ΜΝΗΜΗ EΛΛΗΝΩΝ: Συνέχεια καί Ἑνότητα

«Προς γάρ τό τελευταῖον ἐκβάν ἕκαστον τῶν πρίν ὑπαρξάντων κρίνεται».

«Σέ σχέση μέ τό τελικό ἀποτέλεσμα κρίνεται κάθε στοιχεῖο τοῦ παρελθόντος μας» καί τό τελικό, παρόν «ἀποτέλεσμα» εἴμαστε ἐμεῖς, οἱ σημερινοί Ἕλληνες, πού καλούμαστε νά φανοῦμε ἀντάξιοι τοῦ παρελθόντος μας.

Ἡ Μνημοσύνη εἶναι προγεννήτορας ὅλων τῶν τεχνῶν καί τῶν ἐπιστημῶν, μεταξύ τῶν ὁποίων καί τῆς ἱστορίας· ἡ Κλειώ ἦταν μία ἀπό τίς θυγατέρες της. Ἡ ἐπιστήμη τῆς θύμησης, ἡ μνημονική, πού ἀποδίδεται στόν Σιμωνίδη τόν Κεῖο, ἀποτέλεσε τή βάση τῆς μαθησιακῆς διαδικασίας. Ἡ μνήμη γιά τούς ἀρχαίους Ἕλληνες ἀποτελοῦσε, ἐξάλλου, προϋπόθεση τῆς ἀνθρώπινης σκέψης. Μνήμη Ἑλλήνων σημαίνει, πρωτίστως, συνέχεια καί ἑνότητα.

Οἱ μυστικοί τῆς  Ἀνατολῆς παρουσίαζαν τήν εἰκόνα τοῦ κύκλου μέ τό φίδι πού δαγκώνει τήν οὐρά του. Τοῦτο σημαίνει πώς ἡ γνώση θά ἀποδοθεῖ στόν ἄνθρωπο, ὅταν δεῖ καλά ποιές ἦταν οἱ ἐπιπτώσεις τῶν λαθῶν του καί τῶν παραλείψεών του. Αὐτό πού ἀφήνει κανείς πίσω του καί τό ἀγνοεῖ, πού ἔχει τίς ὀδυνηρές ἐπιπτώσεις του στούς ἄλλους, θά ἔρθει ἐνώπιόν του. Τό «Γνῶθι σαυτόν» καί τό «ἀγάπα τόν πλησίον σου ὡς ἑαυτόν» συναντῶνται καί μᾶς ἀποκαλύπτουν τό βαθύ σημεῖο τῶν σχέσεων.

Μιλοῦμε γιά ἕνα ὅραμα τοῦ μέλλοντος, ξέροντας ὅτι ὁ ἀκρογωνιαῖος λίθος ἔχει κατατεθεῖ, ὁ Σωκράτης καί ὁ  Χριστός πού εἶναι τά θεμέλια τῆς  καινούριας ἀνθρωπότητας. Δέν πρόκειται περί δόγματος, οὔτε περί θρησκείας. Ἐδῶ συνοψίζεται ἡ Ἀλήθεια ἡ ὁποία καλύπτει ὅλο τό φάσμα τῆς ζωῆς. Τό παράδοξο εἶναι ὅτι, ἐνῷ εἶναι ἀδιαμφισβήτητη καί μπορεῖ νά ἐξηγήσει καί τόν καλό ἀγώνα καί τήν ἀπώλεια τοῦ ἀνθρώπου, δέν γίνεται ἀπό τούς στοχαστές ἕνα κοινό σημεῖο ἀναφορᾶς. Ποιά ἐξήγηση μποροῦμε νά δώσουμε σ’ αὐτό; Ὅτι διασπῶνται οἱ ἀπόψεις καί διχάζονται, ὅταν ἡ σκέψη τοῦ ἀνθρώπου τροφοδοτεῖται ἀπό τή διάνοια καί ὄχι ἀπό τόν Νοῦ. Ἐκεῖ πού βρίσκει κανείς τούς ἀνθρώπους νά ὁμονοοῦν εἶναι, ὅταν συναντῶνται διά μέσῳ τοῦ Πνεύματος.

Αὐτοί πού διαπορεύονται τή σκοτεινή νύχτα τοῦ κόσμου ἔχοντας τό ὅραμα μίας ἄλλης ἀνθρωπότητας, δέν εἶναι ἄλλοι ἀπ’ αὐτούς πού ἔχουν σάν ἀρχή τους νά γνωρίσουν τόν ἑαυτό τους. Ἀκολουθώντας τόν δρόμο αὐτόν φθάνουν νά γνωρίσουν καί τόν πλησίον καί νά τόν ἀγαπήσουν ὡς ἑαυτόν. Ἐδῶ θά συναντήσει κανείς τή σύζευξη τοῦ ἑλληνοχριστιανικοῦ πολιτισμοῦ.

