Νάτος πάλι ο μυστήριος, στην ώρα του κάθε μέρα. Τι λέτε; Τον φωνάζουμε να μας πει τίποτε νέα;

– Άσε μας μωρέ με τον στριμμένο! Δε βλέπεις ότι δεν καταδέχεται να πει μια καλησπέρα; Τι άνθρωπος είναι αυτός βρε παιδιά; Μονόχνοτος, αγέλαστος, οικογένεια δεν έχει, φίλους δεν έχει, με το τσιγκέλι του βγάζεις τις κουβέντες, μας παριστάνει και τον αριστοκράτη γιατί πήγε σχολείο, λέει, στα εξωτερικά…… Άσε με, ούτε να τον βλέπω δεν θέλω.
Ο Χαράλαμπος Δηλαβέρης πέρασε με το μόνιππο του, το μοναδικό στο χωριό, μπροστά από το καφενείο της πλατείας και έστειλε μια υποψία χαιρετισμού στους θαμώνες, ανασηκώνοντας ανεπαίσθητα το καπέλο του. ‘Ήξερε πολύ καλά τι του έσερναν πίσω από την πλάτη του αλλά συνέχισε το δρόμο του στητός και ατσαλάκωτος.
Ήταν Σάββατο σήμερα, η μέρα που πήγαινε ανελλιπώς στην κοντινότερη πόλη για λόγους που κανείς δεν ήξερε αφού σε κανέναν δεν έλεγε. Εννοείται πως τα κουτσομπολιά έδιναν κι έπαιρναν γιατί αυτός ο άνθρωπος τους κέντριζε την περιέργεια με την αλλόκοτη συμπεριφορά του. Εξάλλου στην επαρχία της δεκαετίας του ’30 τι άλλο είχαν οι ντόπιοι για διασκέδαση; Το αθάνατο, γαργαλιστικό, κακοηθές πολλές φορές αλλά πάντα αναζωογονητικό κουτσομπολιό.
Ο Χαράλαμπος είχε γεννηθεί σ’ αυτό το χωριό αλλά δεν μεγάλωσε εκεί. Ο πατέρας του ήταν μεγαλοκτηματίας και πολύ αγαπητός στον τόπο αλλά στάθηκε άτυχος. Λίγο μετά τη γέννηση της αδελφής του Χαράλαμπου, η αγαπημένη του γυναίκα πέθανε στο άνθος της νιότης της από πνευμονία. Χίλια κομμάτια ο γέρο-Δηλαβέρης, πήρε τα δυο του παιδιά, έκλεισε το σπίτι του, νοίκιασε τα χωράφια του και έφυγε για τη Γερμανία σε κάτι μακρινούς συγγενείς του.
Και τώρα, τριάντα χρόνια μετά, εμφανίστηκε στο χωριό το γιος του, ο Χαράλαμπος, σαράντα χρονών πια, σχεδόν γέρος για εκείνη την εποχή, ωραίος και θεωρητικός άντρας, αλλά μόνος του, ανύπαντρος, χωρίς οικογένεια. Ένα φορτηγό μια μέρα εμφανίστηκε μπροστά στο άδειο τόσα χρόνια σπίτι και οι εργάτες ξεφόρτωσαν βαλίτσες και μπαούλα. Μαζί με τα μπαούλα κατέβηκε από το φορτηγό και μια κοπελίτσα, θά’ταν δε θά’ταν είκοσι χρονών, καλοβαλμένη αλλά με τα μάτια στο πάτωμα πάντα.
Εγκαταστάθηκε λοιπόν ο Χαράλαμπος με την ψυχοκόρη του τη Γεωργία στο παλιό σπίτι, το ανακαίνισε, το επίπλωσε και βάλθηκε να ασχοληθεί με τα χωράφια της οικογένειάς του. Πολλές κουβέντες δεν είχε με κανέναν, μόνο με τους επιστάτες των κτημάτων του μιλούσε σε καθημερινή βάση κι αυτό μόνο για δουλειές.
