Νοσηρός φόβος / Παπαδόπουλος Θεόφιλος, Δάσκαλος

Η χειρότερη μορφή του φόβου σε ένα παιδί είναι ο νοσηρός φόβος. Παντού το παιδί φαντάζεται κινδύνους. Έχει το συναίσθημα ότι θα συμβεί κάτι κακό. Άλλα παιδιά δεν έχουν εμπιστοσύνη στον εαυτό τους και νομίζουν πως δε λύνουν σωστά κανένα πρόβλημα, άλλα παιδιά έχουν ταραγμένο ύπνο ή ξυπνούν τη νύχτα και φωνάζουν τρομαγμένα. Για τα παιδιά αυτά θα έπρεπε να δικάζονται οι γονείς, οι δάσκαλοι και, κυρίως, οι φορείς των μέσων μαζικής ενημέρωσης ή καλύτερα εξαγρίωσης, όπως πετυχημένα τα προσομοιάζει ο λαός μας. Έχουν ταραγμένο ύπνο τα παιδιά, γιατί όλη η ζωή τους είναι τραυματισμένη και αναστατωμένη. Βλέπουν στην τηλεόραση σκηνές τρόμου και βίας ή διαβάζουν δηλητηριασμένα έντυπα.

Ίσως ακόμη τα παιδιά αυτά, με τον ταραγμένο ύπνο, να κοιμήθηκαν, κάτω από τις απειλές της μάνας τους: «κοιμήσου, γιατί θα φωνάξω τον δράκο ή τον χωροφύλακα». Και, δυστυχώς, πολλοί γονείς έχουν υποβιβάσει στη θέση του φόβητρου και τον ίδιο τον δάσκαλο: «Δε θα ανοίξει το σχολείο…» ή «τώρα θα φωνάξω τον δάσκαλο…».

Οι φράσεις αυτές είναι πολύ συνηθισμένες ακόμη και σήμερα, που στα σχολεία κυριαρχεί η ζεστή, ήμερη και ήπια ατμόσφαιρα της αγάπης και της ευλογίας μεταξύ των δασκάλων και των παιδιών. Ο εγκληματικός αυτός εκφοβισμός των παιδιών είναι πιο συνηθισμένος στην επαρχία. Τα σπίτια ακουμπούν σχεδόν στο δάσος. Η νύχτα εκεί είναι γεμάτη φόβο και μυστήριο. Τυλίγει όλο το δάσος, το χωριό, τα σπίτια. Είναι η κατοικία των θηρίων. Η μάνα, χωρίς να καταλαβαίνει πόσο ταράζει την ψυχή του παιδιού της, το απειλεί, πως αν δεν κοιμηθεί νωρίς ή δε φάει το φαγητό του, θα κατεβεί ο λύκος ή η αλεπού. Και το μικρό παιδί τρομάζει, στυλώνει τα ματάκια του στο παράθυρο και, παραλυμένο από τον φόβο, τρώει ή κλείνει τα μάτια του και αγωνίζεται να κοιμηθεί… Όμως τα μάτια του ανοίγουν σ’ έναν άλλο κόσμο, από δάση πυκνά, από σκιές, από νύχτα, έναν κόσμο ταραχής και απειλής, που κυνηγάει την τρυφερή ψυχή του όλη τη νύχτα μέσα σε όνειρα φοβερά, που το οδηγούν στην ψύχωση και τη φοβία.

