Ο Μέγας Αλέξανδρος, η Ελληνική Γλώσσα και ο Πολιτισμός / Γλώσσα

Εὐαγγέλου Στ. Πονηροῦ,  Δρ Θ., Μ.Φ. / Σχολικοῦ συμβούλου θεολόγων Πειραιῶς, Δ΄ Ἀθηνῶν, Κυκλάδων

             Μέσα στό κύλισμα τῶν αἰώνων ἐμφανίσθηκαν πολλοί κατακτητές, στρατηλάτες, πολέμαρχοι, ἐπαναστάτες, μεγάλες φυσιογνωμίες, ὅλοι μεγάλοι σέ κάτι, ἀκόμη καί στό ἔγκλημα. Κανένας ὅμως, ἀπολύτως κανένας, δέν ὑπῆρξε σάν τόν Ἀλέξανδρο Γ΄ τόν Μακεδόνα τόν μέγιστο τῶν Ἑλλήνων. Ὅλοι αὐτοί συγκρινόμενοι μέ τόν γίγαντα αὐτόν τῆς ἱστορίας ὑστεροῦν σέ κάτι. Ἄλλος ὡς πρός τή στρατηγική, ἄλλος ὡς πρός τήν ἀνδρεία, ἄλλος ὡς πρός τή διπλωματία, ἄλλος ὡς πρός τή δικαιοσύνη, ἄλλος ὡς πρός τήν καλλιέργεια τοῦ πολιτισμοῦ, ἄλλος ὡς φορέας πολιτισμοῦ ὁ ἴδιος. Ὁ Ἀλέξανδρος ὑπερέχει ὅλων.

Κι ἄν κάποιος ἄμοιρος ἱστορικῆς γνώσεως ἐπιχειρεῖ νά κατηγορήσει τόν Ἀλέξανδρο ὡς κατακτητή δῆθεν βάρβαρο στή συμπεριφορά καί νά τόν ἐξισώσει μέ κάποιον καταστροφέα καί γενοκτόνο πρόσφατης ἤ παλαιότερης ἐποχῆς, ἄς μᾶς δείξει ἄλλο κατακτητή, ὁ ὁποῖος ἔκτισε ἑβδομήντα καί παραπάνω πόλεις ἔξω ἀπό τήν πατρίδα του, ἄς μᾶς δείξει ἄλλο κατακτητή, ὁ ὁποῖος ὄχι μόνο δέν κατέστρεψε τούς ἐχθρικούς λαούς, ἀλλά γνώριζε νά τούς παίρνει μέ τό μέρος του, ὥστε νά μή αἰσθάνονται ὑπόδουλοι.

Ὁ Ἀλέξανδρος, αὐτός τόν ὁποῖον οἱ Ρωμαῖοι ὀνόμασαν μέγα καί τό καθιέρωσαν στήν παγκόσμια ἱστοριογραφία, ἀφοῦ ἡ ἑλληνική ἱστοριογραφία δέν χάριζε τέτοια προσωνύμια σέ κανέναν, ἦταν λοιπόν μοναδική καί πολύπλευρη προσωπικότητα. Μαθητής τοῦ Ἀριστοτέλη, γνώστης τοῦ Ὁμήρου, θαυμαστής τοῦ ὁμηρικοῦ Ἀχιλλέως, τόν ὁποῖο εἶχε ὡς πρότυπο, δέν ἐλησμόνησε τόν πολιτισμό του ὅταν κληρονόμησε τόν θρόνο τοῦ πατέρα του. Ὡς κατακτητής δέν διέπραξε τίς βαρβαρότητες τίς ὁποῖες διέπραξαν ἄλλοι πρίν καί μετά ἀπό ἐκεῖνον.

