
Δρ. Έρατώ Ζέλλιου – Μαστοροκώστα
Ο Ιωάννης Καποδίστριας γεννήθηκε στην Κέρκυρα στις 31 Ιανουαρίου 1776. Αφού φοίτησε σε σχολεία της πατρίδας του το 1794 πήγε στην Ιταλία και σπούδασε ιατρική. Επέστρεψε στην Κέρκυρα το 1797, αλλά μη ανεχόμενος την τότε γαλλική κατοχή της πατρίδας του το 1809 πήγε στην Πετρούπολη, όπου ήταν ήδη γνωστός από το έως τότε έργο του στα Επτάνησα.
Στην Ρωσία γνώρισε τον πλούσιο Έλληνα Ιωάννη Δομπόλη και του ενέπνευσε την ιδέα να κληροδοτήσει την περιουσία του, για να ιδρυθεί το πρώτο πανεπιστήμιο στην Ελλάδα όταν ελευθερωνόταν από τον τούρκικο ζυγό, διότι οι Έλληνες αναγκάζονταν να πηγαίνουν στην Ιταλία και σε άλλες χώρες της Δ. Ευρώπης για να σπουδάσουν.
Και όταν ο τσάρος Αλέξανδρος Α’ τον προσέλαβε ως σύμβουλο και το 1815 τον έκανε υπουργό των εξωτερικών, η προσφορά του στην παιδεία ήταν μεγαλύτερη, διότι κατά τον Πλάτωνα: “εστι δε που (η παιδεία) η μεν’ επι σώμασι γυμναστική, η δε επί ψυχή γυμναστική” και η γυμνασμένη ψυχή δεν αντέχει την σκλαβιά από έναν βάρβαρο μάλιστα κατακτητή. Γι’ αυτό στο συνέδριο της Βιέννης το 1814 ζήτησε συνδρομές υπέρ των πτωχών Ελλήνων “των διψώντων παιδείαν”. Ο τσάρος έδωσε ετήσιο ποσό 200 ολλανδικά δουκάτα, οι άλλοι ηγεμόνες και τα σημαίνοντα πρόσωπα διάφορα ποσά και τα μισά χρήματα τα έστειλε στην Αθήνα για τη συντήρηση των σχολείων και τα άλλα μισά σε άλλη κωμόπολη για την ίδρυση σχολείου. Έτσι έγινε η Εταιρεία των φιλομούσων.
Αλλά και το 1815 στο περίφημο υπόμνημα του για την οργάνωση των Ιονίων νήσων, διατύπωσε κατηγορηματικά την ανάγκη ιδρύσεως πανεπιστημίου στην Ιθάκη, για να μην αναγκάζονται οι νέοι της σκλαβωμένης Ελλάδος να σπουδάζουν στα πανεπιστήμια της Ευρώπης, την οποία αυτοί εκπολίτισαν.1 Και όταν η πρόταση του αυτή απορρίφθηκε από τον Άγγλο αρμοστή, διότι από 17 Νοεμβρίου 1815 τα Ιόνια νησιά ήταν υπό την προστασία (κατοχή) της Αγγλίας, ο Ι. Καποδίστριας συνεργάσθηκε με τον φιλέλληνα Φρειδερίκο – Νορθ Γκυίλφορδ για την ίδρυση της Ιουνίου Ακαδημίας στην Κέρκυρα τον Μάιο του 1824, στην οποία φοιτούσαν νέοι όχι μόνο από τα Επτάνησα, την Στερεά Ελλάδα, την Β. και Ν. Ήπειρο μας, την Μακεδονία, αλλά ακόμη και την Μ. Ασία.
Και όταν η εθνική συνέλευση της Τροιζήνος το 1827, εξέλεξε κυβερνήτη της Ελλάδος και έφτασε στο Ναύπλιο στις 8 Ιανουαρίου και στην Αίγινα, όπου ήταν η έδρα της τριμελούς Αντικυβερνητικής Επιτροπής, στις 11 Ιανουαρίου 1828, παρά τα μεγάλα προβλήματα που αντιμετώπιζε, διότι και ο πόλεμος και χρήματα δεν υπήρχαν, από το πρώτο έτος άρχισε να οργανώνει την παιδεία και να κτίζει διδακτήρια.
