Οἱ ἀναμνήσεις μου ἀπό τόν ὅσιο Παΐσιο

Δι­ή­γη­ση Μυ­ρο­φό­ρας μο­να­χῆς: «Ἤ­μουν 14 χρο­νῶν, ὅ­ταν γιά πρώ­τη φο­ρά μί­λη­σα μέ τόν παπ­πού­λη, ἔ­τσι τόν φώ­να­ζα. Δέν ἤ­ξε­ρα πολ­λά ἀ­πό πνευ­μα­τι­κή ζω­ή. Τό­τε εἶ­χα γνω­ρί­σει τόν Γέ­ρον­τά μας, ἄρ­χι­σα νά ἐ­ξο­μο­λο­γοῦ­μαι. Ἤ­μουν πά­νω στόν ἐν­θου­σια­σμό τῆς πνευ­μα­τι­κῆς ζω­ῆς. Εἶ­χα κά­τι βλά­σφη­μους λο­γι­σμούς, ἔ­τσι τούς ἔ­λε­γε ὁ παπ­πού­λης.

»Οἱ λο­γι­σμοί ἦ­ταν γιά τόν Γέ­ρον­τά μας καί μέ στε­νο­χω­ροῦ­σαν πά­ρα πο­λύ. Μοῦ ἔ­λε­γε ὁ Γέ­ρον­τας, μήν τά δί­νης ση­μα­σί­α εἶ­ναι τοῦ δι­α­βό­λου, ἐ­γώ δέν μπο­ροῦ­σα νά τό ξε­πε­ρά­σω. Εἶ­χε βγῆ ὁ παπ­πού­λης στόν κό­σμο. Ἑ­τοί­μα­ζε τό­τε τό βι­βλί­ο μέ τόν Βί­ο τοῦ ὁ­σί­ου Ἀρ­σε­νί­ου. Ὁ Γέ­ρον­τας τό ἤ­ξε­ρε, μοῦ ἔ­δω­σε ἕ­να γράμ­μα καί μέ ἔ­στει­λε νά δῶ τόν παπ­πού­λη καί νά τοῦ πῶ τούς λο­γι­σμούς πού μέ στε­νο­χω­ροῦ­σαν πά­ρα πο­λύ. Ζή­τη­σα νά δῶ τόν παπ­πού­λη ἀ­πό τίς ἀ­δελ­φές, μοῦ εἶ­παν, “δέν θά μπο­ρέ­ση νά σέ δῆ οὔ­τε ἐ­μᾶς εἶ­δε ἀ­κό­μα, οὔ­τε κα­νέ­ναν”. Ἔ­δω­σα στίς ἀ­δελ­φές τό γράμ­μα πού μοῦ εἶ­χε δώ­σει ὁ Γέ­ρον­τας γιά τόν παπ­πού­λη καί τό ἀ­πό­γευ­μα μέ φώ­να­ξε. Ἦ­ταν στό κελ­λά­κι πού ἦ­ταν πά­νω ἀ­πό τήν δε­ξα­με­νή. Ἦ­ταν νέ­ος ἀ­κό­μη ὁ παπ­πού­λης, τά γέ­νια του ἦ­ταν πο­λύ μαῦ­ρα. Κά­θη­σε σέ ἕ­να σκα­μνά­κι καί ἐ­γώ γο­νά­τι­σα ἐ­κεῖ καί ἄρ­χι­σα νά τοῦ λέ­ω ὅ,τι εἶ­χα.

»”Ὅ­λους αὐ­τούς τούς λο­γι­σμούς”, μοῦ λέ­ει, “τούς παίρ­νω ἐ­γώ. Θά δώ­σω ἐ­γώ λό­γο στόν Θε­ό”. Μοῦ εἶ­πε ἕ­να πα­ρά­δειγ­μα: “Ἐ­κεῖ στό Ἅ­γιον Ὄ­ρος ἦρ­θε ἕ­να κα­λο­γέ­ρι, εἶ­χε πο­λύ εὐ­λά­βεια σέ κά­ποι­ον Ἅ­γιο. Δέν τόν ἀ­σπα­ζό­ταν, για­τί τοῦ ἔρ­χον­ταν βλά­σφη­μοι λο­γι­σμοί γιά τόν Ἅ­γιο. Ὅ­ταν μοῦ τό εἶ­πε, τόν πῆ­ρα ἀ­πό τό χέ­ρι καί τόν πῆ­γα στήν εἰ­κό­να τοῦ Ἁ­γί­ου. Τόν ἔ­βα­λα νά τόν ἀ­σπα­σθῆ παν­τοῦ, στό πρό­σω­πο, στά χέ­ρια, σέ ὅ­λο τὸ σῶ­μα, ἔ­τσι καί ἐ­σύ νά ἀ­σπα­σθῆς πολ­λές φο­ρές τά χέ­ρια τοῦ Γέ­ρον­τα. Τό ταγ­κα­λά­κι θέ­λει νά σέ ἀ­πο­μα­κρύ­νη ἀ­πό τόν Γέ­ρον­τα, νά μήν μπο­ρῆ νά σέ βο­η­θή­ση. Ἐ­γώ τώ­ρα θά σέ βο­η­θή­σω νά φύ­γουν ὅ­λα αὐ­τά, ἀλ­λά καί με­τά δέν θά σέ ἀ­φή­σω. Θά σέ σπρώ­χνω πνευ­μα­τι­κά σέ ὅ­λη σου τήν ζω­ή”. Αὐ­τό ἦ­ταν, ὅ­λα ἔ­φυ­γαν, εἶ­χα γε­μί­σει χα­ρά, πῆ­ρα τήν εὐ­χή του καί ἔ­φυ­γα πε­τών­τας.

»Τήν ἄλ­λη μέ­ρα, μέ πῆ­ραν οἱ ἀ­δελ­φές νά τσα­πί­σου­με κά­τι χόρ­τα. Ἐ­κεῖ πού δου­λεύ­α­με ἦρ­θε καί ὁ παπ­πού­λης. Κα­θή­σα­με ὅ­λες γύ­ρω του καί μᾶς ἔ­λε­γε γιά τό ὄ­ρος Σι­νᾶ, πῶς περ­νοῦ­σε ἐ­κεῖ μέ τούς Βε­δου­ΐ­νους, μᾶς ἔ­λε­γε πολ­λά ἀ­στεῖ­α, οἱ ἀ­δελ­φές ξε­καρ­δί­ζον­ταν στά γέ­λια. Ἐ­μέ­να μοῦ εἶ­χε κά­νει ἐν­τύ­πω­ση, πῶς ἕ­νας ἅ­γιος ἔ­λε­γε τό­σα ἀ­στεῖ­α. Ὅ­μως δέν τό πα­ρε­ξή­γη­σα, εἶ­χαν μιά χά­ρη τά ἀ­στεῖ­α του. Θυ­μᾶ­μαι, ἔ­λε­γε στίς ἀ­δελ­φές, ὅ,τι ὅ­ταν ἀ­νοί­γη ἕ­να Μο­να­στή­ρι εἶ­ναι κα­λό οἱ πρῶ­τες ἀ­δελ­φές νά γνω­ρί­ζων­ται ἀ­πό τόν κό­σμο, για­τί ἀλ­λοι­ῶς γί­νε­ται μί­α κου­ρε­λού μέ δι­α­φο­ρε­τι­κά κου­ρέ­λια. Ὅ­ταν ἦρ­θε ἐ­κεῖ ποὺ τσα­πί­ζα­με καί πῆ­γα νά πά­ρω τήν εὐ­χή του, μέ ρώ­τη­σε: “Ἐν­τά­ξει; ἔ­φυ­γαν οἱ λο­γι­σμοί; τούς ξερ­ρι­ζώ­σα­με;”.

»Οἱ πρῶ­τες ἀ­δελ­φές ποὺ ἤρ­θα­με στό Μο­να­στή­ρι, γνω­ρι­ζό­μα­σταν ἀ­πό τόν κό­σμο. Εἴ­χα­με Πνευ­μα­τι­κό τὸν Γέ­ρον­τα, εἴ­χα­με δε­θεῖ με­τα­ξύ μας πο­λύ καί μέ τόν Γέ­ρον­τα. Τά χα­ρά­μα­τα ἀ­νε­βαί­να­με μέ τά πό­δια, βο­η­θού­σα­με τόν Γέ­ρον­τα νά λει­τουρ­γή­ση, με­τά τοῦ λέ­γα­με λο­γι­σμούς, με­ρι­κές φο­ρές μᾶς κρα­τοῦ­σε ὅ­λη τήν ἡ­μέ­ρα, τήν περ­νού­σα­με πνευ­μα­τι­κά. Ἔ­τσι εἴ­χα­με δε­θεῖ με­τα­ξύ μας. Ἦ­ταν δύ­σκο­λο νά χω­ρί­σου­με καί νά πᾶ­με σέ δι­α­φο­ρε­τι­κά Μο­να­στή­ρια καί χω­ρίς τόν Γέ­ρον­τα. Εἴ­χα­με ἀρ­χί­σει νά λέ­με στόν Γέ­ρον­τα νά κά­νου­με ἕ­να Μο­να­στη­ρά­κι. Ὁ Γέ­ρον­τας ἔ­με­νε μό­νος του, εἶ­χε ἕ­να μι­κρό κελ­λά­κι καί ἄλ­λα τρί­α–τέσ­σε­ρα κελ­λά­κια. Ὁ Γέ­ρον­τας μᾶς ἔ­λε­γε, ὅ­τι ἦ­ταν δύ­σκο­λο νά γί­νη Μο­να­στή­ρι καί ὅ­τι ὁ ἴ­διος δέν μπο­ροῦ­σε νά ἀ­να­λά­βη.

