Ἡ ΑΥΤΟΓΝΩΣΙΑ καί ἡ ἀντίληψη πού ἔχει ἕνα ἔθνος γιά τόν ἑαυτό του καί τίς ἀξίες του εἶναι προϊόντα τῆς μνήμης πού διατηρεῖ ἀπό τήν ἱστορία του καί τήν πολιτιστική ἐμπειρία πού κατέχει καί ζῆ.
Ἡ μνήμη τοῦ ἀρχαίου Ἑλληνισμοῦ ἀπό τή Μυκηναϊκή ἐποχή καί τούς μυθικούς χρόνους ὡς τήν ἐποχή τῶν Ἑλληνιστικῶν χρόνων καί τῆς Ῥωμαϊκῆς κυριαρχίας ἦταν ζωντανή καθ’ ὅλη τή βυζαντινή χιλιετία. Οἱ Βυζαντινοί δέν γνώρισαν ποτέ διακοπή στήν ἱστορία τοῦ Ἑλληνισμοῦ. Οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες θεωροῦνταν εἰδωλολάτρες μέν, πλήν ὅμως πρόγονοι. Ἡ αὐτοσυνειδησία τῶν Βυζαντινῶν εἶχε διαμορφωθεῖ ἀπό τή μελέτη τῶν ἱστορικῶν –τοῦ Ἡροδότου, τοῦ Θουκυδίδη, τοῦ Ξενοφῶντα, τοῦ Πολυβίου, τοῦ Πλουτάρχου, – τῶν ποιητῶν καί φιλοσόφων – του Ὁμήρου, τοῦ Σοφοκλῆ, τοῦ Σωκράτη, τοῦ Πλάτωνα, τοῦ Ἀριστοτέλη, τῶν ἰατρῶν καί ἐπιστημόνων -Ἱπποκράτη, Γαληνού, Ἀρίσταρχου, Ἤρωνα, Στράβωνα, Πτολεμαίου καί ἄλλων, τῶν κλασσικῶν καί μεταγενεστέρων χρόνων.
Ἡ εἰκόνα πού εἶχαν ἐκεῖνοι πού κατοικοῦσαν στό ἑλληνόφωνο ἀνατολικό τμῆμα τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας γιά τόν ἑαυτό τούς ἦταν μία σύνθεση ἀποτελούμενη ἀπό τή γλῶσσα πού μιλοῦσαν, τή γραμματεία πού μελετοῦσαν, τήν παιδεία πού διδάσκονταν καί τήν ἑλληνική χριστιανική θρησκεία πού λάτρευαν, στοιχεῖα πού τούς συνέδεαν ἀδιάκοπα μέ τούς ἀρχαίους προγόνους τους.
Γνῶμες Ἔγκριτων Ἱστορικῶν
Ὑπό αὐτές τίς προϋποθέσεις ὁ διάσημος Οὖγγρος Ἑλληνιστής Ἰούλιος Μοράβσικ γράφει ὅτι εἶναι προτιμότερο νά μιλᾶμε γιά Ἑλληνολογία παρά γιά Βυζαντινολογία. Τό οὐσιαστικό «Ἑλληνολογία» πιό περιεκτικά καί ἱστορικῶς μέ περισσότερη ἀκριβολογία ἐκφράζει τόν χαρακτήρα καί τό ἦθος τοῦ βυζαντινοῦ κράτους καί πολιτισμοῦ.[1]
Ἀλλά ὁ Μοράβσικ δέν ἦταν ὁ μόνος πού συνιστοῦσε τήν ἀντικατάσταση τοῦ ὀνόματος «Βυζαντινολογία» μέ τό «Ἑλληνολογία» καί «Ἑλληνισμός τῶν μέσων αἰώνων». Ὁ Γεώργιος Ὀστρογκόρσκι, ἕνας ἀπό τούς σημαντικότερους μελετητές τῆς ὑπό συζήτηση περιόδου, στό τέλος τοῦ πρώτου μέρους τῆς Ἱστορίας του γράφει ὅτι τώρα μποροῦμε νά ὁμιλοῦμε γιά τήν ἱστορία τῆς Μεσαιωνικῆς Ἑλληνικῆς Αὐτοκρατορίας. Καί ὁ Ῥῶσσος Ἀλέξανδρος Καζντὰν σέ μία πολύ σημαντική μελέτη του μέ θέμα «Συνέχεια καί Ἀσυνέχεια στή Βυζαντινή Αὐτοκρατορία» τονίζει ὅτι ἡ Αὐτοκρατορία ἦταν ἑλληνική, ἄν καί περιεῖχε μερικές μειονότητες, Ἀρμενίους, Ἰταλούς, Σλάβους. Περιορίζομαι σέ τρεῖς μαρτυρίες μή Ἑλλήνων ἱστορικῶν καί φιλολόγων[2], οἱ ὁποῖοι δέν νομίζω ὅτι ἔπασχαν ἀπό ἑλληνικό πατριωτικό ἐθνικισμό, ὅπως θά χαρακτηρίζονταν μερικοί ἀπό μᾶς ἄν θά λέγαμε τό ἴδιο πράγμα.
