
Ποιός εἶναι ὁ βασικὸς σκοπὸς τῆς ἀγωγῆς; Γιά μας τοὺς Ὀρθοδόξους Χριστιανοὺς εἶναι ἡ γνώση καὶ μετάδοση στά νεαρὰ μέλη τῆς οἰκογένειάς μας τοῦ «τί εἶναι καλό», ὥστε καλλιεργώντας τὸ νά «φθάσουν στήν τελειότητα, ποὺ μέτρο της εἶναι ὁ Χριστὸς» (Ἐφεσ. 4,13). Ἐπιγραμματικὰ θὰ μπορούσαμε νά δώσουμε τὸ περιεχόμενο τοῦ «καλοῦ» ὅτι εἶναι ἡ ἐσωτερικὴ καταστάση τῆς χαρᾶς, τῆς εἰρήνης καὶ τῆς ἀγάπης πρὸς ὅλα τὰ δημιουργήματα τοῦ Θεοῦ.
Εἶναι ἀποδεδειγμένο ὅτι κανένας ἄλλος κοινωνικὸς παράγοντας δέν ἐπηρεάζει τὴν ὅλη ψυχοσωματικὴ ἀνάπτυξη τοῦ παιδιοῦ τόσο ὄσο ἡ οἰκογένειά του. Ὁ γέροντας Παΐσιος συχνὰ ἔλεγε: «Μεγάλη σημασία γιά τὴν πνευματικὴ ζωὴ τοῦ παιδίου ἔχουν οἱ οἰκογενειακὲς του καταβολὲς» (Δ. Τσάτση, Ὁ γέρων Παΐσιος, σ. 126). Ζώντας ,ἑπομένως, ὁ Νέος σὲ μιά τέτοια οἰκογένεια, στήν ὁποία προσφέρεται ἀφειδώλευτα τὸ «καλό», θὰ εἶναι πολὺ δύσκολο νά ἀναζητήσει σὲ ἄλλους, «λαμπεροὺς» χώρους τὴν ποιότητα τῆς ζωῆς.
Τὸ ἔργο τῆς ἀγωγῆς, ἀπὸ ὅλους ὁμολογεῖται, εἶναι δύσκολο, εἶναι «τέχνη τεχνῶν καὶ ἐπιστήμη ἐπιστημῶν» (ἅγιος Γρηγόριος Θεολόγος). Ἀφορᾶ τή σωματική, προπάντων ὅμως, τὴ ψυχικὴ καὶ πνευματικὴ ἀναπτυξη τοῦ παιδιοῦ καὶ μπορεῖ νά ἀσκηθεῖ γνήσια μόνο ἀπὸ ἐκείνους πού βιώνουν τὴν πληρότητα καὶ καθολικότητα τῆς ζωῆς.
Ἡ τέχνη τῆς ἀγωγῆς γίνεται ἀκόμη δυσκολότερη, ἐπειδὴ δέν εἶναι ἀρκετὸ νά ὑποδεικνύεις καθήκοντα καὶ ὑποχρεώσεις στούς παιδαγωγούμενους, ἀλλὰ να τοὺς προσφέρεις πρότυπα. Κυρίως ὁ ἴδιος ὁ παιδαγωγὸς ὀφείλει νά βιώνει μέ συνέπεια τίς ἀξίες τῆς ζωῆς καὶ νά ἀποβαίνει γι’ αὐτοὺς «ζῶσα παραίνεσις». Σὲ ἀντίθετη περίπτωση, καὶ κατὰ τὸν Ι.Χρυσοστομο: «τὸ διδάσκειν ἄνευ τοῦ ποιεῖν … ζημίαν πολλὴν καὶ κατάκρισιν φέρει» (Περὶ Κατανύξεως Α’, ΕΠΕ 28,670).
Ἂς παρακολουθήσουμε ,ὅμως ,πῶς ὀφείλουν νά λειτουργήσουν ὡς παιδαγωγοὶ ἡ μητέρα καὶ ἡ γιαγιά. Κατ’ ἀρχάς, μητέρα καὶ γιαγιά, ἀλλὰ καὶ ὄλες οἱ γυναῖκες ἂς προσέξουμε ἰδιαίτερα τοὺς λόγους τοῦ Ἀποστόλου Παύλου: «Ἡ γυναῖκα, γράφει στό μαθητή καὶ συνεργάτη του Τιμόθεο, θὰ σωθεῖ διὰ τῆς τεκνογονίας, ἀρκεῖ οἱ γυναῖκες νά μείνουν στήν πίστη καὶ στήν ἀγάπη καὶ τὴν ἀγία ζωὴ καὶ να ἔχουν κοσμιότητα». Ἔχει προσφερθεῖ δηλ. στίς γυναῖκες τὸ «κλειδὶ» τῆς σωτηρίας, περιεχόμενο τοῦ ὁποίου εἶναι ἡ βιολογική, προπάντων ὅμως ἡ πνευματικὴ μητρότητα, τὸ «τεκνοτροφεῖν», τὴν ὁποία ὄλες οἱ γυναῖκες μποροὺν νά «ἱερουργήσουν». Κύριο μέλημά τους, κατ’ ἀρχάς, εἶναι νά «σπέρνουν» καθημερινὰ καί με τὸν λόγο καί με τὸ παράδειγμά τους τὸ «καλὸ» στό νέο ἀνθρωπο, καὶ τοῦτο γιατὶ ἡ ἀγωγὴ δέν εἶναι κάτι στατικό, ἀλλὰ μιά διαρκής καὶ ποικίλη πορεία σὲ ἔνα ἀνομοιογενὲς σύνολο, ὅπως ἡ οἰκογένεια, ἡ ὁποία περιλαμβάνει διαφορετικὰ φῦλα, διαφορετικὲς ἠλικίες, ἀλλὰ κυρίως πρόσωπα μοναδικὰ καὶ ἀνεπανάληπτα.
Ἡ ὅλη παιδαγωγικὴ ἐργασία, εἶναι ἐπόμενο, ὅτι γίνεται δύσκολη, ἐπειδὴ ἀπαιτεῖ ἀπὸ τὸν παιδαγωγὸ συνέπεια λόγων καὶ ἔργων, καὶ ἀκόμη, ἐπειδὴ μπορεῖ κανεὶς νά μεταδώσει καὶ διδάξει μόνον ὅ,τι ἔχει κάμει κτῆμα του, ὅ,τι δηλ. ὁ ἴδιος ἀποδέχεται καὶ βιώνει. Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος μας συνιστᾶ: «τὴν ἀγωγὴ νά μὴν τὴν ἀσκοῦμε μόνο μέ λόγια, ἀλλὰ καί μέ προσευχὲς νά ζητάμε τῆ θεία συμμαχία γιά τοὺς διδασκομένους». (Ὁμιλία ΚΗ’, ΕΠΕ 17,602).
Ἐπίσης, οἱ πράξεις τῆς μητέρας καὶ τῆς γιαγιᾶς ὀφείλουν νά ἐκφράζουν ἀγάπη καὶ φροντίδα, μεταφέροντας μηνύματα ἀσφάλειας καὶ ἠρεμίας. Σὲ ἀντίθετη συμπεριφορὰ τὸ βρέφος καὶ ἰδίως τὸ νήπιο μεγαλώνει μέσα στή συναισθηματικὴ στερήση. Ὅλη ἡ ἐνήλικη ζωὴ του στή συνέχεια ἀποτελεῖ ἔκφραση αὐτῆς τῆς θετικῆς ἢ ἀρνητικῆς ἀναπτυξης, ποὺ προσφέρθηκε στή νηπιακὴ ἡλικία. Τὰ λόγια πού ὁ μεγάλος ῥῶσος συγγραφέας ,Φιοντὸρ Ντοστογιέφσκι ,θέτει στό στόμα τοῦ στάρετς, Ζωσιμὰ ,ἀπηχοὺν αὐτὴ τὴν ἀλήθεια: «Ἐκεῖνος πού μπορεῖ νά ἔχει καλὲς ἀναμνήσεις ἀπὸ τὴν παιδικὴ του ἡλικία εἶναι σωσμένος γιά ὅλη του τὴν ζωὴ» (Ἀδελφοὶ Καραμαζώφ).