»Τό­τε εἶ­χε ἔρ­θει ὁ παπ­πού­λης νά δῆ τόν Γέ­ρον­τα, δέν θυ­μᾶ­μαι ἂν ἦ­ταν ἡ πρώ­τη φορά, για­τί ἐρ­χό­ταν ἐ­δῶ καί πρίν γί­νει τό Μο­να­στή­ρι. Ἐ­μεῖς ὅ­λες μα­ζί τοῦ εἴ­πα­με:

― Παπ­πού­λη, ἂς κά­νο­με ἐ­δῶ ἕ­να Μο­να­στη­ρά­κι δυ­σκο­λευ­ό­μα­στε νά πᾶ­με ἀλ­λοῦ.

― Μή στε­νο­χω­ρι­έ­στε, μᾶς εἶ­πε, ἐ­γώ θά πεί­σω τόν Γέ­ρον­τα νά κά­νη ἐ­δῶ Μο­να­στή­ρι. Με­τά εἶ­πε στόν Γέ­ρον­τα, ὅ­τι θά ἀ­να­λάμ­βα­νε νά μᾶς βο­η­θή­ση πνευ­μα­τι­κά καί ἔ­τσι ἄρ­χι­σε νά γί­νε­ται σι­γά–σι­γά. Δέν εἴ­χα­με ἔρ­θει ἀ­κό­μη γιά πάν­τα, ὅ­μως τίς πιό πολ­λές μέ­ρες καί νύ­χτες τίς περ­νού­σα­με ἐ­δῶ.

»Τό­τε ἐ­γώ ἤ­μουν 16 χρο­νῶν. Οἱ ὑ­πό­λοι­πες ἀ­δελ­φές μοῦ ἔ­λε­γαν, ἐ­σέ­να δέν θά σέ πά­ρη ὁ Γέ­ρον­τας τώ­ρα, εἶ­σαι μι­κρή. Ἐ­γώ στε­νο­χω­ρι­ό­μουν πο­λύ, ἀλ­λά δέν τολ­μοῦ­σα νά ρω­τή­σω τόν Γέ­ρον­τα, μή μοῦ πῆ ὅ­τι πράγ­μα­τι δέν θά μέ ἔ­παιρ­νε. Ὅ­ταν ἦρ­θε ὁ παπ­πού­λης πῆ­γα νά τόν δῶ. Τόν ρώ­τη­σα:

― Παπ­πού­λη, ὅ­ταν ἀ­νοί­ξη τό Μο­να­στή­ρι, θά μέ πά­ρη ὁ Γέ­ρον­τας; για­τί εἶ­μαι μι­κρή.

― Πό­σο χρο­νῶν εἶ­σαι; Τοῦ εἶ­πα:

― Δε­κα­έ­ξι. Μέ χτύ­πη­σε στήν πλά­τη καί μοῦ λέ­ει:

― Τα­μὰμ γιά νύ­φη Χρι­στοῦ εἶ­σαι. Καί ἡ ἁ­γί­α Μα­ρί­να δε­κα­έ­ξι χρο­νῶν ἦ­ταν, ἔ­πια­σε τόν δι­ά­βο­λο ἀ­πό τά κέ­ρα­τα καί τόν πά­τη­σε, ἔ­τσι νά κά­νης καί ἐ­σύ. Πρώ­τη ἐ­σέ­να θά πά­ρη ὁ Γέ­ρον­τας.

»Ἔ­φυ­γα ὅ­λο χα­ρά. Ἀ­πό παι­δί εἶ­χα ἕ­να πα­ρά­πο­νο, ὅ­λα τά παι­δά­κια στήν ἡ­λι­κί­α μου εἶ­χαν κάποιον παπ­ποῦ ἤ για­γιά, ἐγώ δέν εἶ­χα για­τί εἶ­χαν κοι­μη­θεῖ πρίν γεν­νη­θῶ. Ὁ παπ­πού­λης μέ ρω­τοῦ­σε πολ­λές φο­ρές, “ἔ­χεις παπ­ποῦ;” Τοῦ ἔ­λε­γα, “ὄ­χι”. “Ἐ­γώ παπ­πούς σου δὲν εἶ­μαι;” μοῦ ἀ­παν­τοῦ­σε.

»Δι­ά­βα­ζα στά βι­βλί­α, ὅ­τι οἱ Ἅ­γιοι πολ­λές φο­ρές γνω­ρί­ζουν τίς σκέ­ψεις μας, ὅ­μως δέν τό εἶ­χα ζή­σει. Ἦ­ταν ἀ­πό τίς πρῶ­τες φο­ρές πού μι­λοῦ­σα μέ τόν παπ­πού­λη. Ἐ­κεῖ πού ἔ­λε­γα λο­γι­σμούς καί μοῦ ἔ­δι­νε συμ­βου­λές, κρα­τοῦ­σε στό χέ­ρι του ἕ­να κομ­πο­σχοίνι ­ἑκα­το­στά­ρι. Στήν τσέ­πη μου εἶ­χα καί ἐγώ ἕ­να ἀ­κρι­βῶς τό ἴ­διο. Ἔ­κα­να τόν λο­γι­σμό, ὅ­ταν τε­λει­ώ­σου­με τήν συ­ζή­τη­ση νά τοῦ πῶ νά μοῦ δώ­ση τό δι­κό του κομ­πο­σχοίνι γιά εὐ­λο­γί­α καί νά τοῦ δώ­σω τό δι­κό μου, νά μήν μεί­νη χω­ρίς κομ­πο­σχοίνι. Δέν πρό­λα­βα νά πῶ τί­πο­τα καί μοῦ λέ­ει:

― Ἀλ­λά­ζου­με κομ­πο­σχοίνια; Τοῦ λέ­ω:

― Αὐ­τό θά σᾶς ἔ­λε­γα τώ­ρα, παπ­πού­λη.

― Τό κα­τά­λα­βα, μοῦ λέ­ει.

»Ἤ­μουν μι­κρή, εἶ­χα πολ­λά χρό­νια δι­α­φο­ρά ἀ­πό τίς ἄλ­λες ἀ­δελ­φές. Μοῦ ἔ­δει­χνε πολ­λή ἀ­γά­πη. Ἔ­λε­γε, “νά τό ξέ­ρε­τε, ἡ μο­να­χή Μυ­ρο­φό­ρα εἶ­ναι τό δι­κό μου κα­λο­γέ­ρι”. Ὅ­ταν πή­γαι­να νά πά­ρω τήν εὐ­χή του, μοῦ ἔ­λε­γε, “ἔ­λα κα­λο­γέ­ρι”. Ὅ­ταν μα­ζεύ­ον­ταν ὅ­λες οἱ ἀ­δελ­φές, ἔ­κα­νε πώς δέν μέ ἔ­βλε­πε καί ἔ­λε­γε, “τό δι­κό μου κα­λο­γέ­ρι ποῦ εἶ­ναι;”. “Ἐ­δῶ, παπ­πού­λη”, τοῦ ἔ­λε­γαν οἱ ἀ­δελ­φές. Μέ ἔ­βλε­πε με­τά καί γε­λοῦ­σε. Μᾶς ἔ­δι­νε πάν­τα ὅ­ταν ἔρ­χον­ταν μί­α εὐ­λο­γί­α ἤ ἕ­να κομ­πο­σχοι­νά­κι ἤ ἕ­να εἰ­κο­νά­κι ἀ­πό ἐ­κεῖ­να πού ἔ­φτεια­χνε ὁ ἴ­διος. Οἱ ἀ­δελ­φές ἦ­ταν ὄρ­θι­ες καί πε­ρι­μέ­να­με νά ἀρ­χί­ση ἡ σύ­να­ξη πού θά μᾶς ἔ­κα­νε, περ­νοῦ­σε καί μέ­σα ἀ­πό ἕ­να σακ­κου­λά­κι ἔ­βγα­ζε τίς εὐ­λο­γί­ες καί ἔ­δι­νε στίς ἀ­δελ­φές. Ἐ­μέ­να γύ­ρι­ζε μέ ἔ­βλε­πε, γε­λοῦ­σε, μέ προ­σπερ­νοῦ­σε, δέν μοῦ ἔ­δι­νε εὐ­λο­γί­α. Ὅ­ταν ἔ­δι­νε σέ ὅ­λες, γυρ­νοῦ­σε σέ μένα γε­λοῦ­σε πά­λι καί μοῦ ἔ­δι­νε ὅ­σα εἶ­χαν πε­ρισ­σέ­ψει.

