ τὸ Εὐαγγέλιο πῶς ὁ πλούσιος εἶχε ἀποκτήσει τὰ χρήματά του, τὸ γεγονός, ὅμως, ὅτι αὐτὸς εὐφραινόταν «καθ’ ἡμέραν λαμπρῶς», τὴν στιγμὴ ποὺ ὁ δύστυχος Λάζαρος προσπαθοῦσε νὰ ξεγελάσῃ τὴν πείνα του μὲ τὰ ψίχουλα ποὺ ἔπεφταν ἀπὸ τὸ τραπέζι τοῦ πλουσίου, δείχνει ἀκριβῶς τὴν ἀδιαφορία καὶ τὴν σκληρότητα τοῦ δευτέρου. Ὁ Θεοφύλακτος, μάλιστα, ἑρμηνεύει αὐτὴν τήν «καθημερινὴ λαμπρότητα» ὡς πολυτέλεια καὶ ἀσωτία (Θεοφύλακτος Βουλγαρίας, Migne P.G. τ. 123, σ. 973-981).
Οὔτε ὁ Κύριος οὔτε οἱ Πατέρες ἐπικρίνουν τὸν πλοῦτο καθ’ ἑαυτόν. Ἐξ ἄλλου, «τοῦ Κυρίου ἡ γῆ καὶ τὸ πλήρωμα αὐτῆς», καὶ τὰ ἀγαθά Του τὰ σκορπίζει σὲ ὅλους πλουσιοπάροχα, γιὰ νὰ τὰ γεύωνται καὶ νὰ εὐφραίνωνται καὶ νὰ δοξολογοῦν τὸν δωρεοδότη Των. Οἱ ἄνθρωποι, ὅμως, ὡς ἐκ τῆς πτώσεώς των, ἀντὶ νὰ διαχειρίζωνται ὀρθὰ τὶς πλούσιες δωρεές Του, γίνονται κακοὶ διαχειριστές, ποὺ εἴτε ἀποκτοῦν παρανόμως εἴτε σκορπίζουν ἀσώτως τὰ πλούτη των, λησμονῶντας ὅτι οἱ ἴδιοι εἶναι ἁπλοῖ διαχειριστές. Ἑπομένως, εἴτε ἀπὸ τὴν ἄνομη κτήση εἴτε ἀπὸ τὴν ἄσωτη χρήση γεννᾶται ἡ κοινωνικὴ ἀδικία, γιὰ τὴν ὁποία ἀσφαλῶς εὐθύνονται οἱ κακοὶ ἄνθρωποι καὶ ὄχι ὁ καλὸς Θεός, ὁ ὁποῖος δὲν ξεχωρίζει τὰ πλάσματά του ἀλλὰ δίνει σὲ ὅλους ἐξ ἴσου εὐκαιρίες σωτηρίας, καθ’ ὅτι καὶ «τὸν ἥλιον αὐτοῦ ἀνατέλλει ἐπὶ πονηροὺς καὶ ἀγαθοὺς καὶ βρέχει ἐπὶ δικαίους καὶ ἀδίκους (Ματθ., ε’ 45).
Οἱ Ἑβραῖοι, βεβαίως, τῆς ἐποχῆς τοῦ Κυρίου, -ὄχι ὅλοι-, πάντως οἱ Γραμματεῖς καὶ οἱ Φαρισαῖοι, οἱ ὑποτιθέμενοι θεματοφύλακες τοῦ νόμου, εἶχαν διαστρέψει τὴν ἀλήθεια τοῦ Εὐαγγελίου πρὸς ὄφελός των. Σ’ αὐτούς, κυρίως, ἀπευθύνεται ὁ Κύριος: « Ἤκουον δὲ ταῦτα πάντα καὶ οἱ Φαρισαῖοι φιλάργυροι ὑπάρχοντες καὶ ἐξεμυκτήριζον αὐτόν.», διαβάζομε στὸ Εὐαγγέλιο, λίγο πρὶν ἀπὸ τὴν παραβολὴ αὐτήν. Τί ἀκριβῶς «ἤκουον» οἱ Φαρισαῖοι; Τὸν Κύριο νὰ τοὺς μιλάῃ γιὰ τὸν ἄδικο οἰκονόμο ποὺ ὁ κύριός του, λόγῳ τῆς κακῆς του διαχειρίσεως, τοῦ ἀφαιρεῖ τὴν «οἰκονομίαν» (Λουκ., ιστ’ 1-9), νὰ κάνῃ λόγο, ἐπίσης, γιὰ τὴν καλὴ χρήση τοῦ πλούτου (ὅ. π., 10-13), καὶ νὰ τοὺς ξεκαθαρίζῃ μὲ νόημα ὅτι δὲν μπορεῖ κανεὶς νὰ δουλεύῃ συγχρόνως σὲ δύο κυρίους, στὸν ἀγαθὸ Θεὸ καὶ στὸν ἄδικο «μαμωνᾶ» (ὅ. π., 13). Ἐκεῖνοι, βεβαίως, ὡς ἐκ τῆς ἀλαζονείας των, ἀντὶ νὰ συνετίζωνται, «ἐξεμυκτήριζον αὐτόν», τὸν εἰρωνεύονταν, γι’ αὐτὸ ὁ Κύριος τοὺς ἐπιπλήττει αὐστηρῶς, ἀποκαλῶντας τους «βδέλυγμα ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ», διαστροφεῖς τοῦ νόμου καὶ τῶν προφητῶν, καὶ συμπληρωματικὰ ἀναφέρει καὶ τὴν παραβολὴ ποὺ ἀναλύομε.
