
«Πρῶτα εἶμαι Ἕλληνας… γιατί γεννήθηκα σὲ αὐτὴ τὴν χώρα… Εἶμαι Ἕλληνας ἀπὸ πατέρα καὶ μητέρα. Εἶμαι μὲ τὴν χάριν τοῦ Θεοῦ ποὺ μοῦ ἀνέθεσε τὴν κυβέρνησιν αὐτοῦ τοῦ πτωχοῦ λαοῦ… Εἶμαι Ἕλληνας ἐκ γενετῆς, ἀπὸ καθαρὴ ἀγάπη, ἀπὸ αἴσθημα, ἀπὸ καθῆκον καὶ ἀπὸ Θρησκεία».
«Μεγαλειότατε, ἐντίμως σᾶς δηλώνω ὅτι ὁσάκις εὑρεθῶ πρὸ τοῦ τραγικοῦ διλήμματος νὰ ὑποστηρίξω τὰ συμφέροντα τῆς σκλαβωμένης πατρίδος μου ἢ τὰ συμφέροντα τῆς ἀχανοῦς αὐτοκρατορίας σας, δὲν θὰ διστάσω οὔτε στιγμή: Θὰ τεθῶ μὲ τὸ μέρος τῆς πατρίδος μου […]. Εἶμαι Ἕλλην καὶ θὰ μείνω Ἕλλην γιὰ πάντα».
«Ἀποτελεῖ θεία τιμὴ τὸ νὰ ἀναθρέψῃ κάποιος Ἑλληνόπαιδες, μὲ τὶς γνώσεις τῆς ἱερᾶς μας θρησκείας, νὰ τοὺς ἐκπαιδεύσῃ εἰς τὴν πάτριον γλῶσσαν καὶ νὰ τοὺς προπαρασκευάσῃ γιὰ ἀνώτερες πανεπιστημιακὲς σπουδὲς».
«…ἀποτελεῖ ἐντροπή, ὄντας Ἕλληνες στὴν καταγωγή, στὸ φρόνημα καὶ στὴ Θρησκεία, νὰ ἀγνοεῖτε τὴν εὐγενέστερη καὶ πλουσιότερη γλῶσσα τοῦ κόσμου, ποὺ τὴν διδάσκονται τόσοι ἄλλοι ἀλλοεθνεῖς …».
«Ἐὰν μὲν ὁ τεκτονισμὸς εἶναι θρησκεία, ἐγὼ πιστεύω εἰς τὸν χριστιανισμόν, τὴν μόνην ἀληθῆ θρησκείαν· ἐὰν εἶναι φιλαθρωπικὸν σύστημα, ὁ χριστιανισμὸς διδάσκει κατὰ τρόπον μοναδικὸν τὴν ἀγάπην καὶ τὴν φιλανθρωπίαν» (Ἰ. Καποδίστριας).
«Πρῶτον καὶ σπουδαιότερον τῶν καθηκόντων τῆς ἑλληνικῆς Κυβερνήσεως θεωρῶ τὴν θρησκευτικὴν ἀγωγὴν τοῦ Ἔθνους».
«Ὁ Θεὸς εἶναι προστάτης μου καὶ ἄνευ ταύτης τῆς πίστεως οὔτε ἐμαυτὸν θὰ ἠδυνάμην νὰ κατανοήσω, οὔτε νὰ ἐλπίσω τι. Ἡ χριστιανικὴ θρησκεία ἐσυντήρησε εἰς τοὺς Ἕλληνας καὶ γλῶσσαν καὶ πατρίδα καὶ ἀρχαίας ἐνδόξους ἀναμνήσεις καὶ ἐξαναχάρισεν εἰς αὐτοὺς τὴν πολιτικὴν ὕπαρξιν, τῆς ὁποίας εἶναι στύλος καὶ ἑδραίωμα».
«Εἶμαι εὐχαριστημένος […] (γράφει στὸν πατέρα του). Ἀντιστάθηκα στὶς πιὸ μεγάλες καὶ γοητευτικὲς προτάσεις […]».