»Ὅ­ταν τοῦ ἔ­λε­γα, ὅ­τι ἔ­κα­να κά­ποι­ο σφάλ­μα, π.χ. στε­νο­χώ­ρη­σα τούς Γε­ρον­τᾶ­δες ἤ δέν μί­λη­σα μέ σε­βα­σμό στίς ἀ­δελ­φές, μοῦ ἔ­λε­γε, “ρε­ζί­λι μέ ἔ­κα­νες, βρέ Μυ­ρο­φό­ρα, ἐ­σύ εἶ­σαι τό δι­κό μου κα­λο­γέ­ρι, ἐ­μέ­να κά­νεις ρε­ζί­λι”. Φρόν­τι­ζα τό­τε νά μήν κά­νω ρε­ζί­λι τόν παπ­πού­λη. Εὔ­κο­λα στε­νο­χω­ρι­ό­μουν. Μοῦ ἔ­λε­γε: “Λί­γο νά ψάλ­λης, λί­γο νά λές τήν εὐ­χή ὅ­λη τήν ἡ­μέ­ρα, στόν πα­ρά­δει­σο θά εἶ­σαι”. Ὅ­ταν πή­γαι­να νά τόν δῶ, μοῦ ἔ­λε­γε, “ἔ­λα τώ­ρα νά ψάλ­λου­με”. Ψά­λα­με πολ­λά. Τό “Ἄ­ξιόν ἐ­στι”, τό “Ἅ­γιος ὁ Θε­ός”, τό “Πάν­των προ­στα­τεύ­εις ἀ­γα­θή”, τό ἀρ­γό “Ἐκ νε­ό­τη­τός μου” καί πολ­λά ἄλ­λα τρο­πά­ρια.

»Τήν χρο­νιά πού εἶ­χε πρω­το­βγεῖ τό βι­βλί­ο μέ τόν βί­ο τοῦ ὁ­σί­ου Ἀρ­σε­νί­ου, στό Μο­να­στή­ρι μας δέν εἴ­χα­με πολ­λά χρή­μα­τα, ἔ­πρε­πε νά γί­νουν λί­γα κελ­λά­κια για­τί μέ­να­με δύ­ο ἀ­δελ­φές στό ἴ­διο κελ­λί. Εἴ­χα­με πά­ρει ἕ­να μά­στο­ρα καί ἐ­μεῖς βο­η­θού­σα­με, φτει­ά­χνα­με χαρ­μά­νι, τό κου­βα­λού­σα­με καί τά τοῦ­βλα. Ἐ­γώ ἤ­μουν μι­κρό­τε­ρη, εἶ­χα δυ­νά­μεις καί βο­η­θοῦ­σα πε­ρισ­σό­τε­ρο. Πολ­λές φο­ρές δου­λεύ­α­με μέ­χρι ἀρ­γά. Κοι­μό­μουν λί­γο, ξυ­πνοῦ­σα, ἔ­κα­να τόν κα­νό­να μου, με­τά κα­θό­μουν στό πά­τω­μα δι­ά­βα­ζα λί­γο ἀ­πό τό βι­βλί­ο τοῦ ὁ­σί­ου Ἀρ­σε­νί­ου. Μοῦ ἔ­δι­νε δύ­να­μη, μέ βο­η­θοῦ­σε πο­λύ, ἔ­νοι­ω­θα μιά χα­ρά καί συγ­κί­νη­ση. Με­τά συ­νέ­χι­ζα τά πνευ­μα­τι­κά μου, ἀ­φοῦ τήν ἡ­μέ­ρα δέν ὑ­πῆρ­χε χρό­νος, ἔ­πρε­πε νά βο­η­θῶ τόν μά­στο­ρα. Δέν δι­ά­βα­ζα ὅ­μως κα­νέ­να ἄλ­λο βι­βλί­ο, δέν προ­λά­βαι­να.

»Ὅ­ταν ἦρ­θε ὁ παπ­πού­λης, μέ ρώ­τη­σε:

― Τί βι­βλί­ο δι­α­βά­ζεις, Μυ­ρο­φό­ρα; Τοῦ εἶ­πα:

― Αὐ­τόν τόν και­ρό δέν δι­α­βά­ζω παπ­πού­λη κα­νέ­να βι­βλί­ο, δέν προ­λα­βαί­νω. Αὐ­τός γέ­λα­σε καί μοῦ λέ­ει:

― Ἐ­μέ­να δέν μέ ξε­γε­λᾶς. Δι­α­βά­ζεις κά­ποι­ο βι­βλί­ο. Δέν δι­α­βά­ζεις τόν ὅ­σιο Ἀρ­σέ­νιο; Ἀ­φοῦ ἐ­γώ σέ βλέ­πω ἀ­πό τό Ἅ­γιον Ὄ­ρος.

»Ἄλ­λη φο­ρά, ὅ­ταν πῆ­γα νά τόν δῶ, στό τέ­λος ἔ­βγα­λε ἀ­πό τόν τρου­βά του ἕ­να κομ­πο­σχοί­νι τρι­α­κο­σά­ρι, μοῦ τό ἔ­δω­σε, “πάρ­το, μοῦ λέ­ει, μέ αὐ­τό κά­νω δύ­ο χρό­νια τόν κα­νό­να μου”. Ἦ­ταν πράγ­μα­τι δου­λε­μέ­νο. Με­τά μοῦ λέ­ει, “αὐ­τά τά λε­πτὰ τρι­α­κο­σά­ρια εἶ­ναι ἡ ψυ­χή μου. Δέν βλέ­πω ὅ­μως νά τό πλέ­ξω. Περ­πα­τῶ στό δά­σος μί­α ὥ­ρα καί κά­νω…”, δέν θυ­μᾶ­μαι πό­σα κομ­πο­σχοί­νια μοῦ εἶ­πε ὅ­τι ἔ­κα­νε. Εἶ­χα λο­γι­σμούς πού πῆ­ρα τό τρι­α­κο­σά­ρι τοῦ παπ­πού­λη, μοῦ εἶ­χε πεῖ ὅ­τι δέν ἔ­βλε­πε νά πλέ­ξη ἄλ­λο τό­σο λε­πτό.

»Τήν ἄλ­λη φο­ρά πού εἶ­χε ἔρ­θει, σκέ­φθη­κα καί τοῦ ἔ­πλε­ξα πέν­τε τρι­α­κο­σά­ρια λε­πτά, δέν τοῦ τό εἶ­χα πεῖ. Ἐ­κεῖ πού τοῦ ἔ­λε­γα λο­γι­σμούς καί μοῦ ἔ­δι­νε συμ­βου­λές –εἶ­χα τά κομ­πο­σχοί­νια μέ­σα στήν τσέ­πη μου σέ ἕ­να νά­ϋ­λον σακ­κου­λά­κι– μοῦ λέ­ει: “Ἄν­τε βρέ, Μυ­ρο­φό­ρα, δέν θά μοῦ δώ­σης αὐ­τά πού μοῦ ἔ­φτεια­ξες;”. Καί ἄρ­χι­σε νά ψά­χνη τίς τσέ­πες τῆς ζα­κέ­τας, γέ­λα­σε καί λέ­ει: “Ἄ, δέν εἶ­ναι ἐ­δῶ”. Σή­κω­σε τό κον­τό μου καί ἀ­πό τήν τσέ­πη τοῦ φο­ρέ­μα­τός μου ἔ­βγα­λε τό σακ­κου­λά­κι μέ τά κομ­πο­σχοί­νια καί μοῦ λέ­ει:

― Γιά μένα δέν εἶ­ναι αὐ­τά;

― Γιά σᾶς εἶ­ναι, τοῦ λέ­ω.

»Ἄ­νοι­ξε τό σακ­κου­λά­κι, πῆ­ρε τά τρί­α καί τά ἄλ­λα δύ­ο τά ἔ­βα­λε ξα­νά στήν τσέ­πη μου. “Αὐ­τά θά πά­ρω”, μοῦ λέ­ει. Τό βρά­δυ λέ­ει στήν Γε­ρόν­τισ­σα:

― Ἡ ἀδελφή Μυ­ρο­φό­ρα, μοῦ ἔ­πλε­ξε με­ρι­κά τρι­α­κο­σά­ρια δέν τά πῆ­ρα ὅ­λα, λές νά τήν στε­νο­χώ­ρε­σα;

― Δέν νο­μί­ζω, παπ­πού­λη, νά στε­νο­χω­ρή­θη­κε.

»Δέν ἡ­σύ­χα­σε ὅ­μως. Τήν ἄλ­λη μέ­ρα εἴ­χα­με κά­νει ρα­σο­φο­ρία κάποια ἀδελφή, με­τά τήν ἀ­κο­λου­θί­α ἤ­μα­σταν στήν κου­ζί­να καί τρώ­γα­με λου­κου­μά­δες. Πῆ­ρε τη­λέ­φω­νο καί ρω­τοῦ­σε ἂν ἤ­μουν ἐ­κεῖ. Τοῦ εἶ­παν οἱ ἀ­δελ­φές, “ἐ­δῶ εἶ­ναι παπ­πού­λη”. Ὅ­ταν πῆ­γα στό τη­λέ­φω­νο, μοῦ λέ­ει: “Φέ­ρε, βρέ, Μυ­ρο­φό­ρα, ἐ­κεῖ­να τά κομ­πο­σχοί­νια πού δέν πῆ­ρα, για­τί αὐ­τά πού μοῦ ἔ­δω­σες μοῦ τά πῆ­ραν ὅ­λα”. Μοῦ ἔ­κα­νε ἐν­τύ­πω­ση αὐ­τή ἡ εὐ­αι­σθη­σί­α, νά μήν στε­νο­χω­ρή­ση τούς ἄλ­λους, πάν­τα ἤ­θε­λε νά δί­νη χα­ρά.