Ἡ μητέρα καὶ ἡ γιαγιὰ ἀπὸ πότε θὰ ἀρχίσουν νά διαπαιδαγωγοὺν τὰ νεαρὰ μέλη τῆς οἰκογένειας; Ἡ ἀγωγή πού θὰ ἀσκήσει ἡ μητέρα ἀρχίζει, τουλάχιστον, ἀπὸ τὴν ἐγκυμοσύνη καὶ συνεχίζεται σταδιακὰ εἴτε ἀπευθύνεται σὲ βρέφος, εἴτε σὲ νήπιο, εἴτε σὲ ἔφηβο μ’ ἕνα τρόπο, ἑξατομικευμένο, μιλώντας ἀνάλογα μέ τή «γλῶσσα», ποὺ ἡ κάθε ἡλικία ἀπαιτεῖ, πάντα ὅμως μέ τὴν τρυφερότητα καὶ ἀγάπη πού ἡ ἐμπειρία πλέον τῆς μητρότητας προσφέρει. Ἡ παιδαγωγὸς γιαγιά μέ τὸν ἐρχομὸ τοῦ μωροῦ, ὑποστηρικτικά, συνεργάζεται μέ τή μητέρα, προσφέροντας τὴν πείρα, τή σιγουριὰ καὶ τή γλυκύτητα, ποὺ λόγω ἡλικίας διαθέτει. Σήμερα, μάλιστα, γιά τὸ νέο ἀνθρωπο οἱ διαχρονικὲς ἀξίες καὶ ἀρχές, ὅπως ἡ πίστη στόν Τριαδικὸ Θεό, ὁ σεβασμὸς τῆς ἐλευθερίας τοῦ ἀνθρώπινου προσώπου, ὁ σεβασμὸς τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς ἀπὸ τή στιγμῆ τῆς σύλληψης, ὅπως καὶ οἱ θεόσδοτοι θεσμοί, π.χ. ὁ γάμος καὶ ἡ οἰκογένεια, εἶναι πολὺ δύσκολο νά γίνουν ἀποδεκτές, ἐπειδὴ ὁ σύγχρονος αὐτονομημένος ἄνθρωπος ἔχει παραχαράξει καὶ ἐν πολλοῖς ἀρνηθεῖ πανάρχαιες ἀξίες καὶ θεσμούς, ὅπως τὸ γάμο καὶ τὴν οἰκογένεια. Σ’ αὐτές τίς μητέρες καὶ γιαγιάδες, ποὺ θέλουν νά μιμοῦνται τίς ἅγιες Μητέρες, Ἐμμέλεια, Ἀνθοῦσα, Νόννα καί τίς αγίες Γιαγιάδες, τή Μακρίνα, γιαγιὰ τοῦ Μ. Βασιλείου, ἢ στα νεώτερα χρόνια τή γιαγιὰ τοῦ ἁγίου Νεκταρίου καὶ τόσων ἄλλων, ἐμεὶς θὰ ἀπευθυνθοῦμε στή συνέχεια.
Κατὰ τὴν περίοδο τῆς ἐγκυμοσύνης ἡ μητέρα ὀφείλει νά βιώνει τὴν ψυχικὴ ἠρεμία καὶ γαλήνη, ποὺ ἐπηρεάζουν θετικὰ καὶ τὸ ἔμβρυο, τὸ ὁποῖο, πρέπει νά δεχθοῦμε ὅτι διανύει τὴν πρώτη καὶ πιὸ δυναμικὴ φάση τῆς ζωῆς του. Ἔτσι δημιουργεῖ ἤρεμο οἰκογενειακὸ περιβάλλον, ἀλλὰ καὶ ἀποφεύγει σκηνὲς βίας στήν ἴδια τή ζωή ἢ στά διάφορα θεάματα, ὅπως ἀποφεύγει καὶ κάθε τι αἰσχρό, σκληρὸ καὶ δυσάρεστο. Ἀντίθετα ,ἐπιδιώκει ἀκούσματα καὶ θεάματα, συναναστροφὲς καὶ συζητήσεις, ποὺ προκαλοῦν τὸ ἐνδιαφέρον, πλουτίζουν τίς γνώσεις γύρω ἀπὸ τὴν ἐμφάνιση καὶ ἀναπτυξη τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς μέ ἀποτέλεσμα νά νοιώθει ἐνημερωμένη καὶ σίγουρη γι’ αὐτό πού πρόκειται νά ὑπηρετήσει. Ἐπίσης, οἱ ὑγιεῖς φιλάνθρωπες σκέψεις της καὶ τὰ ἀνάλογα βιώματα, ἡ προσευχητικὴ διαθεση της, προκαλοῦν στήν ἴδια ψυχικὴ εὐφορία καὶ ἡ ἀγάπη καὶ λατρεία της αὐξάνει γι’ αὐτό, ποὺ σὲ λίγο χρόνο θὰ ἀρχίσει νά σκιρτὰ μέσα της, γεμίζοντάς την μέ ἄφατη ἀγαλλίαση. Εἶναι ἀπαραίτητο, φυσικά, νά «κόψει» κάθε ἐπιβλαβῆ συνήθεια, π.χ. τὴν πολυφαγία ἢ τὸ κάπνισμα, ποὺ τόσο ἐπιβαρύνουν τὴν ἴδια, ἀλλὰ καὶ τὸ ἔμβρυο. Γενικὰ ,ὀφείλει νά διατηρεῖ τὸν ψυχικὸ τῆς κόσμο καὶ τή βιολογική κατάστασή της «ὑγιῆ», γιά νά μπορεῖ νά μεταδώσει τὴ ψυχικὴ καὶ σωματικὴ ὑγεία στόν ἄνθρωπο, ποὺ σὲ λίγο θὰ ἔρθει στόν κόσμο.