Ἡ φράση τοῦ Ὄσκαρ Οὐάιλτ πού μιλάει ὄχι ὡς θρησκευόμενος, ἀλλά ὡς καλλιτέχνης ἀντιμετωπίζοντας καί βιώνοντας προσωπικά τήν ἐπαφή του μέ τόν Χριστό εἶναι βαρυσήμαντη. «Ἐκεῖνος πού θέλει νά μιμηθεῖ τό παράδειγμα τοῦ Χριστοῦ πρέπει νά εἶναι ὁλοκληρωτικά καί ἀπόλυτα ὁ ἑαυτός του».

Διεισδύοντας στήν ἀναζήτηση εἴτε τοῦ ἑαυτοῦ, εἴτε τοῦ ἄλλου, φθάνουμε στό ἴδιο ἀποτέλεσμα, ὁδηγούμεθα στό βαθύ σημεῖο τῶν σχέσεων. Εἶναι αὐτονόητο ὅτι ἕνας τέτοιος δρόμος συνεπάγεται μία πορεία συνεχῶν ὑπερβάσεων ὡς τά ἔσχατα ὅρια τῆς ἀντοχῆς.

Βέβαια, ὅταν ἀξιώνει κανείς ἀπό τόν ἑαυτό του, πιστεύει πώς μπορεῖ καί δύναται, ἄρα δέν ὑπάρχουν ἔσχατα ὅρια ἀντοχῆς, γιατί ὁ ἄνθρωπος εἶναι κάτι πολύ μεγάλο καί πολύ ὄμορφο, ἀλλά δέν τό γνωρίζει. Ἐξάλλου, τό πρόβλημα τῆς αἰσθητικῆς φιλοσοφίας ἀπασχολεῖ τούς ἀνθρώπους ἐδῶ καί εἴκοσι πέντε αἰῶνες. Περιλαμβάνει ὡς κεντρική τήν ἔννοια τοῦ  ὡραίου, πού ἀποτελεῖ τήν κυρίαρχη ἔννοια τῆς αἰσθητικῆς φιλοσοφίας, ὅσο καί ἡ τέχνη, μέσῳ τῆς ὁποίας ἀναπαρίσταται τό ὡραῖο. Αὐτά τά δυό ἀντιμετωπίστηκαν μέ διάφορους τρόπους. Πολλοί φιλόσοφοι, ὅπως ὁ Πλάτωνας, εἴχανε ἀρνητική ἄποψη ἀπέναντι στήν αἰσθητική τῆς  τέχνης, γιατί ὑποστηρίζανε πώς ὑποβαθμίζει τήν ἀλήθεια καί τήν ἀρετή.

Στά φιλοσοφικά ἔργα τοῦ Ξενοφώντα κεντρικό πρόσωπο εἶναι ὁ Σωκράτης, τοῦ ὁποίου ὑπῆρξε μαθητής καί τοῦ ὁποίου τίς διδασκαλίες θυμόταν ζωηρά. Στά «Ἀπομνημονεύματα τοῦ Σωκράτους», ὁ Σωκράτης δέν ἐμφανίζεται ὡς φιλόσοφος, ἀλλά ὡς ἁπλός δάσκαλος τοῦ λαοῦ, πού διδάσκει τούς νέους περισσότερο μέ τό παράδειγμά του παρά μέ τίς συμβουλές του. Κηρύσσει ὅτι σπουδαιότερα καθήκοντα τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἡ εὐγνωμοσύνη στούς γονεῖς, ἡ ἀγάπη στούς ἀδερφούς, ἡ πίστη στούς φίλους καί βάση κάθε ἀρετῆς εἶναι ἡ εὐσέβεια πρός τούς θεούς. Τό ἔργο ἔχει διαλογική μορφή, ὅπως καί τά ἄλλα ἔργα τοῦ Ξενοφώντα πού ἀναφέρονται στό Σωκράτη. Τό «Συμπόσιο», ὅπως καί τό ἀνάλογό του Πλάτωνα, ἀναφέρεται στό γήινο καί στόν οὐράνιο ἔρωτα. Εἶναι τό μόνο ἔργο, ὅπου ὁ Ξενοφώντας ἀναπτύσσει τή θεωρητική πλευρά τῆς διδασκαλίας τοῦ Σωκράτη, ἐνῷ συνήθως ἐπιμένει στήν πρακτική καί ἠθική πλευρά της.