Λέγαμε, λοιπόν, πόσο ἀνάλγητος εἶναι ὁ πλούσιος, -τοῦ ὁποίου οὔτε κἂν ἀναφέρεται τὸ ὄνομα, διότι ὁ Κύριος δὲν στιγματίζει πρόσωπα ἀλλὰ παρόμοιες συμπεριφορές-, καὶ πόσο ἀδύναμος, ταπεινωμένος ἀλλὰ κυρίως ὑπομονετικός, κατὰ τοὺς Πατέρες, πρέπει νὰ ἦταν ὁ φτωχός Λάζαρος, -ἐπώνυμος αὐτός, λόγῳ τῶν ἀρετῶν του-, ποὺ ἀνεχόταν σιωπηλὰ καὶ καρτερικὰ τὸ καθημερινό του μαρτύριο. Ἔρχεται, ὅμως, ἡ ὥρα τοῦ τέλους καὶ γιὰ τοὺς δύο, ὁπότε ἀντιστρέφονται οἱ ὅροι, ἀφοῦ ὁ μὲν Λάζαρος ὁδηγεῖται «ὑπὸ τῶν ἀγγέλων εἰς τὸν κόλπον Ἀβραάμ», ὁ δὲ πλούσιος «ἐν τῷ ᾅδῃ…ὑπάρχων ἐν βασάνοις ὁρᾷ τὸν Ἀβραὰμ ἀπὸ μακρόθεν καὶ Λάζαρον ἐν τοῖς κόλποις αὐτοῦ.» (ὅ. π., 22).
Πόσο μεγάλη ἀντιστροφὴ τῶν ὅρων, ἀλήθεια. Ὁ πρώην πλούσιος σὲ ἐπίγεια ἀγαθὰ βλέπει τώρα τὸν ἀληθινὰ πλούσιο σὲ οὐράνια ἀγαθά, Ἀβραάμ, «ἀπὸ μακρόθεν» καὶ τὸν φτωχὸ Λάζαρο, ποὺ περιφρονοῦσε σ’ ὅλη του τὴν ζωή, τὸν βλέπει τώρα νὰ ἀναπαύεται μακάρια στὶς ἀγκάλες τοῦ Ἀβραάμ. Καὶ ὄχι μόνον αὐτό. Ἀπὸ τὴν φοβερή του ὀδύνη «ἐν τῇ φλογὶ ταύτῃ» κανείς, οὔτε αὐτὸς ὁ (πρώην) φτωχὸς Λάζαρος, δὲν μπορεῖ πλέον νὰ τὸν ἀνακουφίσῃ, καθ’ ὅτι, ὅπως λέει ὁ Ἀβραάμ, «μεταξὺ ἡμῶν καὶ ὑμῶν χάσμα μέγα ἐστήρικται.» Ὑπὸ αὐτὲς τὶς συνθῆκες, κανένας πλέον ὑπηρέτης, καὶ νὰ τὸ θέλῃ, δὲν μπορεῖ νὰ ἱκανοποιήσῃ τὶς ἐπιθυμίες τοῦ πλουσίου κυρίου του, οὔτε νὰ ὑπακούσῃ στὶς προσταγές του. Ὁ νόμος, ἐξ ἄλλου, τῆς δικαιοσύνης τοῦ Θεοῦ ὁρίζει, τώρα, διαφορετικὰ τὰ πράγματα: τώρα πιὰ «παρακαλοῦνται» (παρηγοροῦνται) οἱ δυστυχισμένοι, ἐνῶ οἱ ἄδικοι «ὀδυνῶνται» (ὅ. π., 24-26).