«Ἔμεινα σταθερὸς στὸ νὰ παραιτηθῶ ἀπὸ λαμπρὲς καὶ ἀνετότατες θέσεις […] προκειμένου νὰ μείνω μὲ ὅλη μου τὴν καρδιὰ προσκολλημένος […] σὲ ὅσα ἐγὼ πιστεύω ὡς ἱερὰ καθήκοντα. […] Μοῦ προσφέρθηκαν περισσότερες ἀπὸ μιὰ ὡραῖες ἀποκαταστάσεις. Τὶς ἀρνήθηκα χωρὶς δυσαρέσκειαν. Θὰ εἶχα γίνει Κροῖσος στὰ πλούτη, ἀλλὰ στοὺς ἀντίποδες. Θὰ εἶχα προχωρήσει κατὰ χίλια βήματα στὴ σταδιοδρομία μου, ἀλλὰ ἔξω ἀπὸ τὶς ἀρχές μου, ἀπὸ τὴν ἀτμόσφαιρά μας. Δὲν τὸ θέλησα καὶ οὔτε θὰ τὸ θελήσω ποτὲ. […] Ἐλπίζω στὴ θεϊκὴ προστασία».
«Ἐπέρασα τὴ Μεγάλη Ἑβδομάδα μὲ τὸν Μητροπολίτην. Καὶ παρητήθην ὅλων τῶν ὀχληρῶν διπλωματικῶν γευμάτων. Τὸ αὐτὸ ἔπραξα καὶ κατὰ τὰς δύο πρώτας ἡμέρας τοῦ Πάσχα, κατὰ τὸ ἐκκλησιαστικὸν τυπικὸν τῶν ὁποίων μόνον ἠδυνήθην νὰ ἐκπληρώσω τὰ θρησκευτικά μου καθήκοντα».
«… δὲν ἠθέλησα ποτὲ νὰ εἶμαι ὑπήκοός Του, ἀλλὰ ὑπηρέτης Του. Εἶναι διότι μίαν φορὰν εἶπον εἰς τὴν Α.Μ. ὅτι δὲν θὰ ἀντήλλασσον τὸν τάφον μου, ποὺ ἔχω εἰς τὴν Κέρκυραν, μὲ οἱανδήποτε ἀποκατάστασιν ἐν τῷ κόσμῳ».
«Θὰ ἦταν ἐκ μέρους μου ἀχαριστία, θὰ παρέβαινα τὰ καθήκοντά μου πρὸς τὴν γῆν ποὺ μὲ γέννησε, ἐάν, προκειμένου νὰ ἀπαλλαγῶ ἀπὸ τὶς πιέσεις ποὺ θὰ μοῦ ἔκαναν, θεωροῦσα τὸν ἑαυτόν μου ξένον πρὸς τὴν Ἑλλάδα. Αἰσθάνομαι ὅμως τὸν ἑαυτόν μου ἀνίκανον γιὰ μιὰ τέτοια θυσία! […]. Θὰ εὑρίσκομαι σὲ συνεχῆ ἐπικοινωνία μαζί τους, θὰ τοὺς βοηθῶ! […]».
«Ἀποστρέφομαι τὸ νὰ προμηθεύω εἰς τὸν ἑαυτόν μου τὰς ἀναπαύσεις τοῦ βίου, αἱ ὁποῖαι προϋποθέτουν τὴν εὐπορίαν, ἐνῷ εὑρισκόμεθα εἰς τὸ μέσον ἐρειπίων περικυκλωμένοι ἀπὸ πλῆθος ὁλόκληρον ἀνθρώπων βυθισμένων εἰς τὴν ἐσχάτην ἀμηχανίαν…». (Πρὸς τὴν Δ΄ Ἐθνικὴ Συνέλευση, 4/8/1829, ἀρνούμενος νὰ δεχθεῖ μισθὸ ποὺ ψήφισαν δὶς ὑπὲρ του τὸ Πανελλήνιο καὶ ἡ Γερουσία)».
«Ἐλπίζων δὲ νὰ ἔχω καὶ μίαν στέγην εἰς τὴν Ἑλλάδα, ὡς ἀρχηγὸς τῆς διοικήσεως, καλὸν νομίζω τὸ νὰ περιλαμβάνῃ καὶ ἓν μικρὸν παρεκκλήσιον».
