Ἡ αἰδώς καί ἡ δίκη ἀποτελοῦν στοιχειώδεις προϋποθέσεις τῆς πολιτικῆς τέχνης, τῆς ἱκανότητας δηλαδή μέ τήν ὁποία ἐφοδιάστηκε ὁ ἄνθρωπος, γιά νά ὀργανώνει πολιτεῖες καί νά μπορεῖ ὅσο γίνεται νά συμβιώνει ἁρμονικά μέ τούς ἄλλους. Νά θυμίσουμε ὅτι, σύμφωνα μέ τόν Πλάτωνα, «ἡ πόλη γεννήθηκε, γιά νά μπορέσουν νά ζήσουν οἱ ἄνθρωποι, ἀλλά συνεχίζει νά ὑπάρχει γιά νά ζοῦν καλά». Παραθέτουμε σύντομα -λόγῳ τῆς ἐπικαιρότητας- τόν πρωταγόρειο μύθο, πού διασώζει ὁ ὁμώνυμος πλατωνικός διάλογος:
Ὅταν οἱ θεοί ὁλοκλήρωσαν τά ἐκμαγεῖα τῶν δημιουργημάτων τους καί ἦρθε ἡ ὥρα νά τά παρουσιάσουν, ἀνέθεσαν στόν Προμηθέα καί τόν Ἐπιμηθέα νά ἐπιλέξουν καί νά μοιράσουν στό κάθε εἶδος τίς κατάλληλες ἰδιότητες καί τά ἀπαραίτητα ὅπλα ἄμυνας. Πρῶτος ὁ Ἐπιμηθέας ἀνέλαβε αὐτό τό ἔργο. Ἔτσι, τό κάθε πλάσμα ἀπέκτησε τό δικό του ἰδιαίτερο στοιχεῖο, πού θά τοῦ ἐξασφάλιζε τήν ἐπιβίωσή του, ὅπως τήν ταχύτητα, τόν ὄγκο, τή δύναμη, τήν εὐελιξία, τά φτερά, τό πυκνό τρίχωμά του, τό σκληρό δέρμα κ.ο.κ.
Ξεχάστηκε ὅμως ὁ Ἐπιμηθέας καί διέθεσε ὅλες τίς εὐεργετικές ἰδιότητες καί ὅλα τά ὅπλα στά ζῶα, χωρίς νά κρατήσει κάτι γιά τόν ἄνθρωπο. Τότε, ἀνέλαβε ὁ Προμηθέας νά κλέψει ἀπό τόν Ἥφαιστο τή φωτιά, τήν ὁποία, ἐν εἴδει ἔντεχνης σοφίας, δώρισε στόν ἄνθρωπο καί τόν κατέστησε ἔτσι παντοδύναμο δημιούργημα μεταξύ τῶν ὑπολοίπων ἐμβίων ὄντων.
Ὡστόσο, ὁ Δίας διαπίστωσε ὅτι καμιά προμηθεϊκή εὐεργεσία, καμιά ἔντεχνη σοφία δέν θά μποροῦσε νά ἐξασφαλίσει τήν ἁρμονική συμβίωση τῶν ἀνθρώπων χωρίς δύο στοιχεῖα, τά ὁποῖα ἐκεῖνος μέ τή θεϊκή του σοφία θά κληροδοτοῦσε στό ἀνθρώπινο γένος. Κι αὐτά ἦταν ἡ Αἰδώς καί ἡ Δίκη. Δηλαδή, ὁ αὐτοσεβασμός καί ἡ δικαιοσύνη.