Ἀπό τήν ἄλλη μεριά, ὁ Ἰσοκράτης δημοσίευσε τόν Πανηγυρικό του ὕστερα ἀπό μακρόχρονη – δεκαετῆ, ὅπως ἀναφέρουν ἀρχαῖες πηγές – ἐπεξεργασία, τό 380 π.Χ. Ἄν καί ὁ λόγος δέν ἐκφωνήθηκε μᾶλλον ποτέ, ἀπευθύνεται, ὅπως δηλώνει ἄλλωστε καί ὁ τίτλος, σέ Ἕλληνες συγκεντρωμένους ἀπό ὅλες τίς πόλεις γιά νά γιορτάσουν κάποια πανελλήνια ἑορτή (ὡς τόπο ἴσως θά πρέπει νά φανταστοῦμε τήν Ὀλυμπία, ὅπου εἶχαν ἐκφωνήσει παρόμοιους λόγους ὁ Γοργίας καί ὁ Λυσίας). Ὁ λόγος ἀπαρτίζεται ἀπό δυό μέρη: ἕναν ἐπιδεικτικό, τό ὁποῖο συνίσταται στόν ἔπαινο τῆς Ἀθήνας, καί ἕνα συμβουλευτικό, ὅπου οἱ Ἕλληνες καλοῦνται νά ὁμονοήσουν καί νά ξεκινήσουν πόλεμο ἐναντίον τῶν βαρβάρων, στόν ὁποῖον θά ἡγοῦνται ἀπό κοινοῦ οἱ Σπαρτιάτες καί οἱ Ἀθηναῖοι. Τό ἐπιδεικτικό μέρος ὑπηρετεῖ τό συμβουλευτικό, ἀφοῦ μέ τίς ἀναφορές στήν προσφορά τῆς Ἀθήνας κατά τό παρελθόν ἐπιδιώκεται νά δικαιολογηθεῖ ἡ ἐπί ἴσοις ὄροις συμμετοχή της στήν ἡγεσία τοῦ προτεινόμενου πολέμου, σέ μία περίοδο κατά τήν ὁποία οἱ Σπαρτιάτες ἦταν κυρίαρχη δύναμη στήν Ἑλλάδα. Οἱ πανελλήνιες ἰδέες πού ἐκφράζονται σ’ αὐτόν τόν λόγο ἀνακλοῦν τή διάδοση παρόμοιων ἰδεῶν μετά τό τέλος τοῦ Πελοποννησιακοῦ πολέμου ἀλλά καί τό κλίμα πού ἐπικρατοῦσε στήν Ἑλλάδα μετά τήν ὀδυνηρή γιά τούς Ἕλληνες Ἀνταλκίδειο εἰρήνη (386 π.Χ.). Ἀνεξάρτητα ἀπό τό περιεχόμενό του, ὁ Πανηγυρικός ἀποτελεῖ καί σημαντικό μνημεῖο λογοτεχνικοῦ ὕφους: οἱ μακρές ἀλλά συμμετρικά δομημένες περίοδοι (περιοδικό ὕφος), ἡ ρυθμική ἐπεξεργασία καί ἡ ἀποφυγή τῆς χασμωδίας δίνουν γιά πρώτη φορᾶ στόν πεζό λόγο τή χάρη πού διέθετε μέχρι ἐκείνη τήν ἐποχή μόνο ἡ ποίηση.