«Οἱ Ἕλληνες […] ἡνωμένοι διὰ τῆς εἰς Χριστὸν καὶ εἰς τὴν Ἁγίαν Του Ἐκκλησίαν σταθερᾶς πίστεώς των […] ὑποστάντες τὴν ὀθωμανικὴν δυναστείαν, ὑπὸ μόνην τὴν σκέπην τῆς Ἐκκλησίας των διεσώθησαν. Ἅμα δὲ τῷ ἀνεγερθῆναι εἰς σῶμα Ἔθνους, οἱ αὐτῶν ἀντιπρόσωποι ἀνεκήρυξαν τὴν ἑλληνικὴν θρησκείαν, θρησκείαν τῆς ἐπικρατείας».
«Χωρὶς νὰ γνωρίζουν καλὰ τὴν Γερμανικὴν καὶ τὴν Ἑλληνικήν, χωρὶς νὰ ἔχουν μίαν κάποιαν ἡλικίαν εἰς τὴν ὁποίαν ἠμπορεῖ κανεὶς νὰ στερηθῇ τὴν ἐκκλησίαν χωρὶς νὰ χάσῃ τὴ θρησκείαν του, δὲν θὰ συνεβούλευα ποτὲ νὰ τοποθετηθοῦν εἰς ἓν Ἰνστιτοῦτον, ὅπου ἀσκεῖται ἡ θρησκεία τῶν Διαμαρτυρομένων».
«Σὺ δὲ τί προτιμᾶς, γράμματα ἄνευ χρηστῶν ἠθῶν ἢ χρηστὰ ἤθη ἄνευ γραμμάτων; Δὲν ἀποκρίνεσαι; Διέστρεψε λοιπὸν καὶ σέ, τόσο νέον, ἡ ἑλληνικὴ οἴησις; Πολλοὶ λογιώτατοι Ἕλληνες, τοὺς ὁποίους ἐγνώρισα εἰς Βιένναν καὶ ἀλλαχοῦ, ἐνόμιζον ἑαυτοὺς σοφωτάτους, διότι ἔμαθον ὀλίγα γράμματα. Ἀλλ᾿ ἐάν, ὡς καυχᾶσθε, εἶσθε ἀπόγονοι τῶν Ἑλλήνων, ἔπρεπε καὶ νὰ μὴ λησμονῆτε ὅτι σοφίαν ἐκεῖνοι οὔτε ἐνόμιζον οὔτε ὠνόμασαν μόνην τὴν ἄσκησιν τοῦ νοῦ ἀλλὰ καὶ τῆς ψυχῆς τὴν καλλιέργειαν. Ὁ μόνον γράμματα γινώσκων, στερούμενος δὲ ψυχικῆς ἀγωγῆς, εἶναι καὶ τοῦ χειρίστου κακούργου χείρων, ὡς μαθὼν νὰ κακουργῇ ἐπιτηδειότερον. Τὸ κακὸν ὑμῶν εἶναι ὅτι μόλις μάθετε μερικοὺς κανόνας τῆς γραμματικῆς, ἔστω καὶ εἰς τὴν Γερμανίαν, μόλις ἰδῆτε μερικὰ βουνὰ τῆς Εὐρώπης καὶ χειροτονεῖσθε μόνοι διορθωταὶ τῆς κοινωνίας καὶ νομοθέται τῆς πολιτείας. Πλήν, κύριε, ἄλλο γραμματική, ἄλλο κοινωνία καὶ ἄλλο πολιτεία. Τόσο πολὺς καπνὸς γεμίζει τὰς κεφαλὰς ὑμῶν, ὥστε δὲν ἐννοεῖτε ὁποῖον καὶ ὁπόσον χάσμα διαχωρίζει τὰς δύο τελευταίας ἀπὸ τῆς πρώτης. Οἱ παλαιοὶ σοφισταὶ ἐγίνωσκον πλείονα γράμματα, καὶ ὅμως αὐτοὶ ἦσαν οἱ λυμεῶνες τῶν Ἀθηνῶν».