Ἔτσι ὁ Δίας ἔστειλε τόν Ἑρμῆ νά προσφέρει στούς κατοίκους τῶν πόλεων τά δύο αὐτά στοιχεῖα, ἀπαραίτητα γιά τή συνύπαρξη, τήν εὐταξία καί τήν εὐτυχία τους. Μάλιστα, σέ ἐρώτηση τοῦ Ἑρμῆ γιά τό πῶς θά ἔπρεπε νά μοιράσει τίς δυό αὐτές ἀρετές, καί ἄν θά ἔπρεπε νά τίς διασπείρει ἐπιλεκτικά, ὅπως τά ἄλλα χαρίσματα, ὁ ὀλύμπιος «πατέρας θεῶν καί ἀνθρώπων» ἀποφάνθηκε κατηγορηματικά: «Νά τίς μοιράσεις σέ ὅλους ἀδιακρίτως». Καί συνέχισε ἐπιτακτικά: «Νά θεσπίσεις νόμο ἐκ μέρους μου, γιά ὅποιον δέν μετέχει στήν αἰδῶ καί τή δικαιοσύνη νά φονεύεται ὡς μίασμα, ὡς νόσος τῆς πόλεως». («Καὶ νόμον γε θὲς παρ’ ἐμοῦ τὸν μὴ δυνάμενον αἰδοῦς καὶ δίκης μετέχειν, κτείνειν ὡς νόσον τῆς πόλεως»).
Αὐτή ἡ Αἰδώς εἶναι ὁ λόγος, ἡ αἰτία, ἡ μάνα τῆς Δικαιοσύνης. Χωρίς αὐτή τήν ντροπή πού προέρχεται ἀπό τόν σεβασμό πού ἔχουμε μέσα μας, καμιά προμηθεϊκή εὐεργεσία, καμία «ἔντεχνη σοφία» καί κανένα «πῦρ» κατασκευῆς δέν μπορεῖ νά ἀποτελέσει ὅρο καί προϋπόθεση δικαιοσύνης. Ὁ θεϊκός νόμος γιά τή «νόσον τῆς πόλεως», πού προβλέπει τήν ἐσχάτη τῶν ποινῶν, ἀναφέρεται σ’ ἐκεῖνον πού στερεῖται τίς δύο αὐτές ἔννοιες, δηλαδή στόν ἀναιδῆ ἤ στόν ἀναίσχυντο καί στόν ἄδικο ἤ στόν ἰταμό. Αὐτή ἡ νόσος τῆς πολιτείας, ὅταν γενικευθεῖ, γίνεται ἐπιδημία καί ὁ κίνδυνος τοῦ ἀφανισμοῦ εἶναι αὐτονόητος.
Τόν ἀρχαῖο μύθο ἔφεραν στή σκέψη μας τά ὄντως ἀποκαρδιωτικά διαπραττόμενα στήν πατρίδα μας καί γιά τή συχνότητα καί γιά τή γενίκευση. Στίς «πονηρές» μέρες πού ζοῦμε «ἡ νόσος τῆς πόλεως» τείνει νά καταστεῖ «ἀρχή τῆς πόλεως».
Κραυγαλέο παράδειγμα ἡ σπουδή γιά τή νομιμοποίηση τοῦ γάμου τῶν ὁμόφυλων ζευγαριῶν. Τό νομοσχέδιο γιά τήν ἰσότητα στόν γάμο εἶναι ἤδη ἕτοιμο -σύμφωνα μέ πληροφορίες ἀθηναϊκῆς ἐφημερίδας- καί μέσα στούς ἑπόμενους μῆνες οἱ βουλευτές θά κληθοῦν νά τό ψηφίσουν κατά συνείδηση. Ἐάν περάσει ἀπό τή Βουλή, τά ὁμόφυλα ζευγάρια θά ἔχουν πλέον τή δυνατότητα νά παντρεύονται στήν Ἑλλάδα μέ πολιτικό γάμο. Ἔχει ἐπίσης ἀποφασισθεῖ καί ἡ δυνατότητα υἱοθεσίας.
