Αὐτὸ τὸ θέμα μᾶς προτρέπει νὰ διερευνήσουμε τὶς πράξεις, ἀλλὰ καὶ νὰ εἰσχωρήσουμε στὰ ἄδυτα τῆς ψυχῆς ἑνὸς ἀνθρώπου, ὁ ὁποῖος ἀκολούθησε ἑκούσια καὶ συνειδητὰ στὴ ζωὴ του τὴν ὁδὸ τῆς θυσίας καὶ τῆς αὐταπαρνήσεως, ἀρετὲς ἀπόλυτα συμβατὲς μὲ τὴν Χριστιανικὴ διδασκαλία ἀλλὰ καὶ μὲ τὴν ἰδέα τοῦ Ἐθελοντισμοῦ. Αὐτὸ θὰ ἐπιχειρηθεῖ μέσα ἀπὸ ἕνα ἐνδεικτικὰ ἐπιλεγμένο πλαίσιο ὁρισμένων σταθμῶν τῆς ζωῆς του.
Ὁ Καποδίστριας γεννήθηκε στὴν Κέρκυρα τὸ 1776. Γονεῖς του ἦταν ὁ Κερκυραῖος Πολιτικὸς Ἀντωνομάρια καὶ ἡ Ἠπειρώτισσα Διαμαντίνα Γονέμη. Ὑπῆρξε τὸ ἕκτο παιδὶ αὐτῆς τῆς εὐσεβοῦς πολύτεκνης οἰκογένειας, δύο μάλιστα ἀπὸ τὶς ἀδερφὲς του ἔγιναν μοναχές1. Ὁ λόγιος ἱερωμένος Ἀνδρέας Ἱδρωμένος πολὺ συνέβαλε στὴν Ἐκκλησιαστική του Παιδεία. Ἐπίσης τὸν βοήθησε καὶ ἡ φιλία ποὺ εἶχε μὲ τὸν Μητροπολίτη Ἄρτης καὶ μετέπειτα Οὐγγροβλαχίας Ἰγνάτιο, ἡ οἰκία τοῦ ὁποίου στὴ Ρωσσία ἀπετέλεσε ἀργότερα ἕνα ἀπὸ τὰ πνευματικά του καταφύγια.
Σὲ ἡλικία 21 ἐτῶν ὁ Ἰωάννης ἐπέστρεψε στὴν Πατρίδα του ὕστερα ἀπὸ τὴν ὁλοκλήρωση τῶν σπουδῶν του στὸ ὀνομαστὸ Πανεπιστήμιο Μπῶ τῆς Padova, μὲ τὴν ἀπόκτηση τῶν διπλωμάτων Ἰατρικῆς, Φιλοσοφίας καὶ Νομικῆς. Στὴν Ἰταλία ἀπέφυγε μὲ σωφροσύνη καὶ νηφαλιότητα τὶς προκλήσεις τῆς ἐποχῆς. Στὴν Κέρκυρα ἄσκησε τότε τὸ ἐπάγγελμα τοῦ χειρούργου ἰατροῦ. «Σὰν νεαρὸς γιατρὸς ἦταν ὁ πιὸ δημοκρατικὸς ἄνθρωπος τῆς Κέρκυρας. Διακρίθηκε γιὰ τὴν προθυμία του νὰ παρέχει τὶς ἰατρικὲς του ὑπηρεσίες ἀφιλοκερδῶς», σημειώνει ὁ Δ. Γατόπουλος2.