«Οι οικογένειες», γράφει ο Cooper, «αποτελούν τον ενδιάμεσο ανάμεσα στην κοινωνική πραγματικότητα και στα παιδιά τους. Αν αυτή η κοινωνική πραγματικότητα είναι μεστή από αλλοτριωμένες κοινωνικές μορφές, τότε η αλλοτρίωση αυτή θα μεταβιβαστεί στο παιδί, και το παιδί θα τη νιώσει σαν αποξένωση στις δια-οικογενειακές σχέσεις. Πολλές από τις πιο «ενωμένες οικογένειες, πολλοί από τους πιο «ευτυχισμένους γάμους», είναι εκείνες και εκείνοι όπου οι άνθρωποι ζουν τις σχέσεις τους αποξενωμένοι ο ένας από τον άλλο. Μπορεί να αποφύγει κανείς την αποξένωση ή και να την αρνηθεί. Μπορεί να αποξενωθεί από την ίδια του την αποξένωση. Αλλά αν -για λόγους που είμαστε σε θέση να εξηγήσουμε- η άρνηση αυτή είναι ανέφικτη, τότε το άτομο θα προσπαθήσει, πιθανότατα, να ελαττώσει την οδυνηρή του σύγχυση, καταφεύγοντας σε ένα «ψυχωτικό» οικοδόμημα: μπορεί να πει, λόγου χάρη, ότι η διάνοιά του ελέγχεται από μιαν ηλεκτρική μηχανή, ή από εξωγήινους ανθρώπους. Τα οικοδομήματα, όμως, αυτά είναι κατά μεγάλο μέρος ενσαρκώσεις της οικογενειακής διαδικασίας, που παρουσιάζεται φαινομενικά σαν μια ουσιαστική πραγματικότητα, μα που δεν είναι τίποτα άλλο από την αλλοτριωμένη μορφή της δράσης ή της πράξης των μελών της οικογένειας, η οποία δεσπόζει κυριολεκτικά στη σκέψη του ψυχωτικού μέλους. Οι αλληγορικοί αυτοί εξωγήινοι άνθρωποι είναι, στην κυριολεξία, η μητέρα, ο πατέρας και τα αδέλφια που κάθονται γύρω από το τραπέζι του πρωινού, μαζί με τον αποκαλούμενο ψυχωτικό άρρωστο;

Στην καθημερινή ομιλία συγχέουμε πολύ συχνά την κυριολεξία και τη μεταφορά. Ποιος θα μπορούσε να ισχυριστεί πως, στο παράδειγμά μας, ο άρρωστος είναι παράφρονας, επειδή βρίσκεται σε ένα μεταφορικό πλάνο.

Οι αντιψυχίατροι, ενισχυμένοι από παράπλευρες ή ομογενείς γνώμες του Minkowski, όπως και του Sartre μιλούν για μια πραγμοποίηση του παιδιού που παραμορφώνεται μέσα στην προβληματική οικογένεια. Για να μπορέσει το παιδί να βρει την ισορροπία του και την προσαρμογή του στη μικροκοινωνία της οικογένειας, χρειάζεται τη στοργή, την αγάπη και τη στήριξη των γονιών του. Είναι κρίμα που δε διδασκόμαστε από την άγια κληρονομιά που μας άφησαν οι πρόγονοί μας. Εκείνοι στις δύσκολες μέρες της Τουρκοκρατίας φρόντιζαν, χωρίς να ξέρουν ψυχολογία και παιδαγωγική, για τον χαρούμενο και ήμερο ύπνο των παιδιών τους. Το κοίμιζαν, μέσα στη μυροφόρα αγκαλιά τους και καθώς βλεφάριζε ο ύπνος πάνω στα όμορφα παιδικά μάτια, η μάνα άφηνε τον πόνο και την κούραση μακριά και με τα νανουρίσματα ταξίδευε το παιδί της μέσα σε κάμπους κατάφυτους και σε πολιτείες ευτυχισμένες:

 

Ύπνε, που παίρνεις τα μικρά, έλα, πάρε και τούτο,

Μικρό μικρό σου το’ δωκα, μεγάλο φέρε  μου το·

Μεγάλο σαν ψηλό βουνό, ίσιο σαν κυπαρίσσι,

Κι οι κλώνοι του ν’  απλώνονται σ’ ανατολή και δύση.

Χήνα μου, άπλωσε τα φτερά, να πλύνω του παιδιού μου,

Αϊτέ μου, τα φτερούγια σου, ν’ απλώσω τα’ αγοριού μου,

Κι εσύ αηδόνι μου χρυσό, στην κούνια να καθίσεις,

Με τη γλυκιά σου τη φωνή, να μου το νανουρίσεις.

Και σαν το δεις να κοιμηθεί, τα μάτια του να κλείσει,

Τρέξε, τον ύπνο φώναξε, να μου το σεργιανίσει.

Έλα, ύπνε, και πάρε το, πάν’ το στα περιβόλια.

Και γέμισε τους κόρφους του τριαντάφυλλα και ρόδα·

Τα ρόδα θα είν’ της μάνας του και τα’ άνθη του κυρού του.

Και τα χρυσά τριαντάφυλλα θανά είναι του νουνού του.