Μετά τίς τελευταῖες ἐθνικές ἐκλογές ὁ πρωθυπουργός δήλωσε σέ συνέντευξή του στό «Bloomberg»: «Οἱ γάμοι μεταξύ ὁμόφυλων ζευγαριῶν θά γίνουν πραγματικότητα κάποια στιγμή καί αὐτό εἶναι μέρος τῆς στρατηγικῆς μας. Ἡ ἑλληνική κοινωνία εἶναι πολύ πιό ἕτοιμη καί ὥριμη». Εἶναι γνωστό βέβαια ὅτι οἱ πολιτικοί μας διαγκωνίζονται γιά τό ποιός θά προηγηθεῖ σέ ὅλα αὐτά. Δέν τούς ἐνδιαφέρει οὔτε ἡ δημογραφική μας συρρίκνωση οὔτε ἀναλογίζονται ποιά χώρα κυβερνοῦν οὔτε τούς ἀπασχολεῖ τί λέει γιά τό θέμα αὐτό τό εὐαγγέλιο. Ἄραγε, συναισθάνονται ὅτι διαπράττουν φοβερή ὕβρη καί ὅτι ἡ νέμεση θά ἔρθει ἐπάνω μας ἀκόμη σκληρότερη; Τί κακό πρέπει νά περιμένουμε, γιά νά σταματήσει ἡ κατάφωρη περιφρόνηση τῶν ἠθικῶν ἀξιῶν καί παραδόσεων τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ;
Νά, λοιπόν ποῦ ὁδηγούμαστε, ὅταν λείπει ἡ Αἰδώς καί ἡ Δικαιοσύνη: σέ φαινόμενα πού ἐγγυῶνται τήν τέλεια ἀπορρύθμιση τῆς κοινωνίας. Ἡ ἔλλειψη τῆς Αἰδοῦς καί τῆς Δικαιοσύνης χαρακτηρίζουν τό ἄθλιο ἦθος μιᾶς κοινωνίας, στήν ὁποία καταργεῖται κάθε ἱερό καί ὅσιο καί κάθε φόβος Θεοῦ. Σέ κάθε μορφή ἐξουσίας σκοπός ἤ πρόσχημα τοῦ κράτους εἶναι ἡ δικαιοσύνη, ἡ νομική συνέπεια τῆς ντροπῆς. Καί εἶναι τόσα τά τεκμήρια τοῦ ἠθικοῦ ξεπεσμοῦ σήμερα! Αὐτό ὅμως δέν σημαίνει πώς πρέπει νά συναινεῖ κανείς, βλέποντας τήν ἀναίδεια, τήν ἀναισχυντία, τήν ἀδικοπραξία καί τόν ἄδικο λόγο.
Στόν Θουκυδίδη ἐπίσης διαβάζουμε μία ἀνάλογη σκέψη: «Ἡ αἰδὼς σωφροσύνης πλεῖστον μετέχει» (Ἡ ντροπή ἀποτελεῖ σημαντικό στοιχεῖο τῆς σωφροσύνης). Τί, λοιπόν, μᾶς χρειάζεται, γιά νά συνέλθουμε; Εὔστοχα ὁ τραγικός ποιητής Εὐριπίδης προτείνει: «Ἡ ἀρετή ἀναπτύσσεται μέ τή μόρφωση. Συνεχῶς πρέπει νά ἐπιδιώκουμε τήν ἀρετή κι ἄν πολιτεύονται οἱ ἄνδρες μέ σωφροσύνη, ἀκόμα πιό ἰσχυρή θά γίνει ἡ πόλη». Ἀσφαλῶς πολύ θετικότερα ἀποτελέσματα θά ἔχουμε καί σέ προσωπικό καί σέ συλλογικό ἐπίπεδο, ὅταν ἡ μόρφωση εἶναι ἡ «ἄνωθεν κατερχομένη σοφία», ἡ κατά Θεόν. Μακάρι νά συνειδητοποιήσουμε ποῦ πᾶμε καί νά μετανοήσουμε, πρίν εἶναι ἀργά καί πρίν «ἡ νόσος τῆς πόλεως» μᾶς ἀφανίσει.