Ἡ γιαγιὰ σ’ αὐτὴν τὴν περίοδο θὰ εἶναι ὁ φύλακας ἄγγελος, ὁ συμπαραστάτης καὶ ἐνισχυτὴς τῆς μητέρας, τρέφοντας καὶ αὐτὴ τὰ ἴδια αἰσθήματα προσμονῆς, λαχτάρας καὶ χαρᾶς γιά τὸ πλασματάκι πού ἔρχεται. Προπάντων, θὰ παρέχει στή μητέρα, σιωπηρά, μὲ τή στάση της τή βεβαιότητα ὅτι θὰ βρίσκεται κοντὰ της καὶ θὰ συμπαραστέκεται ἠθικὰ καί, ἂν χρειάζεται καὶ ὑλικά, στίς νέες πιὸ ἀπαιτητικὲς συνθῆκες, ποὺ δημιουργοῦνται μέ τὸν ἐρχομὸ τῶν παιδιῶν. Μὲ αὐτὴ τή στάση της ἡ γιαγιὰ γεμίζει μέ αἰσιοδοξία, σιγουριὰ καὶ δυναμισμὸ τή μητέρα καὶ μέσω αὐτῆς εὐεργετεῖ καὶ τὸ κυοφορούμενο παιδί, ἀφοῦ ἡ μητέρα του μεταγγίζει τὴν ἠρεμία καὶ τρυφερότητα, ποὺ ἡ δικὴ τής γαλήνη του προσφέρει. Ἔτσι ξεπερνᾶ ἡ μητέρα τὸ ἄγχος καὶ τὴν ἀγωνία, ποὺ ,ὁπωσδήποτε, ἀναδύονται κατὰ τή διάρκεια τῆς ἐγκυμοσύνης καὶ περιμένει μέ ἀγαλλίαση τὸ εὐχάριστο γεγονός, ἐνῶ συγχρόνως ἐνισχύεται καὶ πνευματικά, φέρνοντας στή σκέψη της τὰ λόγια τοῦ Κυρίου: «Ἡ γυνή, ὅταν τίκτη λύπην ἔχει, ὅτι ἦλθεν ἡ ὥρα αὐτῆς, ὅταν δὲ γεννήση τὸ παιδίον, οὐκέτι μνημονεύει τῆς θλίψεως διὰ τὴν χαράν, ὅτι ἐγεννήθη ἄνθρωπος εἰς τὸν κόσμον» (Ἴω. 16,21).
Βρεφικὴ καὶ νηπιακὴ ἡλικία (μέχρι 6 ἐτῶν). Ἡ βασικότερη καὶ δυναμικότερη ἡλικία ἀπὸ πλευρὰς ψυχολογικῆς. Σ’ αὐτὴ τὴν ἀναπτυξιακὴ φάση, ὡς βρέφος καὶ νήπιο, τὸ παιδὶ χρειάζεται τή φροντίδα, στοργὴ καὶ ἀγάπη, ποὺ του χαρίζουν τή σιγουριὰ καὶ τὴν εὐχάριστη κατάσταση, τὴν ὁποία δημιουργεῖ ἡ ζεστασιὰ τῆς μητρικῆς ἀγκαλιᾶς καὶ τὸ γλυκὸ μητρικὸ χάδι. Καὶ εἶναι ἑξακριβωμένο ὅτι ἡ καλύψη τῶν σωματικῶν ἀναγκῶν τοῦ βρέφους, ἀλλὰ καὶ ἡ σταθερότητα τῆς προσφορᾶς τοῦ ἤρεμου καὶ συνεχοῦς ἐνδιαφέροντος συντελοῦν καθοριστικὰ στην ὁμαλῆ ψυχοσωματικὴ ἀνάπτυξή του. Τὸ μητρικὸ γάλα συνοδευόμενο καί με τή γλύκα τῆς τρυφερότητας δημιουργοῦν τίς εὐεργετικὲς σωματικὲς καὶ ψυχικὲς προϋποθέσεις για τή φανέρωση, ἀργότερα, ἑνὸς ἰσορροπημένου καὶ ὁλοκληρωμένου ἀνθρώπου. Ἀλλὰ καὶ τὸ γλυκὸ νανούρισμα καὶ τὰ τρυφερὰ παιχνιδίσματα ἀπὸ τή γιαγιά, ἀφήνουν ἀνεξίτηλα ἀποτυπώματα στήν παιδικὴ ψυχή, τὰ ὁποῖα θὰ τὸ συντροφεύουν δυναμικὰ καὶ εὐχάριστα σὲ ὅλη τή διάρκεια τῆς ζωῆς του.
Ἀπὸ αὐτή, ὅμως, τὴν τόσο βασικὴ ἀλλὰ καὶ τρυφερὴ ἡλικία πρέπει νά ἀρχίσει καὶ τὸ σμίλευμα τοῦ χαρακτῆρα του. Μητέρα καὶ γιαγιὰ μέσα σὲ μιά ἀγαστὴ συνεργασία ἂς τὸ «μπολιάζουν» μέ ὅ,τι «καλὸ» προσφέρει ἡ ἑλληνορθόδοξη παράδοσή μας, καί μέ τέχνη, ἂς «κόβουν» τάσεις καὶ ἐλαττώματα, ποὺ ἤδη ἀρχίζουν νά ἀναδύονται, ἐνῶ συγχρόνως ἂς «καλλιεργοὺν» κλίσεις καὶ προτερήματα, ποὺ διαφαίνονται.
Τὸ βρέφος καὶ τὸ νήπιο -εἶναι διαπιστωμένο- συσσωρεύει ἐμπειρίες καὶ πληροφορίες, χωρὶς φυσικὰ νά μπορεῖ νά σκεφθεῖ καὶ κρίνει πάνω σ’ αὐτές. Ἔτσι δημιουργεῖται, σ’ αὐτὴ τὴν ἠλικιακὴ φάση, τὸ ὑποσυνείδητο τοῦ ἀνθρώπου, τὸ ὁποῖο γνωρίζουμε πόσο οὐσιαστικὸ ῥόλο παίζει στην ψυχικὴ ἐξέλιξή του. Ὄσο λιγότερες δυσάρεστες καὶ δύσκολες ἐμπειρίες ἔχει ὁ ἄνθρωπος σ’ αὐτὴ τὴν ἡλικία τόσο τὸ ὑποσυνείδητο του δέν εἶναι βεβαρυμένο καὶ ὁ ψυχικὸς του κόσμος ἀναδύεται ὑγιής. Ἀντίθετα, τὸ βεβαρυμένο ὑποσυνείδητο ἐκδηλώνεται ἀργότερα ἀρνητικά μέ ἐλαφρότερες ἢ βαρύτερες ψυχικὲς διαταραχές. Ἡ Ἐκκλησία μας, ὡς στοργικὴ Μητέρα, ἰδιαίτερα σ’ αὐτὴ τὴν ἡλικία, ἔρχεται νά «μπολιάσει» καὶ ἐνδυναμώσει μέ τή Θεία Χάρη τὸ παιδὶ μέσω τῶν ἁγιαστικῶν πράξεων, ὅπως τοῦ Σαραντισμοῦ, τῆς Βάπτισης, τῆς Θείας Κοινωνίας, ὡς ἀντίδοτο στίς ἀρνητικὲς ἐπιδράσεις, ποὺ ἀπὸ αὐτὴ τὴν ἡλικία δέχεται.