Οἱ ὄροι Ῥωμαῖος-Γραικός
Εἶναι γνωστό, βέβαια, ὅτι αὐτοί πού σέ σχολικά ἐγχειρίδια ἄκριτα ὀνομάζονται «Βυζαντινοί» αὐτοπροσδιορίζονταν ὡς Ῥωμαῖοι, δηλαδή πολίτες τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας. Καί τοῦτο γιατί γι’ αὐτούς ἡ Ῥωμαϊκή Αὐτοκρατορία δέν καταστράφηκε μέ τήν πτώση τῆς Ῥώμης. Τό διάταγμα τοῦ Καρακάλλα τό 212, διά τοῦ ὁποίου ὅλοι οἱ ἐλεύθεροι κάτοικοι τῆς Ῥωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας πολιτογραφήθηκαν ὡς Ῥωμαῖοι πολίτες, εἶχε ἀποφασιστική σημασία γιά τή «ῥωμανοποίηση» τοῦ Ἑλληνισμοῦ.
Ἀλλά, ἐνῶ οἱ πολίτες τῆς νέας αὐτοκρατορίας θεωροῦσαν τούς ἑαυτούς τους Ῥωμαίους, γι’ αὐτό καί Ῥωμηοί καί Ῥωμηοσύνη, ἐπειδή τό κράτος τους ἦταν μία συνέχεια τῆς Ῥωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας, οἱ γειτονικοί καί ἄλλοι λαοί [Λατίνοι, Φράγκοι, Ῥῶσοι, Ἀρμένιοι, Γεωργιανοί, Χάζαροι, Ἑβραῖοι] τούς ὀνόμαζαν Γραικούς [Ἕλληνες] καί Γιουνάνι, Γιαβάνι [Ἴωνες]. Ἐνῶ οἱ «Βυζαντινοί» καλοῦσαν τό κράτος τους «Βασίλειον τῶν Ῥωμαίων» οἱ ξένοι λαοί τό ὀνόμαζαν Γραικία ἤ Γιουνανιστᾶν ἤ Γιοβᾶν [Ἰωνία].
Τό ὄνομα «Γραικός», τό ὁποῖο κατά τόν Ἀριστοτέλη, τόν Ἀπολλόδωρο, τό Χρονικό της Πάρου καί ἄλλες ἀρχαῖες πηγές εἶναι ἀρχαιότερο τοῦ «Ἕλληνας»,[3] χρησιμοποιοῦνταν περιστασιακά καί ἀπό τούς Βυζαντινούς γιά λόγους αὐτογνωσίας. Τίς περισσότερες ὅμως φορές χρησιμοποιοῦνταν γιά νά δηλωθεῖ ἡ παιδεία, ἡ γλῶσσα, ἡ πολιτισμένη παράδοση. Μέ μερικές μόνο ἐξαιρέσεις, ὅλοι οἱ ξένοι λαοί χρησιμοποιοῦσαν τίς λέξεις «Γραικοί» καί «Γραικία» γιά νά δηλώσουν τόν Ἕλληνα καί τήν Ἑλλάδα, ἡ ὁποία κατ’ αὐτούς ταυτιζόταν μέ τή Βαλκανική χερσόνησο καί τή Μικρασία.