Τὸ 1809, σὲ ἡλικία 32 ἐτῶν, ὕστερα ἀπὸ πρόσκληση τοῦ Τσάρου, ἐγκαταστάθηκε στὴν Ἁγία Πετρούπολη τῆς Ρωσσίας. Μὲ τὸ ἦθος, τὴν ἐργατικότητα, τὴν εὐφυΐα ἀλλὰ καὶ τὶς γνώσεις του, δὲν ἄργησε νὰ κερδίσει τὴν εὔνοια τοῦ πανίσχυρου τότε αὐτοκράτορα Ἀλεξάνδρου. Ἔτσι ἔφτασε στὸ ζηλευτὸ ἀξίωμα τοῦ Ὑπουργοῦ τῶν Ἐξωτερικῶν τῆς μεγάλης αὐτῆς Χώρας. Ἦταν ἡ ἐποχὴ ποὺ τὸ ἄστρο του μεσουράνησε στὸ διπλωματικὸ καὶ πολιτικὸ στερέωμα τῆς Εὐρώπης, ἀπὸ τὸ 1809 ἕως τὸ 1826, εἰδικότερα κατὰ τὴν τελευταία ἑπταετία. Ποτέ, ὅμως, δὲν εἶδε αὐτὸ τὸ ἀξίωμά του ὡς εὐκαιρία γιὰ προσωπικό του πλουτισμό. Ὅταν ὁ Τσάρος τοῦ προσέφερε σύνταξη –τὴν ὁποία ἐξ ἄλλου δικαιοῦτο λόγῳ τῶν ἐξαιρετικῶν του ὑπηρεσιῶν – ἐκεῖνος ἀρνήθηκε. Τὸ ἴδιο ἔγινε καὶ μὲ τὸν αὐτοκράτορα τῆς Γαλλίας ὁ ὁποῖος τοῦ προσέφερε ἕνα σημαντικὸ ποσὸ ἀπὸ εὐγνωμοσύνη, ἐπειδὴ ἀπέτρεψε τὸν διαμελισμὸ τῆς Χώρας του ἀπὸ τὶς Μεγάλες Δυνάμεις τῆς ἐποχῆς μετὰ τὴν πτώση τοῦ Ναπολέοντα. Εἶναι γνωστὴ ἡ συμβολὴ τοῦ Καπποδίστρια καὶ στὸ θέμα τῆς διαφυλάξεως τῆς οὐδετερότητας τῆς Ἑλβετίας. Ἡ ἀφιλοχρηματία του φαίνεται καὶ ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι ἀρνήθηκε ἀργότερα δύο φορὲς τὸν μισθὸ ποὺ τοῦ ἐνέκριναν ἡ Βουλὴ καὶ ἡ Γερουσία τῶν Ἑλλήνων.
Ὁ Καπποδίστριας ὑπῆρξε μία συγκροτημένη καὶ ὁλοκληρωμένη προσωπικότητα. Ἐβίωνε τὴν Ὀρθόδοξη πίστη, καὶ ὅλες του οἱ ἐνέργειες διαπνέονταν ἀπὸ τὶς ἠθικὲς ἀρχὲς καὶ τὰ φιλάδελφα αἰσθήματά του. Θαυμάζουμε τὴν ἀκεραιότητα τοῦ χαρακτῆρα του καὶ μέσα ἀπὸ μία ἐπιστολὴ πρὸς τὸν πατέρα του. Ἔγραφε: «Εἶμαι εὐχαριστημένος… Ἀντιστάθηκα στὶς πιὸ μεγάλες καὶ γοητευτικὲς προτάσεις… Μοῦ προσφέρθηκαν περισσότερες ἀπὸ μία ὡραῖες ἀποκαταστάσεις. Τὶς ἀρνήθηκα χωρὶς δυσαρέσκειαν. Θὰ εἶχα γίνει Κροῖσος στὰ πλούτη, ἀλλὰ στοὺς ἀντίποδες. Θὰ εἶχα προχωρήσει κατὰ χίλια βήματα στὴ σταδιοδρομία μου, ἀλλὰ ἔξω ἀπὸ τὶς ἀρχές μου, ἀπὸ τὴν ἀτμόσφαιρά μας. Δὲν τὸ θέλησα καὶ οὔτε θὰ τὸ θελήσω ποτέ… Ἐλπίζω στὴν θεϊκὴ προστασία». Σὲ ὅλες τὶς φάσεις τῆς ζωῆς του παρέμεινε πάντα σταθερὸς στὶς οἰκογενειακὲς ἀρχὲς καὶ στὴν Ὀρθόδοξη πίστη του. Τὶς ἡμέρες τοῦ Πάσχα 1811 ἔγραψε στὸν πατέρα του: «Μεθαύριο, Μεγάλη Πέμπτη, θὰ ἐκπληρώσω τὰ χριστιανικά μου καθήκοντα. Θὰ κοινωνήσω…».