Μακάρι, να γυρίσουν στα σπίτια των παιδιών μας τα νανουρίσματα, που αγιάζουν και καθαρίζουν την ψυχή μας από τρόμους, φοβίες και συμπλέγματα και κάνουν το σπίτι μας τόπο σιγουριάς και παρουσίας του Θεού και της αγάπης Του σε μας. Το θαύμα ενός σπιτιού δεν είναι πως σε φυλάει, πως σου δίνει θαλπωρή, ούτε πως είσαι ο κάτοχος των τοίχων του. Το θαύμα ενός σπιτιού είναι, που απόθεσε, που έβαλε μέσα μας αργά αργά αυτές τις προμήθειες από γλυκά· γιατί σχημάτισε στο βάθος της καρδιάς αυτό τον άγιο όγκο, απ’ όπου γεννιούνται, σαν τα νερά της πηγής, τα «όνειρα».

Μακάρι τα σπίτια των παιδιών μας να χωρέσουν μέσα τους όλη τη ζέστη της αγάπης και της τρυφερότητας. Η αγάπη γαληνεύει όλο το σπίτι, όπως μ’ ένα θείο δάχτυλο γαληνεύει η θάλασσα…

Μέσα στο σπίτι της αγάπης και της ευδοκίας ποτέ δε φυτρώνουν τα αγκάθια της κατωτερότητας και του φόβου. Πώς όμως, θα μπορέσουμε να βοηθήσουμε τους μειονεκτικούς; Δύσκολα δίνω οδηγίες, προτιμώ να φανερώνω πράξεις και εμπειρίες από τη ζωή μου και από τη ζωή του κόσμου που μας περιβάλλει και που τον διαβάζω και τον κρίνω. Εκεί που υπάρχει καλά οργανωμένη η χριστιανική ζωή, νομίζω πως δε μένει καμιά πόρτα ανοιχτή να μπουν τα αισθήματα κατωτερότητας και οι φόβοι. Το παιδί πρέπει να έχει ιδανικά. Ξέρετε τι είναι ιδανικά; Κάτι σαν πραγματοποίηση καλών επιθυμιών μας, κάτι σαν θεία κοινωνία για τους πιστούς…. Βλέπω έναν ωραίο δρόμο, γεμάτο ιδρώτα  και δώρα ευτυχίας. Και τον ακολουθώ αυτόν τον δρόμο ως το τέλος. Και από τα χέρια μου χύνεται το καλό στον κόσμο, που είναι κοντά του. Και από τα μάτια μου ανεβαίνει η προσευχή για τον καλό Θεό και τον καλό άνθρωπο. Αυτό είναι ιδανικά και αίσθηση ευτυχίας… Κι όταν λιγοστεύω τον ίσκιο και το κρύο από την ψυχή του γείτονα, είναι κι αυτό ιδανικό και ευτυχία.

Κι όταν σηκώνω τα χέρια από τα έργα μου, όπως ο Θεός από τον πηλό του και λέω: δόξα σοι ο Θεός, και τα έργα μου καθαρά, όπως βρεφικό πρόσωπο, και άξια όσο ο πόνος της μάνας και πολύ ανθρώπινα, ώστε να τραγουδήσουν πιο πολλοί άνθρωποι, τη μέρα ή την ώρα, που τελειώνω τα έργα μου κι αυτό είναι ιδανικό και ευτυχία…

Κι όταν συναντώ έναν άγιο, που τον ρίχνουν τα γηρατειά στον άξιο δρόμο του και μου λέει: συνέχισε γιε μου, κι εγώ συνεχίζω τον δρόμο τον καλό και τον δύσκολο, είναι κι αυτό ιδανικό και γλυκιά ευτυχία…

Πρέπει να μάθουμε τα παιδιά μας να παλεύουν. Για να φτάσει εδώ που είναι ο πολιτισμός μας χρειάστηκε έργα, θυσίες, μόχθο και μεγάλη, πολύ μεγάλη ψυχή. Πρέπει η ζωή του παιδιού να είναι γεμάτη από έργα καλά και από αγώνα δυνατό και ασταμάτητο.

Τότε δε μένει χρόνος άδειος και ψυχή άδεια, για να κυριαρχήσουν μέσα της τα συμπλέγματα της κατωτερότητας.

Θα χαρούμε να ακούσουμε τις σκέψεις σας

Αφήστε ένα σχόλιο

Το Ρωμαίικο
Logo

Ραδιόφωνο του Ρωμαίικου