Τίς ἐπιθέσεις ἐναντίον τῆς παιδευτικῆς του προσπάθειας ὁ Ἰσοκράτης τίς συνδέει στόν λόγο τοῦ Περί ἀντιδόσεως μέ τίς συκοφαντίες τῶν ἀνταγωνιστῶν του στό χῶρο τῆς φιλοσοφίας, ἀλλά καί τῶν δημαγωγῶν. Οἱ τελευταῖοι παρωθοῦν τούς νέους νά ἀσχολοῦνται μόνο μέ ἄκοπα καί ἀνώφελα ἔργα (συγκεντρώσεις, διασκεδάσεις κ.τλ.) καί νά παραμελοῦν τήν οὐσιαστική τους μόρφωση. Ἡ παιδεία (μέρος τῆς ὁποίας εἶναι καί ἡ ρητορική) ἦταν ὅμως αὐτή πού ἀνέδειξε τήν Ἀθήνα καί συνέβαλε στό μεγαλεῖο της. Αὐτός εἶναι καί ὁ λόγος πού ἡ πόλη θαυμάζεται ἀπό τούς ξένους. Τώρα ὅμως πού ἡ Ἀθήνα ἔχει γεμίσει ἀπό συκοφάντες καί δημαγωγούς ἡ ἀνάπτυξη τῆς πραγματικῆς παιδείας εἶναι ἀδύνατη. Οἱ Ἀθηναῖοι ὡστόσο δέν πρέπει νά ξεχνοῦν τή σημασία της γιά τήν πόλη. Ἡ ὑπόμνηση αὐτή τοῦ Ἰσοκράτη φαίνεται ὅτι ἦταν ἰδιαίτερα ἐπίκαιρη κατά τή χρονική αὐτή περίοδο. «Ἡ πολιτική ὑπεράσπιση τῆς παιδείας πρέπει νά ἦταν στά χρόνια ἐκεῖνα ὕστερα ἀπό τήν κατάρρευση τῆς Β΄ Ἀθηναϊκῆς Συμμαχίας μᾶλλον ἀναγκαία. Οἱ δημαγωγοί, πού εἶχαν καταστεῖ ἀπό τόν Ἰσοκράτη καί τούς ὁμόφρονές του ὑπεύθυνοι γιά τή συμφορά πού συνέβη στήν Ἀθήνα, πέρασαν στήν ἀντεπίθεση. Ἡ ριζοσπαστικότερη κατεύθυνση τῆς δημοκρατικῆς παράταξης ἔπαιρνε ὅλο καί περισσότερο μία ἐχθρική πρός τήν παιδεία στάση, σέ τέτοιο βαθμό, ὥστε νά εἶναι ὁρατή στόν καθένα ἡ σύνδεση μόρφωσης καί πολιτικῆς κριτικῆς» (W. Jaeger).

Ὁ Φίλιππος ἀποτελεῖ ἕνα εἶδος ἀνοιχτῆς ἐπιστολῆς, πού ἔχει ὡστόσο τή μορφή ρητορικοῦ λόγου. Ἀπευθύνεται στόν βασιλιά Φίλιππο τόν Β΄ τῆς Μακεδονίας καί γράφτηκε τήν ἄνοιξη τοῦ 346 π.Χ. Λίγο πρίν ἀπό τή συγγραφή τοῦ λόγου εἶχε προηγηθεῖ ἡ εἰρήνη πού εἶχαν ὑπογράψει οἱ Ἀθηναῖοι μέ τόν Φίλιππο, μέ τόν ὁποῖο βρίσκονταν ἀπό χρόνια σέ σύγκρουση. Ὁ τελευταῖος εἶχε καταλάβει τό 357 π.Χ. τήν ἀποικία τῶν Ἀθηναίων Ἀμφίπολη, καί τό 347 π.Χ. εἶχε ὁλοκληρώσει τήν ἐπικυριαρχία του στή Χαλκιδικῆ  μέ τήν κατάκτηση τῆς Ὀλύνθου. Ἡ εἰρήνη ἦταν ἀποτέλεσμα ἀνάγκης γιά τούς Ἀθηναίους  καί ἀρκετοί, ἀνάμεσά τους καί ὁ Δημοσθένης, τή θεωροῦσαν ἐπαίσχυντη. Ὁ Ἰσοκράτης ὡστόσο θεώρησε ὅτι ἡ εἰρήνη αὐτή θά μποροῦσε νά ἀποβεῖ ὠφέλιμη γιά ὁλόκληρη τήν Ἑλλάδα καί τόν πολιτισμό της. Στό πρόσωπο τοῦ Φιλίππου διέκρινε τόν ἡγέτη πού θά μποροῦσε νά πραγματώσει τό πρόγραμμα πού ὁ ἴδιος  εἶχε διατυπώσει στόν Πανηγυρικό: τήν ἕνωση τῶν Ἑλλήνων σέ ἕνα πόλεμο κατά τῶν βαρβάρων. Μέ τό λόγο τοῦ ὁ Ἰσοκράτης καλεῖ τόν Φίλιππο νά «εὐεργετήσει» τούς Ἕλληνες ἑνώνοντάς τους ὑπό τήν ἡγεσία του.