Στὴ συνέχεια ἀναφέρουμε μερικὲς ἀπὸ τὶς ἐνέργειες, οἱ ὁποῖες ἐπιβεβαιώνουν τὶς ἀρετὲς τοῦ ἀνδρός: στὸ Συνέδριο τῆς Βιέννης τὸ 1815, ἐνῶ ὅλοι διασκέδαζαν, ἐκεῖνος ζοῦσε λιτὰ καὶ ὑπεύθυνα: «Οἱ Αὐτοκράτορες χορεύουν, οἱ Βασιλεῖς χορεύουν, ὁ Μέττερνιχ χορεύει, ὁ Καστελρέϊ χορεύει, ὅλος ὁ κόσμος χορεύει», γράφει ἐφημερίδα τῆς ἐποχῆς. Μόνον ὁ Καπποδίστριας δὲν χόρευε. Σοβαρὸς καὶ μετρημένος ξενυχτοῦσε πάνω στὰ διπλωματικά του ἔγγραφα σκεπτόμενος μὲ ποιὸν τρόπο θὰ μποροῦσε νὰ βοηθήσει τὴ σκλαβωμένη Πατρίδα του. Ἦταν τότε ποὺ προέτρεψε τὸν τσάρο Ἀλέξανδρο νὰ ἡγηθεῖ μίας Συνομοσπονδίας Ὀρθοδόξων Κρατῶν, στὰ ὁποῖα θὰ συγκαταλεγόταν βέβαια καὶ ἡ ὑπόδουλη τότε Ἑλλάδα, μὲ σκοπὸ τὴν ἀποτίναξη τοῦ Ὀθωμανικοῦ ζυγοῦ καὶ τὴν ὁμαλὴ ἐνσωμάτωσή της σὲ μία μεγάλη Εὐρωπαϊκὴ Οἰκογένεια «γύρω ἀπὸ μίαν κοινὴν Πατρίδα, τὴν Ἡνωμένην Εὐρώπην», ὅπως ἔγραψε. Αὐτὸ τὸ σχῆμα θὰ βασιζόταν πάνω στὶς χριστιανικὲς ἀρχὲς τῆς ἀλληλεγγύης καὶ τῆς ἰσότητας, καὶ θὰ περιελάμβανε καὶ τὰ μικρότερα κράτη, μὲ τὴν κατάθεση ἑνὸς Ὑπομνήματος γιὰ μία Πανευρωπαϊκὴ συνεργασία καὶ ἑνότητα. Ἔτσι ὁ Καπποδίστριας ἀναδεικνύεται ὡς ὁ πρῶτος ὀραματιστὴς μίας ἑνωμένης Χριστιανικῆς Εὐρώπης. Τὸ ὅραμα τῆς ἑνωμένης Εὐρώπης πραγματοποιήθηκε, δυστυχῶς, ὅμως, ἡ Εὐρώπη σήμερα τείνει νὰ ἀρνηθεῖ τὴ Χριστιανικὴ καταγωγή της καὶ παρατηρεῖται μία μεγάλη ἀνισότητα ἀνάμεσα στὶς χῶρες τοῦ Βορρᾶ καὶ τοῦ Νότου της.
Ὁ Καποδίστριας μόχθησε ὡσαύτως γιὰ τὴν πνευματικὴ ἀναβάθμιση τῆς Νεολαίας. Πίστευε πὼς ἡ ἀνόρθωση τοῦ Γένους συνδεόταν ἄμεσα μὲ τὴ μόρφωση τῶν Ἑλληνοπαίδων: «Χωρὶς πίστιν εἰς τὸν Θεόν, ἀγάπην εἰς τὴν Πατρίδαν καὶ ἐκμάθησιν τῆς Ἑλληνικῆς Γλώσσης, τὰ Ἑλληνόπουλα θὰ χαθοῦν στὶς ξένες Χῶρες. Φροντίστε, λοιπόν, νὰ διατηρεῖτε ἄσβεστες στὶς ψυχὲς τῶν μαθητῶν σας αὐτὲς τὶς ὕψιστες ἀξίες», ἔγραφε τότε πρὸς τοὺς διδασκάλους τοῦ Ἐξωτερικοῦ. Μὲ τὴ συνεργασία τοῦ λογίου ἀρχιμανδρίτη Ἀνθίμου Γαζῆ ἵδρυσε τὴν «Φιλόμουσον Ἑταιρεία τῆς Βιέννης», μὲ σκοπὸ τὴ μόρφωση τῶν Ἑλληνοπαίδων. Διέθεσε μάλιστα σημαντικὰ ποσὰ γι᾿ αὐτὸν τὸν σκοπό.