Στῆ βρεφικὴ καὶ νηπιακὴ ἡλικία, ἰδιαιτέρως ἡ γιαγιὰ μπορεῖ να ἀποβεῖ ὁ τελειότερος παιδαγωγός, δημιουργώντας τὴν ψυχικὴ εὐφορία καὶ πνευματικὴ ἀνάπτυξη στό παιδί, στοιχεία πού θὰ τὸ συνοδεύουν στή ζωὴ του. Ἡ γιαγιά μέ τὴν ψυχικὴ της ἠρεμία, τὴν πείρα τῶν χρόνων καὶ τὸ καταστάλαγμα ὡς πρὸς τὸ περιεχόμενο τῆς ζωῆς ,μέ ποιότητα εἶναι ἱκανὴ νά τροφοδοτήσει τὸν ἀναπτυσσόμενο ἀνθρωπο μὲ ἀρχὲς καὶ ἀξίες, ποὺ θὰ νοηματοδοτήσουν τή ζωή του. Μέσα ἀπὸ τὰ νανουρίσματα, τὰ τραγούδια, τὶς διηγήσεις γιά ἀξιόλογα πρόσωπα τῆς θρησκευτικῆς καὶ ἐθνικῆς ἀλλὰ καὶ τῆς παγκοσμίας ἱστορίας, προπάντων μέ τίς παραβολές, τοὺς λόγους καί τίς ἀναφορὲς στή ζωὴ τοῦ Κυρίου καὶ τῶν Ἁγίων, τὸ παιδὶ θὰ γνωρίσει σιγά-σιγά καὶ θὰ θαυμάσει τὰ πρότυπα ἐκεῖνα, ποὺ χάρισαν νόημα ζωῆς σὲ ἑκατομμύρια ἀνθρώπων στό πέρασμα τῶν χρόνων καὶ αὐτὰ τὰ αἰσθήματα θὰ τὸ ἐνισχύουν ἀργότερα στόν ἀγῶνα του γιά συνέπεια ζωῆς. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Γέροντας Φιλόθεος, ὅπως καὶ πολλὲς ἄλλες ἁγιασμένες ψυχές, συνιστοῦσε τὴν ἄσκηση ἀγωγῆς ἀπὸ αὐτὴ τὴν ἡλικία. “Ἔλεγε, «ὅπως τὸ ἁπαλὸ κερί, ποὺ τὸ πλάθεις ὅπως θέλεις καὶ δέχεται ὅ,τι σφραγῖδα του θέσεις, ἔτσι καὶ τὸ μικρὸ παιδί, ὅ,τι μάθει ἀπὸ μικρό, αὐτὸ του μένει ἀνεξάλειπτο μέχρι τὰ γεράματά του… Ἂς τὰ περιφράζουμε καὶ ἂς τὰ τειχίζουμε μέ διδασκαλίες καὶ καλὰ ὑποδείγματα μέχρι να ῥιζώσουν στήν ἀρετή, ὁπότε δέν θὰ φοβοῦνται κανένα κίνδυνο». ( Δ. Τσάτση, Διδαχὲς Γερόντων, σ. 140).
Ἂς μὴν ξεχνάμε, ἐπίσης, ὅτι στά μαῦρα χρόνια τῆς τουρκικῆς δουλείας μας ὁ παππούς καὶ ἡ γιαγιὰ γαλούχησαν τὰ μικρὰ παιδιά μέ τις ἱστορίες τῶν ἡρώων μας, τὰ συναξάρια τῶν ἁγίων μας, μὲ τοὺς Ψαλμοὺς καὶ τὸ «Χτωήχι», καὶ σμιλεύοντας μέ αὐτά τίς ψυχὲς τῶν ἑλληνόπουλων, κατορθῶσαν μετὰ ἀπὸ 400 ἢ καὶ 500 χρόνια σκλαβιᾶς νά βρούν τὸ σθένος νά ξεσηκωθοὺν καὶ να ἀγωνιστοὺν «για τοῦ Χριστοῦ τὴν πίστη τὴν ἁγία καὶ τῆς πατρίδος τὴν ἐλευθερία».
Μέσα σ’ αὐτὸ τὸ πνευματικὸ κλίμα, ποὺ δημιουργεῖται κυρίως ἀπό τίς διηγήσεις τῆς γιαγιᾶς, ἡ οἰκογένεια ὀφείλει νά δίνει δυνατότητες ἀνάπτυξης καὶ τοῦ θρησκευτικοῦ συναισθήματος, ποὺ ἤδη ἀρχίζει νά ἀναδύεται στή νηπιακὴ ἡλικία. Τὸ ἐνδιαφέρον τῆς μητέρας γιά ἀνάπτυξη καὶ αὐτῆς τῆς πνευματικῆς διάστασης τοῦ παιδιοῦ της καὶ οἱ πρακτικὲς δυνατότητες, ποὺ κυρίως ἡ γιαγιὰ θὰ προσφέρει σ’ αὐτό, ἔχουν τὴν εὐεργετικὴ δύναμη τὸ νήπιο νά δέχεται τοὺς καρποὺς τῆς Θείας Χάριτος καὶ νά ἀναπτύσσεται θρησκευτικά. Καὶ αὐτὸ τὸ καθῆκον εἶναι ἄλλο ἕνα χρέος πρὸς τὸ ἀναπτυσσόμενο παιδί. Ὁ ἴδιος ὁ Κύριος, ὅταν οἱ Μαθητὲς ἐμπόδιζαν τίς μητέρες νά φέρουν τὰ παιδιὰ τοὺς σ’ Ἐκεῖνον, Αὐτὸς «ἀγανάκτησε» καὶ εἶπε ὅτι σ’ αὐτὰ ἀνήκει ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ, καὶ ὅτι, ὅποιος δεν τή δέχεται, ὅπως τὸ μικρὸ παιδί, δεν θὰ γίνει δεκτὸς σ’ αὐτήν. (Μάρκ. 10, 13-16). Καὶ στή συνέχεια, «ἀφοῦ τὰ ἀγκάλιασε , τὰ εὐλόγησε, θέτοντας τὰ χέρια Του πάνω τους». Μετάδωσε ἑπομένως τὴν ἀγάπη Του σ’ αὐτὰ ὄχι μέσα ἀπὸ διδασκαλία, ἀλλά μέ τή σωματική ἐπαφή καὶ μέσω τῶν αἰσθήσεων. Αὐτὴ τὴν πρακτικὴ μπορεῖ νά ἀκολουθήσει ἡ μητέρα καὶ ἡ γιαγιά. Ἡ θρησκευτικὴ ἐμπειρία συντελεῖται ,ἑπομένως, μέ τίς σύντομες προσευχές, ποὺ ἡ μητέρα καὶ γιαγιὰ μαθαίνουν στό νήπιο, μὲ τή συμμετοχή, ἔστω καὶ τὴν σύντομη στή λειτουργικὴ ζωή, μὲ τή συχνῆ Θεία Κοινωνία. Μέσω τῶν αἰσθήσεων κυρίως καὶ τῆς σωματικῆς ἐπαφῆς μπορεῖ ἡ μητέρα καὶ γιαγιὰ νά παρέχουν δυνατότητες γιά προσέγγιση τῶν θρησκευτικῶν ἀξιῶν. Μπορεῖ π.χ. τὸ βρέφος καὶ τὸ νήπιο νά ἀγγίξει καὶ φιλήσει τὴν εἰκόνα στήν ἐκκλησία ἢ στό κρεββατάκι του, τὸ βαφτιστικὸ του σταυρό, νά παρακολουθήσει ἀπὸ κοντὰ τὸ ἄναμμα τοῦ καντηλιοῦ καὶ νά αἰσθανθεῖ τή μυρωδιὰ τοῦ θυμιάματος, νά ἀκούσει τίς ψαλμωδίες. Ὡς νήπιο μπορεῖ νά μαθαίνει προσευχὲς καὶ ἀπλὲς ψαλμωδίες. Νά συμμετέχει στήν πανηγυρικὴ ἀτμόσφαιρα, ἰδίως τῶν μεγάλων ἑορτῶν. Αὐτὲς ὄλες οἱ ἐντυπώσεις διατηροῦνται ἀνοικτὲς καὶ μεγαλώνοντας, συνειδητὰ πλέον, θὰ ἐποικοδομηθοῦν σ’ αὐτὲς γνώσεις περισσότερες καὶ ἐμπειρίες πνευματικότερες. Ἔτσι, προσφέρεται καὶ ἀναπτύσσεται σιγὰ-σιγά καὶ μιά ἅλλη διάσταση στή ζωῆ τοῦ παιδιοῦ, ἡ ἁγιοπνευματική, ποὺ ἂν μή τι ἄλλο του χαράσσει πορεία ζωῆς καὶ του χαρίζει ἄγκυρα ἐλπίδας, στοιχεῖα τόσο σημαντικὰ καὶ εὐεργετικὰ γιά κάθε ἀνθρωπο καὶ μάλιστα στήν ἀπάνθρωπη ἐποχὴ μας.