Προηγουμένως ὁ Ἰσοκράτης ἔχει ἐκθέσει στόν Φίλιππο τίς ὠφέλειες πού μποροῦν νά προκύψουν ἀπό τήν εἰρήνη καί τούς λόγους γιά τούς ὁποίους θεωρεῖ ὅτι ἐκεῖνος εἶναι ὁ μόνος πού ἔχει τή δύναμη νά ἐπιφέρει ὁμόνοια μεταξύ τῶν Ἑλλήνων. Ἔχει ἀναφέρει ἐπίσης τίς ἐπιπλήξεις τῶν φίλων του γιά τό θράσος του νά θέλει νά παραινέσει τόν Φίλιππο, ἀλλά καί τήν ντροπή τῶν ἴδιων, ὅταν διάβασαν τόν λόγο. Ὁ Ἰσοκράτης ἐξηγεῖ γιατί ἀνέφερε ὅλα τά προηγούμενα καί προχωρεῖ σέ ἐνδιαφέρουσες διαπιστώσεις γιά τήν ἀδυναμία τοῦ ἀναγιγνωσκόμενου λόγου νά πείσει τόσο, ὅσο πείθει ὁ ἐκφωνούμενος ἀπό τόν ρήτορα.

Ὁ Ἰσοκράτης ἐπαναλαμβάνει μέ αὐτές τοῦ τίς σκέψεις, ἐμμέσως πλήν σαφῶς, ὅτι ὅσο ὑπάρχουν καί θά ὑπάρχουν ἄνθρωποι κι ἀνθρώπινες πολιτεῖες δέν  παλιώνουν οἱ ἀξίες: Ἀθάνατες ἀξίες,  λόγοι, ἀξίες “νόμοι ὑψίποδες, οὐρανίαν δι’ αἰθέρα τεκνωθέντες, ὧν Ὄλυμπος πατήρ μόνος”, ἀξίες “πού δέν τίς ἐγέννησε ἤ θνατά φύσις ἀνέρων, κι οὔτε ποτέ τίς κοιμίσει ἡ λήθη… Δέν τίς συλλαμβάνεις λογικά τίς ἀξίες αὐτές, τίς νιώθεις, μέ τή σοφία τῆς ζωικῆς πείρας, πού κυλᾶ ἀπαλά, βουβά κι ἁπλώνεται σά μεγάλο ποτάμι…”, θά μᾶς ἔλεγε ὁ Φ.Πολίτης. ἀξίες πού μόνον ὅταν ὁ ἄνθρωπος φτάσει στήν κορυφαία ἔκφρασή του θά κάνουν νά φουντώσει μέσα τοῦ “ὁ ἄπειρος ἠθικός κόσμος”, ἡ πραγματικά νέα θρησκεία, τό “καινόν δαιμόνιον”. Πολλοί,  ἄλλωστε, Ἕλληνες καί  ξένοι μελετητές τοῦ ἀρχαίου ἑλληνικοῦ πολιτισμοῦ,  θά μποροῦσαν, στόν αἰώνα τῆς θεᾶς τεχνολογίας, νά ἀκούσουν μέσα ἀπό τήν ἀρχαία γραμματεία τή φωνή τῶν παραμελημένων μας ἀξιῶν, ἡ ὁποία ὑψώνει γιά λογαριασμό ὅλων τῶν αἰώνων καί ὅλων τῶν Ἑλλήνων πού πέρασαν καί πού θά ἔρθουν, τό λόγο τῆς δημοκρατίας καί τοῦ ἀγαθοῦ: τοῦ δικαίου, τοῦ νόμου, τῆς ἰσοδικίας, τῆς ἰσονομίας, τῆς ἰσοπολιτείας, τῆς ἰσοκρατίας, τῆς ἰσηγορίας, τῆς παρρησίας, τῆς ἀμεσότητας, τῆς εὐθύτητας, τῆς ἐλευθερίας, τοῦ μέτρου – ἀγαθά πού γιά λογαριασμό ὄλου τοῦ κόσμου κατέκτησαν οἱ Ἕλληνες, καί πού σήμερα δυστυχῶς ὑποχωροῦν μπροστά σ’ ἕναν ὑφέρποντα ἀμοραλισμό καί ἄκριτο καταναλωτισμό  πολιτικό, θρησκευτικό, ἐπιστημονικό, καλλιτεχνικό, συνδικαλιστικό, ἐκπαιδευτικό. Ἄς ἀνανήψουμε λοιπόν κι  ἄς  ἀντισταθοῦμε δημιουργικά.

Ἀμαλία Κ. Ἠλιάδη

φιλόλογος-ἱστορικός

Θα χαρούμε να ακούσουμε τις σκέψεις σας

Αφήστε ένα σχόλιο

Το Ρωμαίικο
Logo

Ραδιόφωνο του Ρωμαίικου