Τὸ 1817 ἐκκλησιαζόταν τακτικὰ τὶς Κυριακὲς στὴν Ἑλληνικὴ Ἐκκλησία τῆς Μόσχας, ὅπου: «Αἰσθανόταν ἰδιαιτέραν χαράν, ἐπειδὴ εἶχεν τὴν εὐκαιρίαν νὰ ἀκροᾶται καὶ νὰ ἐννοεῖ τὴν γλῶσσαν εἰς τὴν ὁποίαν δεόμεθα», δηλαδὴ τὴν ὡραιοτάτη καὶ συνεκτικὴ Ἑλληνικὴ γλῶσσα, τὴν ὁποία ἐμεῖς σήμερα, δυστυχῶς, τόσο κακοποιοῦμε!
Ὁ ἔξοχος ἄνδρας ἔπραττε πάντα κατὰ συνείδησιν. Ὅταν διεπίστωσε τὴν ἀλλαγὴ Πολιτικῆς τοῦ Τσάρου – ὑπὸ τὴν ἐπήρεια τοῦ Μέττερνιχ – πάνω στὸ Ἑλληνικὸ Ζήτημα, τότε δὲν δίστασε νὰ ὑποβάλει εὐθαρσῶς τὴν παραίτησή του. Μάλιστα τοῦ ὑπενθύμισε τὰ λόγια του κατὰ τὴν στιγμὴ τῆς ἀναλήψεως τῶν ὑψηλῶν καθηκόντων του: «Μεγαλειότατε, ὁσάκις εὑρεθῶ πρὸ τοῦ τραγικοῦ διλήμματος νὰ ὑποστηρίξω τὰ συμφέροντα τῆς σκλαβωμένης Πατρίδος μου ἢ τὰ συμφέροντα τῆς ἀχανοῦς Αὐτοκρατορίας Σας, δὲν θὰ διστάσω οὔτε στιγμή: θὰ τεθῶ μὲ τὸ μέρος τῆς Πατρίδος μου. Εἶμαι Ἕλλην καὶ θὰ μείνω Ἕλλην γιὰ πάντα».
Δὲν δίστασε νὰ θυσιάσει ἀκόμη καὶ τὸν ἁγνὸ ἔρωτά του πρὸς τὴν ἐκλεκτὴ Ἑλληνίδα Ρωξάνδρα Στούρτζα, ὅταν ἀπεφάσισε νὰ κατέβει πρὸς ἐκεῖνο τὸ «ἀπέραντο ἐρείπιο», τὴν ἀγαπημένη του Ἑλλάδα, ὕστερα ἀπὸ τὴν πρόσκληση τῆς Γ΄ Ἐθνοσυνελεύσεως τῶν Ἑλλήνων, τὸ 1827.
«Ἀγωνιῶ νὰ προγνωρίσω τί θέλω ἀπογίνει καὶ ἄν μοῦ ἔχει ὁρισθεῖ νὰ σηκώσω τὸν οὐρανόθεν ἐπικαταβαίνοντα εἰς ἐμὲ σταυρὸν μὲ τὴν ψῆφον τῆς Συνελεύσεως τῆς Τροιζῆνος… Ἡ κάθοδός μου εἰς τὴν Ἑλλάδα σημαίνει ἄνοδον εἰς τὸν Γολγοθᾶν μου», ἔγραψε τότε πρὸς τὸν ἐκλεκτὸ φίλο του Ἑλβετὸ Τραπεζίτη Ἰωάννη Ἐϋνάρδο. Ἀποτελεῖ μοναδικὴ ἴσως περίπτωση πολιτικοῦ ἀνδρός, ὁ ὁποῖος ξεκίνησε τὴ σταδιοδρομία του μὲ τὴν αἴσθηση πὼς δὲν τὸν περίμεναν δόξες, τιμὲς καὶ ὀφέλη, ἀλλὰ σταυρὸς καὶ μαρτύριο! Φαίνεται πὼς ὁ μεγάλος ἄνδρας ὅλα αὐτὰ τὰ εἶχε συνειδητὰ ἀποδεχθεῖ. Σὲ αὐτὸ τὸ σημεῖο μάλιστα μιμήθηκε τὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό, ὅπως ἀπεδείχθη ἀπὸ τὴν μετέπειτα πορεία του.