Στὸ τέλος τῆς παραβολῆς, ὁ Κύριος δίνει μιὰν ἀπάντηση μὲ νόημα καὶ στοὺς ὑπερόπτες ἀλλὰ καὶ ὑποκριτὲς Φαρισαίους, οἱ ὁποῖοι ἀκοῦνε τὰ λόγια τοῦ Κυρίου, ἀλλὰ δὲν Τὸν παραδέχονται, διότι ἀκολουθοῦσαν, ὑποτίθεται, τὸν Μωϋσέα καὶ τοὺς νόμους. Ὅταν ὁ πλούσιος, γιὰ ὕστατη φορά, παρακαλῇ τὸν Ἀβραὰμ νὰ στείλῃ μήνυμα μὲ τὸν Λάζαρο στοὺς ἀδελφούς του, νὰ προσέχουν νὰ μὴν πάθουν τὰ ἴδια μ’ αὐτόν, τότε ὁ Ἀβραὰμ τοῦ ἀπαντᾶ: «ἔχουσιν τὸν Μωϋσέα καὶ τοὺς προφῆτας. ἀκουσάτωσαν αὐτῶν.», γιὰ νὰ λάβῃ τὴν ἀπάντηση ἀπὸ τὸν πλούσιο ὅτι εἶναι καλύτερα «ἐάν τις ἐκ νεκρῶν πορευθῆ πρὸς αὐτούς», διότι τότε «μετανοήσουσιν». Ἀλλά, κατὰ τὸν Ἀβραάμ, «εἰ Μωυσέως καὶ τῶν προφητῶν οὐκ ἀκούουσιν, οὐδὲ ἐάν τις ἐκ νεκρῶν ἀναστῇ πεισθήσονται». (ὅ. π., 28-31). Πράγματι, λοιπόν, οὔτε καὶ ὅταν ὁ νεκρὸς Λάζαρος, ὁ φίλος τοῦ Κυρίου, ἀνέστη, δὲν πίστεψαν, ἀλλὰ ἔσπευσαν νὰ τὸν σκοτώσουν, γιὰ νὰ ἀποτρέψουν καὶ ἄλλους ἀπὸ τὸ νὰ πιστέψουν στὸ γεγονὸς τῆς ἀναστάσεώς του!
Ἐμεῖς, ὅμως, ἂς μὴν ὁμοιάσωμε οὔτε στοὺς κακόπιστους καὶ ἀμετανόητους Φαρισαίους, ποὺ νομίζουν ὅτι μποροῦν ἔτσι ἁπλᾶ νὰ «σβήσουν» τὰ θαυμαστὰ ἔργα τοῦ Κυρίου, οὔτε στὸν ἀνάλγητο καὶ ἀνελεήμονα πλούσιο τοῦ Εὐαγγελίου, ποὺ ἦταν ὑπερεπαρκὴς σὲ ὑλικὰ ἀγαθὰ ἀλλὰ ἐνδεὴς σὲ ἀρετές, παρὰ νὰ μιμηθοῦμε τὸ παράδειγμα τοῦ φτωχοῦ, πλὴν ὅμως πλουσίου σὲ ἀρετὲς καὶ κυρίως σὲ ὑπομονὴ καὶ καρτερία, Λαζάρου, ποὺ στερήθηκε τὰ ἀγαθὰ στὴν ἐπίγεια ζωὴ ἀλλὰ ἀπέλαβε πλουσιοπάροχα τὰ αἰώνια ἀγαθά.
Εἴθε καὶ ἐμεῖς, ζῶντες ἀπὸ τὴν ἐδῶ ζωὴ μὲ πίστη στὸν Θεό, ἀγάπη πρὸς τὸν συνάνθρωπο καὶ ἔργα δικαιοσύνης, νὰ ἀπολαύσωμε δαψιλῆ τὴν εὐλογία Του «νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τὸν ἅπαντα αἰῶνα.» Ἀμήν. Γένοιτο!