»Πο­νοῦ­σε πο­λύ ὅ­ταν ἔ­βλε­πε ἄρ­ρω­στο. Ἀ­πό τά βά­ρη πού σή­κω­να εἶ­χε πά­θει ἡ μέ­ση μου, πο­νοῦ­σα πο­λύ, ἤ­μουν στό κρεβ­βά­τι δέν μπο­ροῦ­σα νά στα­θῶ καί στό κρεβ­βά­τι δέν μπο­ροῦ­σα νά γυ­ρί­σω ἀ­πό τήν ἄλ­λη πλευ­ρά. Ἤ­μουν ἕ­ξι μῆ­νες στό κρεβ­βά­τι χω­ρίς νά μπο­ρῶ νά κου­νη­θῶ. Εἶ­χε ἔρ­θει ὁ παπ­πού­λης. Μό­λις ἦρ­θε, τοῦ εἶ­παν οἱ ἀ­δελ­φές:

― Παπ­πού­λη, ἡ ἀ­δελ­φή Μυ­ρο­φό­ρα εἶ­ναι στό κρεβ­βά­τι, πο­νά­ει ἡ μέ­ση της.

― Γι᾿ αὐ­τό ἦρ­θα, λέ­ει.

»Ἦρ­θε στό κελ­λί μου. Δέν εἶ­χαν πιά­σει ἀ­κό­μη τά κρύ­α, ἦ­ταν Ὀ­κτώ­βριος. Μό­λις ἦρ­θε, λέ­ει στίς ἀ­δελ­φές πού ἦ­ταν ἐ­κεῖ: “Τί εἶ­ναι αὐ­τά, μω­ρέ, θέ­λει ζέ­στη ἐ­δῶ! Βάλ­τε στόν τοῖ­χο πού εἶ­ναι τό κρεβ­βά­τι ἕ­να νο­βο­πάν, κα­λύψ­τε το μέ μί­α κου­βέρ­τα, βάλ­τε ζε­στά στρω­σί­δια, φέρ­τε καί μιά ἠ­λε­κτρι­κή σόμ­πα. Μέ αὐ­τό τό κρύ­ο ὅ­λο τό χει­μῶ­να στό κρεβ­βά­τι θά εἶ­ναι, ἡ ζέ­στη χα­λα­ρώ­νει τά νεῦ­ρα καί πο­νά­ει λι­γό­τε­ρο”.

»Ὅ­ταν οἱ ἀ­δελ­φές ἔ­κα­ναν ὅ­,τι τίς εἶ­πε, ἦρ­θε πά­λι στό κελ­λί, εἶ­χε ἀλ­λά­ξει τό πρό­σω­πό του. “Ἔ­τσι μπρά­βο, τώ­ρα ὅ­λα κα­λά”. Ἡ σόμ­πα ἦ­ταν μα­κρό­στε­νη, μέ πεί­ρα­ζε: “Ἄν­τε τώ­ρα, ἔ­χεις καί τη­λε­ό­ρα­ση”, μοῦ ἔ­λε­γε. Ὅ­σο ἤ­μουν στό κρεβ­βά­τι προ­σπα­θοῦ­σα νά πλέ­ξω κα­νέ­να κομ­πο­σχοι­νά­κι. Δί­πλα μου εἶ­χα ἕ­να κο­μο­δί­νο, ἐ­κεῖ ἐ­πά­νω ἄ­φη­να τά νή­μα­τα πού πε­ρίσ­σευ­αν ἀ­πό τά κομ­πο­σχοι­νά­κια. Εἶ­χαν μα­ζευ­τεῖ καί σκό­νες ἐ­κεῖ στό κο­μο­δί­νο. Μό­λις τό εἶ­δε ὁ παπ­πού­λης, εἶ­πε μέ ἕ­να πα­ρά­πο­νο: “Δέν ὑ­πάρ­χει κα­νείς ἐ­δῶ νά τό κα­θα­ρί­ση αὐ­τό τό κο­μο­δί­νο;”. Οἱ ἀ­δελ­φές μέ πε­ρι­ποι­ό­ταν πο­λύ, δέν τό εἶ­χαν προ­σέ­ξει, οὔ­τε κι ἐ­γώ τό εἶ­χα προ­σέ­ξει. Ὅ­μως ὁ παπ­πού­λης τά ἤ­θε­λε ὅ­λα τέ­λεια στόν ἄρ­ρω­στο.

»Ἐ­κεῖ­νο τό βρά­δυ κά­θη­σε μέ­χρι ἀρ­γά στό κελ­λί μου, μοῦ ἔ­δι­νε συμ­βου­λές, ἔ­κα­νε ἀ­στεῖ­α. Πῆ­ρε μιά κασ­σέ­τα πού ὑ­πῆρ­χε στό κελ­λί μου. “Τώ­ρα θά βά­λου­με τό μα­γνη­τό­φω­νο νά παί­ξη”. Ἔ­βα­λε τήν κασ­σέ­τα στό τσε­πά­κι, ἐ­κεῖ κον­τά στό στῆ­θος ὅ­πως βά­ζου­με τήν κασ­σέ­τα στό μα­γνη­τό­φω­νο, πά­τη­σε μέ τό δά­κτυ­λό του τήν μύ­τη του καί ἄρ­χι­σε νά ψάλ­λη. Ἔ­ψα­λε πολ­λά τρο­πά­ρια, ἔ­μει­νε μα­ζί μου μέ­χρι ἀρ­γά.

»Τήν ἄλ­λη μέ­ρα στίς 4.00´ μό­λις χτύ­πη­σε γιά τήν ἀ­κο­λου­θί­α, ἦρ­θε πά­λι στό κελ­λί μου. Πῆ­ρε ἕ­να σκα­μνά­κι, κά­θι­σε δί­πλα στό κρεβ­βά­τι μου, ἔ­μει­νε κα­τά τήν διά­ρκεια ὅ­λης τῆς ἀ­κο­λου­θί­ας. Μοῦ ἔ­δι­νε συμ­βου­λές, μέ ρω­τοῦ­σε δι­ά­φο­ρα. Ὅ­ταν χτύ­πη­σαν τά καμ­πα­νά­κια γιά τήν “Τι­μι­ω­τέ­ρα”, ση­κώ­θη­κε. Στήν ἐκ­κλη­σί­α, Μυ­ρο­φό­ρα, ψάλ­λουν τήν “Τι­μι­ω­τέ­ρα”, νά τήν ψάλ­λου­με καί ἐ­μεῖς. Ἔ­κα­νε στρω­τές με­τά­νοι­ες καί ἔ­ψα­λε τήν “Τι­μι­ω­τέ­ρα”. Μοῦ ἔ­κα­νε ἐν­τύ­πω­ση πό­σες ὧ­ρες εἶ­χε μεί­νει κον­τά μου. Πῆ­ρα ἕ­να κα­λό μά­θη­μα μέ ὅ­λα αὐ­τά, γιά τό πό­σο πρέ­πει νά προ­σέ­χου­με τούς ἀρ­ρώ­στους.

»Δέν τοῦ εἶ­χε πεῖ κα­νείς τί ἀ­κρι­βῶς εἶ­χα. Μό­λις μέ εἶ­δε, μοῦ εἶ­πε, “ἔ­χουν σπά­σει δύ­ο δί­σκοι, τά κομ­μά­τια πι­έ­ζουν νεῦ­ρα, ἐ­σέ­να πι­έ­ζουν ἀ­πό τήν ἀ­ρι­στε­ρή με­ριά καί σέ πο­νά­ει τό ἀ­ρι­στε­ρό πό­δι, ἐ­μέ­να μέ πο­νά­ει τό δε­ξί”, για­τί κι ἐ­κεῖ­νος ὑ­πέ­φε­ρε ἀ­πό τήν μέ­ση του. Ὅ­ταν συ­νῆλ­θε κά­πως ἡ μέ­ση μου, μοῦ ἔ­κα­νε μα­θή­μα­τα πῶς νά ση­κώ­νω κά­ποι­ο βά­ρος. “Νά μήν σκύ­βης, μοῦ ἔ­λε­γε, νά κά­θε­σαι μέ λυ­γι­σμέ­να γό­να­τα καί σι­γά–σι­γά νά ση­κώ­νε­σαι”.