Ἔχω τὴν τιμὴ καὶ τὴν εὐθύνη ὡς ἱερεὺς νὰ διακονῶ ἐδῶ καὶ 33 χρόνια στὸν Ἱερὸ Μητροπολιτικὸ Ναὸ Κοιμήσεως Θεοτόκου Αἰγίνης. Στὶς 12 Ἰανουαρίου 1828 στὸν προαύλιο χῶρο τῆς Ἐκκλησίας ἔγινε ἡ πανηγυρικὴ ὑποδοχὴ τοῦ Κυβερνήτη ἀπὸ τὴν – ἑνωμένη πλέον – Βουλή, τὴν Ἀντικυβερνητικὴ Ἐπιτροπὴ καὶ ἕναν ἐνθουσιῶντα – πλὴν καταρημαγμένο – λαό. Μετὰ τὴν Δοξολογία, ἀπὸ τὸ πλατύσκαλο τοῦ ἐξώστη προσεφώνησε τὸν Κυβερνήτη ὁ Θεόφιλος Καΐρης. Ὅπως ὁ ἴδιος ἀπεκάλυψε ἀργότερα, ἡ καρδιὰ του ράγισε ἀντικρύζοντας τὴν δυστυχία καὶ τὶς ὄψεις τῶν σκελετωμένων παιδιῶν!
Μὲ τὴν ἐγκατάστασή του στὸ Κυβερνεῖο ἄρχισε ἀμέσως τὸ τιτάνιο ἔργο του, ἀπὸ τὸ χάος νὰ δημιουργήσει Κράτος. Διαβάζουμε τὰ ἑξῆς: Προκήρυξις τῆς 20ης Ἰανουαρίου 1828 «Ἐὰν ὁ Θεὸς μεθ᾿ ἡμῶν, τὶς καθ᾿ ἡμῶν;».
Ψήφισμα Στ΄ «Ἡ καθίδρυσις τῆς προσωρινῆς Κυβερνήσεως ἐκτελεῖται μὲ τοὺς πλέον ἁπλοὺς τρόπους. Πᾶσα ἑορτή, ἥτις ἤθελεν ἐπιφέρει ἔξοδον, ἀντιβαίνει εἰς τὴν δυστυχῆ θέση τῆς Πατρίδος μας. Ὁ μόνος τρόπος νὰ ἐκτελεσθεῖ ἡ εἰς τὸν Θεὸν καὶ τὸ Ἔθνος εὐάρεστος αὕτη τελετὴ εἶναι νὰ γίνει πραγματικὴ τὶς περίθαλψις εἰς τοὺς δυστυχεῖς πολίτας, οἵτινες ἔχασαν τὴν καλύβαν των. Θέλομεν προσπαθήσει μ᾿ ὅλα ταῦτα νὰ προμηθεύσωμεν εἰς τοιαύτην εὐκαιρίαν κάποιαν παρηγορίαν εἰς τὴν ἀθλιότητα τῶν τηροῦντες τὴν ἐντολὴν τοῦ Κυρίου “μὴ γνώτω ἡ ἀριστερά σου τί ποιεῖ ἡ δεξιὰ σου”…».
Καὶ συνεχίζει: Ἄρθρον Α΄. Ἡ προσωρινὴ Κυβέρνησις τῆς Ἑλλάδος καθιδρύεται ὁρκιζομένη ἐπὶ τῆς Ἐκκλησίας τῆς Μητροπόλεως τῆς Αἰγίνης τὴν 26 Ἰανουαρίου εἰς τὰς 10 ὥρας πρὸ τοῦ μεσημερίου. (Παρεπιμπτόντως ἐδῶ νὰ ἀναφέρουμε πὼς ἀπὸ πέρυσι ἔχει ὁρισθεῖ μὲ τὸ ὑπ᾿ ἀριθμ. 7 Προεδρικὸ Διάταγμα ἡ 26η Ἰανουαρίου ὡς δημόσια ἑορτὴ τοπικῆς σημασίας γιὰ τὸν Δῆμο τῆς Αἴγινας)3.
Ὁ Καποδίστριας κυβέρνησε τὴν Χώρα ἀπὸ τὴν Αἴγινα σὲ χρονικὸ διάστημα 21 μηνῶν, πρὶν ἀναχωρήσει στὶς 4 Ὀκτωβρίου 1829 γιὰ τὸ Ναύπλιο, ὅπου σχεδὸν μετὰ ἀπὸ δύο χρόνια συνέβη ἡ τραγικὴ δολοφονία του.