Μέση καὶ ὄψιμη παιδικὴ ἡλικία (6-13 ἐτῶν). Χαρακτηριστικὸ τῆς ἡλικίας αὐτῆς εἶναι ἡ ἔναρξη τῆς ἀπομάκρυνσης τοῦ παιδιοῦ ἀπὸ τὸ οἰκογενειακὸ του περιβάλλον. Ἡ μετάβαση στό σχολεῖο, ἡ ἐπικοινωνία μέ τοὺς συμμαθητές, ποὺ συνεχίζεται καὶ ἐκτὸς σχολείου, οἱ φίλοι μέ τοὺς ὁποίους ἐπιθυμεῖ συχνὰ νά βρίσκεται, του ἀνοίγουν ἕνα νέο ὁρίζοντα καὶ του προσφέρουν νέες ἐμπειρίες καὶ προκλήσεις.
Ἡ παρουσία τοῦ παιδιοῦ στό σχολεῖο, ἡ προσαρμογὴ του στούς σχολικοὺς κανόνες, οἱ σχολικὲς ὑποχρεώσεις, τὶς ὁποῖες ὀφείλει νά ἀναλάβει καὶ ἐκπληρώσει, ὅλα αὐτὰ διαφοροποιοὺν κατὰ πολὺ τὴν εἰκόνα καὶ τὴν συμπεριφορὰ του ἀπὸ τὴν προηγουμένη ἠλικιακὴ του φάση.
Τὰ ἀνοίγματα ,πάντως, πρὸς τὸν ἔξω κόσμο εἶναι ἀκόμη μικρὰ καὶ περιορισμένα. Ἑξακολουθοὺν καὶ παιδαγωγοῦνται ἀπό τίς ἐμπειρίες πού προσλαμβάνουν μέσα στήν οἰκογένεια. Ἡ εὐγένεια, ἡ καλοσύνη, ἡ εἰλικρίνεια καὶ συνέπεια τῶν γονέων καὶ τῶν ἄλλων μελῶν τῆς οἰκογένειας, ἡ τρυφερότητα καὶ γλυκύτητα τῆς μητέρας, τὸ «γέμισμα» τῆς ἐλεύθερης ὥρας μἐ τή χαρουμένη συντροφιὰ τῆς γιαγιᾶς εἴτε μέ τὸν περίπατο εἴτε μἐ τὴν ἑξάσκησή του σὲ ἕνα παιγνίδι εἴτε μέ τὸ διαβασμα καί τίς διηγήσεις ἐκείνης, ἀλλὰ καί με τὴν παρακολούθηση μιᾶς παιδικῆς ἐκπομπῆς, ποὺ ἐκείνη θὰ βρεί τὴν εὐκαιρία ἀλλὰ καὶ τὸν κατάλληλο τρόπο, γιά νά ἀναδείξει ὅ,τι καλὸ προσφέρει καὶ νά ὑποδείξει τὸ ἀρνητικό, ὅλα αὐτὰ ἐπιδροὺν ἀσυναίσθητα ἴσως, ἀφήνουν ὅμως μιά εὐχάριστη γεύση, ποὺ τὰ συνοδεύει γιά πάντα.
Ἡ βάση τῆς σχέσης μητέρας-παιδιοῦ, γιαγιὰς-παιδιοῦ, διαποτίζεται ἀπὸ ὑπεύθυνη καὶ σταθερὴ προσφορὰ ἀγάπης, ποὺ περιλαμβάνει τὸ σεβασμὸ καὶ τὴν κατανόηση στην προσωπικότητα τοῦ παιδιοῦ, ἀλλὰ συγχρόνως εἶναι καὶ ἡ ἀγάπη ἐκείνη πού γνωρίζει νά μὴν παρασύρεται ἀπὸ ἔναν ἀθεμελίωτο συναισθηματισμό. Ἡ γνήσια ἀγάπη καὶ ἀπό τίς δύο παιδαγωγούς ὀφείλει να συνοδεύεται μέ τὴν ὑπευθυνότητα, ἡ ὁποία γνωρίζει νά λέει «ὄχι», ἀλλὰ καὶ
νά ἀρνεῖται νά ἀνταποκριθεῖ σὲ κάθε παιδικὴ ἀπαίτηση, ὅταν αὐτὴ δέν λειτουργεῖ εὐεργετικὰ γι’ αὐτό. Σὲ ἀντίθετα δείγματα ἀγάπης, ποὺ ἰκανοποιοῦν κάθε παιδικὴ ἀπαίτηση, ὅπως συνεχῆ ἀγορὰ παιγνιδιῶν, γλυκισμάτων, πολύωρη παρακολούθηση τηλεόρασης ἢ ἄλλων ἠλεκτρονικῶν μέσων, γενικὰ ἡ ἰκανοποίηση συνεχῶς τοῦ «θέλω» καὶ πολλὰ ἄλλα, ἔχουν ὡς ἀποτέλεσμα νά ἀναπτύσσεται ἀκόμη περισσότερο ὁ ἐγωκεντρισμὸς τοῦ παιδιοῦ , πού διακρίνει καὶ αὐτὴ τὴν ἡλικία καὶ νά διαμορφώνονται ,ἔτσι, ἄτομα ἀπαιτητικὰ καὶ καταναλωτικά.
Ἐπίσης, δέν θὰ πρέπει μητέρα καὶ γιαγιὰ νά διευκολύνουν πέραν τοῦ φυσικοῦ καὶ κανονικοῦ τή ζωή τοῦ παιδιοῦ. Ὅ,τι ἐκεῖνο μπορεῖ νἀ κάμει, νἀ τὸ ἀφήσουμε νά τὸ φέρει σὲ πέρας, ἔστω καὶ ἂν προβάλλει ὅτι εἶναι κουρασμένο ἢ ὅτι δεν τὰ καταφέρνει. Μὲ ὑπομονὴ καὶ ἐπιμονὴ ἂς καθίσουν κοντὰ του καὶ ἂς του ὑποδείξουν τὸ χρέος του καὶ ἂν εἶναι ἀναγκαῖο ἂς τὸ κατευθύνουν να ὁλοκληρώσει π.χ. τὶς σχολικὲς του ὑποχρεώσεις. Ὄχι ὅμως νά ἀναλάβουν ἐκεῖνες τίς ὑποχρεώσεις του. Ἡ ὑπεραπλούστευση τῆς ζωῆς του θὰ ἔχει ὡς ἀποτέλεσμα τὴν ἀμέλεια, τη μετάθεση τῶν ὑποχρεώσεών του, τή νωχέλεια καὶ διστακτικότητα στήν περαιτέρω ζωὴ του. Ἡ διεκδίκηση μόνο δικαιωμάτων καὶ διευκολύνσεων ἐκ μέρους τοῦ παιδιοῦ δημιουργεῖ τὸν αὐριανὸ ἀπαιτητικὸ καὶ ἀνεύθυνο πολίτη, ποὺ ξέρει μόνο νά διεκδικεῖ δικαιώματα, ἀρνούμενος ὅτι ἔχει καὶ ὑποχρεώσεις καὶ καθήκοντα. Ἀντίθετα, οἱ παιδαγωγοί, καὶ ἐδώ ἡ μητέρα καὶ γιαγιά, ὀφείλουν ἀνάλογά μέ τὴν ψυχοσωματικὴ ὡριμότητα τοῦ παιδιοῦ νά ἀναθέτουν καθήκοντα καὶ ὑποχρεώσεις, ποὺ προκύπτουν μέσα στήν οἰκογένεια, ἀλλὰ καὶ στούς χώρους πού δραστηριοποιεῖται ἐκεῖνο, ὅπως π.χ. στό σχολεῖο. Στίς σχολικὲς του ὑποχρεώσεις ἡ μητέρα ἢ ἡ γιαγιὰ συμπαραστέκεται, διευκρινίζει, κατευθύνει, ἐλέγχει, ἂν χρειάζεται, δέν ὑποκαθιστὰ ,ὅμως, ἐκεῖνο καὶ δέν διευθετεῖ τίς ὑποχρεώσεις του. Ὁ μεγάλος παιδαγωγός, ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος προτρέπει σὲ μιά ῥεαλιστική καὶ χρήσιμη ἀγωγή. «Οὔτε τὰ ῥούχα του νά του φέρνει ἄλλος, οὔτε στό λουτρὸ νά περιμένει νά ὑπηρετηθεῖ ἀπὸ ἄλλον, ἀλλὰ ὅλα νά τὰ κάνει μόνο του. Αὐτὸ καὶ δυνατὸ θὰ τὸ κάνει καὶ ταπεινὸ καὶ πρόσχαρο». (ΕΠΕ 30, ).