»Μᾶς ἔ­λε­γε, “ὅ­ταν βγαί­νη τό τσί­που­ρο, νά πά­ρε­τε τό πρῶ­το τσί­που­ρο πού εἶ­ναι δυ­να­τό σάν τό οἰ­νό­πνευ­μα, νά τό βά­λε­τε σέ ἕ­να βά­ζο καί νά βά­λε­τε μέ­σα πι­πε­ρι­ές καυ­τε­ρές, νά τό βά­λε­τε στόν ἥ­λιο καί μέ αὐ­τό νά σοῦ κά­νουν ἐν­τρι­βές οἱ ἀ­δελ­φές στή μέ­ση καί στό πό­δι. Νά ξα­πλώ­νης ἀ­πό τήν δε­ξιά πλευ­ρά ἀ­πό τό πό­δι πού δέν πο­νά­ει, νά μα­ζεύ­ης τό ἀ­ρι­στε­ρό πό­δι ἐ­πά­νω στό δε­ξί, θά νοι­ώ­θης ἀ­να­κού­φι­ση”. Προ­σπα­θοῦ­σα νά κά­νω τίς με­τά­νοι­ες, ὅ­ταν ἔ­γι­να κά­πως κα­λά. Μοῦ ἔ­λε­γε, “ὄ­χι πολ­λές μα­ζί, δέ­κα–δέ­κα, φα­σού­λι–φα­σού­λι γε­μί­ζει τό σακ­κού­λι”. Ἡ μέ­ση μου δέν ἦ­ταν κα­λά. Ἐ­κεῖ πού ση­κω­νό­μουν ἀ­πό τό κρεβ­βά­τι, δέν μπο­ροῦ­σα νά κου­νη­θῶ καί πά­λι ἔ­πε­φτα στό κρεβ­βά­τι. Οἱ για­τροί ἔ­λε­γαν, ὅ­τι πρέ­πει νά κά­νω ἐγ­χεί­ρη­ση. Τό­τε ὅ­μως αὐ­τή τήν ἐγ­χεί­ρη­ση τήν ἔ­κα­ναν ὀρ­θο­πε­δι­κοί για­τροί, ὄ­χι ὅ­πως τώ­ρα πού τήν κά­νουν νευ­ρο­χει­ροῦρ­γοι, καί πολ­λοί ἀ­σθε­νεῖς ἔ­με­ναν πα­ρά­λυ­τοι. Φο­βό­μα­σταν αὐ­τήν τήν ἐγ­χεί­ρη­ση. Ὅ­ταν τό εἴ­πα­με στόν παπ­πού­λη, μοῦ εἶ­πε, “μή στε­νο­χω­ρι­έ­σαι, τώ­ρα θά τήν καρ­φώ­σου­με τήν μέ­ση, θά βά­λου­με ἕ­να με­γά­λο καρ­φί” καί μοῦ ἔ­δει­ξε μέ τό χέ­ρι του ὅ­τι τό καρ­φί θά εἶ­ναι 30 πόν­τους. Πράγ­μα­τι ἀ­πό τό­τε δέν ξα­νά­πε­σα στό κρεβ­βά­τι, πο­νά­ω, πι­ά­νε­ται ἡ μέ­ση μου, δέν μπο­ρῶ νά κα­θή­σω πολ­λή ὥ­ρα, ἀλ­λά ὄ­χι ἐ­κεῖ­νο πού δέν μπο­ροῦ­σα νά κου­νη­θῶ καί νά στα­θῶ ὄρ­θια.

»Κά­ποι­α φο­ρά πά­λι, ἐ­κεῖ πού συ­ζη­τού­σα­με ἔ­βγα­λε ἀ­πό τόν τρου­βά του ἕ­να λε­πτό κομ­πο­σχοί­νι ἑ­κα­το­στά­ρι μέ κόκ­κι­νες χάν­τρες καί μοῦ τό ἔ­δω­σε. Τό πῆ­ρα καί ἔ­κα­να τόν λο­γι­σμό ὅ­τι, αὐ­τό τό κομ­πο­σχοί­νι δέν τό ἔ­πλε­ξε ὁ παπ­πού­λης, ἀ­φοῦ δέν βλέ­πει νά πλέ­κη λε­πτά κομ­πο­σχοί­νια, ὅ­πως μοῦ εἶ­χε πεῖ, οὔ­τε συ­νή­θι­ζε νά βά­ζη κόκ­κι­νες χάν­τρες. Ἐ­κεῖ πού ἔ­κα­να αὐ­τούς τούς λο­γι­σμούς, βγά­ζει ἀ­πό τόν τρου­βά του ἕ­να τρι­αν­τα­τριά­ρι κομ­πο­σχοί­νι μέ μαῦ­ρες χάν­τρες, ὅ­πως αὐ­τά πού ἔ­πλε­κε ἐ­κεῖ­νος. Μοῦ τό δί­νει καί μοῦ λέ­ει, “πάρ­το, αὐ­τό ἐ­γώ τό ἔ­πλε­ξα”.

»Ὅ­ταν ἤ­θε­λε νά μοῦ δεί­ξη νά φτειά­χνω αὐ­τό τό σταυ­ρό πού κά­νω τώ­ρα στά κομ­πο­σχοι­νά­κια, μοῦ εἶ­πε: “Φέ­ρε μί­α ὀρ­γυι­ά μαλ­λί νά σοῦ μά­θω νά φτειά­χνης ἕ­να σταυ­ρό ἐν­νο­ών­τας ὅ­τι αὐ­τό εἶ­ναι κα­νό­νι”, ἔ­λε­γε, αὐ­τός ὁ σταυ­ρός εἶ­ναι δυ­να­τό ὅ­πλο.

»Γιά νά μοῦ δώ­ση χα­ρά, πολ­λές φο­ρές μοῦ ζη­τοῦ­σε νά τοῦ δώ­σω κά­τι, π.χ. εἶ­χα ἕ­να ψα­λι­δά­κι, ἦ­ταν καί λί­γο σπα­σμέ­νο, μοῦ εἶ­πε: “Ἀ­δελ­φή Μυ­ρο­φό­ρα, μοῦ δί­νης αὐ­τό τό ψα­λι­δά­κι; μοῦ χρει­ά­ζε­τε νά κό­βω τά μαλ­λιά ἀ­πό τά κομ­πο­σχοί­νια”. Ὁ λο­γι­σμός, μοῦ λέ­ει, ὅ­τι δέν τό ζη­τοῦ­σε για­τί τό εἶ­χε ἀ­νάγ­κη, θά μπο­ροῦ­σε νά βρῆ κα­λύ­τε­ρο καί ὄ­χι τό δι­κό μου τό σπα­σμέ­νο. Τό ἔ­κα­νε γιά νά χα­ρῶ.

»Ἄλ­λη φο­ρά, τοῦ εἶ­χα πλέ­ξει κά­τι μάλ­λι­να πα­που­τσά­κια–τιρ­λί­κια, τά πῆ­ρε καί μοῦ λέ­ει γιά νά χα­ρῶ: “Τώ­ρα πού μοῦ τά ἔ­πλε­ξες ἐ­σύ καί τό κα­λο­καί­ρι θά τά φο­ρά­ω”.

»Κά­πο­τε τοῦ εἶ­πα ὅ­τι ἔ­κρι­να μέ τόν λο­γι­σμό μί­α ἀ­δελ­φή. Μοῦ εἶ­πε: “Οἱ πνευ­μα­τι­κοί ἄν­θρω­ποι κρύ­βουν τίς ἀ­ρε­τές καί κά­νουν με­ρι­κά πράγ­μα­τα πού φαί­νον­ται ὅ­τι δέν εἶ­ναι πνευ­μα­τι­κά νά μᾶς μπερ­δέ­ψουν καί νά κρύ­ψουν τίς ἀ­ρε­τές τους, γι᾿ αὐ­τό νά μήν κρί­νης”.

»Ἄλ­λη φο­ρά, εἶ­χε γί­νει κά­τι τήν ὥ­ρα πού ψάλ­λα­με στό ἀ­να­λό­γιο, εἶ­χα στε­νο­χω­ρή­σει τόν Γέ­ρον­τα. Ὅ­ταν ἦρ­θε ὁ παπ­πού­λης καί πῆ­γα νά τόν δῶ, μέ ρώ­τη­σε για­τί ἤ­μουν στε­νο­χω­ρη­μέ­νη.

― Στε­νο­χώ­ρε­σα τόν Γέ­ρον­τα, τοῦ εἶ­πα.

― Οἱ στρα­τι­ῶ­ται, μοῦ λέ­ει, ὅ­ταν τραυ­μα­τί­ζων­ται στόν πό­λε­μο δέν κά­θον­ται νά κλαῖ­νε. Δέ­νουν τό τραῦ­μα τους καί προ­χω­ροῦν.

― Πᾶ­με νά βά­λου­με με­τά­νοι­α. Μέ πῆ­ρε ἀ­πό τό χέ­ρι καί πή­γα­με στόν Γέ­ρον­τα καί τοῦ εἶ­πε:

― Ἤρ­θα­με νά βά­λου­με με­τά­νοι­α μέ τό κα­λο­γέ­ρι καί ἔ­κα­νε στρω­τή με­τά­νοι­α μα­ζί μου. Με­τά ὁ Γέ­ρον­τας, τοῦ ἔ­λε­γε τί εἶ­χε γί­νει. Ἐ­κεῖ­νος τόν κοι­τοῦ­σε μέ ἠ­ρε­μί­α.

»Ἄλ­λη φο­ρά, εἶ­χα κά­νει ἕ­να σφάλ­μα καί μοῦ εἶ­χε πεῖ ὁ Γέ­ρον­τας “δέν θά σέ ξα­να­ε­ξο­μο­λο­γή­σω”. Ὅ­ταν ἦρ­θε ὁ παπ­πού­λης, τοῦ τό εἶ­πα. Ἄ­νοι­ξε τήν πόρ­τα ἀ­πό τό κελ­λά­κι πού μι­λού­σα­με, στόν δι­ά­δρο­μο ἦ­ταν ὁ Γέ­ρον­τας. Τοῦ εἶ­πε, “ἔ­λα μέ­σα Γέ­ρον­τα”. Ἔ­βγα­λε ἕ­να πε­νην­τά­ρι­κο, τά πα­λιά χρή­μα­τα, τοῦ τό ἔ­δω­σε. “Πά­ρε αὐ­τό γιά πλη­ρω­μή, τοῦ εἶ­πε, καί ὅ­πο­τε ἔ­χει ἀ­νάγ­κη τό κα­λο­γέ­ρι θά τό ἐ­ξο­μο­λο­γῆς, ἀλ­λοι­ῶς θά τό πά­ρω στό Ἅ­γιον Ὄ­ρος”.

