
Η έννοια της οικογένειας
Ο τυπικός ορισμός της οικογένειας περιγράφει την ομάδα προσώπων που αποτελείται από τη νόμιμη σύζευξη ενός άνδρα και μιας γυναίκας και την εξ αυτής απόκτηση παιδιών με φυσική γέννηση ή υιοθεσία. Αποτελείται συνήθως από τον πατέρα, τη μητέρα και τα παιδιά που συμβιώνουν στην ίδια κατοικία και συνδέονται με ισχυρούς δεσμούς αίματος, ψυχικής εγγύτητας και αγαπητικής σχέσης.
Βασικό χαρακτηριστικό της οικογένειας είναι η ενότητα και η συνεργασία μεταξύ των μελών της για την επιτυχία κοινών στόχων. Εξ αυτού η λέξη χρησιμοποιείται και μεταφορικά για άλλες ομάδες ανθρώπων, δίνοντας σ’ αυτές τον χαρακτήρα ζεστής οικειότητας και στενής συνεργασίας σε έργα κοινής ωφελείας.
Με τον τυπικό ορισμό της οικογένειας ωστόσο, όπως παραπάνω διατυπώθηκε, μας δίδεται μια περιορισμένη ιδέα για το τι είναι οικογένεια ως κοινωνία προσώπων στην ουσία και το βάθος της. Δεν μας λέει ποιες είναι οι βαθύτερες λειτουργίες και οι ουσιαστικοί ρόλοι των προσώπων μέσα στην οικογένεια. Ούτε και ποιες είναι οι θετικές συνέπειες για το κάθε μέλος και για το σύνολο της οικογενειακής κοινότητας, όταν υπάρχει πληρότητα στη δομή και τη λειτουργία της, αλλ’ ούτε και τις αρνητικές συνέπειες από ελλείψεις και κενά. Είναι απαραίτητος επομένως και ένας πιο ουσιαστικός ορισμός, ο οποίος αναδύεται μέσα από την ανάλυση της δομής και λειτουργίας της οικογένειας στις τρεις διαστάσεις της, την βιολογική, την ψυχολογική και την πνευματική. Ο δεύτερος αυτός ορισμός συμπληρώνει και ολοκληρώνει τον τυπικό, και παρέχει τα βασικά κριτήρια αξιολόγησης μιας οποιασδήποτε οικογένειας ως προς τις προϋποθέσεις και τις δυνατότητες που διαθέτει, για να λειτουργεί ως ολοκληρωμένη οικογένεια και να επιτυγχάνει τον βασικό της σκοπό και τους επιμέρους στόχους της. Ο σύνθετος πλέον και περιεκτικός αυτός ορισμός δίνει την εικόνα της πλήρους οικογένειας και μπορεί να λειτουργήσει και ως βασικό κριτήριο και πρότυπο σκέψης, για όσους ενδιαφέρονται, στις περιπτώσεις που κάποια οικογένεια παρουσιάζει ελλείψεις ή αδυναμίες και υπάρχει διάθεση και δυνατότητα αναπλήρωσής τους.
