“Υπάρχει ένα ορισμένο «επίπεδο ανεντιμότητας» στην κοινή ανάγνωση της ιστορίας από τους ανθρώπους – άρρηκτα συνδεδεμένο με τη χώρα, με τον πολιτισμό, με την εισοδηματική τάξη των πολιτών, με τα συμφέροντα, με την ωριμότητα, με τη γνώση, με την καλλιέργεια και με την ιδιοσυγκρασία τους.
Στα πλαίσια αυτά πολλοί, κοιτάζοντας πίσω στις αποκρουστικές τυραννίες του παρελθόντος, στις τερατώδεις κυβερνήσεις, στους καταστροφικούς πολέμους, στα απίστευτα εγκλήματα, καθώς επίσης στις οδυνηρές χρεοκοπίες και στις εξ αυτών γενοκτονίες, αναρωτιούνται πώς μπόρεσαν να συμβούν.
Πώς ήταν δυνατόν οι άνθρωποι της συγκεκριμένης γενιάς να επέτρεψαν τέτοιες «ανισορροπίες»; Γιατί δεν έκαναν κάτι για να τις αποφύγουν; Γιατί δεν αντέδρασαν; Γιατί δεν διαμαρτυρήθηκαν; Γιατί παρέμειναν ουδέτεροι παρατηρητές της ίδιας τους της καταστροφής; Γιατί δεν διδάχθηκαν από την ιστορία και τις εμπειρίες των προγόνων τους;
Χωρίς καμία αμφιβολία, πολλές κοινωνίες απέτυχαν, όσον αφορά την ενεργητική αντιμετώπιση των προβλημάτων τους, επειδή είχαν ξεχάσει τη δική τους ιστορία – βιώνοντας σταδιακά την εξαφάνιση του πολιτισμού τους. Κάποιες προκάλεσαν ακόμη και την «αποτέφρωση» του Έθνους τους, επειδή έκαναν τόσο μεγάλα λάθη, η μελέτη των οποίων σήμερα οδηγεί στο συμπέρασμα ότι, είχαν προσβληθεί από μία ανεξήγητη, μαζική σχιζοφρένεια”.
Άποψη
Με κριτήριο τα παραπάνω είμαστε σίγουροι πως κάποια στιγμή στο μέλλον, τα παιδιά μας θα αναρωτηθούν γιατί επιτρέψαμε στη σκιώδη εξουσία της Τρόικας να αναλάβει τα ηνία της Ελλάδας – να τη θέσει αμαχητί υπό την κατοχή των δανειστών της και να μετατρέψει πολλές γενιές Ελλήνων σε σκλάβους χρέους. Γιατί ανεχθήκαμε πρωθυπουργούς-πιόνια, ορισμένους ανεπάγγελτους και καθυστερημένους διανοητικά, η μοναδική ικανότητα των οποίων ήταν να λένε ψέματα – καθώς επίσης να προδίδουν ανερυθρίαστα το κόμμα τους, την ιδεολογία τους, τους εκλογείς και την πατρίδα τους.
Οι μελλοντικές γενιές θα αναρωτηθούν επίσης γιατί δεν αντιδράσαμε στην απώλεια της εθνικής μας ανεξαρτησίας, της κυριαρχίας και της ελευθερίας μας, γιατί αποδεχθήκαμε αναντίρρητα τη μεθοδική καταστροφή της οικονομίας της Ελλάδας, την επαίσχυντη καταπάτηση του ελληνικού συντάγματος, την κοινοβουλευτική δικτατορία, καθώς επίσης την αποδυνάμωση του Κράτους Δικαίου.
Τέλος, τα παιδιά μας δεν θα λύσουν εύκολα τις απορίες τους, όσον αφορά το γιατί μείναμε απαθείς απέναντι στην καταδίκη εκατοντάδων χιλιάδων μικρομεσαίων επιχειρήσεων στη χρεοκοπία, στην τρομακτική ανεργία, στη λεηλασία της ιδιωτικής και δημόσιας περιουσίας μας, στις διεθνείς προσβολές, στην εξαθλίωση καθώς επίσης στην άδικη ποινή της εξορίας, η οποία επιβλήθηκε σε χιλιάδες Έλληνες.
Προφανώς, εάν μπορούσαμε τότε να απαντήσουμε θα λέγαμε ότι, δεν υπήρχαν εναλλακτικές δυνατότητες, αφού τα χρέη της πατρίδας μας ήταν αδύνατον να εξυπηρετηθούν – ενδεχομένως ότι έφταιξε το ευρώ, ότι δεν διαθέταμε τους κατάλληλους ηγέτες, ότι η διαφθορά είχε σαπίσει σχεδόν ολόκληρο το πολιτικό σύστημα και ένα μεγάλο μέρος της κοινωνίας, καθώς επίσης ότι είχαμε οδηγηθεί «ενδοτικά» σε έναν μονόδρομο, από τον οποίο δεν υπήρχε διέξοδος.
Η απάντηση των απογόνων μας τότε είναι κάτι περισσότερο από εύλογη – ενώ καμία μελλοντική γενιά δεν πρόκειται να πιστέψει πως ένας ολόκληρος λαός είναι δυνατόν να οδηγηθεί στο «ικρίωμα», από μία μικρή ενδοτική, διεφθαρμένη ομάδα ή από ένα νόμισμα, όσα ελαττώματα και αν έχει.