Αὐτὰ ὅλα δέν σημαίνουν ὅτι θὰ χρησιμοποιεῖται ἡ ἐπιβολὴ τῆς θέλησης τῶν μεγάλων καὶ ὁ αὐταρχισμός, ἀλλά μέ τίς ὑποδείξεις, τὰ καλοπιάσματα, τη συζήτηση καὶ τὴν ὑπογράμμιση τῆς ὠφελιμότητας καὶ χαρᾶς, ποὺ θὰ δοκιμάζει, ὅταν ὁ ἴδιος, μέ τίς δικὲς του δυνάμεις θὰ δημιουργεῖ καὶ θὰ πετυχαίνει, φθάνοντας ἔτσι στήν αὐτοεξυπηρέτηση. Προπάντων, εἶναι σημαντικό, μητέρα καὶ γιαγιὰ συχνὰ νά του ὑπενθυμίζουν ὅτι δέν ἔχει κανεὶς στή ζωὴ μόνο δικαιώματα, ἀλλὰ ἔχει καὶ καθήκοντα καὶ ὑποχρεώσεις. Τότε θὰ επιτευχθεῖ ἡ καλὴ συνήθεια νά γίνει καὶ καλῆ δεύτερη φύση.
Στο πλαίσιο τῆς ἄσκησης ἀγωγῆς ὑπάρχει καὶ ἡ παιδαγωγικὴ μέθοδος τῆς τιμωρίας. Καὶ πάλι ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος ὑποδεικνύει τή μέθοδο ἐπιβολῆς τιμωριῶν. «Ἂν δεῖς, ὅτι παραβαίνει τὴν ἐντολή, τιμώρησέ το ἄλλοτέ μέ ὗφος αὐστηρό, ἄλλοτέ με λόγιά που μποροὺν να πληγώσουν, ἄλλοτέ με ἐπιτιμήσεις καὶ ἄλλοτε πάλι κολάκευσέ το καὶ δὸς του ὑποσχέσεις».(Περὶ κενοδοξίας…, ΕΠΕ 30, ). Ἐκεῖνο πού θὰ πρέπει νά μένει ὡς βαθυτέρη αἴσθηση στό παιδὶ αὐτῆς τῆς ἡλικίας, ἀλλὰ τὸ ἴδιο ἰσχύει καὶ για τὴν περίοδο τῆς ἐφηβείας, εἶναι ὅτι ἡ τιμωρία δέν ἐπιβάλλεται γιά ἐκδίκηση, ἀλλὰ ὅτι καὶ αὐτὴ εἶναι καρπὸς τοῦ ἐνδιαφέροντος καὶ τῆς ἀγάπης μας γι’ αὐτό. Νά δίνεται μάλιστα καὶ ἡ ἐξήγηση καὶ διαβεβαίωση ὅτι, ὅποια παράβαση κάμει καὶ ὄσο χαμηλὰ καὶ ἂν πέσει, ἡ ἀγάπη μας γι’ αὐτὸ παραμένει ἀμείωτη. Ὡς παιδαγωγοί, ὑποδεικνύουμε καὶ τιμωροῦμε τὴν παράβαση, ἀγαπάμε ,ὅμως, πάντα τὸν παραβάτη καὶ περιμένουμε τή διόρθωσή του, ὅπως ὁ γιατρὸς καταπολεμᾶ τὴν ἀρρώστια, φροντίζει ὅμως καὶ ἀγαπᾶ τὸν ἄρρωστο.
Ἐφηβεία ( 13-16) ἐτῶν . Ἡ πιὸ δύσκολη ἠλικιακὴ φάση. Πολλὲς ψυχοσωματικὲς ἀλλαγὲς συμβαίνουν σὲ σύντομο χρονικὸ διάστημα. Ὁ ἴδιος ὁ ἔφηβος ἐντοπίζοντας τίς ῥαγδαῖες ἀλλαγὲς στόν ἑαυτὸ του, ποὺ εἶναι σωματικὲς καὶ ψυχικές, ζεῖ ἔντονες καταστάσεις ἀμφιθυμίας. Πότε εἶναι αἰσιόδοξος, χαρούμενος, δυναμικός, ἀλλὰ καὶ πολὺ σύντομα ἀλλάζει διάθεση, δείχνει ἀδιάφορος, ἀμήχανος, ἀπαισιόδοξος, ἀπορριπτικός, μὲ μειωμένη αὐτοεκτίμηση. Γενικά, παρουσιάζει συναισθηματικὴ ἀστάθεια καὶ συχνὰ ξεσπάσματα θυμοῦ. Ἐμφανίζεται σκληρὸς στή συμπεριφορὰ του, ἀρνεῖται νά δώσει ἀγάπη, ἀκόμη καὶ στούς γονεῖς του, ἀλλὰ καὶ πάλι γρήγορα μεταβάλλει διαθέσεις, γίνεται ἐκδηλωτικός, τρυφερός, εὐγενικὸς καὶ καλωσυνάτος. Τὸν προσελκύει ἔντονα ὁ κόσμος τῶν μεγάλων, ἀλλὰ συγχρόνως τρομάζει μπροστὰ στόν πρωτόγνωρο καὶ ἀπαιτητικὸ κόσμο τους. Ἡ εὐχάριστη αἴσθηση νά ζήσει ἀνεξάρτητος τὸν ἐνθουσιάζει, ἀλλὰ καὶ ἡ εὐθύνη τῆς ἐλευθερίας, ἡ ἀνάληψη ὑποχρεώσεων καὶ εὐθυνῶν ἐκ μέρους του τὸν τρομάζει.