«Τὸ ἑλληνικὸν ἔθνος ἀποτελεῖται ἀπὸ ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι ἀπὸ τὴν ἅλωση τῆς Κωνσταντινουπόλεως δὲν ἔπαυσαν νὰ ὁμολογοῦν τὴν πιστότητά τους στὴν ὀρθόδοξη πίστη τους, δὲν σταμάτησαν ποτὲ νὰ ὁμιλοῦν τὴ γλῶσσα τῶν πατέρων τους, τὴν Ἑλληνική, καὶ παρέμειναν ἀκλόνητοι ὑπὸ τὴν πνευματικὴ ἢ κοσμικὴ δικαιοδοσία τῆς Ἐκκλησίας τους, σὲ ὁποιοδήποτε μέρος τῆς τουρκοκρατουμένης πατρίδας τους καὶ ἂν εὑρίσκονταν».
Ὁ γιατρὸς τοῦ εἶπε νὰ βελτιώσει λίγο τὴν τροφή του, ἦταν ἐπείγουσα ἀνάγκη γιὰ τὴν ὑγεία του. Κι ἐκεῖνος ἀπήντησε ἀποφασιστικά: «Τότε μονάχα θὰ βελτιώσω τὴν τροφή μου, ὅταν θὰ εἶμαι βέβαιος ὅτι δὲν ὑπάρχει οὔτε ἕνα Ἑλληνόπουλο ποὺ νὰ πεινάῃ». Ὁ δὲ Μακρυγιάννης γράφει γιὰ νὰ δείξῃ τὸν τρόπο ζωῆς του: «Ὁ Κυβερνήτης ἔτρωγε ἐπὶ τέσσερις ἡμέρες μία κότα».
Ἐπιστολή του πρὸς τὴν Προσωρινὴ Διοίκηση τῆς Ἑλλάδος (12/12/1825), ἀπαντητικὴ σὲ αὐτὴν ποὺ τὸν προσεκάλει νὰ ἀναλάβῃ τὴν διακυβέρνηση τῆς Ἑλλάδος: «…τὰς εὐχὰς τὰς ὁποίας καθ᾿ ἑκάστην ἀναπέμπω εἰς τὴν Θείαν Πρόνοιαν, διὰ νὰ σᾶς ἐπιδαψιλεύσῃ τὰς εὐλογίας της…», «…ἡνωμένοι διὰ τῆς εἰς Χριστὸν καὶ εἰς τὴν Ἁγίαν Του Ἐκκλησίαν σταθερᾶς πίστεώς των…», «…ἐκεῖνο δὲ μεταξὺ αὐτῶν, ὅπερ διαλαμβάνει τὰ πάντα ὡς βλαστὸς καρποφόρος, εἶναι ἡ ἀπαραβίαστος πίστις, τὴν ὁποίαν ὡρκίσθη ἡ Ἑλλὰς πρὸς τὸν Θεὸν καὶ πρὸς τὴν Ἁγίαν Ἐκκλησίαν Του». «Ὅταν λοιπὸν ἡ Θρησκεία, τὴν ὁποίαν ὡρκίσθητε νὰ φυλάξητε, εἶναι καθαρὰ καὶ ἀπαραβίαστος ἐνώπιον τῶν ἀνθρώπων, καθὼς εἶναι καὶ ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, τὸ ἔργον σας θὰ λάβῃ πέρας αἴσιον».
Ὁ Καποδίστριας ὑπήγαγε σὲ ἕνα φορέα, τὴν Γραμματεία (Ὑπουργεῖο), τὶς δύο Ὑπηρεσίες, τὴν τῶν Ἐκκλησιαστικῶν πραγμάτων καὶ τὴν τῆς Δημοσίας Ἐκπαιδεύσεως, θεωρῶν «… τὰς δύο ταύτας Ὑπηρεσίας ἀχωρίστους, ὡς μίαν ἐχούσας ἀρχήν, τὸν Πατέρα τῶν Φώτων, καὶ πρὸς ἕνα συντρεχούσας σκοπόν, τὴν ἠθικὴν τῶν πολιτῶν διαμόρφωσιν, ἥτις εἶναι ἡ βάσις τῆς κοινωνικῆς καὶ πολιτικῆς τοῦ Ἔθνους ἐπανορθώσεως».