»Μιά φο­ρά, ἦ­ταν οἱ Γε­ρον­τᾶ­δες καί ἀ­δελ­φές, ἐ­γώ εἶ­χα ἀ­κουμ­πή­σει στόν τοῖ­χο καί εἶ­χα τά χέ­ρια μου πί­σω στή μέ­ση, πο­νοῦ­σα λί­γο. Γιά μιά στιγ­μή, ἄρ­χι­σε νά μέ μα­λώ­νη. “Τί σε­βα­σμός εἶ­ναι αὐ­τός, μοῦ ἔ­λε­γε, νά ἔ­χης τά χέ­ρια πί­σω!”. Μέ κα­τσά­δια­σε γιά τά γε­ρά, εἶ­δε ὅ­τι δέν τό εἶ­χα ση­κώ­σει, μέ πῆ­ρε μέ­σα στό κελ­λά­κι πού ἔ­με­να καί μοῦ λέ­ει: “Νά μέ συγ­χω­ρέ­σης πού σέ μά­λω­σα, ἄν ἔ­πρε­πε νά σοῦ πῶ κά­τι θά σοῦ τό ἔ­λε­γα τώ­ρα πού εἴ­μα­στε μό­νοι. Ἀλ­λά ἐ­πει­δή με­ρι­κές ἀ­δελ­φές ἔ­χουν λο­γι­σμούς ὅ­τι σέ ἀ­γα­πῶ πε­ρισ­σό­τε­ρο, γι᾿ αὐ­τό σέ μά­λω­σα μπρο­στά τους”. Μοῦ ἔ­κα­νε πολ­λές φο­ρές πα­ρα­τη­ρή­σεις, ἀλ­λά δέν στε­νο­χω­ρι­ό­μουν, ἦ­ταν ὅ­λο ἀ­γά­πη. Ὅ­ταν εἶ­χα πε­ρά­ση τά τριά­ντα, μοῦ ἔ­λε­γε, “τώ­ρα εἶ­σαι ἀμ­μᾶς. Τώ­ρα, Μυ­ρο­φό­ρα, Ἐν σοὶ μῆ­τερ ἀ­κρι­βῶς δι­ε­σώ­θη τὸ κατ᾿ εἰ­κό­να”…

»Με­ρι­κές φο­ρές, τοῦ ἔ­λε­γα:

― Παπ­πού­λη, μι­λά­ω πο­λύ, λέ­ω πολ­λά.

― Δέν εἶ­ναι κα­λύ­τε­ρα Μυ­ρο­φό­ρα, νά μι­λᾶ­με μέ τό Χρι­στό, τήν Πα­να­γί­α, πα­ρά μέ τούς ἀν­θρώ­πους; Ἕ­νας ἄν­θρω­πος γιά νά μι­λή­ση μέ ἕ­να ἐ­πί­γει­ο βα­σι­λιά πρέ­πει νά πά­ρη ἄ­δεια πό­τε θά τοῦ μι­λή­ση, ποι­ά ὥ­ρα, πό­σο θά τοῦ μι­λή­ση. Ἐ­μᾶς τά γυ­φτέ­λια (τούς μι­κρούς γύ­φτους), ὁ Χρι­στός μᾶς ἀ­φή­νει ὅ­πο­τε θέ­λου­με, ὅ­ση ὥ­ρα θέ­λου­με νά τοῦ μι­λᾶ­με καί χαί­ρε­ται ὅ­ταν τοῦ μι­λᾶ­με. Δέν κου­ρά­ζε­τε νά μᾶς ἀ­κού­η.

»Πρίν ἀρ­χί­σει τίς συ­νά­ξεις πού μᾶς ἔ­κα­νε, κά­θε φο­ρά κα­θό­ταν λί­γη ὥ­ρα χω­ρίς νά λέ­η τί­πο­τα. Μᾶς κοι­τοῦ­σε ὅ­λες σάν νά μᾶς περ­νοῦ­σε ἀ­κτι­νο­γρα­φί­α, με­τά ἄρ­χι­ζε νά μᾶς λέ­η γιά πράγ­μα­τα πού μᾶς ἀ­πα­σχο­λοῦ­σαν μέ πα­ρα­δείγ­μα­τα. Τα­κτο­ποι­οῦ­σε ὅ­λα τά θέ­μα­τα τοῦ Μο­να­στη­ριοῦ. Θυ­μᾶ­μαι, ὅ­ταν πή­γαι­να νά μέ δῆ, ὅ,­τι καί ἄν εἶ­χα ἔ­φευ­γαν ὅ­λα, ἔ­παιρ­να μιά δύ­να­μη πού κρα­τοῦ­σε μέ­χρι νά ξα­νάρ­θη. Μέ ρω­τοῦ­σε:

― Ἀδελφή Μυ­ρο­φό­ρα, ξέ­ρεις μου­σι­κά;

― Λί­γα, παπ­πού­λη, τοῦ ἔ­λε­γα. Μοῦ χτυ­ποῦ­σε τήν πλά­τη.

― Ἐ­σύ νά ψάλ­λης μέ τήν καρ­διά σου, μοῦ ἔ­λε­γε, ὅ­ταν ψάλ­λης, ὁ νοῦς σου νά εἶ­ναι στά θεῖ­α νο­ή­μα­τα πού ἔ­χουν τά τρο­πά­ρια, τό­τε θά ψάλ­λης γλυ­κά.

»Ὅ­ταν προ­η­γού­με­νο βρά­δυ εἶ­χα ἀ­γρυ­πνί­ση, καί μέ ἔ­βλε­πε τό πρωΐ, με­ρι­κές φο­ρές μέ ρω­τοῦ­σε, “σοῦ ἔ­δω­σε ὁ Χρι­στός, ἡ Πα­να­γί­α ἤ Ἅ­γιος πού γι­όρ­τα­ζε ἐ­κεί­νη τήν ἡ­μέ­ρα καμ­μί­α σο­κο­λά­τα;”. Μέ ρω­τοῦ­σε:

― Μέ ἀ­κοῦς πού σέ φω­νά­ζω ἀ­πό τό Ἅ­γιον Ὄ­ρος, “ἀ­δελ­φή Μυ­ρο­φό­ρα­α­α! “.

»Ὅ­ταν εἶ­χε πρω­το­γί­νη τό Μο­να­στή­ρι, δέν ξέ­ρα­με νά ψάλ­λου­με. Ἐρ­χό­ταν στό ἀ­να­λό­γιο μᾶς βο­η­θοῦ­σε ἤ καί ἔ­ψα­λε μό­νος του. Μί­α φο­ρά, τῆς Ἁ­γί­ας Σκέ­πης, ἔ­ψα­λε ὅ­λη τήν ἀ­κο­λου­θί­α, ἦ­ταν τό­σο ὡ­ραῖ­α!

Καί τήν ὥ­ρα τῆς ἀ­κο­λου­θί­ας μπο­ροῦ­σε νά σοῦ πῆ ἕ­να ἀ­στεῖ­ο, νά σοῦ δώ­ση χα­ρά.

»Κά­πο­τε ἤ­μουν στε­νο­χω­ρη­μέ­νη. Ὁ παπ­πού­λης τό κα­τά­λα­βε. Μοῦ ἔ­κα­νε νό­η­μα νά πά­ω κον­τά του, μέ ἔ­βα­λε νά κα­θή­σω στό δι­πλα­νό στα­σί­δι καί
μέ­σα στήν ἀ­κο­λου­θί­α μοῦ ἔ­λε­γε δι­ά­φο­ρα, ἔ­σκυ­βε στό αὐ­τί μου καί μοῦ μι­λοῦ­σε. Ἦ­ταν ἡ ὥ­ρα πού λέ­γα­με τό Συ­να­ξά­ρι. Ἐ­νῶ μᾶς εἶ­χε πῆ, τήν ὥ­ρα πού λέ­με τό Συ­να­ξά­ρι νά κα­τε­βαί­νου­με ἀ­πό τά στα­σί­δια, νά στε­κώ­μα­στε μέ εὐ­λά­βεια, ὅ­πως οἱ στρα­τι­ῶ­τες στέ­κον­ται προ­σο­χή ὅ­ταν θέ­λουν νά τι­μή­σουν κά­ποι­ον ἐ­θνι­κό ἥ­ρω­α, ὅ­μως ὁ ἅ­γιος Γέ­ρον­τας ἀ­πό τήν πολ­λή του ἀ­γά­πη τό ἔ­κα­νε αὐ­τό γιά νά μέ πα­ρη­γο­ρή­ση.