Σ’ αὐτές τίς ἀντιφατικὲς συμπεριφορὲς καὶ ἀπειλές τοῦ ἐφήβου χρειάζεται ἐκ μέρους τῶν παιδαγωγῶν καὶ συγκεκριμένα τῆς μητέρας καὶ γιαγιὰς νά ὀπλιστούν μέ πολλὴ ὑπομονή, ταπείνωση, ἀνεξικακία, καὶ εὐελιξία στο χειρισμὸ τῶν κρίσεων καὶ ἀπαιτήσεών του. Ἡ ἀνεκτικότητα, ἐπιείκεια καὶ πραότητα, ἂς μὴ τὸ ξεχνοῦν οἱ παιδαγωγοί, θὰ φέρουν ὁπωσδήποτε καλύτερα ἀποτελέσματα ἀπὸ τή χρησιμοποίηση τῆς καταπίεσης καὶ βίας. Καὶ σήμερα πολλοὶ γονεῖς ἀγωνιοῦν, γιατὶ βρίσκονται ἀντιμέτωποι μέ τίς τάσεις ἀπομάκρυνσης τῶν Ἐφήβων ἀπὸ τὴν οἰκογένεια. Διερωτῶνται ,μάλιστα, ἂν εἶναι δυνατὸν ἔνας γονέας να ἀντιμετωπίσει τὴν ὀργισμένη συμπεριφορὰ καὶ τὴν τάση τους για ἀνεξαρτησία χωρὶς να ἐφαρμόσει αὐστηρότητα καὶ βία. Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος ἀπαντᾶ: «Θὰ πρέπει νά ἀγωνιστοῦμε μέ τὴν ἀνοχὴ καὶ τὴν ὑπομονὴ» ( ΡG 48,635), μὲ τὴν πειθὼ καὶ τὴν ἐπιείκεια (ΡG 60,139). Ἐνῶ ὁ εὐαγγελικὸς λόγος δίνει περιθώρια καὶ γιά ἄλλη μορφὴ γονεϊκῆς συμπεριφορᾶς : τοῦ σεβασμοῦ τῆς ἐλευθερίας τοῦ προσώπου. Στήν ἐπιμονὴ τοῦ Νέου ,ἑπομένως ,για ἀπόλυτη ἀνεξαρτησία, ἂς τὸν ἀφήσουμε «νά πάθει γιά νά μάθει», ὅπως ὑποδεικνύεται καὶ ἀπὸ τὴν παραβολὴ τοῦ ἀσώτου υἱοῦ. Μόνο πού θὰ παρέχουμε πολλὰ δείγματα στό Νέο, ὅτι ἡ ἀγάπη μας γι’ αὐτὸν παραμένει ἀμειώτη καὶ ὅτι πάντοτε εἶναι καλοδεχούμενη ἡ ἐπιστροφὴ του.
Στην Ἐφηβεία ,ἐπίσης, παρουσιάζεται ἔντονο τὸ ἐνδιαφέρον γιά τοὺς ἄλλους. Αἰσθήματα ἀλτρουισμοῦ ἀναδύονται ἐκ μέρους τοῦ Ἐφήβου, καὶ οἱ παιδαγωγοὶ μας ὀφείλουν νά τὰ ἀναπτύξουν παρέχοντάς του τίς εὐκαιρίες νά ἐκφράσει τὴν κοινωνικότητα του, ἐφ’ ὅσον, φυσικά, διαπιστώσουν ὅτι στηρίζεται στη γνήσια ἀγάπη, στή διάθεση προσφορᾶς καὶ ὄχι σὲ ἔναν ἐπιφανειακὸ συναισθηματισμό. Ἔχει μάλιστα γίνει ἀποδεκτὸ ὅτι τὸ ἐνδιαφέρον γιά τοὺς ἄλλους καὶ γιά τὰ κοινὰ νοηματοδοτεῖ τή ζωή καὶ τοῦ Ἐφήβου καὶ ἐνδυναμώνει τὴν ἀγωνιστικότητά του. Ἡ μητέρα καὶ ἡ γιαγιὰ ὀφείλουν νά ἐπαινοῦν τὸν Ἔφηβο γι’ αὐτὸ του τὸ ἐνδιαφέρον, συγχρόνως ὅμως, νά του ὑποδεικνύουν καὶ κανόνες μέσω τῶν ὁποίων θὰ ξεπερνιέται ἡ τάση τῆς προσωπικῆς προβολῆς καὶ τοῦ ἐγωιστικοῦ ἐπαίνου.Κάποιους σχετικοὺς «κανόνες» ἀναφέρει καὶ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, μέσω τῶν ὁποίων δοκιμάζεται τὸ ἀληθινὸ ἐνδιαφέρον γιά τὸν ἄλλον. Προτρέπει λοιπόν: «Ποτὲ νά μὴν ὑπερασπίζεσαι τὸν ἑαυτὸ σου (νέε μου), ὅταν προσβάλλεσαι ἢ ὑποφέρεις, ἀλλά ποτέ νά μὴν δείχνεις ἀδιαφορία, ὅταν τὸ παθαίνει ἄλλος» (Περὶ κενοδοξίας…, ΕΠΕ 30,685). Στό ἴδιο πνεῦμα κινεῖται καὶ ἡ ἑπόμενη «ἀρχή»: «Ὅταν ἀδικοῦνται τὰ ἴδια τὰ παιδιὰ, νά ὑπομένουν τὴν ἀδικία, ὅταν ὅμως, δούν κάποιον ἀδικούμενο, νά σπεύδουν νά ὑπερασπίζονται τὸν ἀδικούμενο» ( Στο ἴδιο, 30,681). Καὶ ἀκόμη ἂς τονίζεται στόν Ἔφηβο ὅτι στή ζωὴ του νά μὴν ἐπιδιώκει νά κερδίζει μέ αἰσχρὸ τρόπο, ἀλλὰ νά γίνεται ὑπερασπιστὴς ἐκείνων πού ἀδικοῦνται.
Στην Ἐφηβεία ἀναδύονται ἔντονες ἀμφιβολίες, ἀλλὰ καὶ σύγχυση ἐσωτερική, ποὺ σχετίζεται μέ τή θρησκευτικότητα. Ὅ,τι χριστιανικὸ εἶχε παραλάβει ἀβασάνιστα ὡς παιδί, στήν ἐφηβεία τὸ ἀμφισβητεῖ καὶ πολλὲς φορὲς τὸ ἀπορρίπτει. Ἡ συμμετοχὴ του στή λατρεία περιορίζεται καὶ τὰ ἐνδιαφέροντά του στρέφονται σὲ ἄλλες κατευθύνσεις. Αὐτὸ δεν σημαίνει ἀπιστία, ἀλλὰ μιά ἀνακατατάξη κι ἔνα βασανισμὸ τοῦ «πιστεύω» του -καὶ αὐτὸ εἶναι φυσιολογικὸ- γιά νά κατασταλάξει στό προσωπικὸ του «πιστεύω». Καὶ ἔδω πάλι χρειάζεται πολὺ «τέχνη» ἀπὸ τοὺς παιδαγωγούς, ὥστε μέ τὴν ὑπομονὴ καὶ ἀνεκτικότητα, μὲ τὸ σεβασμὸ τῆς θρησκευτικῆς του ἐλευθερίας καὶ τὴν ἔλλειψη αὐταρχικότητας, προπάντων μέ τὸ διάλογο, τὸ παράδειγμα καὶ τή θερμή προσευχή τους, νά ἐπηρεάσουν θετικὰ τὸν Ἔφηβο. Καὶ τοῦτο γιατὶ στά θέματα πίστεως δέν χωρεῖ ὁ ἑξαναγκασμός, ὁ λόγος τοῦ Κυρίου εἶναι σαφής: «εἴ τίς θέλει, ὀπίσω μου ἐλθεῖν» (Ματθ. 16,24), ἡ δὲ θρησκευτικὴ ζωὴ δέν ἀναπτύσσεται τόσο μἐ τή διδασκαλία ὄσο μέ τὴν ἐπίδραση ζωντανῶν θρησκευτικῶν προσωπικοτήτων.
