Για να τους θυμηθούμε…
Τους αξεπέραστους Όμηρους, Λυκούργους, Λεωνίδες και Αλέξανδρους. Τους προικισμένους Θουκυδίδηδες, Αριστοφάνηδες και Σωκράτες. Τον Δίκαιο Αριστείδη και τον ελεήμονα Κίμωνα. Τους πάνσοφους παιδοτρίβες Πλούταρχο και Χρυσόστομο. Τους «βυζαντινούς» σοσιαλιστές υπερκυβερνήτες και πολιτικούς που συνέγραψαν την «Επαναγωγή», τα Βασιλικά», το «Επαρχικό» και τον «Νόμο του Αλληλέγγυου», που αναδεικνύουν τον ανυπέρβλητο νομικό και πολιτικό, Ρωμαίικο Πολιτισμό, ως προστάτη των πτωχών, των αδυνάτων και των μικρομεσαίων. Έναν Πολιτισμό, που ανέδειξε τρανούς επιστήμονες, όπως τους Ορειβάσιο, Νεμέσιο, Αέτιο Αμιδηνό, Αλέξανδρο Τραλλιανό και Θεόφιλο Πρωτοσπαθάριο, τον εφευρέτη του «Υγρού Πυρός», Καλλίνικο τον Έλληνα, από την Συρία (7ος αι.), τον «Πατέρα της Χειρουργικής», Παύλο τον Αιγινήτη (625-690), τον πολυγραφότατο παθολόγο, Τραλλέων Αλέξανδρο (525-605), τον Μελέτιο τον ιατροσοφιστή, τους λογιοτάτους, Μέγα Φώτιο, Ευστάθιο Θεσσαλονίκης και Μιχαήλ Ακομινάτο των Αθηνών, τον Θεοφάνη Νόννο, τον Μιχαήλ Ψελλό, τον Συμεών Σηθ (8ος-12ος αι.), τους πανεπιστήμονες, Νικόλαο Μυρεψό (1222-1255), Νικηφόρο Βλεμμύδη (1197-1272) και τον δάσκαλό του, τον ερημίτη μαθηματικό και αστρονόμο, Πρόδρομο τον Μοναχό και τόσους άλλους Ρωμηούς προγόνους μας στρατευμένους στην υπηρεσία του συνανθρώπου και της επιστήμης.
Εμείς όμως…
Εδώ και σαράντα χρόνια, προσκυνούμε ως σωτήρες τους μποέμ εθνομηδενιστές «του ζιβάγκου και της πίπας» και εσχάτως τους αριστεροδεξιούς καπιτα-ληστές του Δ.Ν.Τ. στους οποίους αναθέσαμε τη διακυβέρνησή μας και τη διαχείριση του δημόσιου πλούτου μας.
Δυστυχώς, χαρίσαμε τη Ρωμαίικη ιστορία μας στους Αγγλοσάξωνες, στους Φράγκους και στους Τεύτονες, την απαράμιλλη «Βυζαντινή» μας διπλωματία στους Νεοσουλτάνους κι εσχάτως, τα χωράφια και τις θάλασσές μας στους Ινδοπακιστανούς και στους Αιγυπτίους.
Πάει η εποχή που αναδεικνύαμε φωτισμένους αυτοκράτορες και πολιτικούς που συναγωνίζονταν τους μοναχούς στη μελέτη, στη νηστεία και στην άσκηση. Μια μακραίωνη, ένδοξη περίοδος, κατά την οποία, οι πατριάρχες και επίσκοποι δεν λογάριαζαν εξορίες, διωγμούς και θανάτους όταν έκριναν σκόπιμο ότι έπρεπε να αντισταθούν στις κατά καιρούς εγκληματικές παρεκτροπές κάποιων, «ορθόδοξων» ή αιρετικών, αυτοκρατόρων και αυλικών.
Πού ‘ναι εκείνα τα χρόνια που οι κυβερνώντες μας ζούσαν για τη φιλοσοφία; Που θεολογούσαν και συνέγραφαν ύμνους και κανόνες στην Αγία Τριάδα και στη Θεοτόκο, όπως ο Ιουστινιανός, ο Λέων ο Σοφός, ο Κωνσταντίνος ο Πορφυρογέννητος και ο σφοδρά δοκιμαζόμενος από την επιληψία, ο φωτισμένος γιος του Ιωάννου Βατάτζη, Θεόδωρος Β΄ Λάσκαρης, της προσευχής του οποίου καρπός είναι ο Μεγάλος Παρακλητικός Κανόνας προς τη Θεοτόκο.