Μόνο τα πρωινά του Σαββάτου, όταν γυρνούσε από την πόλη, πήγαινε στο καφενείο της πλατείας, καθόταν σε ένα απόμερο τραπέζι και παράγγελνε καφέ. Μαζί του είχε πάντα κάμποσες εφημερίδες που τις στοίβαζε προσεκτικά και τις διάβαζε μία μία. Στο χωριό εκείνη την εποχή η εφημερίδα ήταν είδος δυσεύρετο, κάτι σαν πολυτέλεια, μόνο για τους γραμματιζούμενους, τον δάσκαλο, ίσως και τον παπά. Φεύγοντας ο Χαράλαμπος άφηνε τις εφημερίδες πάνω στο τραπέζι και απευθυνόταν στο δάσκαλο: «Δάσκαλε διάβασε τις και προσπάθησε να τους εξηγήσεις κάποια πράγματα να ξέρουν τι να περιμένουν». Κάποιες άλλες, γραμμένες σε μια ξένη, ακαταλαβίστικη γλώσσα τις έπαιρνε μαζί του στο σπίτι. Ήταν 1937 κι ο Ναζισμός σάρωνε την Ευρώπη.
Η ζωή συνεχιζόταν με τα καλά της και τα στραβά της και ο υιός Δηλαβέρης πάντα πρώτο θέμα στις συζητήσεις της Εκκλησίας του Δήμου. Μα κι αυτός τους έδινε τροφή για σχόλια συνέχεια. Να, προχθές εμφανίστηκαν τρεις εργάτες στην πόρτα του, Αρβανίτες, ούτε τη γλώσσα δεν μιλούσαν, για δέκα μέρες πρωί έμπαιναν στο σπίτι, νύχτα έφευγαν και κανείς δεν ήξερε τι γινόταν εκεί μέσα. Και μετά άρχισαν να έρχονται κάτι φορτηγά φορτωμένα με κασόνια, να τα ξεφορτώνουν και να τα βάζουν μέσα στο σπίτι και μετά η πόρτα να κλίνει ερμητικά. Της Γεωργίας δεν της έπαιρναν κουβέντα όταν έβγαινε για ψώνια. Σβέλτα τελείωνε τις εξωτερικές της δουλειές, έλεγε δυο τρεις ντροπαλές καλημέρες και κατευθείαν πίσω στο σπίτι: «Με συγχωρείτε, με περιμένει το αφεντικό».
Πάντως, όσο περνούσε ο καιρός, όλοι καταλάβαιναν ότι ο Χαράλαμπος κλεινόταν όλο και περισσότερο στον εαυτό του αλλά συγχρόνως γινόταν όλο και πιο νευρικός. Πρώτη φορά τον άκουγαν να βάζει τις φωνές στα παιδιά που έπαιζαν στην αλάνα απέναντι από το σπίτι του: «Τι φασαρία είναι αυτή παλιόπαιδα; Πως κάνετε έτσι βρε; Θα σπάσετε τα σαμάρια σας! Γαϊδούρια!» και βρόνταγε τα παραθυρόφυλλα συνεχίζοντας τις φωνές μέσα στο σπίτι. Αυτό τον έκανε ακόμη πιο αντιπαθή στο χωριό. Ακούς εκεί, να τα βάλει και με τα μικρά παιδιά! Αλλά τι περιμένεις έτσι μαγκούφης και άκληρος που είναι; ‘Αστον να τον φάει η μοναξιά του και η μιζέρια του.