Κατά κανόνα, οἱ μή ἑλληνικές πηγές ἀναφερόμενες στόν ἐθνικό ἑλληνικό χαρακτήρα δέν κάνουν διάκριση μεταξύ ἀρχαίων, μή χριστιανῶν, καί χριστιανῶν Ἑλλήνων.
Ἡ μέγιστη πλειονότητα αὐτῶν τῶν ἴδιων τῶν Βυζαντινῶν εἶχαν συνείδηση τῆς ἀδιάσπαστης ἑνότητάς τους μέ τούς ἀρχαίους Ἕλληνες, εἰδωλολάτρες μέν, ὅπως προείπαμε, πλήν ὅμως προγόνους.
Ἄν καί μετά τόν τέταρτο αἰῶνα τό ἐθνικό ὄνομα «Ἕλλην» εἶχε χάσει τό ἀρχικό νόημά του καί ταυτίστηκε μέ τό «εἰδωλολάτρες», τό «Γραικός» καί τό «Ἴωνας» ἐπεβίωσαν ὡς ἐθνικά καί συνώνυμα ὀνόματα καί χρησιμοποιοῦνταν ἀπό τούς γειτονικούς λαούς, τῆς Δύσεως καί τῆς Ἀνατολῆς, τοῦ Βορρᾶ καί τοῦ Νότου.
Ὁ Πρίσκος, ἱστορικός τοῦ 5ου μ.Χ. αἰώνα, γράφει ὅτι, καθ’ ὄν χρόνον ἦτο ἀπεσταλμένος πρέσβυς στήν Αὐλή τοῦ Ἀττίλα συνήντησε κάποιον ἐνδεδυμένον Σκυθικά πού μιλοῦσε Ἑλληνικά. Ὅταν ὁ Πρίσκος τόν ρώτησε ποῦ εἶχε μάθει τήν ἑλληνική, ἐκεῖνος χαμογέλασε καί εἶπε: «Εἶμαι Γραικός ἐκ γενετῆς»[4].
Ὁ Θεόδωρος Στουδίτης
Δέν ἦταν ἀσύνηθες στούς μεταγενέστερους Βυζαντινούς συγγραφεῖς νά χρησιμοποιοῦν τό «Γραικός» ἤ «Γραικοί» ἤ καί τό «Ἕλληνας» ἀκόμη καὶ γιά νά ἀναφερθοῦν στούς γηγενεῖς της Αὐτοκρατορίας.
Ὀλίγα μόνο παραδείγματα. Σέ γράμμα του στό πνευματικό του παιδί Ναυκράτιο, ὁ Θεόδωρος Στουδίτης [759-826] ἐκφράζει τή λύπη του γιά κάποιο μοναχό ὀνόματι Ὀρέστη πού λιποτάκτησε στούς εἰκονομάχους καί τόν ἐνθαρρύνει νά μείνη πιστός στίς ἀρχές του «χάριν τῆς δόξης τοῦ Χριστοῦ ὑπέρ οὗ δονεῖται ἡ ταπεινή Γραικία μάλα».Ἡ Γραικία ἐδῶ, ἡ ὁποία συνταράσσεται πολύ ἀπό τήν εἰκονομαχία, εἶναι ὁλόκληρη ἡ Βυζαντινή Αὐτοκρατορία, ὅπως τήν περιγράφουν καί μή ἑλληνικές πηγές τῆς ἰδίας ἐποχῆς.