Η μονογονεϊκή οικογένεια
Το βασικό κριτήριο για να ονομαστεί μια οικογένεια μονογονεϊκή είναι η ύπαρξη σε αυτή ενός μόνου γονέα, πατέρα ή μητέρας που έχει παιδί. Με αυτή την έννοια, περιπτώσεις μονογονεϊκής οικογένειας παρουσιάζονται από την αρχή της καθιέρωσης του θεσμού, όταν στην πορεία της ζωής μιας οικογένειας που συγκροτήθηκε με το γάμο ενός άνδρα και μιας γυναίκας και απέκτησαν παιδιά, χάνει από κάποια απροσδόκητη αιτία τη δυαδικότητα της συζυγίας των γονέων. Στις περιπτώσεις αυτές, με μόνο το κριτήριο της απουσίας του ενός εκ των συζύγων, η οικογένεια με παιδιά κρίνεται μεν ελλιπής, όχι όμως οπωσδήποτε ένα σύνολο με δυσμενείς συνέπειες και δυσαναπλήρωτο κενό, τουλάχιστον ως προς την ψυχική κατάσταση των μελών της. Οι ελλείψεις, τα κενά και τα προβλήματα και οι δυσμενείς συνέπειες που προκαλούνται οφείλονται κυρίως στον τρόπο που σχηματίστηκε η μονογονεϊκή οικογένεια. Πρόκειται για όλες τις περίπλοκες και προβληματικές καταστάσεις που οδηγούν στο να μείνει μόνος ένας γονιός με παιδιά, με τις οδυνηρές και μη ανατρέψιμες βαθύτερες ψυχολογικές και άλλες συνέπειες στα εμπλεκόμενα μέλη της, τόσο σε εκείνα που είναι οι υπαίτιοι όσο και σε εκείνα που είναι τα θύματα. Σε αυτές τις οικογένειες περιλαμβάνονται κυρίως όσες οφείλονται στο διαζύγιο, στην εγκατάλειψη της μητέρας και στην επιλογή της μητρότητας χωρίς πατέρα. Σε κάθε περίπτωση, ωστόσο, το ζητούμενο είναι, να μη θεωρούνται φυσικές και ανώδυνες καταστάσεις, όπως αυτό συμβαίνει συχνά από όσους έχουν άγνοια ή επιχειρούν να δικαιολογήσουν τα αδικαιολόγητα και να συγκαλύψουν την ευθύνη και την ενοχή τους. Και επιπλέον να μην περιπλέκονται ακόμη πιο πολύ οι καταστάσεις αυτές με αλλεπάλληλες λαθεμένες επιλογές. Αντίθετα, επιβάλλεται να περιορίζεται το κακό και οι συνέπειες του, και να επιδιώκεται κάθε δυνατή επανόρθωση. Να μειώνονται τα ναυάγια, να στηρίζονται τα θύματα και να θεραπεύονται οι πληγές.
Οι ειδικοί θεωρούν σήμερα την μονογονεϊκή οικογένεια ως σύμπτωμα παρακμής του οικογενειακού θεσμού, καθώς σημειώνεται ραγδαία αύξηση των περιπτώσεων ενός μόνου γονέα με παιδί. Τοποθετείται μέσα στο ευρύτερο πλαίσιο των οικογενειών που παρουσιάζουν, μεγαλύτερη ή μικρότερη απόκλιση από την «παραδοσιακή», την κανονική ή την πλήρη οικογένεια. Αποδίδεται κυρίως στις «μεταβολές και τάσεις» της σημερινής εποχής, όπως είναι η μείωση των γάμων, η αύξηση των διαζυγίων, οι μονογονεϊκές οικογένειες, η υπογεννητικότητα, οι εκτός γάμου γεννήσεις, η ελεύθερη συβίωση, η συρρίκνωση της οικογενειακής ομάδας κ.ά. (Μουσούρου, στο «Γάμος και Οικογένεια», 2004). Και μόνο η αναφορά των συμπτωμάτων αυτών αποκαλύπτει, ωστόσο, ότι δεν πρόκειται απλώς για «φυσικές κοινωνικές μεταβολές» ή «εναλλακτικές μορφές οικογένειας», όπως μερικοί λαθεμένα τις χαρακτηρίζουν, αλλά για ανατροπές των θεμελίων του οικογενειακού θεσμού, ο οποίος ανά τους αιώνες έγινε δεκτός ως «συγκλήρωσις βίου παντός, θείου τε και ανθρωπίνου δικαίου κοινωνία» (Μοδεστίνος). Η κλιμάκωση και η ποικιλία των περιπτώσεων αυτών είναι πολύ μεγάλη. Αρχίζει από τις πλήρεις οικογένειες που ο ένας από τους γονείς, συνήθως ο πατέρας, απουσιάζει για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα από την οικογένεια ή έχει φύγει από τη ζωή, λόγω θανάτου. Και στις δύο αυτές περιπτώσεις οι μονογονεϊκές οικογένειες, εφόσον έχουν ξεκινήσει ως πλήρεις οικογένειες, διαθέτουν συνήθως τις προϋποθέσεις και τις δυνατότητες να συνεχίσουν να λειτουργούν ως πλήρεις, αναπληρώνοντας με επάρκεια, κυρίως ψυχολογικά και πνευματικά, την έλλειψη του γονέα που απουσιάζει.