Πῶς θυμᾶται π.χ. σήμερα ἡ ἀνθρωπότητα ἕναν Ταμερλάνο, ὁ ὁποῖος ἔσπερνε ἅλας στήν κατακτημένη γῆ γιά νά μή καρποφορεῖ; Τό πέρασμα τῶν στρατευμάτων του ἔμεινε στήν ἱστορία ὡς λεηλασία καί ἐρήμωση: «ἐξερχόμενοι δέ ἀπό πόλεως εἰς πόλιν ἀπιέναι, τήν καταλελειμμένην εἰς τόσον ἀφίεσαν ἔρημον ὅτι οὔτε κυνός ὑλακή τό παράπαν ἠκούετο οὐδέ ὄρνιθος ἡμέρου κοκυσμός οὐδέ παιδίου κλαυθμυρισμός.»[1] Πῶς θυμᾶται σήμερα ἡ Ἑλλάδα τήν τουρκική κατάκτηση; Ἄς δοῦμε μιά εἰκόνα δοσμένη ἀπό ἀμεροληπτο μάτι: «Τά λιμάνια γέμισαν ἄμμους, οἱ δρόμοι καταστράφηκαν ἀπ΄ τίς βροχές, οἱ γέφυρες παρασύρθηκαν ἀπ΄ τούς χειμάρρους, οἱ πεδιάδες ἀπογυμνώθηκαν ἀπ΄ τό κυνηγητό τῶν ἀνθρώπων, οἱ πόλεις ἐρειπώθηκαν καί ἄδειασαν ἀπ΄ τίς φυλακίσεις, τίς ἐξορίες, τίς πυρπολήσεις καί τίς σφαγές!»[2] Τέτοιος ὅμως δέν ὑπῆρξε ὁ Ἀλέξανδρος, γι΄ αὐτό καί ὠφέλησε ἀπό ὅπου πέρασε!

Ἡ ὠφέλιμη ἐπίδρασή του δέν ὑπῆρξε τυχαία, ἀλλά ὀργανωμένη καί βάσει σχεδίου. Βάσει σχεδίου διέδωσε τήν ἑλληνική παιδεία, τή γλώσσα, τήν ἐπιστήμη, τά γράμματα. Εἶναι γνωστό, ὅτι ἐκτός ἀπό τό στρατιωτικό καί κυβερνητικό του ἐπιτελεῖο, εἶχε καί τό ἐπιστημονικό του ἐπιτελεῖο, τό ὁποῖο ἀκολουθοῦσε τίς ἐκστρατεῖες του παντοῦ. Ἐπεδίωκε νά διαδώσει τόν ἑλληνικό τρόπο ζωῆς σέ ὅλη τήν ὑφήλιο. Γι΄ αὐτό ὅρισε νά μαθαίνουν οἱ Πέρσες τήν ἑλληνική γλώσσα καί τήν κατέστησε ἐπίσημη γλῶσσα σέ ὁλόκληρο τό κράτος του, ἐνῷ τό περσικό κράτος, τό ὁποῖο ὁ Ἀλέξανδρος κατέλυσε, ἦταν πολύγλωσσο καί χρησιμοποιοῦσε στή διοίκηση ὅλες τίς γλῶσσες τῶν ἐθνῶν, τά ὁποῖα εἶχαν ὑποταχθεῖ σέ αὐτό. Πρός τήν κατεύθυνση αὐτή ἐπέδρασαν καί ὅλες οἱ πόλεις, κάποιοι τίς ὑπολογίζουν σέ ἑκατό, τίς ὁποῖες ἵδρυσε στίς κατακτημένες χῶρες μέχρι τόν Ἰαξάρτη καί τόν Ἰνδό καί τίς ἐποίκισε μέ Ἕλληνες. Αὐτές ἔγιναν τό πρότυπο γιά τίς στρατιωτικές ἀποικίες, τίς ὁποῖες ἵδρυσε λίγο ἀργότερα ἡ Ρώμη στήν Ἰταλία καί μέσῳ αὐτῶν τήν ἐκλατίνισε βάσει σχεδίου. Στό σκοπό αὐτό, τῆς διαδόσεως τῆς ἑλληνικῆς γλῶσσας καί τοῦ πολιτισμοῦ βοηθοῦσαν καί οἱ μεγάλες ἑορταστικές παραστάσεις, τίς ὁποῖες διοργάνωνε ὁ Ἀλέξανδρος παντοῦ, καί προβάλλονταν σέ αὐτές τά ὑπέροχα ἔργα τῶν Ἑλλήνων ποιητῶν καί μουσικῶν, ἀπό τά ὁποῖα διαποτίσθηκε ἀπό τά πολύ νεαρά της χρόνια ἡ νέα γενιά τῶν κατακτημένων λαῶν[3].