Ο Οκτώβρης του ’40 δεν άργησε και έγινε το μπαμ! Πόλεμος! Οι εξελίξεις ραγδαίες, στην αρχή ο θρίαμβος του Ελληνοαλβανικού Μετώπου και τον Απρίλιο του ’41 ο τρόμος των Γερμανών. Οι άνθρωποι λούφαξαν στα σπίτια, οι δυνάμεις κατοχής όργωναν τις πόλεις και τα χωριά. Και τότε όλοι πίστεψαν πια πως ο Χαράλαμπος δεν ήταν αυτός που έδειχνε. Τον έβλεπαν να καλημερίζεται με το Γερμανό Διοικητή, πολλές φορές μάλιστα ήπιαν μαζί καφέ στο καφενείο της πλατείας. Όλοι πίστεψαν πως ήταν προδότης και δικαιώθηκαν για την αντιπάθεια που του είχαν. Εκείνος όμως κατάφερε το σκοπό του. Οι Γερμανοί επιτάξανε τρία σπίτια στο χωριό, όχι όμως του Χαράλαμπου που ήταν και το μεγαλύτερο.
Εκείνο το καλοκαίρι οι άνθρωποι δεν πολυκατάλαβαν ελλείψεις στο καθημερινό τους τραπέζι, είχαν τα μποστάνια τους και τα κοτέτσια τους. Όμως το φθινόπωρο οι σοδειές κατασχέθηκαν και στα χωράφια μπήκαν φωτιές για να γίνουν στέρφα. Ο χειμώνας μπήκε άγριος και οι μανάδες άρχισαν να κοιτάνε σκεφτικές τα κατσαρολικά τους γιατί οι προμήθειες τελείωναν με γοργούς ρυθμούς και είχαν παιδιά να ταΐσουν.
«Γιωργία, έλα παιδί μου να σου πω», φώναξε ο Χαράλαμπος, βγάζοντας τα γυαλιά του και αφήνοντας στην άκρη το βιβλίο που διάβαζε. Τσακίστηκε το κορίτσι να τρέξει κοντά του.
«Απόψε θα ξεκινήσουμε κόρη μου. Μόλις περάσουν τα μεσάνυχτα θα φύγεις για το σπίτι της Μάρθας του Νικόλα. Θυμήσου ό,τι σου έχω πει, θες να τα ξαναπώ;»
«Θυμάμαι, δεν έχω ξεχάσει τίποτε, ποτέ δεν θα ξεχάσω»
Μέσα στην άγρια νύχτα η Μάρθα με τα τέσσερα παιδιά και τον άντρα της χαμένο στην Αλβανία, πετάχτηκε από το κρεβάτι της σαν τρελή. Ποιος μπορεί να ήταν τέτοια ώρα; Όταν είδε μπροστά της τη Γεωργία σάστισε. «Βάλε μια ζακέτα και πάμε, σε θέλει ο κυρ Χαράλαμπος» της είπε και έφυγαν μες στη νύχτα αθέατες σκιές.
Ο Χαράλαμπος τις περίμενε πίσω από την πόρτα, άνοιξε, κάτι πήγε να πει η Μάρθα αλλά της έκανε νόημα να σωπάσει. Στη μέση του καθιστικού τράβηξε ένα χαλί και άνοιξε μια καταπακτή, κατέβηκε τη στενή ξύλινη σκάλα και τους έκανε νόημα να τον ακολουθήσουν. Η Μάρθα κοίταξε γύρω της και είδε 2-3 σακιά πεταμένα στο πάτωμα και 2 πιθάρια σε μια γωνιά. Και τότε είδε τον Χαράλαμπο να τραβάει στην άκρη τα σακιά και να ανοίγει μια άλλη καταπακτή πιο στενή από την επάνω. Τους έκανε νόημα να κατέβουν. Και τότε η Μάρθα αντίκρισε κάτι που δεν θα ξέχναγε ποτέ στη ζωή της. Ένα τεράστιο υπόγειο, τουλάχιστον όσο όλο το σπίτι, γεμάτο με κάθε λογής τρόφιμα σε τέτοιες ποσότητες που θα μπορούσαν να συντηρήσουν ολόκληρο το χωριό για πολύ καιρό. Ξαφνικά ξεκαθάρισαν όλα στο μυαλό της σαστισμένης γυναίκας! Αυτό το υπόγειο έφτιαχναν οι ξένοι εργάτες που δε μιλούσαν ελληνικά! Όλα αυτά τα αγαθά του Θεού ξεφόρτωναν τα φορτηγά μέσα στα καρφωμένα κασόνια τόσο καιρό! Γι αυτό ο Χαράλαμπος καλόπιανε τους Γερμανούς!