Οι δυσκολίες αναπλήρωσης αυξάνουν ωστόσο, μάλλον περιπλέκονται ακόμη πιο πολύ, στις πολυδαίδαλες περιπτώσεις που προκύπτουν όταν μία μονογονεϊκή οικογένεια είναι αποτέλεσμα διαζυγίου, εγκατάλειψης της οικογένειας από τον ένα γονέα, άγαμης μητέρας, ή προσωπικής επιλογής. Θα μπορούσε να διατυπωθεί ο κανόνας ότι όσο πιο πολύ μια μονογονεϊκή οικογένεια απομακρύνεται από το πρότυπο της πλήρους οικογένειας, τόσο πιο πολύ προκαλούνται αρνητικές συνέπειες στη ζωή και την ψυχική υγεία και ισορροπία των μελών της, κυρίως των παιδιών.
Η πλήρης οικογένεια
Η πλήρης οικογένεια ως έννοια εισάγεται εδώ αντί του όρου «παραδοσιακή νόμιμη οικογένεια», ο οποίος αποδίδεται συνήθως σε μια οικογένεια που έχει την τυπική δομή (γάμο, συζυγία, παιδιά), χωρίς ωστόσο να νοείται πάντοτε και ουσιαστική οικογενειακή πληρότητα (Παπαρηγοπούλου-Σκορίνη στο «Γάμος και Οικογένεια», 2004). Χρησιμοποιείται μάλιστα σε αντιδιαστολή από τις μοντέρνες μορφές οικογένειας, που θεωρούνται συγχρόνως συμπτώματα της σημερινής κρίσης του οικογενειακού θεσμού. Τα βασικά χαρακτηριστικά της πλήρους οικογένειας αναδύονται μέσα από μια βαθύτερη ανάλυση του οικογενειακού θεσμού στις τρεις βασικές του διαστάσεις: την βιολογική, την ψυχολογική και την πνευματική.
Ο πατέρας και η μητέρα είναι τα πρόσωπα που ως σύζυγοι και γονείς πραγματώνουν μέσα στην οικογένεια δύο διαφορετικές, αλλά αλληλοσυμπληρούμενες λειτουργίες, την πατρότητα και τη μητρότητα. Η μία δεν νοείται χωρίς την άλλη, συνιστούν ένα ενιαίο και αδιάσπαστο σύνολο βιολογικών και ψυχολογικών διαδικασιών, στο οποίο η καθεμιά συμμετέχει με τη δική της ιδιαίτερη συμβολή. Διαμορφώνουν το ανθρώπινο πλαίσιο (φυσικό, ψυχικό και πνευματικό), μέσα στο οποίο συγκροτείται η συζυγία τους και βιώνεται η αποκλειστική σχέση τους ως ζευγαριού και στη συνέχεια γίνεται η σύλληψη, η κυοφορία, η γέννηση, η ανατροφή, η ανάπτυξη και η διαμόρφωση της προσωπικότητας των παιδιών που φέρνουν στον κόσμο. Οι λειτουργίες, βιολογικές και ψυχολογικές, με τις οποίες μετέχει ο πατέρας σε όλες αυτές τις διαδικασίες της συζυγίας, της αναπαραγωγής και της ανατροφής, συνιστούν την έννοια της πατρότητας (fatherhood). Και οι αντίστοιχες βιολογικές και ψυχολογικές λειτουργίες με τις οποίες μετέχει η μητέρα, συνιστούν την έννοια της μητρότητας (motherhood). Πρόκειται για δύο πολυδιάστατες ιδιότητες και δύο πολυδύναμους ρόλους που χαρακτηρίζουν αντίστοιχα τον άνδρα και τη γυναίκα ως συντελεστές συγκρότησης συζυγίας και δημιουργίας οικογένειας.