Σέ παρηγορητική του ἐπιστολή στήν ἡγουμένη Εὐφροσύνη τῆς Μονῆς Κλουβίου, ὁ Θεόδωρος ὁμιλεῖ γιά στρατηγίες καί δημαγωγίες «καί ἐν Ἀρμενίᾳ καί ἐν Γραικίᾳ». Ἡ δυτικά τῆς «ἀφ’ ἡλίου ἀνατολῶν» Ἀρμενίας, Γραικία, δέν εἶναι ἄλλη εἰ μή ἡ Βυζαντινή Αὐτοκρατορία. Οἱ γηγενεῖς ἤ ὅλοι οἱ κάτοικοι τῆς Αὐτοκρατορίας ὀνομάζονται Γραικοί ἀπό τόν διάσημο ἡγούμενο τῆς Μονῆς Στουδίου. Σέ ἐπιστολή του στόν ἀσηκρήτη Στέφανο, ὁ Θεόδωρος θρηνεῖ τήν εἰκονομαχική πολιτική τοῦ αὐτοκράτορα Λέοντα τοῦ Δ’ [775-780] καί ἰδιαίτερα τίς διώξεις ἐναντίον τῶν εἰκονοφίλων, ποῦ ἐξαπέλυσε τό 780.
Ἀποκαλεῖ τόν αὐτοκράτορα ἀντίχριστο πρό τοῦ Ἀντιχρίστου καί ἐκφωνεῖ: «Ἀκούσατε πάντα τά ἔθνη, ἐνωτίσασθε πάντες οἱ κατοικοῦντες τήν οἰκουμένην τί γέγονεν ἐν Γραικοῖς».[5]
Κατά τόν δέκατο αἰώνα στήν περιγραφή τῆς ἀνωμαλίας καί ἀναταραχῆς πού προκάλεσε ἡ Σλαβική ὁμάδα ἐγκατεστημένη στήν περιοχή τῶν Πατρῶν, ὁ Κωνσταντῖνος Πορφυρογέννητος γράφει ὅτι οἱ Σλάβοι κατ’ ἀρχήν λεηλάτησαν τίς κατοικίες τῶν γειτόνων τους Γραικῶν καί κατόπιν πῆγαν ἐναντίον τῆς πόλεως τῶν Πατρών[6].
Ἡ Ἄννα Κομνηνή
Τό «Ἕλλην» ὡς ἐθνικό ὄνομα καί ὄχι συνώνυμο τοῦ «εἰδωλολάτρης» χρησιμοποιεῖται ἀπό τήν Ἄννα τήν Κομνηνή [1083-1154] καί ἄλλους μεταγενέστερους συγγραφεῖς. Ὅταν γράφει γιά τό τόξο τσάγγρα ἡ Ἄννα τονίζει ὅτι τό τόξο αὐτό εἶναι ἄγνωστο στούς Ἕλληνες καί ἀναφέρεται στούς συγχρόνους της Ἕλληνες κι ὄχι τούς ἀρχαίους. Ὅταν ἡ Ἄννα Κομνηνή καυχᾶται γιά τήν ἀρχαῖα κλασσική της παιδεία ὁμιλεῖ ὡς γνήσια ἀπόγονος τῶν Ἑλλήνων καί ὄχι ὡς ἀλλοδαπή πού διδάχθηκε τήν ἑλληνική ὡς ξένη γλώσσα. Γράφει γιά τήν πατρίδα της. Ἐπαινεῖ τήν ἑλληνικότατη προφορά πού εἶχε ὁ Ἰωάννης Ἰταλός σάν νά εἶχε ἔλθει στήν «πατρίδα μας» καί νά εἶχε ἐκμάθει τήν ἑλληνική ἀπό παιδικῆς ἡλικίας[7].
Ὁ Μιχαήλ Ψελλός
Ὁ Μιχαήλ Ψελλός, ὁ «ὕπατος τῶν φιλοσόφων», κατά τόν ἑνδέκατο αἰώνα [1018-1081] εἶχε ἑλληνικότατη συνείδηση. Ὅταν κατακρίνει τόν ἱστορικό Ἡρόδοτο, διότι ἔγραφε κολακευτικά λόγια γιά τούς Πέρσες καί προσβλητικά γιά τούς Ἕλληνες, ὁ Ψελλός γράφει σάν νά προσεβλήθη ὁ ἴδιος, ἀφοῦ ὁ Ἡρόδοτος προσέβαλε τούς προγόνους του[8].