Στις 8 Οκτωβρίου 1828 θεμελίωσε τον ναό και το ορφανοτροφείο Αιγίνης, μεγαλοπρεπές οικοδόμημα για την εποχή του, και από τις αρχές Μαρτίου 1829 εγκαταστάθηκαν 500-600 ορφανά παιδιά. Στο ορφανοτροφείο λειτουργούσαν αλληλοδιδακτικά σχολεία, “τρεις κλάσεις ελληνικών μαθημάτων” και “χειροτεχνεία”, δηλαδή εργαστήρια διαφόρων τεχνών για τους μαθητές που υστερούσαν στα μαθήματα, αλλά η στοιχειώδης εκπαίδευση ήταν υποχρεωτική για όλους και ήταν εκπαίδευση εθνική και ηθική. Στον περίβολο του ορφανοτροφείου λειτουργούσαν τυπογραφείο, όπου τυπώνονταν και όλα τα σχολικά βιβλία και αξιόλογη βιβλιοθήκη, στην οποία με εντολή του Ι. Καποδίστρια συγκέντρωναν παλαιά χειρόγραφα, για να περισωθούν.
Τον Ιούνιο του 1829 λειτούργησε στο ορφανοτροφείο και το Πρότυπο σχολείο για τους προχωρημένους μαθητές, οι οποίοι θα γίνονταν διδάσκαλοι. Οι ανίκανοι διδάσκαλοι θα απολύονταν και οι ικανοί θα αμείβονταν με προαγωγή και αύξηση του μισθού τους.
Και καθόρισε “εις προικισμόν του ορφανοτροφείου, εις υποστήριξιν των αλληλοδιδακτικών σχολείων, σχολείων τυπικών, σχολείων ανωτέρας τάξεως δια τους εκκλησιαστικούς πολιτικούς και δια τους αφιερωθησομένους εις την σπουδήν των επιστημών, των τεχνών και της φιλολογίας” να φορολογείται η εκκλησιαστική περιουσία και τα επιτόπια έσοδα. Αλλά και ο λαός, επειδή έβλεπε ότι ο Ι. Καποδίστριας ζούσε λιτότατα και υποθήκευσε τα κτήματα του την Κέρκυρα για προμήθεια σίτου κυρίως από την Μάλτα για τους λιμοκτονούντες Έλληνες, συνέβαλε στην οικοδόμηση και λειτουργία του κάθε σχολείου. Τα υπόλοιπα έξοδα της παιδείας τα κάλυπτε από τον αναιμικό δημόσιο προϋπολογισμό ή από κάποιες μικρές δωρεές.
Αφού οργάνωσε τα αλληλοδιδακτικά σχολεία, άρχισε να οργανώνει τη δευτέρα βαθμίδα της εκπαιδεύσεως, τα τυπικά σχολεία, όπως επικράτησε να ονομάζονται τότε τα ελληνικά σχολεία της εποχής της τουρκοκρατίας, αλλά δεν πρόλαβε να τα οργανώσει όλα. Ίδρυσε όμως στην Αίγινα το Κεντρικό Σχολείο, ένα ανώτερο εκπαιδευτικό ίδρυμα “δια τους έχοντας έφεσιν να ναδεχθώσιν το διδασκαλικόν επάγγελμα… εις τα τυπικά της Ελληνικής Επικράτειας σχολεία” και για όσους νέους θα ήθελαν να ακολουθήσουν ανώτερες σπουδές σε άλλους κλάδους, το οποίο άρχισε να λειτουργεί από τον Ιανουάριο του 1830. Ήταν δε οι αιτήσεις για τη φοίτηση στο Κεντρικό σχολείο τόσες πολλές, ώστε πέντε μήνες μετά τη λειτουργία του ο Ι. Καποδίστριας έδωσε εντολή να κτισθεί νέο διδακτήριο, το οποίο κτίσθηκε με δωρεά του μεγάλου φιλέλληνα Εϋνάρδου (jean-Gabriel Eynard), γι’ αυτό και το διδακτήριο αυτό, το λαμπρότερο οικοδόμημα της τότε εποχής, ονομάσθηκε Εϋνάρδειον. Το πρώτο έτος φοιτούσαν 350 σπουδαστές και αρκετοί ήταν υπότροφοι της κυβερνήσεως, κυρίως οι υιοί των αγωνιστών και αυτοί που προέρχονται από τις υπόδουλες περιοχές της Ελλάδος.