Δεν θα πιστέψει ούτε πως η γενιά μας δεν είχε τα μέσα να αντιδράσει απέναντι στο σύστημα. Πόσο μάλλον όταν γνώριζε ότι η ίδια το συντηρούσε, με την ανοχή και με τη γενικότερα φοβισμένη, δειλή συμπεριφορά της – επειδή τρόμαζε στην ιδέα πως δεν θα υπήρχαν γάζες στα νοσοκομεία ή χαρτί υγείας στα Σούπερ Μάρκετ.
Τα παιδιά ή τα εγγόνια μας θα μας πουν λοιπόν καταρχήν ότι, μία χώρα με ιδιωτικές αποταμιεύσεις της τάξης των 500 δις €, συμπεριλαμβανομένων αυτών σε τράπεζες του εξωτερικού, μεγάλο μέρος των οποίων διώξαμε μόνοι μας, είχε τα μέσα για να εξυπηρετήσει τα χρέη της – μεταξύ άλλων, αυτοχρηματοδοτούμενη με εθνικά ομόλογα.
Πολύ περισσότερο όταν η Ελλάδα είχε στην ιδιοκτησία της μία δημόσια περιουσία που υπερέβαινε τα 300 δις €, έναν ανυπολόγιστο υπόγειο πλούτο, καθώς επίσης απαιτήσεις απέναντι στη Γερμανία αρκετά υψηλότερες των 150 δις €. Εκτός αυτού, αφού είχε επί πλέον τη δυνατότητα να ζητήσει αποζημιώσεις από όλες εκείνες τις εταιρείες που της πούλησαν πολεμικό εξοπλισμό, διαφθείροντας τους πολιτικούς με δισεκατομμύρια μίζες, δεν έπρεπε να ισχυρίζεται αδυναμία εξόφλησης των οφειλών της.
Στη συνέχεια, οι απόγονοί μας θα μας πουν πώς ένα Έθνος, με ιδιωτική ακίνητη περιουσία άνω του 1 τρις €, με εξαιρετικά κερδοφόρους οικονομικούς πυλώνες (τουρισμός, γεωργία, ναυτιλία), στην καλύτερη εποχή της ιστορίας του από γεωπολιτικής πλευράς, δεν θα έπρεπε να επιμένει στο ότι, αδυνατεί να εξυπηρετήσει τις υποχρεώσεις του – τόκους περί τα 6 δις € ετήσια ουσιαστικά, αφού τα χρεολύσια «ανακυκλώνονται».
Προφανώς, τα παιδιά μας δεν θα πιστέψουν πως οι γονείς τους ήταν τόσο ηλίθιοι, ώστε να χάσουν σχεδόν 1 τρις € (μείωση της αξίας των ακινήτων, πτώση των εισοδημάτων, κατάρρευση του χρηματιστηρίου κλπ.), απλά και μόνο επειδή δεν ήθελαν να πληρώσουν τα 300 δις € που όφειλαν.
Σίγουρα δεν θα καταλάβουν γιατί οι γονείς τους δεν ζήτησαν αποζημιώσεις από όλες εκείνες τις εταιρείες και τους διεθνείς τοκογλύφους, οι οποίοι κέρδισαν τεράστια ποσά στοιχηματίζοντας στη χρεοκοπία της χώρας – καταθέτοντας αγωγές του κράτους εναντίον τους. Μία χρεοκοπία την οποία οι ίδιοι οι τοκογλύφοι προκάλεσαν, επιλέγοντας όχι τον αδύνατο, αλλά τον ανόητο κρίκο της Ευρωζώνης –χρησιμοποιώντας τα ασφάλιστρα κινδύνου (CDS), καθώς επίσης πολλά άλλα χρηματοπιστωτικά προϊόντα μαζικής καταστροφής.
Ενδεχομένως οι απόγονοί μας θα συμπληρώσουν ότι, σε εκείνες τις χώρες που βασιλεύει η αυτοκαταστροφικότητα, η μισαλλοδοξία, η διχόνοια και η εμφύλια «καταγγελιομανία», δεν μπορεί να υπάρξει μέλλον – αφού παύουν να λειτουργούν τα πάντα. Πως στις πολιτισμένες δημοκρατίες δεν υπάρχουν μονόδρομοι, ότι δεν ζητήσαμε καν τη συμμετοχή μας στην ψήφιση των νόμων και στον έλεγχο της εξουσίας (άμεση δημοκρατία), πως δεν υπάρχουν προβλήματα χωρίς λύσεις, καθώς επίσης ότι πάντοτε οι εναλλακτικές δυνατότητες είναι πολύ περισσότερες από δύο.
Τέλος, τα παιδιά ή τα εγγόνια μας θα συμπληρώσουν πως παραδοθήκαμε χωρίς να δώσουμε έστω μία μάχη –καθώς επίσης ότι εμείς είμαστε οι προδότες αυτής της πανέμορφης, πάμπλουτης, ευλογημένης από τον Θεό χώρας και κανένας άλλος, οπότε το λιγότερο που οφείλουμε να κάνουμε είναι να ντραπούμε για τις πράξεις μας, χωρίς να κατηγορούμε κανέναν άλλο.
Υστερόγραφο: Πού θα καταλήξουμε; Εκεί που κατέληξαν οι πάμπλουτες χώρες της Λατινικής Αμερικής την πρώτη αποικιοκρατική εποχή: όπου οι νέοι ιδιοκτήτες τους έβαζαν τους ιθαγενείς να εργάζονται μέρα-νύχτα έναντι πινακίου φακής, παρακολουθώντας τους με τα μαστίγια για να παράγουν όσο το δυνατόν περισσότερο πλούτο για τους ίδιους.
*Βασίλης Βιλιάρδος, Οικονομολόγος
Ειδικότητα: Mάκρο-οικονομικά / Πολιτική Οικονομία