Ὀλίγες ἀκόμη μαρτυρίες ἀπό ἑλληνικές πηγές ἐπαρκοῦν γιά νά ἐπιβεβαιώσουν τό ἔγκυρο τῶν ἀπόψεών μας ὅτι τό «Γραικός» καί τό «Ἕλλην» ὡς ἐθνικά ὀνόματα χρησιμοποιοῦνταν ἀπό τούς Βυζαντινούς συγγραφεῖς ὅσες φορές τό καλοῦσαν οἱ περιστάσεις.
Ὁ Θεοφάνης ὁ ὁμολογητής
Ὁ Θεοφάνης ὁ ὁμολογητής και ὁ Πλήθων ὁ Γεμιστός, ὁ πρῶτος τοῦ 8ου καί 9ου αἰώνα καί ὁ δεύτερος τοῦ 14ου εἶναι περισσότερο συγκεκριμένοι στόν προσδιορισμό τοῦ ὄρου «Γραικός» καί «Ἕλληνας». Ὁ Θεοφάνης, πού ἔγραψε στίς ἀρχές τοῦ 9ου αἰώνα, διηγεῖται ὅτι ὅταν πρεσβεία ἀπό τήν Κωνσταντινούπολη μετέβη στήν Αὐλή τοῦ Καρλομάγνου γιά νά ζητήση τήν κόρη του Ἐρυθρὼ ὡς σύζυγο τοῦ Κωνσταντίνου Στ’ ἄφησε πίσω τόν διδάσκαλο καί μοναχό Ἐλισσαῖο, γιά νά διδάξη στήν Ἐρυθρὼ τή γλῶσσα καί τήν παιδεία τῶν Γραικῶν καί τούς νόμους τῆς Ῥωμαϊκῆς Πολιτείας. Γιά τόν Θεοφάνη ὁ λαός, ἡ γλώσσα, ἡ παιδεία εἶναι Γραικοί καί Γραικικοί.[9]
Κατά τόν 12ο αἰῶνα οἱ ἀδελφοί Μιχαήλ καί Νικήτας Χωνιᾶται ἤ Ἀκομινάτοι κάμνουν εὐρεία χρήση τῶν ὀνομάτων «Ἕλληνες» καί «Ἑλλάς», ἐνίοτε δέ καί «Γραικοί», ὡς ἐθνικά ὀνόματα, ὄχι μόνο μέ ἀναφορά στήν κλασσική ἀρχαιότητα, ἀλλά ὡς ὀνόματα τῆς σύγχρονης ἐποχῆς τους. Ὁ Νικήτας γράφει γιά «Ἕλληνες ἄνδρες» καί ὀνομάζει τίς πόλεις πού κατακτήθηκαν ἀπό τούς ἐχθρούς «ὡς πόλεις ὅλας ἑλληνίδας». Ὁ δέ πρεσβύτερος ἀδελφός του Μιχαήλ, πού ἔγινε καί ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν, θρηνεῖ τήν παρακμή τῶν Ἑλλήνων λόγῳ τῶν Λατινικῶν κατακτήσεων μέ τίς Σταυροφορίες [10].
Κατά τόν 13ο αἰῶνα μέχρι τό τέλος τῆς Αὐτοκρατορίας οἱ ὄροι «Ἕλληνες» καί «Ἑλλάς» γίνονται περισσότερο κοινόχρηστοι. Ἐπί παραδείγματι, ὁ αὐτοκράτορας Ἰωάννης Γ’ Βατάτζης σέ ἐπιστολή του στόν Πάπα Γρηγόριο ΙΑ’ βλέπει τόν ἑαυτό του νά βασιλεύη σέ γένος τῶν Ἑλλήνων καί ὅτι «ἐν τῷ γένει τῶν Ἑλλήνων ἠμῶν ἡ σοφία βασιλεύει καί ὡς ἐκ πηγῆς ἐκ ταύτης πανταχοῦ ρανίδες ἀνέβλυσαν» [11].