Ὀφείλουμε βέβαια νά τονίσουμε, ὅτι πολλές ἀπό τίς πράξεις τοῦ Ἀλεξάνδρου βασίζονται σέ προηγούμενες ἀποφάσεις μιᾶς ἄλλης μεγαλοφυΐας, τοῦ πατέρα του Φιλίππου Β΄[4]. Ἡ κατάκτηση τῆς Ἀσίας ὑπῆρξε σχέδιο καί ἐπιδίωξη τοῦ Φιλίππου, τό ὁποῖο ἔμελλε νά πραγματοποιήσει ὁ Ἀλέξανδρος. Ἐπίσης ἀπόφαση τοῦ Φιλίππου ὑπῆρξε ἡ υἱοθεσία τῆς ἀττικῆς διαλέκτου ὡς ἐπίσημης γλωσσικῆς ἐκφράσεως τοῦ κράτους του καί ὁ μή περιορισμός του στή μακεδονική διάλεκτο, ἡ ὁποία ἦταν μία πιό ἁπλοϊκή καί πιό φτωχική ἐκδοχή τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας[5]. Χρειαζόταν λοιπόν μιά γλῶσσα πλούσια, μιά γλῶσσα περιοπῆς καί γι΄ αὐτό υἱοθέτησε στό γραπτό λόγο τήν ἀττική διάλεκτο. Λόγῳ αὐτῆς τῆς ἀποφάσεως τοῦ Φιλίππου παρέμεινε ἡ μακεδονική ἑλληνική γιά πάντα προφορική διάλεκτος καί δέν ὑπάρχουν γραπτά μνημεῖα σέ αὐτήν. Τίς ἰδιομορφίες της γνωρίζουμε σήμερα ἀπό κάποια λήμματα σχετικά μέ αὐτήν, τά ὁποῖα παρέθεσαν ἀρχαῖοι λεξικογράφοι. Ἡ πολιτική ἕνωση τῶν Ἑλλήνων, ἡ ὁποία ἐπιτεύχθηκε ὑπό τήν ἐπίδραση τῆς Μακεδονίας, καί οἱ κατακτήσεις τοῦ Ἀλεξάνδρου ἔφεραν καί τή γλωσσική ἕνωση τῶν ἑλληνικῶν διαλέκτων σέ μία κοινή ἑλληνική. Ἡ ἀττική διάλεκτος, υἱοθετημένη ὡς ἐπίσημη κρατική γλῶσσα ἀπό τό βασίλειο τῆς Μακεδονίας, τό ὁποῖο μετά τίς κατακτήσεις τοῦ Ἀλεξάνδρου ἔγινε οἰκουμενικό βασίλειο, ὁμιλήθηκε ἀπό ὅλους τούς κατακτημένους λαούς. Τό γεγονός αὐτό ἐπέφερε τήν ἁπλοποίησή της καί τόν ἐπηρεασμό της καί ἀπό ἄλλες ἑλληνικές διαλέκτους καί ἔτσι ἐξελίχθηκε στή γνωστή «ἀλεξανδρινή κοινή».

