Μια από τις πιο λαμπρές σελίδες στη χρυσή βίβλο των Μαρτύρων έγραψαν οι Νεομάρτυρες, οι οποίοι μαρτύρησαν κατά τη σκοτεινή περίοδο της Τουρκοκρατίας, και τη φώτισαν και τη λάμπρυναν με την ομολογία της πίστεως και με το αίμα τους.
Από τις σελίδες του “Νέου Μαρτυρολογίου” που συνέγραψε ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης παρελαύνει πλήθος Νεομαρτύρων. Μεταξύ αυτών εξέχουσα θέση κατέχει μια νεαρή κόρη από τα μέρη της κεντρικής Μακεδονίας, και συγκεκριμένα από το χωριό Χρυσή, της Επαρχίας Αλμωπίας, του Νομού Πέλλης, που ονομάζεται Χρυσή. Ήταν πράγματι Χρυσή, όνομα και πράγμα. Δοκιμάστηκε ως “χρυσός εν χωνευτηρίω” και βρέθηκε με πίστη εικοσιτεσσάρων καρατίων. Λουσμένη στο μαρτυρικό της αίμα, καθαρή και λελαμπρυσμένη έγινε δεκτή από τον ουράνιο αγωνοθέτη “ως ολοκάρπωμα θυσίας”.
Η εξωτερική ζωή της ήταν απλή, όπως απλή ήταν και η ίδια στη συμπεριφορά και τους τρόπους. Ήταν ολιγογράμματη χωριατοπούλα, αλλά σοφή κατά Θεόν με ζωντανή πίστη και εσωτερική καθαρότητα και σταθερότητα καταπληκτική.
Γεννημένη από γονείς φτωχούς, αλλά τίμιους βιοπαλαιστές, εργαζόταν σκληρά μαζί με τις τρεις αδελφές της. Η Χρυσή ήταν πανέμορφη και στην εξωτερική όψη, και αυτό για εκείνη την εποχή ήταν δυστύχημα για τους σκλαβωμένος Έλληνες, γιατί τις όμορφες κοπέλες τις άρπαζαν οι αγάδες για τα χαρέμια τους ή τις πίεζαν να αλλαξοπιστήσουν και να γίνουν σύζυγοί τους. Αυτό το δεύτερο συνέβη και στην αγία Χρυσή. Την ώρα που μάζευε καυσόξυλα στο βουνό με άλλες συγχωριανές της, ένας τούρκος, θαμπωμένος από την ομορφιά της, την άρπαξε και στη συνέχεια προσπαθούσε με κάθε τρόπο να την πείσει να αλλάξει την πίστη της και να τον παντρευτεί. Επειδή έβλεπε ότι ήταν αδύνατο να επιτύχει τον σκοπό του, έστειλε κάποιες τουρκάλες της εμπιστοσύνης του για να της μιλήσουν, όπως ξέρουν να ομιλούν οι γυναίκες σε γυναίκα, με την ελπίδα ίσως μπορέσουν αυτές να της αλλάξουν τη γνώμη. Όταν απέτυχε και με αυτόν τον τρόπο να της αλλάξει τη γνώμη, ανάγκασε με απειλές τους γονείς της και τις αδελφές της να την επισκεφθούν για να τη μεταπείσουν αυτοί. Τότε εκείνοι με κλάματα και μοιρολόγια την προέτρεπαν να αλλαξοπιστήσει εξωτερικά για να γλιτώσει ενώ εσωτερικά να εξακολουθήσει να παραμένει Χριστιανή. “Αλλά η μεγαλόψυχη Χρυσή τους απάντησε: “Πατέρα έχω τον Κύριό μου Ιησού Χριστό, μητέρα την Κυρία Θεοτόκο, αδελφούς και αδελφές έχω τους Αγίους και τις Αγίες της Εκκλησίας μας” και στη συνέχεια τους έδιωξε. Μπροστά στη σταθερότητα της Χρυσής οι τούρκοι απάντησαν με φρικτά βασανιστήρια. Τελικά στις 13 Οκτωβρίου 1795, κατέκοψαν το σώμα της με μαχαίρια και έτσι πανάξια έλαβε το στεφάνι του μαρτυρίου από τον Νυμφίο Χριστό”.
Ίσως προκαλεί εντύπωση η πνευματική ωριμότητα, η σοφία, η σταθερή προσήλωση στην πίστη των Πατέρων της και η άρνησή της να παντρευτεί τον αλλόθρησκο, καθώς και η συμπεριφορά προς τους γονείς της, την οποία, όπως θα δούμε παρακάτω, σχολιάζει και επαινεί ο μέγας εν Αγιορείταις άγιος Νικόδημος.