Εἶναι γνωστό ὅτι, μέ βάση τή γλώσσα καί τήν παιδεία, ὁ τελευταῖος σημαντικός φιλόσοφος του Βυζαντίου Γεώργιος Πλήθων Γεμιστός χαρακτηρίζει τούς κατοίκους τῆς φθινούσης αὐτοκρατορίας «Ἕλληνες» [12]. Μέ βάση λοιπόν τή γλώσσα πού μιλοῦσαν, τά γράμματα πού διδάσκονταν, τήν ἱστορική μνήμη πού καλλιεργοῦσαν καί τήν αὐτοσυνειδησία πού κατεῖχαν οἱ γνήσιοι Βυζαντινοί ἦσαν Γραικοί, Ἕλληνες καί Ῥωμηοί, ὄροι συνώνυμοι.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1]. – Byzantion, τόμ.25 (1965), σσ. 291-301.
[2]. – George Ostrogorsky, History of the Byzantine State μετάφρ. στά Ἀγγλικά Joan Hussey (New Brunswick, N. J. 1969), σ. 86. Alexander Kazhdan and Antony Cutler, “Continuity and Discontinuity in Byzantine History”, Byzantion τόμ. 32 (1982), σ. 465.
[3]. – Ἀριστοτέλης, Μετεωρολογία 1:14. Ἀπολλόδωρος, Βιβλιοθήκη 1:49. Χρονικόν Πάρου Ἅ 6, 10-12, ἔπ. Felix Jacoby, Das Marbor Parium (Berlin, 1904), 4, βλ. ἰδιατέρως σσ. 36-38,138.
[4]. -Πρίσκος Πανίτης, Fragments, ἔπ. C. Muller, Fragmenta Historicum Graecorum, 4 (Paris 1868), σσ. 69-110, κυρίως σ. 86.
[5]. -Θεοδώρου Στουδίτου, Ἐπιστολές 145, 458, 419, ἔκδοσις Georgios Fatouros, Theodori Studitae Epistulae 2, τόμοι (Walter de Gruyter: Berolini 1991) σσ. 261, 652,587.
[6]. – Κωνσταντῖνος Πορφυρογέννητος, Πρός τόν ἴδιον υἱόν Ρωμανόν, κεφ. 49. Ἔπ. Gy. Moravcsik καί μετάφρ. Β. J. Η. Jenkins, Constantine Porphyrogenitus, De Administrando Imperio (Budapest, 1949), σσ. 228-232.
[7]. – Ἄννα Κομνηνή, Ἀλεξιάδα, Βιβλ. 10, κεφ. 8, Πρόλογος 4-5, Βιβλ. 5, κεφ. 5, Βιβλ. 10, κεφ. 9.
[8]. – Μιχαήλ Ψελλός, Χρονογραφία, Κωνσταντῖνος IX. 24.
[9]. – Θεοφάνης, Χρονογραφία AM 6274, ἔπ. C. de Boor, Theophanis Chronographia (Lipsiae, 1883) τόμ. Ι, σ. 455.
[10]. – Νικήτας Χωνιάτης, Βασιλεία Ἀνδρονίκου τοῦ Κομνηνοῦ, ἔκδ. loanness Α.. Van Dreien (Berlin 1975), σσ. 301, 496, 502, 401, 477 et all. Μιχαήλ Ἀκομινάτος Χωνιάτης, Τά Σωζόμενα, ἔκδ. Σπυρίδωνος Π. Λάμπρου, 2 τόμ. (Ἀθήναις 1880), 1:100, 183,2:292.
[Ἀπό τό περ. ‘Πεμπτουσία’ τεῦχ. 7, 8, 9 Δεκέμβριος 2001 – Νοέμβριος 2002]