Ὡς πρός τό ὄνομα πρέπει νά ἐπισημάνουμε, ὅτι κακῶς ὀνομάζεται ἀπό ὁρισμένους «ἑλληνιστική», ὅπως καί ἡ ἐποχή, ἀλλά καί τά κράτη τῶν διαδόχων τοῦ Ἀλεξάνδρου κακῶς ὀνομάζονται κατά τόν ἴδιο τρόπο. «Ἑλληνιστές» ὀνομάζονται στήν Καινή Διαθήκη[6] οἱ Ἑβραῖοι οἱ ὁποῖοι ὁμιλοῦν τήν ἑλληνική γλώσσα καί ἐπίσης υἱοθετοῦν διάφορα ἄλλα στοιχεῖα τοῦ ἑλληνικοῦ πολιτισμοῦ, ὅπως ἑλληνικά κύρια ὀνόματα ἤ μετέχουν σέ ἀθλητικές ἐκδηλώσεις. Ἐάν δεχθοῦμε τό ὄνομα «ἑλληνιστικά» γιά τή γλῶσσα, τήν ἐποχή, τόν πολιτισμό, τά κράτη, τότε εἶναι σάν νά δεχόμαστε, ὅτι ὅλα ὀφείλονταν στούς μή Ἕλληνες τό γένος, οἱ ὁποῖοι υἱοθέτησαν τήν ἑλληνική γλῶσσα καί τόν πολιτισμό καί ὅτι τάχα οἱ Ἕλληνες τό γένος ἐκείνη τήν ἐποχή ἤ ἐξαφανίσθηκαν ἤ μεταβλήθηκαν σέ ἁπλούς θεατές ὅσων οἱ ἑλληνιστές ὡς πρωταγωνιστές τῆς ἱστορίας ἐκείνης τῆς ἐποχῆς ἀπεφάσιζαν καί ἐκτελοῦσαν! Ἐπειδή ὅμως κάτι τέτοιο δέν συνέβη, θεωροῦμε ὡς σωστό γιά τήν γλῶσσα τόν τεχνικό ὅρο «ἀλεξανδρινή κοινή» καί ὡς σωστό γιά τήν ἐποχή τῶν βασιλείων τῶν διαδόχων τοῦ Ἀλεξάνδρου τόν τεχνικό ὅρο «μεταλεξανδρινή».

Ἡ γλῶσσα κατά τή μεταλεξανδρινή ἐποχή δέν ἀφέθηκε στήν τύχη της. Ἡ παιδεία καί ἡ ἐπιστημονική ἔρευνα ἐπέβλεπαν τήν πορεία της. Τά μεγάλα ἐπιστημονικά ἱδρύματα ἐκείνης τῆς ἐποχῆς ὀφείλονταν στήν πνευματική κληρονομία τοῦ μεγάλου Ἀλεξάνδρου. Τά περίφημα παγκόσμια ἐπιστημονικά καί πνευματικά κέντρα τῆς μεταλεξανδρινῆς ἐποχῆς ἦταν, ὡς γνωστόν, ἡ βιβλιοθήκη τῆς Ἀλεξανδρείας, τό περιφήμο «μουσεῖο», καί ἡ βιβλιοθήκη τῆς Περγάμου. Τά ἐπιστημονικά αὐτά ἱδρύματα συνέλεξαν ὅλη τήν πνευματική παραγωγή τοῦ τότε κόσμου καί καλλιέργησαν ὅλες τίς ἐπιστῆμες. Ἰδιαιτέρως καλλιεργήθηκε ἡ γλωσσική ἐπιστήμη, ἡ ἐπιστήμη τῆς φιλολογίας, τά θεμέλια τῆς ὁποίας ἔθεσαν οἱ Ἀλεξανδρινοί γραμματικοί.