Η πατρότητα και η μητρότητα, αν και διαφορετικές λειτουργίες, έχουν κοινά χαρακτηριστικά, ώστε η μία να συμπληρώνει και να στηρίζει την άλλη. Τόσο η μάνα όσο και ο πατέρας, κατά κανόνα, διακατέχονται και μοιράζονται μαζί το ζωηρό ενδιαφέρον και την έντονη επιθυμία και προσδοκία για τη σύλληψη και τη γέννηση παιδιών. Η προοπτική και η αναμονή να γίνουν γονείς, η έμφυτη ψυχική ορμή και εσωτερική ανάγκη να βιώσουν την πατρότητα και τη μητρότητα, πραγματώνοντας τη γυναικεία και ανδρική φύση τους μέσα στο γάμο, αποτελούν, μεταξύ άλλων, βασικά και δυναμικά κίνητρα στην κοινή απόφασή τους να ενώσουν τις υπάρξεις τους και να δημιουργήσουν οικογένεια.
Αλλά αυτή η πληρότητα της οικογένειας δεν είναι νοητή χωρίς την πνευματική της διάσταση, η οποία εκφράζεται μέσα από τις ιδέες, τις αρχές και τις αξίες που πιστεύουν και βιώνουν οι σύζυγοι για τον τρόπο δημιουργίας και το σκοπό για τον οποίο θέλουν την οικογένεια (Καλλιακμάνη, στο «Γάμος και Οικογένεια», 2004) . Από το πόσο πιστεύουν στη μεγάλη σημασία και αξία που έχει η άρτια οικογένεια για τους ίδιους και για τα παιδιά. Από το αν η συζυγία είναι γι αυτούς μία δια βίου ψυχοσωματική ένωση απόλυτα σεβαστή και άξια να προστατευθεί από κάθε αιτία ή αφορμή διατάραξης ή διάλυσής της. Από το βαθμό που πιστεύουν στην απόκτηση παιδιών, όχι μόνο ως μια βιολογική και ψυχική λειτουργία, αλλά κυρίως ως κορυφαία συνδημιουργία ανθρωπίνων υπάρξεων, άξιων απόλυτου σεβασμού και αφιέρωσης στην αμέριστη φροντίδα τους και την καλή ανατροφή τους.
Οι διαφορετικοί ρόλοι
Οι καθιερωμένοι στην κοινωνία διαφορετικοί ρόλοι του πατέρα και της μητέρας, με το να θεωρείται ο ένας υπεύθυνος κυρίως για την υλική στήριξη και ο άλλος για τη συναισθηματική και κοινωνική ζωή της οικογένειας, τελικά δεν διαφοροποιούν τη σημασία που έχει η συμβολή και των δύο συζύγων στη συγκρότηση, ανάπτυξη και λειτουργία της οικογένειας. Η διαφορετική φύση του άνδρα και της γυναίκας, διαμορφώνουν από κοινού τον απαραίτητο χώρο γέννησης και ανάπτυξης των παιδιών. Καθορίζουν τη διαφορετική συμμετοχή και συμβολή του κάθε γονέα, διατηρώντας ισότιμη αξία και σημασία της παρουσίας και των δύο στη διαδικασία της σύλληψης, της κυοφορίας, της γέννησης, της ανατροφής και της ψυχολογικής συγκρότησης της προσωπικότητας των παιδιών.
Τονίζεται βεβαίως, παράλληλα, η ξεχωριστή συμβολή της μητέρας, επειδή εκείνη κυρίως, μετά τη σύλληψη του παιδιού, αναλαμβάνει πιο άμεσα να φέρει σε πέρας όλες τις οργανικές και ψυχολογικές διεργασίες και αλλαγές, ευαίσθητες, οδυνηρές και επικίνδυνες πολλές φορές, της κυοφορίας, της γέννησης και της φροντίδας του νεογέννητου στα πρώτα χρόνια της ζωής του. Επειδή ακόμη, λόγω του ιδιαίτερα δυνατού δεσμού που αναπτύσσεται μεταξύ μητέρας και παιδιού, σημαντικού για την ίδια τη μητέρα και το παιδί της, παραδοσιακά δόθηκε έμφαση στην ιδιαίτερη συμβολή της μητέρας. Τονίστηκε από την πλευρά της κοινωνίας πιο πολύ ο ρόλος της μητέρας στη γέννηση και ανατροφή των παιδιών. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την εσφαλμένη υποτίμηση του πατέρα ως προς τη συμβολή του στη λειτουργία της μητρότητας και την ανατροφή των παιδιών. Και το χειρότερο είναι ότι θεωρήθηκε επαρκής η μητέρα να καλύψει όλες τις ανάγκες των παιδιών, κάτι που έχει συμβάλει στο να επιλέγεται συνειδητά, και χωρίς επίγνωση των συνεπειών, το να γίνει μια γυναίκα μητέρα χωρίς σύζυγο.