Στούς βίους τῶν Ἁγίων παρατηροῦμε πόσο ἡ ζωὴ τους ἐπηρεάστηκε ἀπὸ κάποια ἁγιασμένη ψυχή, ποὺ συναναστράφηκαν, ὅταν ἦταν παιδιά. Ο Μ. Βασίλειος μέ πολλὴ εὐγνωμοσύνη ἀναφέρεται στή γιαγιὰ του, Μακρίνα, καὶ στή Μητέρα του, Ἐμμέλεια, εὐγνωμονῶντας τες, διότι του μετέδωσαν τὴν ὀρθοδόξη πίστη μέ τὸ λόγο καὶ τή ζωή τους. Τὴν πίστη, μάλιστα, ποὺ παρέλαβε ὁ Μ. Βασίλειος ἀπὸ τή γιαγιὰ καὶ τή μητέρα του, τὴν προβάλλει ὡς ἐχέγγυο τῆς σωστῆς πίστεως του. Ἀλλὰ καὶ ὁ σύγχρονός μας ἅγιος Νεκτάριος θυμάται τὴν ἀγάπη τῆς γιαγιᾶς του καὶ πῶς στεκόταν, ὅταν προσευχόταν μπροστὰ στίς εἰκόνες. Ὁπωσδήποτε ,ὅμως, ἡ χριστιανικὴ οἰκογενειακὴ ἀτμόσφαιρα, ἡ ζωντανὴ ἐνοριακὴ ζωή μέ τὴν κατήχηση, τή λειτουργική, μυστηριακή καὶ φιλανθρωπικὴ της δράση βοηθοῦν σημαντικότατα τὸν Ἔφηβο νά ξεπεράσει τις ἀμφιβολίες καὶ ἀντιρρήσεις του.
Ἑπομένως ,χρέος τῆς μητέρας καὶ γιαγιάς, ἐκτὸς πολλῶν ἄλλων, ποὺ σχετίζονται μέ τὴν πίστη, εἶναι νά βοηθήσουν τὸν Ἔφηβο νά ἀναγνωρίσει τίς ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ, τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ για τὰ δημιουργήματά του, τὴν ἀξία πού ἔχει ὁ ἄνθρωπος γιά τὸ Θεό. Νά τονιστεί, ἐπίσης, τὸ περιορισμένο τῆς ἀνθρωπίνης γνώσης καὶ ἀντιληπτικότητας καὶ νά τονιστεί ὅτι τὸ μυστήριο δέν τὸ συλλαμβάνει ὁ ἄνθρωπος ἀπόλυτα, ὅπως δέν μπορεῖ ἀπόλυτα νά γνωρίσει τί εἶναι ζωή, θάνατος, χαρά, εὐτυχία, λύπη. Ὁ Θεὸς εἶναι τὸ ὑπέρλογο, καὶ εἶναι ἐπιπόλαια ἡ προσπάθεια τὸ ὑπέρλογο νά χωρέσει στό λογικό, τὸ ὑπεραισθητὸ στό αἰσθητό, τὸ αἰώνιο στό χρόνο.
Ἔντονα ἀπασχολεῖ τοὺς Ἐφήβους καὶ ἡ συνάντησή τους μέ τὸ ἄλλο φῦλο. Ἡ γενετήσια λειτουργία, θεῖο δῶρο, εἶναι σημαντικότατο στοιχεῖο τῆς ἀνθρωπίνης ὕπαρξης καὶ ἀναδύεται, ὅπως θὰ ἔλεγε ὁ Μ. Βασίλειος, «ὑπομαζίοις ἔτι οὖσι τοῖς παισὶ» (ἐνῶ ἀκόμη τὰ παιδιὰ θηλάζουν). Ἡ ἐλευθεριότητα καὶ προκλητικότητα ,μάλιστα, μὲ τὴν ὁποία προβάλλεται στήν ἐποχὴ μας ἡ συνάντηση αὐτὴ καταδυναστεύει ἀκόμη περισσότερό τίς νεανικὲς ψυχές. Ἡ μητέρα, ἰδίως, βρίσκοντας εὐκαιρίες ὑποδεικνύει τὴν ὀμορφιὰ αὐτῆς τῆς συνάντησης, ἡ ὁποία, ὅμως, ὀφείλει νά πραγματοποιηθεῖ μέσα στή βιολογική, ψυχικὴ καὶ πνευματικὴ ὡριμότητα τῶν Νέων. Διότι ὅπως, ὅταν κόβεται ἄγουρος ὁ καρπὸς δέν τρώγεται καὶ πετιέται, πολλὲς δὲ φορὲς εἶναι καὶ ἐπικίνδυνος, ἔτσι συμβαίνει καί μέ τὴν προώρη καὶ ἀπροϋπόθετη ψυχοσωματικὴ αὐτὴ ἔνωση. Σημαντικὴ πρακτικὴ βοήθεια στήν ὅλη προσπάθεια εἶναι νά ὑποδεικνύονται οἱ συνέπειες τῆς παραχρησης καὶ κατάχρησης τοῦ γενετησίου ἐνστίκτου, ἡ τροφοδότηση τοῦ Νέου μέ παραδείγματα ἄλλων Νέων, ποὺ ἀσκήθηκαν στήν ἐγκράτεια καὶ ἔχοντας τὸν σεβασμὸ στό Θεὸ τῆς Ἀγάπης, ξεπέρασαν τὴν πρόκληση, ὅπως ὁ «πάγκαλος» Ἰωσήφ. Ἡ οὐσιαστικὴ χρησιμοποίηση, ἐπίσης, τοῦ ἐλεύθερου χρόνου τοῦ Ἐφήβου μέ σημαντικὲς δραστηριότητες, ἡ ἀνάπτυξη τῆς ἐργατικότητας καὶ ὑπευθυνότητάς του, θὰ πρέπει νά ὑποδεικνύονται ἀπὸ τὴ Μητέρα καὶ Γιαγιά. Στο τέλος ὅλα αὐτὰ θὰ ἰκανοποιοῦν τὸ Νέο καὶ θὰ του προσφέρουν διέξοδο στά ἀδιέξοδά του.
Συμπερασματικά, οἱ γονεῖς καὶ παιδαγωγοὶ ὀφείλουν μέ τή δική τους παραδειγματικὴ ζωὴ νά ἐμπνέουν στούς Νέους ἐνθουσιασμὸ γιά τή ζωή μέ πληρότητα καὶ καθολικότητα. Ὁ γογγυσμός, ἡ πικρὴ ἀγανάκτηση καὶ ἡ ἀπόρριψη τῶν παιδιῶν, ποὺ παρεκτρέπονται, δείχνουν ἔλλειψη ἐλπίδας καὶ ἀπομακρύνουν ἀκόμη περισσότερο τὰ παιδιὰ ἀπὸ τοὺς παιδαγωγοὺς τους.
Καὶ ἂς μὴν ξεχνάμε ὅτι οἱ προσευχὲς καὶ τὰ δάκρυα τῆς Μόνικας, μετέστρεψαν τὸν ἄσωτο γιὸ της, Αὐγουστίνο, σὲ ἅγιο… καὶ ὅτι τὰ δάκρυα τῶν φυσικῶν παιδαγωγῶν, τῆς Μητέρας καὶ Γιαγιᾶς, γιά τὰ παιδιὰ τους πού ἀπομακρύνονται ἀπὸ τὴν Παναλήθεια-Χριστὸ ,μετατρέπονται σὲ θεραπευτικὰ φάρμακα. Γιατὶ εἶναι δύσκολο στό παιδὶ νά λησμονήσει τὰ δάκρυα τῆς Μάνας καὶ Γιαγιᾶς, ποὺ προέρχονται ἀπὸ τή δική του ἀναρμόστη συμπεριφορά.
*Δρ. Θεολογίας – Πτυχ. Φιλολογίας.