Εκείνος δουλεύοντας γρήγορα και μεθοδικά είχε ήδη γεμίσει ένα μεγάλο τσουβάλι με τρόφιμα και το ανέβαζε με αγκομαχητό τη στενή σκαλίτσα. Πάνω, στο καθιστικό, την έστησε απέναντί του:
«Όταν τελειώσουν ειδοποίησε τη Γεωργία. Σου υπόσχομαι ότι τα παιδιά σου δεν θα πεινάσουν όσο περνάει από το χέρι μου. Ό,τι είδες απόψε θα το ξεχάσεις βγαίνοντας από αυτή την πόρτα, αν μιλήσεις σε οποιονδήποτε κινδυνεύουμε κι εγώ κι εσύ, κατάλαβες;». Άφωνη ακόμη η Μάρθα κούνησε το κεφάλι της ότι κατάλαβε. Έκανε να βγει από την πόρτα, κοντοστάθηκε και γύρισε με τα μάτια θολά από τα δάκρυα, έσκυψε και πήρε τα χέρια του στα δικά της, κόλλησε πάνω τους τα χείλη της, «συγγνώμη» ψιθύρισε κι έφυγε μέσα στη νύχτα φορτωμένη τη ζωή που της χάρισε ο μονόχνοτος άνθρωπος.
Την επόμενη νύχτα η Γεωργία χτύπαγε την πόρτα της Κατερίνας του Στυλιανού και την επόμενη της Λένης του Δημοσθένη. Κάθε νύχτα μια πόρτα έκλεινε πίσω από μια μάνα και σε λίγο ξανάνοιγε για να ξανακλείσει πίσω από μια γυναίκα με θολά μάτια και ανακουφισμένη καρδιά ότι τα παιδιά της δεν θα πεινάνε πια.
Κανείς, ποτέ δεν άκουσε να μιλάνε στο χωριό για το τι έκανε στην Κατοχή ο Χαράλαμπος Δηλαβέρης. ‘Όλα τα σπίτια ήξεραν, κανείς δεν πρόδωσε ποτέ το μυστικό του, ούτε άλλαξαν τη συμπεριφορά τους απέναντί του για να μην καταλάβει ο εχθρός, προφύλαξαν τον άνθρωπό τους όσο καλύτερα γινόταν ώσπου να λήξει η Κατοχή και να ανασάνουν πάλι οι άνθρωποι ελεύθεροι.
Ακόμη σήμερα στο χωριό ζουν κάποια από τα παιδιά που εκείνος δεν επέτρεψε να υποφέρουν από την πείνα. Τον θυμούνται και μιλάνε γι’ αυτόν καμιά φορά στο καφενείο, κι όταν κάποιος νεότερος τους ρωτά «μα τέλος πάντων ποιος ήταν αυτός ο Δηλαβέρης;», απαντούν «Η απόδειξη πως καμιά φορά τα φαινόμενα απατούν».
ΕΥΓΕΝΙΑ Α. ΛΙΤΣΑ
https://www.facebook.com/100064566617306/posts/974689934693218/?rdid=G4U5i7X9Ba3xdt2s#

Θα χαρούμε να ακούσουμε τις σκέψεις σας

Αφήστε ένα σχόλιο

Το Ρωμαίικο
Logo

Ραδιόφωνο του Ρωμαίικου