Ευαίσθητες ψυχολογικές παράμετροι της μονογονεϊκής οικογένειας
Σε μία μονογονεϊκή οικογένεια, σύμπτωμα κυρίως της σημερινής κρίσης του οικογενειακού θεσμού και μεγάλης απόκλισης από την έννοια της πλήρους οικογένειας, επισημαίνονται σοβαρές ελλείψεις και μειονεκτήματα, τόσο για το ένα γονέα, όσο και για τα παιδιά που είναι μαζί του. Η ύπαρξη ενός μόνου γονέα καθεαυτή είναι αδιανόητη ως επιλογή. Σημαίνει ότι αυτός που την αποφασίζει στερείται ωριμότητας για τη ζωή και για την οικογένεια, αφού δεν κατανοεί τις συνέπειες που έχει η επιλογή του στον ίδιο και στα παιδιά. Μαρτυρεί κενά στη συγκρότηση της προσωπικότητάς του, χαμηλού επιπέδου παιδεία, ακόμη και στην περίπτωση φοίτησης σε σχολείο, ανεπαρκή ανατροφή και αγωγή ως προετοιμασία για το ρόλο του συζύγου και του γονέα από την πατρική του οικογένεια, αδυναμία επομένως διαχείρισης των σοβαρών θεμάτων της ζωής, όπως είναι η οικογένεια.
Οι σοβαρές αυτές ελλείψεις εμποδίζουν τον ένα γονέα της κατ’επιλογήν μονογονεϊκής οικογένειας να συλλάβει τις οδυνηρές συνέπειες που έχει για το παιδί η επιλογή και η απόφασή του. Ότι δηλαδή, για την πλήρη ανάπτυξη και ψυχική ωριμότητα του παιδιού δεν νοείται μονομερής λειτουργία του πατέρα ή της μητέρας. Η απουσία του γονέα του ενός ή του άλλου φύλου αφήνει σοβαρό κενό στη διαμόρφωση της ταυτότητας του φύλου στο παιδί. Στο να αναπτύξει, δηλαδή, φυσιολογικά και ισόρροπα τα σωματικά και κυρίως τα ψυχικά χαρακτηριστικά του φύλου του, απαραίτητα για να αποδεχθεί το ανδρικό ή γυναικείο φύλο του και να βιώσει στη ζωή του τους ρόλους που απορρέουν από αυτό. Επιπλέον στερείται το παιδί την αίσθηση ασφάλειας από την παρουσία και των δύο γονέων στη ζωή του, αλλά και τη στήριξη που του δίνει μια αισιόδοξη προοπτική για το μέλλον του. Μπορεί τα παιδιά να είναι «οι άγκυρες που κρατούν μια μητέρα στη ζωή» (Σοφοκλής), αλά αυτό δεν σημαίνει ότι είναι για να ικανοποιούν μόνο τις ανάγκες μιας γυναίκας που θέλει να είναι μητέρα, χωρίς όμως να αναλαμβάνει και την ευθύνη να ικανοποιούνται πρωτίστως και οι ανάγκες των παιδιών. Μπορεί η«η μητρότητα να είναι παντοδύναμη και να μεταμορφώνει τα πάντα: τη δειλία σε κουράγιο, το θάρρος σε υποταγή, την απερισκεψία σε πρόνοια, το άγχος σε γαλήνη, τον εγωισμό σε αυταπάρνηση» (G.Eliot). Αποκτά ωστόσο μια τέτοια δύναμη, μόνο όταν εναρμονίζεται με τη λειτουργία της πατρότητας.