Η επίσημη έκθεση, την οποία υπέβαλε στις αρχές του 1831 ο γραμματέας της “επί των Εκκλησιαστικών πραγμάτων και της Δημοσίου Εκπαιδεύσεως Γραμματείας” Νικόλαος Χρυσόγελος στον Ι. Καποδίστρια, έγραφε ότι λειτουργούσαν 121 κυβερνητικά αλληλοδιδακτικά και ελληνικά – τυπικά σχολεία με 9.246 μαθητές και άλλοι 5.000 μαθητές διδάσκονταν από διδασκάλους, επειδή δεν υπήρχαν διδακτήρια. Δηλαδή λειτουργούσαν στην Πελοπόννησο 31 αλληλοδιδακτικά και 19 ελληνικά, στα νησιά 33 αλληλοδιδακτικά και 18 ελληνικά, στην Στερεά Ελλάδα 7 αλληλοδιδακτικά και 2 ελληνικά σχολεία. Λειτουργούσαν και 11 “κυβερνητικά εκπαιδευτικά καταστήματα”, δηλαδή σχολεία που τα συντηρούσαν αποκλειστικώς η κυβέρνηση, εκ των οποίων τα 4 ήταν αλληλοδιδακτικά με 387 μαθητές και τα 7 ελληνικά με 610 μαθητές. Αυτά ήταν κυρίως τα σχολεία του ορφανοτροφείου της Αίγινας και τα “εις την ένδοξον του Μεσολογγίου πόλιν”. Όπως έγραφε ο Ν. Χρυσόγελος, οι Έλληνες επιθυμούσαν τόσο πολύ την μάθηση, ώστε “προκρίνουν να πεινούν μάλλον ή να εγκαταλείψουν τα τέκνα των εις αισχράν αμάθειαν”, γι’ αυτό με χρηματική επιχορήγηση της κυβερνήσεως, αν και ο δημόσιος προϋπολογισμός ήταν αναιμικός, βρίσκονταν υπό ανέγερση σχολεία σε πολλές πόλεις, κωμοπόλεις και νησιά της Ελλάδος, για να φοιτούν και ελληνόπουλα από τις πλησίον σκλαβωμένες περιοχές.
Στην ίδια έκθεση ο Ν. Χρυσόγελος ανέφερε και το Κεντρικό Πολεμικό σχολείο Ναυπλίου, το οποίο ιδρύθηκε τον Ιανουάριο του 1829 και σ’ αυτό συγχωνεύθηκε η Σχολή Πυροβολικής και Ευελπίδων. Ανέφερε το Εκκλησιαστικό σχολείο Πόρου, το οποίο ιδρύθηκε τον Φεβρουάριο του 1830 και στεγαζόταν στην μονή Ζωοδόχου Πηγής. Την Αγροτική σχολή στην Τίρυνθα, η οποία ιδρύθηκε με δωρεά του Εϋνάρδου και δώριζε σε κάθε απόφοιτο και τα απαραίτητα γεωργικά εργαλεία, και την Εμπορική σχολή της Σύρου.
Ο Ι. Καποδίστριας, ο οποίος προσέφερε τόσα στην παιδεία της Ελλάδος με την ίδρυση τόσων σχολείων, αλλά και τυπογραφείων, διότι εκτός από το τυπογραφείο στην Αίγινα, ίδρυσε και στο Ναύπλιο και στην Σύρο και στην Ύδρα, δεν πρόλαβε να ιδρύσει πανεπιστήμιο, αν και για την ίδρυση του ενδιαφέρθηκε, όπως αναφέραμε, από το 1809, διότι δολοφονήθηκε στις 27 Σεπτεμβρίου 19831 στην είσοδο του ναού του Αγίου Σπυρίδωνος στο Ναύπλιο. Πανεπιστήμιο ιδρύθηκε επί Όθωνος στην Αθήνα, η οποία έγινε πρωτεύουσα του ελληνικού κράτους το 1834, και άρχισε να λειτουργεί στις 3 Μαΐου 1837.
- Οι Έλληνες εκπολίτισαν την Δ. Ευρώπη τρεις φορές. Πρώτη φορά από τον 7ο π.Χ. αιώνα και μετά με την ίδρυση των αποικιών στην Σικελία και Ν. Ιταλία, την μεγάλη Ελλάδα όπως την ονομάζαν, η οποία συνεχίσθηκε με την κατάκτηση της κυρίως Ελλάδος τον 2ο π.Χ. αιώνα, από την οποία πήραν περισσότερες από 100.000 γλυπτά έργα για να στολίσουν τις κατοικίες τους. Δεύτερη φορά επί Ιουστιανού τον 6ο μ.Χ. αιώνα, διότι οι Ούνοι το 476 είχαν καταλάβει και την Ρώμη. Αλλά και πάλι εκβαρβαρίσθηκε η Δ. Ευρώπη και οι Έλληνες λόγιοι κυρίως, που κατέφυγαν στην Δύση, πριν η μετά την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως την αποφράδα ημέρα της της 29ης Μαΐου 1453, την εκπολίτισαν για τρίτη φορά.