Ἐδῶ δὲν μᾶς ἐπιτρέπει ὁ χρόνος ν᾿ ἀσχοληθοῦμε ἐκτενῶς μὲ τὸ πολυσχιδὲς ἔργο του στὸ νησί, ἀλλὰ ἐνδεικτικὰ μποροῦμε ν᾿ ἀναφέρουμε τὶς σημαντικότερες πράξεις, ὅπως εἶναι π.χ. ἡ κοπὴ στὸ Ἐθνικὸ Νομισματοκοπεῖο τοῦ «Φοίνικος», ἡ ἵδρυση τῆς Ἐθνικῆς – Χρηματιστικῆς Τράπεζας, ἡ ὀργάνωση τῶν Δικαστηρίων, ἡ διαμόρφωση τῶν τριῶν βαθμίδων Παιδείας, ἡ ὀργάνωση τῆς Διοικητικῆς δομῆς τῆς Χώρας, τοῦ Στρατοῦ καὶ ἡ χάραξη τοῦ γενικοῦ πλαισίου τῆς Ἐξωτερικῆς της Πολιτικῆς, ποὺ εἶναι πράξεις οἱ ὁποῖες ἀποδεικνύουν τὴν συγκρότηση σὲ Κράτος ἐκείνου ποὺ πρὶν ἦταν διασκορπισμένο στὶς τοπικὲς ἐξουσίες μὲ τὶς ἐμφύλιες ἔριδες, μὲ τὴν σταθερὴ πλέον ἄσκηση σὲ ἕναν τόπο τῆς Ἐκτελεστικῆς, Νομοθετικῆς καὶ Δικαστικῆς Ἐξουσίας. Ἂς ἀναφερθοῦμε μόνο στὴν κοινωνικὴ μέριμνα τοῦ Κυβερνήτη, ἡ ὁποία ἐπεκτάθηκε μέχρι καὶ στὴν ἵδρυση Ὑγειονομείων καὶ Λοιμοκαθαρτηρίων.
Ὁ Καποδίστριας ἔστειλε δικούς του ἀνθρώπους καὶ μὲ δικά του χρήματα ἐξαγόρασε σημαντικὸ ἀριθμὸ παιδιῶν ποὺ εἶχαν αἰχμαλωτισθεῖ καὶ μεταφερθεῖ ἀπὸ τὸν Ἰμπραΐμ στὴν Ἀλεξάνδρεια.
Σ᾿ ἕνα τεράστιο κτίριο ἐκτάσεως 4.000 τ.μ., ποὺ ἔκτισε τὸ 1829 στὴν Αἴγινα μὲ τὸν πρωτοεμφανιζόμενο στὴν Ἑλλάδα ρυθμὸ τῆς ἁπλῆς Δωρικῆς ἀρχιτεκτονικῆς, λειτούργησε οὐσιαστικὰ ἡ πρώτη Σχολὴ Τεχνικῆς καὶ Ἐπαγγελματικῆς Ἐκπαίδευσης στὴν Ἑλλάδα. Οἱ 500 τρόφιμοι τοῦ Ὀρφανοτροφείου, ἀγόρια καὶ κορίτσια, εἶχαν τὴ δυνατότητα νὰ παρακολουθοῦν μαθήματα οἰκοδομικῆς, ξυλουργικῆς, τορνευτικῆς, σιδηρουργικῆς, ὡρολογοποιΐας, ραπτικῆς, ὑποδηματοποιΐας, βιβλιοδετικῆς καὶ τυπογραφίας. Οἱ ἀποφοιτῶντες ἔπαιρναν ἀπὸ τὸ Κράτος ἕνα μικρὸ χρηματικὸ κεφάλαιο γιὰ τὴν ἀγορὰ τῶν ὀργάνων τῆς τέχνης τους, δηλαδὴ ἐδῶ βλέπουμε τὴν λειτουργία τοῦ Κράτους Προνοίας. Παράλληλα εὐνοήθηκαν ἡ καλλιέργεια πατάτας, σιταριοῦ καὶ ἐκτροφῆς μεταξοσκωλήκων. Χορηγήθηκαν καὶ καλλιεργητικὰ δάνεια στὶς Κοινότητες γιὰ τὴν καλλιέργεια τῆς ἐλιᾶς καὶ τῆς σταφίδας.