Ὅλα τά ἀνωτέρω ἀποτελοῦσαν κρατική μέριμνα μέχρι καί τά τελευταῖα ἔτη ὑπάρξεως τῶν μεταλεξανδρινῶν βασιλείων. Ἔτσι λοιπόν «ἀπό ἕνα χωρίο τοῦ Βίου τοῦ Ἀντωνίου τοῦ Πλουτάρχου, μέ θέμα τίς ἐξαιρετικές γλωσσικές ἰκανότητες τῆς Κλεοπάτρας, μαθαίνουμε ὅτι οἱ Πτολεμαῖοι δέν περιφρονοῦσαν μόνο τήν αἰγυπτιακή γλώσσα ἀλλά ἀπέφευγαν ἀκόμη καί τό μακεδονίζειν: διακρίνεται ἐδῶ μία στάση αὐθεντική ἑλληνόφωνης «καθαρολογίας». Στή γλῶσσα τῶν «ἀποικιστῶν» μεταφράσθηκαν τά βιβλία «ὁλόκληρου τοῦ κόσμου», ὅπως μᾶς πληροφορεῖ ὁ συγγραφέας τῆς ἐπιστολῆς τοῦ Ἀριστέα ὅπου περιγράφεται ἀκριβῶς τό ἐντατικό ἔργο μεταγλώττισης πού προώθησαν οἱ Πτολεμαῖοι. […] Ἐπιχειρήθηκε μέ αὐτή τή μέθοδο νά γίνει ἀπολύτως «βατή» στούς κυρίαρχους ἡ κουλτούρα τῶν κυριαρχουμένων καί νά ἀφαιρεθεῖ ἀπό τούς τελευταῖους ἡ ἀποκλειστική κατοχή ὁποιασδήποτε γνώσης: βλέπουμε ἐδῶ ἕνα πραγματικό ἔργο ἀνώδυνης πολιτισμικῆς «ἀπαλλοτρίωσης».[7]

Κατά τό πρότυπο τῶν βιβλιοθηκῶν αὐτῶν δημιουργήθηκε κατά τούς μέσους χρόνους ἡ μεγάλη βιβλιοθήκη τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ἡ ὁποία τίς διαδέχθηκε καί ὑπῆρξε ἐφάμιλλης ἐπιστημονικῆς ἀξίας μέ ἐκεῖνες[8].

Ἡ ἀλεξανδρινή κοινή ἄκμασε γιά ἑξακόσια χρόνια: 300 π.Χ. – 300 μ.Χ. Εἶναι χαρακτηριστικό, ὅτι καί μετά τήν ὑποδούλωση τῶν μεταλεξανδρινῶν κρατῶν στή Ρώμη, ἡ γλῶσσα ἐξακολουθοῦσε νά ἀκμάζει, ὅπως ἐπίσης καί ἡ ἑλληνική πολιτισμική ἐξάπλωση. Αὐτό ὁδήγησε τόν Ρωμαῖο φιλόσοφο Σενέκα[9] νά γράψει τά ἑξῆς χαρακτηριστικά λόγια: «Τί θέλουν οἱ ἑλληνικές πόλεις ἀνάμεσα σέ περιοχές βαρβάρων; Τί θέλει ἡ γλῶσσα τῶν Μακεδόνων ἀνάμεσα στούς Ἰνδούς καί τούς Πέρσες;»[10]