»Χαί­ρον­ταν ὅ­ταν κα­τα­λά­βαι­νε ὅ­τι ἀ­γω­νι­ζό­μουν, ὅ­τι ἔ­κα­να με­τά­νοι­ες καί ἀ­γρυ­πνί­ες καί μοῦ ἔ­λε­γε, χω­ρίς νά τοῦ λέ­ω κά­τι: “Τί σῶ­μα εἶ­ναι αὐ­τό πού ἔ­χεις, ἀ­δελ­φή Μυ­ρο­φό­ρα; σάν λά­στι­χο εἶ­ναι”. Πράγ­μα­τι ἔ­κα­να πο­λύ εὔ­κο­λα με­τά­νοι­ες. Τά χέ­ρια μου ἔ­βγαι­ναν εὔ­κο­λα ἀ­πό τόν καρ­πό, ὅ­ταν ἤ­μουν μι­κρή δέν μπο­ροῦ­σα νά κά­νω με­τά­νοι­ες ἀ­κουμ­πών­τας τίς πα­λά­μες στό πά­τω­μα. Ἔ­κα­να τώ­ρα με­τά­νοι­ες ἀ­κουμ­πών­τας τίς γρο­θι­ές καί εἶ­χαν κά­νει κά­ποι­α ση­μά­δια. Ὅ­ταν μοῦ κρα­τοῦ­σε τό χέ­ρι γε­λοῦ­σε, κοι­τοῦ­σε τά ση­μά­δια ἀ­πό τίς με­τά­νοι­ες καί ἔ­λε­γε, “τό πρῶ­το ση­μά­δι εἶ­ναι τοῦ Χρι­στοῦ, τό δεύ­τε­ρο τοῦ ἁ­γί­ου Προ­δρό­μου, τό τρί­το τοῦ ἁ­γί­ου Ἀρ­σε­νί­ου καί τό τέ­ταρ­το πού ἦ­ταν κά­πως με­γά­λο, ἔ­λε­γε, αὐ­τό εἶ­ναι τῆς Πα­να­γί­ας πού κρα­τᾶ καί τόν Χρι­στό στήν ἀγ­κα­λιά της”.

»Ἦ­ταν ὅ­μως αὐ­στη­ρός, ὅ­ταν ἤ­θε­λα νά κά­νω τό θέ­λη­μά μου. Ὅ­ταν ἤρ­θα­με στό Μο­να­στή­ρι, κά­να­με μί­α ἀ­γρυ­πνί­α τήν ἑ­βδο­μά­δα. Ἐ­γώ πή­γαι­να στήν Γε­ρόν­τισ­σα κά­θε βρά­δυ καί τῆς ἔ­λε­γα, νά μοῦ δώ­ση εὐ­λο­γί­α νά κά­νω ἀ­γρυ­πνί­α. Στήν ἀρ­χή, μοῦ ἔ­λε­γε, “ὄ­χι, ἔ­κα­νες χθές εἶ­σαι κου­ρα­σμέ­νη”. Ἐ­γώ τήν πα­ρα­κα­λοῦ­σα καί στό τέ­λος μοῦ ἔ­δι­νε εὐ­λο­γί­α. Μέ­σα μου ὅ­μως ἔ­νοι­ω­θα, ὅ­τι αὐ­τό δέν ἦ­ταν κα­λό. Ὅ­ταν ἦρ­θε ὁ παπ­πού­λης, τοῦ τό εἶ­πε. Μοῦ λέ­ει, “θά κά­νης μί­α ἀ­γρυ­πνί­α τήν ἑ­βδο­μά­δα. Ἄν ζη­τή­σης ἀ­πό τήν Γε­ρόν­τισ­σα νά κά­νης δεύ­τε­ρη, θά σοῦ κό­ψω καί τήν μί­α. Ἄν τό ξα­να­κά­νης, δέν θά σέ ἀ­φή­σω οὔ­τε στήν ἐκ­κλη­σί­α νά πη­γαί­νης”. Σάν νά μοῦ ἔ­κο­ψε τό θέ­λη­μα μέ τό μα­χαί­ρι, ἔ­τσι ἔ­νοι­ω­σα.

»Πάν­τα ὅ­ταν πή­γαι­να νά τόν δῶ, κά­θε φο­ρά μοῦ ἔ­λε­γε: “Ἄν­τε βρέ Μυ­ρο­φό­ρα, νά ψάλ­λου­με. Ψά­λα­με μα­ζί. Ἔ­ψα­λε πο­λύ ὡ­ραῖ­α, ὅ­λα ἔ­φευ­γαν, ἔ­νοι­ω­θα πο­λύ γλυ­κά κον­τά του.

»Μοῦ ἔ­κα­νε ἐν­τύ­πω­ση πάν­τα, ὅ­τι καί νά ἔ­λε­γε ἦ­ταν ὡ­ραῖ­ο καί ἔ­ξυ­πνο. Πρίν νά γί­νω μο­να­χή ἤμα­σταν, ὁ παπ­πού­λης, ἐ­γώ καί μί­α ἄλλη ἀ­δελ­φή. Εἶ­χε μί­α πα­ρα­μά­να βαμ­μέ­νη μαύ­ρη καί κούμ­πω­νε τό ρά­σο του. Τοῦ λέ­ει ἡ ἄλλη ἀ­δελ­φή:

― Παπ­πού­λη, θά μοῦ δώ­σε­τε αὐ­τή τήν πα­ρα­μά­να;

― Ἔ­χεις μάν­να, τῆς λέ­ει, θές καί πα­ρα­μά­να; Θά τήν δώ­σω σ᾿ αὐτήν. Ἤ­μουν λα­ϊ­κή τό­τε καί τήν ἔ­δω­σε σέ μέ­να.

»Εἴ­χα­με μά­θει γιά τήν τε­λευ­ταί­α ἀρ­ρώ­στεια τοῦ παπ­πού­λη καί στε­νο­χω­ρε­θή­κα­με πο­λύ. Με­τά πού βγῆ­κε καί ἔ­κα­νε ἐ­ξε­τά­σεις, μά­θα­με ὅ­τι σύν­το­μα θά ἔ­φευ­γε ἀ­πό κον­τά μας.

»Εἶ­χε ἔρ­θει γιά τε­λευ­ταί­α φο­ρά στό Μο­να­στή­ρι μας, πο­νοῦ­σε πο­λύ. Ἐ­κεῖ­νο τόν και­ρό ἤ­μουν πο­λύ χά­λια. Εἶ­χα ἀ­πό μι­κρή κά­ποι­α πά­θη­ση, ἀ­πό αὐ­τό εἶ­χα ἀρ­ρω­στή­σει καί ἀρ­γό­τε­ρα νευ­ρί­α­ζα εὔ­κο­λα, με­τά στε­νο­χω­ρι­ό­μουν πο­λύ καί μέ ἔ­πια­νε ἀ­πελ­πι­σί­α. Ἔ­κα­να λο­γι­σμούς ὅ­τι δέν θά σω­θῶ, δέν θά πά­ω στόν πα­ρά­δει­σο, δέν εἶ­χα δι­ά­θε­ση νά ψάλ­λω καί ἔ­λε­γα στούς Γε­ρον­τᾶ­δες νά μήν ψάλ­λω στό ἀ­να­λό­γιο. Τό­τε ὅ­μως ὑ­πῆρ­χε ἀ­νάγ­κη, για­τί δέν ὑ­πῆρ­χαν πολ­λές ἀ­δελ­φές πού μπο­ροῦ­σαν νά βο­η­θή­σουν στό ἀ­να­λό­γιο.

»Εἶ­χα στε­νο­χω­ρη­θεῖ πο­λύ πού ὁ παπ­πού­λης θά ἔ­φευ­γε. Ὅ­ταν ἦρ­θε ὁ παπ­πού­λης, μᾶς εἶ­παν οἱ Γε­ρον­τᾶ­δες, ὅ­τι δέν θά μᾶς ἔ­βλε­πε κα­τά μό­νας για­τί πο­νοῦ­σε πο­λύ, θά μᾶς ἔ­κα­νε μό­νο σύ­να­ξη. Εἴ­χα­με κά­νει, νο­μί­ζω, τέσ­σε­ρις κου­ρές, για­τί ὁ παπ­πού­λης δέν θά ξα­να­ερ­χό­ταν σέ μᾶς. Καί συ­νη­θί­ζα­με τίς κου­ρές νά τίς κά­νου­με ὅ­ταν ἐρ­χό­ταν ὁ παπ­πού­λης.

»Ἐ­γώ βο­η­θοῦ­σα στούς λου­κου­μά­δες, εἴ­χα­με πο­λύ κό­σμο, ἔρ­χον­ταν νά πά­ρουν τήν εὐ­χή του, ξέ­ρα­νε ὅ­τι θά φύ­γη ἀ­πό κον­τά μας. Εἶ­χα κου­ρα­στεῖ, για­τί ὅ­λη τήν νύ­χτα κά­να­με λου­κου­μά­δες. Ἤ­μουν καί πο­λύ στε­νο­χω­ρε­μέ­νη, πῆ­γα στό κελ­λί μου καί ξά­πλω­σα λί­γο νά ξε­κου­ρα­στῶ. Ἦρ­θε μιά ἀ­δελ­φή καί μοῦ εἶ­πε:

― Πή­γαι­νε, σέ θέ­λει ὁ παπ­πού­λης.

― Μή­πως κά­νεις λά­θος; τῆς λέ­ω.