Πού είναι οι ευλαβικές και σοφές αυτοκρατορικές μας οικογένειες, που εν ώρα δείπνου διάβαζαν Άγιο Μάξιμο Ομολογητή, όπως έπραττε η αυτοκρατορική οικογένεια της Άννας της Κομνηνής; Αντιθέτως σήμερα, οι μπολιασμένοι από τον μανεταρισμό και αθεϊσμό πολιτικοί μας, όχι μόνο το «Πιστεύω» δεν γνωρίζουν, αλλά αναισχύντως, επιχειρούν τον πλήρη απογαλακτισμό μας από την γενάρχισσα Μάνα Εκκλησία.
Πάνε και κείνα τα λιτά, φτωχικά, αλλά τόσο ευλογημένα χρόνια που ήμασταν τα πιστά και φιλακόλουθα τέκνα της μελέτης, της ασκήσεως και της προσευχής που θήτευαν κάτω απ’ το πετραχήλι ενός αγίου πνευματικού πατέρα.
Που ήμασταν οι μαθητές της ειλικρινούς και θαρραλέας συνειδήσεως, της αρχοντικής συγγνώμης και της έμπρακτης επανόρθωσης. Σήμερα, εμείς και τα παιδιά μας, δεν μοιραζόμαστε τις ανησυχίες μας με τον πνευματικό μας, με τον αφοσιωμένο μας πατέρα και με τη στοργική μας μανούλα. Ούτε κρεμόμαστε απ’ τα λόγια και τις αγκαλιές του παππού και της γιαγιάς δίπλα από το μαγκάλι και το τζάκι. Αντιθέτως, έχουμε εναποθέσει τις αγωνίες μας στην εκμαυλιστική νεοεποχίτικη Τ.V. Γι’ αυτήν όμως κι αν είχαμε προ-ειδοποιηθεί από τον Άγιο Κοσμά τον Αιτωλό… Αλλά ποιος θέλει ν’ ακούει για Αγίους σήμερα;
Πάει λοιπόν κι ο παππούς με τη γιαγιά, τους ξαποστείλαμε στους «Οίκους Ευγηρίας», παραπεταμένους και καταπικραμένους στα κατάκρυα και απρόσωπα δωμάτια των γηροκομείων, λησμονώντας τα ξενύχτια, τις θυσίες και τους κόπους τους για να μας ανδρώσουν και να μας σπουδάσουν σε εξαιρετικά αντίξοοες συνθήκες και εποχές.
Γιατί δεν μας είπαν για τα θαυμάσια ρωμανικά ιπποτικά μας ρομάντσα; Δεν εμπνεόμαστε πλέον απ’ τις αξίες* του ηρωικού μας γένους, απ’ την υμνογραφία, τα δημοτικά, τα ριζίτικα, τα νησιώτικα και τα λοιπά λαϊκά μας τραγούδια, που τόσο θαραλλέα αποκαλύπτουν τον πανάρχαιο εσωτερικό και εξωτερικό μας διχασμό, τα πάμπολλα πάθη και τις αδυναμίες μας, όπως αυτές της προδοσίας και του αλληλοσπαραγμού, αλλά κι όλες τις αρετές μας, την ανδρεία, τον ηρωισμό και την αγιοσύνη μας. Πώς να μην εμπνέονται μετά και τα παιδιά μας απ’ το “Star System”, απ’ τις χεβυμεταλάδικες ορχήστρες του Άδη, απ’ τα ψυχότροπα, απ’ την «μεγάλη ζωή» και το “lifestyle”, απ’ τα τατουάζ και τους χαλκάδες κι απ’ τα «τέρατα» “Lordi” της Eurovision…;
Πώς εμείς, οι άλλοτε άριστοι μαθητές του μέτρου και της παρθενίας (βλ. και Πλάτωνος, περί προγαμαίων σχέσεων, στο «ΝΟΜΟΙ» Η΄, 838 – 842b), της αιδούς και της σεμνότητας, ασπαστήκαμε την υποκουλτούρα της αθεΐας, των παρά φύση παθών, του whiskey και του Marlboro, αλλά και εσχάτως, αυτήν του τηλεοπτικού «Κάμα Σούτρα»; Δυστυχώς η παρηγοριά μας, έχει πλέον εναποτεθεί στην τηλεοπτική ψυχοδιανοητική αποσύνθεση και στους έμμισθους ντελάληδες μισθοφόρους του κάθε δημόσιου μεγαλοπραματευτή.
*«(…) Είναι πασιφανής η επίδρασις του ασκητικού ηρωικού πνεύματος της Ορθοδοξίας εις τας παραδόσεις του Ελληνικού λαού. Τούτο φαίνεται σαφώς και εις την μουσικήν και εις τους χορούς, διότι από τας καλλιτεχνικάς ταύτας εκδηλώσεις ελλείπει ο ηδονισμός και η ηδυπάθεια και η έκστασις των ισλαμικών παραδόσεων και η θηλυπρέπεια και ο ερωτισμός της ευρωπαϊκής παραδόσεως (…)».
Ρ. Ξ. Α.