Κατά τήν ἐποχή τῆς ἀκμῆς της ἡ ἀλεξανδρινή κοινή κατέστη γλῶσσα τῶν συναλλαγῶν, τοῦ πολιτισμοῦ καί ἐν τέλει τῆς χριστιανικῆς πίστεως. Σέ αὐτήν μεταφράσθηκε ἡ Παλαιά Διαθήκη, ἡ ὁποία μετάφραση μᾶς εἶναι γνωστή ὡς μετάφραση τῶν Ο΄ καί τήν κατέστησε  κτῆμα ὅλου τοῦ κόσμου. Σέ αὐτήν γράφτηκαν ὅλα τά βιβλία τῆς Καινῆς Διαθήκης[11], σέ αὐτήν ἐκφράσθηκαν οἱ μεγάλοι πατέρες τῆς Ἐκκλησίας. Τέτοια θέση παγκοσμίως δέν ἔχει ἀναλάβει ἄλλη γλώσσα μέχρι σήμερα. Διότι ναί μέν ἡ Ἀγγλική εἶναι διεθνής γλῶσσα συναλλαγῶν, ἀλλά ὡς γλῶσσα πολιτισμοῦ δέν ἔχει ἐπιβληθεῖ, ἀφοῦ πλέον κάθε πολιτισμός ἔχει τή δική του γλῶσσα, ἡ ὁποία ἔχει λάβει, μηδέ τῆς ἀγγλικῆς ἐξαιρουμένης[12], τίς ὑψηλές ἔννοιές της καί τήν ὀργάνωσή της ἀπό τήν ἑλληνική. Διότι ἀπό τήν ἑλληνική γλῶσσα, τήν ἀλεξανδρινή κοινή, ἔλαβαν ὅλοι οἱ λαοί τῆς μεταλεξανδρινῆς ἐποχῆς, κατακτημένοι καί μή, τίς βασικές φιλοσοφικές καί ἐπιστημονικές ἔννοιες, οἱ ὁποῖες δέν ὑπῆρχαν σέ καμμία ἄλλη γλῶσσα καί ἀποτελοῦν τίς βάσεις κάθε ἐθνικοῦ πολιτισμοῦ, ἀλλά καί τοῦ παγκοσμίου πολιτισμοῦ μέχρι σήμερα.

Ἡ ἀλεξανδρινή κοινή[13] εἶναι αὐτή ἡ ὁποία μέσα ἀπό τήν ἐξέλιξή της κατά τή βυζαντινή ἐποχή διαμόρφωσε τή φυσιογνωμία τῆς νέας ἑλληνικῆς[14]. Ἔχει ἀπό τήν σύγχρονη γλωσσολογική ἐπιστήμη παρατηρηθεῖ ὅτι «ἡ δομική συνοχή τῆς ἑλληνικῆς ἀντίθετα μέ ὅ,τι συνέβη σέ πολλές ἄλλες γλῶσσες οὐδέποτε διασπάστηκε.»[15] Ὅλα αὐτά ὀφείλονται στήν πνευματική κληρονομία τοῦ Ἀλεξάνδρου Γ΄ τοῦ μεγάλου. Ποιός θά μποροῦσε ποτέ νά γνωρίζει τί θά συνέβαινε, ἄν στή θέση τοῦ ἐκπολιτιστῆ κατακτητῆ Ἀλεξάνδρου καί τῶν πεπαιδευμένων διαδόχων του βρισκόταν ἕνας μονάρχης καί ἕνα ἐπιτελεῖο ἀνθρώπων ἐθισμένων μονομερῶς στή στρατιωτική ζωή, οἱ ὁποῖοι θά μετέτρεπαν τούς Ἕλληνες σέ στρατοκρατικό λαό;

 

[1] Κωνσταντῖνος Ἰ. Ἄμαντος, Ὁ Ἑλληνισμός τῆς Μικρᾶς Ἀσίας κατά τόν μεσαίωνα, ἐκδ. Σύλλογος πρός διάδοσιν ὠφελίμων βιβλίων, Ἀθῆναι 1919, ἀνατύπωσις 2005, σ. 81.

[2] Victor Bérard, Κρητικές ὑποθέσεις, Ὁδοιπορικό 1897, Μέρες ναυάρχων καί ἐπανάστασης, Χανιά – Ρέθυμνο – Ἡράκλειο – Σητεία – Σφακιά, Μετάφραση – Εἰσαγωγή – Σχόλια Γ. Μόραγλης, ἐκδ. τό Βῆμα, Ἀθήνα 2010, σ. 162.

[3] πρβλ Theodor Birt, Ἀλέξανδρος ὁ μέγας καί ὁ παγκόσμιος ἑλληνισμός μέχρι τῆς ἐλεύσεως τοῦ Χριστοῦ, μετάφρ. Νικ. Κ. Παπαρρόδου, Ἀθῆναι 1956, σ. 257.