― Ὄ­χι, μοῦ λέ­ει, σέ ζη­τοῦ­σε καί χθές τό βρά­δυ καί ἡ Γε­ρόν­τισ­σα τοῦ εἶ­πε ὅ­τι φτειά­χνεις λου­κου­μά­δες.

»Πο­νοῦ­σε πο­λύ καί δέν ἤ­θε­λα νά τόν κου­ρά­ζω. Πῆ­γα στό κελ­λά­κι πού ἔ­με­νε⋅ ἦ­ταν γο­να­τι­στός πά­νω στό κρεβ­βά­τι, μέ τά δύ­ο χέ­ρια του ἔ­πια­νε τήν κοι­λιά του. Ὅ­πως ἦ­ταν γο­να­τι­στός καί ἔ­πια­νε τήν κοι­λιά του, πολ­λές φο­ρές ἔ­γερ­νε τό σῶ­μα του μπρο­στά καί ἔ­λε­γε: “Ἄχ! Μυ­ρο­φό­ρα, ἄχ! μω­ρέ, Μυ­ρο­φό­ρα!”. Πο­νοῦ­σε πά­ρα πο­λύ. Στε­νο­χω­ρι­ό­μουν πο­λύ ἔ­τσι πού τόν ἔ­βλε­πα, δέν μπο­ροῦ­σα νά τοῦ πῶ τί­πο­τα, κα­θό­μουν καί δέν μι­λοῦ­σα τί­πο­τα. “Για­τί εἶ­σαι ἔ­τσι, μω­ρέ;” μοῦ λέ­ει. Καί ἄρ­χι­σε νά μοῦ λέ­η ὅ­,τι εἶ­χα μέ­σα μου. Μέ ρω­τά­ει:

― Ἀδελφή Μυ­ρο­φό­ρα, ψάλ­λεις;

― Δέν μπο­ρῶ παπ­πού­λη, τοῦ λέ­ω. Δέν μπο­ρῶ νά ψάλ­λω στήν ἐκ­κλη­σί­α.

― Νά ψάλ­λης, μοῦ λέ­ει.

»Στε­νο­χω­ρι­ό­μουν πού νευ­ρί­α­ζα εὔ­κο­λα. Χω­ρίς νά τοῦ τό πῶ, μοῦ λέ­ει:

― Βρέ, Μυ­ρο­φό­ρα, ἐ­σύ εἶ­σαι ἀρ­νά­κι, για­τί με­ρι­κές φο­ρές γί­νε­σαι κα­τσι­κά­κι; Μή­πως πρέ­πει νά πᾶς σέ κα­νέ­να για­τρό; Μή­πως κάτι ἔ­χεις μέ τήν ὑ­γεί­α σου;

»Με­τά πού πῆ­γα στούς για­τρούς, πράγ­μα­τι κά­τι εἶ­χα μέ τίς ὁρ­μό­νες.

»Ἔ­κα­να λο­γι­σμούς, ὅ­τι δέν θά σω­θῶ καί χω­ρίς νά τοῦ τό πῶ, μοῦ λέ­ει: “Τί στε­νο­χω­ρι­έ­σαι, μω­ρέ; ἐ­κεῖ πού θά πά­ω ἐ­γώ, ὅ­ταν φύ­γω ἀ­πό αὐ­τή τή ζω­ή, θά σέ πά­ρω καί ἐ­σέ­να. Ἐ­σύ μό­νο τήν φω­το­γρα­φί­α ἀ­πό τό δι­α­βα­τή­ριο νά βγά­λης. Για­τί εἶ­σαι ἔ­τσι μέ­σα σου; τί νά σοῦ κά­νω ἐ­γώ; τί θά σοῦ δώ­ση χα­ρά; ὅ­τι μοῦ ζη­τή­σης θά τό κά­νω”.

»Συ­νε­χῶς ἔ­πια­νε τήν κοι­λιά του καί ἔ­λε­γε: “Ἄχ! Μυ­ρο­φό­ρα, ἄχ! μω­ρέ, Μυ­ρο­φό­ρα!”. Γιά νά κά­νη ἔ­τσι ὁ παπ­πού­λης μπρο­στά μου, φαν­τα­στεῖ­τε πό­σο πο­νοῦ­σε.

― Τί θά σοῦ δώ­ση χα­ρά; πές μου, μοῦ ἔ­λε­γε.

― Νά μεί­νε­τε ἐ­δῶ, τοῦ λέ­ω, αὐ­τό θέ­λω.

― Κα­λά, μοῦ λέ­ει. Θά πά­ω νά πά­ρω καί τά ὑ­πό­λοι­πα πράγ­μα­τά μου καί θά ἔρ­θω, θά μέ γη­ρο­κο­μή­σης ἐ­σύ;

― Ναί, τοῦ λέ­ω.

― Θά μοῦ κά­νης καί τόν κα­νό­να μου;

― Ναί, τοῦ λέ­ω.

― Κα­λά, μοῦ λέ­ει, θά ἔρ­θω.

»Ἔ­ξω πε­ρί­με­νε μί­α κυ­ρί­α. Ὅ­ταν ση­κώ­θη­κα νά φύ­γω: “Φέ­ρε μιά καί μι­σή ἀ­σπι­ρί­νη, Μυ­ρο­φό­ρα, νά πά­ρω, νά δῶ αὐ­τήν τήν κυ­ρί­α πού πε­ρι­μέ­νει”. Τοῦ πῆ­γα δύ­ο ἀ­σπι­ρί­νες, πῆ­ρε μι­ά­μι­συ καί τήν ἄλ­λη μι­σή μοῦ τήν ἔ­δω­σε. “Πάρ­την ἐ­σύ”, μοῦ λέ­ει. Τό­σο πό­νο καί προ­σπα­θοῦ­σε μέ τίς ἀ­σπι­ρί­νες νά ἀ­να­κου­φι­στῆ.

»Με­τά ἀ­πό λί­γες μέ­ρες, πῆ­γε ἡ Γε­ρόν­τισ­σα νά τόν δῆ, πῆ­ρε καί ἐ­μέ­να μα­ζί της. Ὁ παπ­πού­λης ἦ­ταν στό κρεβ­βά­τι, δέν μπο­ροῦ­σε νά ση­κω­θῆ, τό πρό­σω­πό του ἦ­ταν κα­τα­κί­τρι­νο. Μπῆ­κε ἡ Γε­ρόν­τισ­σα. Ἐ­γώ δέν ἤ­θε­λα νά τόν κου­ρά­ζω. Μό­λις μπῆ­κα, τοῦ εἶ­πα:

― Τήν εὐ­χή σας νά πά­ρω παπ­πού­λη, πο­νᾶ­τε πο­λύ.

― Κά­θη­σε, μοῦ λέ­ει.

― Μό­νο τήν εὐ­χή σας θέ­λω, τοῦ λέ­ω, καί νά φύ­γω.

»Μοῦ ἔ­δει­ξε ἕ­να σκα­μνά­κι πού ἦ­ταν δί­πλα στό κρεβ­βά­τι καί μοῦ λέ­ει, κά­θη­σε. Κά­θη­σα, δέν μι­λοῦ­σα κα­θό­λου, προ­σπα­θοῦ­σα νά μήν κλά­ψω. Μέ ρώ­τη­σε:

― Τί εἰ­κό­να κά­νεις τώ­ρα, Μυ­ρο­φό­ρα;

― Τόν ἅ­γιο Κων­σταν­τί­νο καί τήν ἁ­γί­α Ἑ­λέ­νη, τοῦ λέ­ω.

»Ὅ­σο ἔ­φτεια­χνα τήν ἁ­γί­α Ἑ­λέ­νη εἶ­χα λο­γι­σμούς, ὅ­τι τήν ἔ­κα­να πο­λύ νέ­α, προ­σπα­θοῦ­σα νά βά­λω κά­τι πα­ρι­ές πού βά­ζου­με στά γέ­ρι­κα πρό­σω­πα τῶν Ἁ­γί­ων δέν ἔ­δει­χνε γέ­ρι­κο τό πρό­σω­πό της.

― Νά, Μυ­ρο­φό­ρα, μοῦ λέ­ει, με­ρι­κοί ἁ­γι­ο­γρά­φοι τήν ἁ­γί­α Ἑ­λέ­νη τήν κά­νουν νέ­α καί φαί­νε­ται σάν ἀ­δελ­φή τοῦ ἁ­γί­ου Κων­σταν­τί­νου καί ὄ­χι σάν μη­τέ­ρα του. Μοῦ εἶ­πε καί με­ρι­κά ἄλ­λα, με­τά ἐ­γώ ση­κώ­θη­κα δέν κρα­τή­θη­κα ἄλ­λο, ἄρ­χι­σα νά κλαί­ω. Πῆ­ρα τήν εὐ­χή του, μοῦ ἔ­δω­σε ἕ­να ἑ­κα­το­στά­ρι κομ­πο­σχοί­νι πού κρα­τοῦ­σε καί ἔ­φυ­γα. Τόν εὐ­χα­ρι­στῶ γιά ὅ­λα καί ζη­τῶ τίς πρε­σβεῖ­ες Του».

 

Περιοδικό Ἐρῶ

Ετικέτες:

Θα χαρούμε να ακούσουμε τις σκέψεις σας

Αφήστε ένα σχόλιο

Το Ρωμαίικο
Logo

Ραδιόφωνο του Ρωμαίικου