Ας δούμε, στη συνέχεια, αναλυτικά τα δύο αυτά σημεία.
Πρώτον, αρνείται να παντρευτεί έναν αλλόθρησκο, όταν εκείνος της ζητά να αρνηθεί την πίστη και τις παραδόσεις με τις οποίες γαλουχήθηκε και μεγάλωσε. Δεν δελεάζεται από τα πλούτη και την καλοπέραση, αλλά ούτε πτοείται από τις φοβέρες, τις απειλές και τα απάνθρωπα βασανιστήρια. Είναι νέα κοπέλα με μέλλον και με όνειρα για τη ζωή. Προκειμένου όμως να προδώσει ό,τι τίμιο έχει, την άγια πίστη, τη ζωντανή παράδοση, την ίδια την ζωή της προτιμά το μαρτύριο. Της είναι αδύνατο να ζει πεθαμένη, γι’ αυτό πεθαίνει για να ζήσει. Γιατί ζωή δεν είναι η βιολογική ύπαρξη, αλλά η κοινωνία με τον δημιουργό και την πηγή της ζωής, τον Τριαδικό Θεό. Όποιος γνώρισε τον Θεό στα όρια της προσωπικής του ζωής και γεύτηκε τη ζωοποιό Θεία Χάρη αυτός δεν λογαριάζει θάνατο. Θάνατο θεωρεί τον χωρισμό του από τον Θεό. Όταν η χάρη του Θεού πλημμυρίζει την ψυχή και το σώμα, τότε ο άνθρωπος με τίποτε δεν αρνείται την πίστη του και θεωρεί το μαρτύριο σαν θεόσταλτο δώρο. Όταν όμως η ψυχή δεν έχει γευτεί τη Χάρη, αυτό “το ζών ύδωρ”, τότε κυριαρχείται από τα πάθη και από το πονηρό πνεύμα, το οποίο μέσα από τα πάθη εξουσιάζει το θέλημα του ανθρώπου. Τα μεγαλύτερα πάθη είναι αυτά της φιληδονίας, της φιλαργυρίας και της φιλοδοξίας και στον βωμό τους θυσιάζεται, πολλές φορές χωρίς τον παραμικρό δισταγμό, κάθε ιερό και όσιο.
Δεύτερον, η απάντηση που έδωσε στους γονείς και τα αδέλφια της, μοιάζει με τα λόγια του Χριστού, που όταν μίλησε για τη μητέρα και τα αδέλφια Του είπε: “Φίλοι μου και αδελφοί μου είναι εκείνοι που ποιούν το θέλημα του ουράνιου Πατέρα μου”. Ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, σχολιάζοντας την ενέργεια της μάρτυρος να αποπέμψει τους γονείς και τα αδέλφια της, καθώς και τα σοφά της λόγια, λέγει: “Εύγε της μεγαλοψύχου ανδρείας! εύγε της προς Θεόν αληθινής αγάπης! εύγε της σοφής διανοίας, της ούσης ουρανίων επαίνων αξίας! Κατά αλήθειαν, αδελφοί, επληρώθη εις την αγίαν ταύτην εκείνο οπού είπεν ο θείος Δαβίδ· “ο πατήρ μου και η μήτηρ μου εγκατέλιπόν με, ο δε Κύριος προσελάβετό με” (Ψαλμ. κστ’ 10) και εκείνο οπού είπεν ο Κύριος, “μή νομίσητε ότι ήλθον βαλείν ειρήνην επί την γήν· ουκ ήλθον βαλείν ειρήνην, αλλά μάχαιραν· ήλθον γαρ διχάσαι άνθρωπον κατά του πατρός αυτού, και θυγατέρα κατά της μητρός αυτής και εχθροί του ανθρώπου οι οικιακοί αυτού” (Ματθ. 1,34).
Η εσωτερική ελευθερία, η σταθερότητα στην πίστη, η αυταπάρνηση και το γενναίο φρόνημα της Παρθενομάρτυρος σε ημέρες πονηρές, όπως αυτές που ζούμε, κατά τις οποίες βασιλεύει η υποκρισία, η ιδιοτέλεια, το ευμετάβολο και η πνευματική υποδούλωση στη χούντα των παθών, ας είναι για όλους εμάς φωτεινός οδοδείκτης, φάρος και λαμπρό παράδειγμα προς μίμηση.