[4] Ἡ μεγαλοφυΐα τοῦ Φιλίππου Β΄ ἐπισκιάσθηκε μέσα στήν ἱστορία, τόσο λόγῳ τοῦ πρόωρου βίαιου θανάτου του, ὅσο καί ἀπό τό γεγονός ὅτι εἶχε ὡς διάδοχο τή μεγαλοφυΐα τοῦ γιοῦ του Ἀλεξάνδρου Γ΄. Ὅμοια στή νεώτερη ἑλληνική ἱστορία ἡ μορφή τοῦ ἀπαράμιλλου στρατιωτικοῦ ἡγέτη Κωνσταντίνου Κολοκοτρώνη, ὁ ὁποῖος δολοφονήθηκε νέος καί μέ παρασπονδία, ἐπισκιάσθηκε ἀπό τή μεγαλοφυΐα τοῦ γιοῦ του Θεοδώρου ἀρχιστρατήγου τῆς ἑλληνικῆς ἐπαναστάσεως τοῦ 1821.

[5] Πρέπει ἐδῶ νά τονίσουμε, ὅτι οἱ ἀρχαῖες ἑλληνικές διάλεκτοι δέν ἦταν διαφορετικές γλῶσσες καί ποτέ δέν ἐξελίχθηκαν σέ τέτοιες, διότι ὑπῆρχε μεταξύ τους ἀμοιβαία κατανόηση, ἦταν ποικιλίες τῆς ἴδιας γλώσσας.

[6] Πράξεις Ἀποστολων 6,1.

[7] Λουτσιάνο Κάνφορα, Ἑλληνισμός, Ἑρμηνεία τῆς Ἀλεξανδρινῆς ἐποχῆς, μετάφρ. Σπύρος Μαρκέτος, ἐκδ. Ἀλεξάνδρεια, Ἀθήνα 1992, σ. 113.

[8] Βλ. Κωνσταντῖνος Σπ. Στάϊκος, Βιβλιοθήκη ἀπό τήν Ἀρχαιότητα ἕως τήν Ἀναγέννηση καί Σημαντικές Οὐμανιστικές καί Μοναστηριακές Βιβλιοθῆκες (3000 π.Χ. – 1600 μ.Χ.) Προλεγόμενα Ἑλένη Γλύκατζη – Ἀρβελέρ, Ἀθήνα 1996, σ. 147.

[9] 4 π.Χ.-65 μ.Χ.

[10] “Quid sibi volunt in mediis barbarorum regionibus Graecae civitates? Quid inter Indos Persasque Macedonicus sermo?”, Βλ. Λουτσιάνο Κάνφορα, Ἑλληνισμός, Ἑρμηνεία τῆς Ἀλεξανδρινῆς ἐποχῆς, μετάφρ. Σπύρος Μαρκέτος, ἐκδ. Ἀλεξάνδρεια, Ἀθήνα 1992, σ. 121-122.