Ὁ Κυβερνήτης ζοῦσε πολὺ ἁπλά. «Ἐμένα μοῦ χρειάζονται 60 λεπτὰ γιὰ νὰ ζήσω», ἔλεγε. Καὶ ὁ Μακρυγιάννης: «Ὁ Κυβερνήτης ἔτρωγε ἐπὶ τέσσερις μέρες μία κότα». Εἶχε φοβερὰ ἀδυνατίσει. Στὴν παράκληση τοῦ ἰατροῦ του ἡ ἀπάντηση ἦταν: «Τότε μονάχα θὰ βελτιώσω τὴν τροφήν μου, ὅταν θὰ εἶμαι βέβαιος ὅτι δὲν ὑπάρχει οὔτε ἕνα Ἑλληνόπουλο ποὺ νὰ πεινάει». Δὲν ἐπιθυμοῦσε νὰ τὸν ἀποκαλοῦν «Κόμη». Πολὺ καλύτερα ἀποδεχόταν τὸ «Μπάρμπα–Γιάννης» τοῦ λαοῦ. Ντυνόταν ἁπλά. Ὁ Νικόλαος Δραγούμης περιγράφει ἐκεῖνο τὸ χαριτωμένο περιστατικὸ ποὺ συνέβη στὴν πρώτη περιοδεία του στὴν Κορινθία, ὅταν τὸν παρεκάλεσε ὁ Κολοκοτρώνης νὰ ἀλλάξει στολή, ἐπειδὴ ὁ λαὸς ζητωκραύγαζε γιὰ Κυβερνήτη του τὸν προπορευόμενο ταχυδρομικὸ διανομέα Καρδαρᾶ «ἐνδεδυμένον βελούδινον χρυσοκέντητον σεγκούνιον». Ἡ στολή, ὅμως, ποὺ τελικὰ φόρεσε δὲν διέφερε ἀπὸ ἐκείνη τῶν δασονόμων τῆς ἐποχῆς τῆς Ἀντιβασιλείας ἐπὶ Ὄθωνος (κοινῶς τοῦ δραγάτη!).
Ὡς ἄνθρωπος, βέβαια, ὁ Καποδίστριας δὲν ἀπέφυγε τὰ λάθη στὰ 55 χρόνια τῆς ζωῆς του. Τὰ ἁγνὰ κίνητρα ὅμως, ὅπως καὶ οἱ ἀρετές του, δίκαια μποροῦν νὰ τὸν χαρακτηρίσουν ὡς πρότυπο Χριστιανοῦ ἡγέτη ἰδεατό, μὲ τὴν ἔννοια ὅτι κάλλιστα μπορεῖ νὰ ἀποτελέσει πρότυπο γιὰ ἄλλους.
Στὴ «Μεγάλη Ἑλληνικὴ Ἐγκυκλοπαίδεια» διαβάζουμε: «Κατὰ τὴν πρώτην δοξολογίαν θρόνος τοῦ Καποδίστρια ἦταν ἕνα ἁπλοῦν ξύλινο στασίδι. Αὐτὸ ἐχρησιμοποίει ὅταν τακτικῶς ἐκκλησιάζετο τὰς Κυριακὰς καὶ ἐορτάς»4. Πρόκειται γιὰ τὸν «θρονίσκον Δεσποτικὸν» κατὰ τὸν Κασομούλη, ποὺ κατεσκεύασε ἡ Ἀντικυβερνητικὴ Ἐπιτροπὴ γιὰ τὴν ἡμέρα τῆς ὑποδοχῆς του5.
Μέχρι σήμερα αὐτὸ τὸ κάθισμα βρίσκεται στὴν Ἐκκλησία, ἀπέναντι ἀπὸ τὸ Δεσποτικό, μέσα στὴν «Μεγάλη Ἐκκλησία», κατὰ τὴν ἔκφραση τοῦ ἴδιου τοῦ Καπποδίστρια μέσα σὲ κείμενό του6, ὅπως στὰ χρόνια τὰ Βυζαντινὰ ὁ θρόνος τοῦ Αὐτοκράτορα βρισκόταν ἀπέναντι ἀπὸ τοῦ Πατριάρχη. Ὁ Καποδίστριας ἤθελε καὶ μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο νὰ καταδείξει τὴ συνέχεια αὐτῆς τῆς Παράδοσης. Σκόπευε, μάλιστα, νὰ ἐφαρμόσει τὸ Βυζαντινορωμαϊκὸ Δίκαιο, τὸ ὁποῖο ἐξ ἄλλου δὲν ἔπαυσε νὰ ἰσχύει στὸν τόπο κατὰ τὴν περίοδο τῆς Τουρκοκρατίας μὲ τὴν «Ἑξάβιβλο» τοῦ Ἀρμενοπούλου.