[11] Κατά καιρούς εἶχε ἀπασχολήσει τήν ἔρευνα ἡ φυσιογνωμία τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας τῆς Καινῆς Διαθήκης. Εἶχε ὑποστηριχθεῖ ἀπό διαφόρους, ὅτι πρόκειται γιά μία καθαρή ἑλληνική χωρίς ἐπηρεασμούς, ἀπό ἄλλους εἶχε ὑποστηριχθεῖ, ὅτι πρόκειται γιά γλῶσσα ἐπηρεασμένη ἀπό τόν ἑβραϊκό τρόπο σκέψεως καί ζωῆς καί ὅτι τάχα ἀποτελοῦσε ἕνα ἰδιαίτερο κλάδο τῆς ἀλεξανδρινῆς κοινῆς, τήν βιβλική ἑλληνική, ἄποψη ἡ ὁποία ἔτεινε νά ἐπικρατήσει κατά τόν 19ο αἰώνα. Ὅμως βάσει τῶν ἐρευνῶν τοῦ Γερμανοῦ πάστορος Adolf Deissmann ἀποδεικνύεται ὅτι ἡ ἑλληνική γλῶσσα τῆς Καινῆς Διαθήκης εἶναι ἡ λαϊκή γλῶσσα ἐκείνης τῆς ἐποχῆς, ἡ ὁποία διασώθηκε στούς παπύρους, τίς ἐπιγραφές καί τά ὄστρακα. (πρβλ Ἱστορία τῆς ἑλληνικῆς γλῶσσας ἀπό τίς ἀρχές ἕως τήν ὕστερη ἀρχαιότητα, ἐπιστημονική ἐπιμέλεια Α. Φ. Χρηστίδης, Κέντρο Ἑλληνικῆς Γλῶσσας, Ἰνστιτοῦτο Ἑλληνικῆς Γλῶσσας [Ἵδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη], Θεσσαλονίκη 2001, σ. 481.) Παρ΄ ὅλα αὐτά πιστεύουμε, ὅτι οἱ λόγιες λέξεις τίς ὁποῖες περιέχει ἡ ἑλληνική γλῶσσα τῆς Καινῆς Διαθήκης δέν ἀποτελοῦν ἀμελητέα ποσότητα.

[12] Πρέπει νά τονισθεῖ γιά ἄλλη μία φορά, ὅτι ἡ ἀγγλική γλώσσα θά ἦταν παντελῶς ἀνίκανη νά χρησιμοποιηθεῖ στίς διεθνεῖς συναλλαγές, ἐάν δέν εἶχε παραλάβει ἀπό τήν ἑλληνική λεξιλογικό πλοῦτο καί ὀργάνωση μέ γραμματική καί συντακτικό.

[13] Οἱ ἰδιομορφίες τῆς ἀλεξανδρινῆς κοινῆς δέν θά ἦταν δυνατόν νά ἀπασχολήσουν τό παρόν ἄρθρο, τό ὁποῖο ἐπικεντρώνεται στή διαχρονική ἐπίδραση τῆς ἀπαράμιλλης προσωπικότητας τοῦ μεγάλου Ἀλεξάνδρου. Ὁ ἐνδιαφερόμενος ἔχει τή δυνατότητα νά πληροφορηθεῖ τίς ἰδιομορφίες αὐτές ἀπό τό ἑξῆς ἔργο: Ἱστορία τῆς ἑλληνικῆς γλῶσσας ἀπό τίς ἀρχές ἕως τήν ὕστερη ἀρχαιότητα, ἐπιστημονική ἐπιμέλεια Α. Φ. Χρηστίδης, Κέντρο Ἑλληνικῆς Γλῶσσας, Ἰνστιτοῦτο Ἑλληνικῆς Γλῶσσας [Ἵδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη], Θεσσαλονίκη 2001, σ. 442-530.

[14] πρβλ Γ. Μπαμπινιώτης, Ἡ ἰδιαιτερότητα τῆς ἑλληνικῆς γλῶσσας γενική ἐπισκόπηση,  περιλαμβάνεται στό συλλογικό ἔργο: Ἑλλάς, Ἡ ἱστορία καί ὁ πολιτισμός τοῦ ἑλληνικοῦ ἔθνους ἀπό τίς ἀπαρχές μέχρι σήμερα, Ἐκδοτικός Ὀργανισμός Πάπυρος, Ἀθήνα 1997, σ. 22.

[15] Γ. Μπαμπινιώτης, Ἑλληνική γλῶσσα, παρελθόν παρόν μέλλον, μελετήματα, διαλέξεις καί ἄρθρα 1977-1993, ἐκδ. Gutenberg, Ἀθήνα 2000, σ. κζ΄, κη΄.

Θα χαρούμε να ακούσουμε τις σκέψεις σας

Αφήστε ένα σχόλιο

Το Ρωμαίικο
Logo

Ραδιόφωνο του Ρωμαίικου