«Καθὼς ἀντικρύζει κανεὶς τὸ ἄδειο στασίδι τοῦ Καπποδίστρια μέσα στὴ Μητρόπολη, εἶναι εὔλογο νὰ φαντάζεται καὶ νὰ διερωτᾶται: ποιὰ θὰ ἦταν ἡ μορφὴ τῆς Πατρίδας μας σήμερα, ἂν δὲν εἶχε τόσο νωρὶς μεσολαβήσει τὸ τραγικὸ γεγονὸς τῆς δολοφονίας του;»7.
Τὸ ἐρώτημα πάντως παραμένει: Σὲ ποιὲς ἀξίες ἄραγε βασίστηκαν οἱ σύγχρονοι Πολιτικοί μας, ὥστε νὰ ὁδηγηθεῖ ἡ Χώρα στὰ σημερινὰ ἀδιέξοδα; Ἔχω τὴ γνώμη, πῶς ἂν δὲ βρεθοῦν ἄνθρωποι ποὺ νὰ διακατέχονται ἀπὸ τὰ ἴδια μὲ τὸν Καποδίστρια ἰδανικά, πολὺ δύσκολα θὰ προκύψει ἡ ἐπιθυμητὴ ἀπ᾿ ὅλους μας ἀνάκαμψη… Ὅπως ἔλεγε καὶ ὁ Steven Runciman: «Ἂν ὅλοι οἱ λαοὶ γιὰ νὰ προοδεύσουν πρέπει νὰ κοιτοῦν μπροστά, οἱ Ἕλληνες πρέπει νὰ στραφοῦν πίσω, στὶς ἀξίες καὶ στὶς παραδόσεις τους».
Ἐνδεικτικὴ βιβλιογραφία
Βλ. Ἐμ. Γιαννούλη, Ταξίδι στὴν Ἱστορία, Αἴγινα – «Μεγάλη Ἐκκλησία» – Καποδίστριας.
Ἀρχὴ Νεοελληνικοῦ Κράτους, ἐκδ. Ἀθ. Σταμούλης, Ἀθήνα 2013, σελ. 156 καὶ ἑπόμενα.
Βλ. Διονυσίου Α. Μαντζουλίνου, Ἰωάννης Καποδίστριας Α΄, ἐκδ. «Ἑστίας», Ἀθῆναι 1990, σελ. 41 καὶ ἑπόμενα.
Βλ. ΦΕΚ τεῦχος 1ο, ἀρ. φύλλου 9/30 Ἰανουαρίου 2012, Προεδρικὸ Διάταγμα ὑπ᾿ ἀριθμ. 7 Προέδρου Δημοκρατίας Καρόλου Παπούλια.
Βλ. Μεγάλη Ἑλληνικὴ Ἐγκυκλοπαίδεια, ἄρθρο «Αἴγινα», Ἀρ. Καμπά-
νης, τ. 16, σελ. 766.
Βλ. Ν. Κασομούλη, Στρατιωτικὰ Ἐνθυμήματα, τόμ. Β΄, σελ. 690.
«Ἡ Ἀντικυβερνητικὴ Ἐπιτροπὴ ἔστησεν ἕνα θρονίσκον Δεσποτικὸν τὸν ὁποῖον ἐστόλισεν μὲ μυρσίνας καὶ δάφνας».
Βλ. Ἐμ. Γιαννούλη, Ἡ «Μεγάλη Ἐκκλησία», ὁ Μητροπολιτικὸς Ναὸς στὴν Αἴγινα, ἔκδοση ἔτους 1996, σελ. 106 καὶ ἑπόμενα (ἐξαντλημένο).
Βλ. ὀπισθόφυλλο τοῦ ἰδίου βιβλίου, ὡς ἄνω.
*Ἐφημερίου Μητροπολιτικοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ Κοιμήσεως Θεοτόκου Αἰγίνης
Πτυχ. Νομικῆς καὶ Θεολογίας Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν