
Διήγηση Μυροφόρας μοναχῆς: «Ἤμουν 14 χρονῶν, ὅταν γιά πρώτη φορά μίλησα μέ τόν παππούλη, ἔτσι τόν φώναζα. Δέν ἤξερα πολλά ἀπό πνευματική ζωή. Τότε εἶχα γνωρίσει τόν Γέροντά μας, ἄρχισα νά ἐξομολογοῦμαι. Ἤμουν πάνω στόν ἐνθουσιασμό τῆς πνευματικῆς ζωῆς. Εἶχα κάτι βλάσφημους λογισμούς, ἔτσι τούς ἔλεγε ὁ παππούλης.
»Οἱ λογισμοί ἦταν γιά τόν Γέροντά μας καί μέ στενοχωροῦσαν πάρα πολύ. Μοῦ ἔλεγε ὁ Γέροντας, μήν τά δίνης σημασία εἶναι τοῦ διαβόλου, ἐγώ δέν μποροῦσα νά τό ξεπεράσω. Εἶχε βγῆ ὁ παππούλης στόν κόσμο. Ἑτοίμαζε τότε τό βιβλίο μέ τόν Βίο τοῦ ὁσίου Ἀρσενίου. Ὁ Γέροντας τό ἤξερε, μοῦ ἔδωσε ἕνα γράμμα καί μέ ἔστειλε νά δῶ τόν παππούλη καί νά τοῦ πῶ τούς λογισμούς πού μέ στενοχωροῦσαν πάρα πολύ. Ζήτησα νά δῶ τόν παππούλη ἀπό τίς ἀδελφές, μοῦ εἶπαν, “δέν θά μπορέση νά σέ δῆ οὔτε ἐμᾶς εἶδε ἀκόμα, οὔτε κανέναν”. Ἔδωσα στίς ἀδελφές τό γράμμα πού μοῦ εἶχε δώσει ὁ Γέροντας γιά τόν παππούλη καί τό ἀπόγευμα μέ φώναξε. Ἦταν στό κελλάκι πού ἦταν πάνω ἀπό τήν δεξαμενή. Ἦταν νέος ἀκόμη ὁ παππούλης, τά γένια του ἦταν πολύ μαῦρα. Κάθησε σέ ἕνα σκαμνάκι καί ἐγώ γονάτισα ἐκεῖ καί ἄρχισα νά τοῦ λέω ὅ,τι εἶχα.
»”Ὅλους αὐτούς τούς λογισμούς”, μοῦ λέει, “τούς παίρνω ἐγώ. Θά δώσω ἐγώ λόγο στόν Θεό”. Μοῦ εἶπε ἕνα παράδειγμα: “Ἐκεῖ στό Ἅγιον Ὄρος ἦρθε ἕνα καλογέρι, εἶχε πολύ εὐλάβεια σέ κάποιον Ἅγιο. Δέν τόν ἀσπαζόταν, γιατί τοῦ ἔρχονταν βλάσφημοι λογισμοί γιά τόν Ἅγιο. Ὅταν μοῦ τό εἶπε, τόν πῆρα ἀπό τό χέρι καί τόν πῆγα στήν εἰκόνα τοῦ Ἁγίου. Τόν ἔβαλα νά τόν ἀσπασθῆ παντοῦ, στό πρόσωπο, στά χέρια, σέ ὅλο τὸ σῶμα, ἔτσι καί ἐσύ νά ἀσπασθῆς πολλές φορές τά χέρια τοῦ Γέροντα. Τό ταγκαλάκι θέλει νά σέ ἀπομακρύνη ἀπό τόν Γέροντα, νά μήν μπορῆ νά σέ βοηθήση. Ἐγώ τώρα θά σέ βοηθήσω νά φύγουν ὅλα αὐτά, ἀλλά καί μετά δέν θά σέ ἀφήσω. Θά σέ σπρώχνω πνευματικά σέ ὅλη σου τήν ζωή”. Αὐτό ἦταν, ὅλα ἔφυγαν, εἶχα γεμίσει χαρά, πῆρα τήν εὐχή του καί ἔφυγα πετώντας.
»Τήν ἄλλη μέρα, μέ πῆραν οἱ ἀδελφές νά τσαπίσουμε κάτι χόρτα. Ἐκεῖ πού δουλεύαμε ἦρθε καί ὁ παππούλης. Καθήσαμε ὅλες γύρω του καί μᾶς ἔλεγε γιά τό ὄρος Σινᾶ, πῶς περνοῦσε ἐκεῖ μέ τούς Βεδουΐνους, μᾶς ἔλεγε πολλά ἀστεῖα, οἱ ἀδελφές ξεκαρδίζονταν στά γέλια. Ἐμένα μοῦ εἶχε κάνει ἐντύπωση, πῶς ἕνας ἅγιος ἔλεγε τόσα ἀστεῖα. Ὅμως δέν τό παρεξήγησα, εἶχαν μιά χάρη τά ἀστεῖα του. Θυμᾶμαι, ἔλεγε στίς ἀδελφές, ὅ,τι ὅταν ἀνοίγη ἕνα Μοναστήρι εἶναι καλό οἱ πρῶτες ἀδελφές νά γνωρίζωνται ἀπό τόν κόσμο, γιατί ἀλλοιῶς γίνεται μία κουρελού μέ διαφορετικά κουρέλια. Ὅταν ἦρθε ἐκεῖ ποὺ τσαπίζαμε καί πῆγα νά πάρω τήν εὐχή του, μέ ρώτησε: “Ἐντάξει; ἔφυγαν οἱ λογισμοί; τούς ξερριζώσαμε;”.
»Οἱ πρῶτες ἀδελφές ποὺ ἤρθαμε στό Μοναστήρι, γνωριζόμασταν ἀπό τόν κόσμο. Εἴχαμε Πνευματικό τὸν Γέροντα, εἴχαμε δεθεῖ μεταξύ μας πολύ καί μέ τόν Γέροντα. Τά χαράματα ἀνεβαίναμε μέ τά πόδια, βοηθούσαμε τόν Γέροντα νά λειτουργήση, μετά τοῦ λέγαμε λογισμούς, μερικές φορές μᾶς κρατοῦσε ὅλη τήν ἡμέρα, τήν περνούσαμε πνευματικά. Ἔτσι εἴχαμε δεθεῖ μεταξύ μας. Ἦταν δύσκολο νά χωρίσουμε καί νά πᾶμε σέ διαφορετικά Μοναστήρια καί χωρίς τόν Γέροντα. Εἴχαμε ἀρχίσει νά λέμε στόν Γέροντα νά κάνουμε ἕνα Μοναστηράκι. Ὁ Γέροντας ἔμενε μόνος του, εἶχε ἕνα μικρό κελλάκι καί ἄλλα τρία–τέσσερα κελλάκια. Ὁ Γέροντας μᾶς ἔλεγε, ὅτι ἦταν δύσκολο νά γίνη Μοναστήρι καί ὅτι ὁ ἴδιος δέν μποροῦσε νά ἀναλάβη.
»Τότε εἶχε ἔρθει ὁ παππούλης νά δῆ τόν Γέροντα, δέν θυμᾶμαι ἂν ἦταν ἡ πρώτη φορά, γιατί ἐρχόταν ἐδῶ καί πρίν γίνει τό Μοναστήρι. Ἐμεῖς ὅλες μαζί τοῦ εἴπαμε:
― Παππούλη, ἂς κάνομε ἐδῶ ἕνα Μοναστηράκι δυσκολευόμαστε νά πᾶμε ἀλλοῦ.
― Μή στενοχωριέστε, μᾶς εἶπε, ἐγώ θά πείσω τόν Γέροντα νά κάνη ἐδῶ Μοναστήρι. Μετά εἶπε στόν Γέροντα, ὅτι θά ἀναλάμβανε νά μᾶς βοηθήση πνευματικά καί ἔτσι ἄρχισε νά γίνεται σιγά–σιγά. Δέν εἴχαμε ἔρθει ἀκόμη γιά πάντα, ὅμως τίς πιό πολλές μέρες καί νύχτες τίς περνούσαμε ἐδῶ.
»Τότε ἐγώ ἤμουν 16 χρονῶν. Οἱ ὑπόλοιπες ἀδελφές μοῦ ἔλεγαν, ἐσένα δέν θά σέ πάρη ὁ Γέροντας τώρα, εἶσαι μικρή. Ἐγώ στενοχωριόμουν πολύ, ἀλλά δέν τολμοῦσα νά ρωτήσω τόν Γέροντα, μή μοῦ πῆ ὅτι πράγματι δέν θά μέ ἔπαιρνε. Ὅταν ἦρθε ὁ παππούλης πῆγα νά τόν δῶ. Τόν ρώτησα:
― Παππούλη, ὅταν ἀνοίξη τό Μοναστήρι, θά μέ πάρη ὁ Γέροντας; γιατί εἶμαι μικρή.
― Πόσο χρονῶν εἶσαι; Τοῦ εἶπα:
― Δεκαέξι. Μέ χτύπησε στήν πλάτη καί μοῦ λέει:
― Ταμὰμ γιά νύφη Χριστοῦ εἶσαι. Καί ἡ ἁγία Μαρίνα δεκαέξι χρονῶν ἦταν, ἔπιασε τόν διάβολο ἀπό τά κέρατα καί τόν πάτησε, ἔτσι νά κάνης καί ἐσύ. Πρώτη ἐσένα θά πάρη ὁ Γέροντας.
»Ἔφυγα ὅλο χαρά. Ἀπό παιδί εἶχα ἕνα παράπονο, ὅλα τά παιδάκια στήν ἡλικία μου εἶχαν κάποιον παπποῦ ἤ γιαγιά, ἐγώ δέν εἶχα γιατί εἶχαν κοιμηθεῖ πρίν γεννηθῶ. Ὁ παππούλης μέ ρωτοῦσε πολλές φορές, “ἔχεις παπποῦ;” Τοῦ ἔλεγα, “ὄχι”. “Ἐγώ παππούς σου δὲν εἶμαι;” μοῦ ἀπαντοῦσε.
»Διάβαζα στά βιβλία, ὅτι οἱ Ἅγιοι πολλές φορές γνωρίζουν τίς σκέψεις μας, ὅμως δέν τό εἶχα ζήσει. Ἦταν ἀπό τίς πρῶτες φορές πού μιλοῦσα μέ τόν παππούλη. Ἐκεῖ πού ἔλεγα λογισμούς καί μοῦ ἔδινε συμβουλές, κρατοῦσε στό χέρι του ἕνα κομποσχοίνι ἑκατοστάρι. Στήν τσέπη μου εἶχα καί ἐγώ ἕνα ἀκριβῶς τό ἴδιο. Ἔκανα τόν λογισμό, ὅταν τελειώσουμε τήν συζήτηση νά τοῦ πῶ νά μοῦ δώση τό δικό του κομποσχοίνι γιά εὐλογία καί νά τοῦ δώσω τό δικό μου, νά μήν μείνη χωρίς κομποσχοίνι. Δέν πρόλαβα νά πῶ τίποτα καί μοῦ λέει:
― Ἀλλάζουμε κομποσχοίνια; Τοῦ λέω:
― Αὐτό θά σᾶς ἔλεγα τώρα, παππούλη.
― Τό κατάλαβα, μοῦ λέει.
»Ἤμουν μικρή, εἶχα πολλά χρόνια διαφορά ἀπό τίς ἄλλες ἀδελφές. Μοῦ ἔδειχνε πολλή ἀγάπη. Ἔλεγε, “νά τό ξέρετε, ἡ μοναχή Μυροφόρα εἶναι τό δικό μου καλογέρι”. Ὅταν πήγαινα νά πάρω τήν εὐχή του, μοῦ ἔλεγε, “ἔλα καλογέρι”. Ὅταν μαζεύονταν ὅλες οἱ ἀδελφές, ἔκανε πώς δέν μέ ἔβλεπε καί ἔλεγε, “τό δικό μου καλογέρι ποῦ εἶναι;”. “Ἐδῶ, παππούλη”, τοῦ ἔλεγαν οἱ ἀδελφές. Μέ ἔβλεπε μετά καί γελοῦσε. Μᾶς ἔδινε πάντα ὅταν ἔρχονταν μία εὐλογία ἤ ἕνα κομποσχοινάκι ἤ ἕνα εἰκονάκι ἀπό ἐκεῖνα πού ἔφτειαχνε ὁ ἴδιος. Οἱ ἀδελφές ἦταν ὄρθιες καί περιμέναμε νά ἀρχίση ἡ σύναξη πού θά μᾶς ἔκανε, περνοῦσε καί μέσα ἀπό ἕνα σακκουλάκι ἔβγαζε τίς εὐλογίες καί ἔδινε στίς ἀδελφές. Ἐμένα γύριζε μέ ἔβλεπε, γελοῦσε, μέ προσπερνοῦσε, δέν μοῦ ἔδινε εὐλογία. Ὅταν ἔδινε σέ ὅλες, γυρνοῦσε σέ μένα γελοῦσε πάλι καί μοῦ ἔδινε ὅσα εἶχαν περισσέψει.
»Ὅταν τοῦ ἔλεγα, ὅτι ἔκανα κάποιο σφάλμα, π.χ. στενοχώρησα τούς Γεροντᾶδες ἤ δέν μίλησα μέ σεβασμό στίς ἀδελφές, μοῦ ἔλεγε, “ρεζίλι μέ ἔκανες, βρέ Μυροφόρα, ἐσύ εἶσαι τό δικό μου καλογέρι, ἐμένα κάνεις ρεζίλι”. Φρόντιζα τότε νά μήν κάνω ρεζίλι τόν παππούλη. Εὔκολα στενοχωριόμουν. Μοῦ ἔλεγε: “Λίγο νά ψάλλης, λίγο νά λές τήν εὐχή ὅλη τήν ἡμέρα, στόν παράδεισο θά εἶσαι”. Ὅταν πήγαινα νά τόν δῶ, μοῦ ἔλεγε, “ἔλα τώρα νά ψάλλουμε”. Ψάλαμε πολλά. Τό “Ἄξιόν ἐστι”, τό “Ἅγιος ὁ Θεός”, τό “Πάντων προστατεύεις ἀγαθή”, τό ἀργό “Ἐκ νεότητός μου” καί πολλά ἄλλα τροπάρια.
»Τήν χρονιά πού εἶχε πρωτοβγεῖ τό βιβλίο μέ τόν βίο τοῦ ὁσίου Ἀρσενίου, στό Μοναστήρι μας δέν εἴχαμε πολλά χρήματα, ἔπρεπε νά γίνουν λίγα κελλάκια γιατί μέναμε δύο ἀδελφές στό ἴδιο κελλί. Εἴχαμε πάρει ἕνα μάστορα καί ἐμεῖς βοηθούσαμε, φτειάχναμε χαρμάνι, τό κουβαλούσαμε καί τά τοῦβλα. Ἐγώ ἤμουν μικρότερη, εἶχα δυνάμεις καί βοηθοῦσα περισσότερο. Πολλές φορές δουλεύαμε μέχρι ἀργά. Κοιμόμουν λίγο, ξυπνοῦσα, ἔκανα τόν κανόνα μου, μετά καθόμουν στό πάτωμα διάβαζα λίγο ἀπό τό βιβλίο τοῦ ὁσίου Ἀρσενίου. Μοῦ ἔδινε δύναμη, μέ βοηθοῦσε πολύ, ἔνοιωθα μιά χαρά καί συγκίνηση. Μετά συνέχιζα τά πνευματικά μου, ἀφοῦ τήν ἡμέρα δέν ὑπῆρχε χρόνος, ἔπρεπε νά βοηθῶ τόν μάστορα. Δέν διάβαζα ὅμως κανένα ἄλλο βιβλίο, δέν προλάβαινα.
»Ὅταν ἦρθε ὁ παππούλης, μέ ρώτησε:
― Τί βιβλίο διαβάζεις, Μυροφόρα; Τοῦ εἶπα:
― Αὐτόν τόν καιρό δέν διαβάζω παππούλη κανένα βιβλίο, δέν προλαβαίνω. Αὐτός γέλασε καί μοῦ λέει:
― Ἐμένα δέν μέ ξεγελᾶς. Διαβάζεις κάποιο βιβλίο. Δέν διαβάζεις τόν ὅσιο Ἀρσένιο; Ἀφοῦ ἐγώ σέ βλέπω ἀπό τό Ἅγιον Ὄρος.
»Ἄλλη φορά, ὅταν πῆγα νά τόν δῶ, στό τέλος ἔβγαλε ἀπό τόν τρουβά του ἕνα κομποσχοίνι τριακοσάρι, μοῦ τό ἔδωσε, “πάρτο, μοῦ λέει, μέ αὐτό κάνω δύο χρόνια τόν κανόνα μου”. Ἦταν πράγματι δουλεμένο. Μετά μοῦ λέει, “αὐτά τά λεπτὰ τριακοσάρια εἶναι ἡ ψυχή μου. Δέν βλέπω ὅμως νά τό πλέξω. Περπατῶ στό δάσος μία ὥρα καί κάνω…”, δέν θυμᾶμαι πόσα κομποσχοίνια μοῦ εἶπε ὅτι ἔκανε. Εἶχα λογισμούς πού πῆρα τό τριακοσάρι τοῦ παππούλη, μοῦ εἶχε πεῖ ὅτι δέν ἔβλεπε νά πλέξη ἄλλο τόσο λεπτό.
»Τήν ἄλλη φορά πού εἶχε ἔρθει, σκέφθηκα καί τοῦ ἔπλεξα πέντε τριακοσάρια λεπτά, δέν τοῦ τό εἶχα πεῖ. Ἐκεῖ πού τοῦ ἔλεγα λογισμούς καί μοῦ ἔδινε συμβουλές –εἶχα τά κομποσχοίνια μέσα στήν τσέπη μου σέ ἕνα νάϋλον σακκουλάκι– μοῦ λέει: “Ἄντε βρέ, Μυροφόρα, δέν θά μοῦ δώσης αὐτά πού μοῦ ἔφτειαξες;”. Καί ἄρχισε νά ψάχνη τίς τσέπες τῆς ζακέτας, γέλασε καί λέει: “Ἄ, δέν εἶναι ἐδῶ”. Σήκωσε τό κοντό μου καί ἀπό τήν τσέπη τοῦ φορέματός μου ἔβγαλε τό σακκουλάκι μέ τά κομποσχοίνια καί μοῦ λέει:
― Γιά μένα δέν εἶναι αὐτά;
― Γιά σᾶς εἶναι, τοῦ λέω.
»Ἄνοιξε τό σακκουλάκι, πῆρε τά τρία καί τά ἄλλα δύο τά ἔβαλε ξανά στήν τσέπη μου. “Αὐτά θά πάρω”, μοῦ λέει. Τό βράδυ λέει στήν Γερόντισσα:
― Ἡ ἀδελφή Μυροφόρα, μοῦ ἔπλεξε μερικά τριακοσάρια δέν τά πῆρα ὅλα, λές νά τήν στενοχώρεσα;
― Δέν νομίζω, παππούλη, νά στενοχωρήθηκε.
»Δέν ἡσύχασε ὅμως. Τήν ἄλλη μέρα εἴχαμε κάνει ρασοφορία κάποια ἀδελφή, μετά τήν ἀκολουθία ἤμασταν στήν κουζίνα καί τρώγαμε λουκουμάδες. Πῆρε τηλέφωνο καί ρωτοῦσε ἂν ἤμουν ἐκεῖ. Τοῦ εἶπαν οἱ ἀδελφές, “ἐδῶ εἶναι παππούλη”. Ὅταν πῆγα στό τηλέφωνο, μοῦ λέει: “Φέρε, βρέ, Μυροφόρα, ἐκεῖνα τά κομποσχοίνια πού δέν πῆρα, γιατί αὐτά πού μοῦ ἔδωσες μοῦ τά πῆραν ὅλα”. Μοῦ ἔκανε ἐντύπωση αὐτή ἡ εὐαισθησία, νά μήν στενοχωρήση τούς ἄλλους, πάντα ἤθελε νά δίνη χαρά.
»Πονοῦσε πολύ ὅταν ἔβλεπε ἄρρωστο. Ἀπό τά βάρη πού σήκωνα εἶχε πάθει ἡ μέση μου, πονοῦσα πολύ, ἤμουν στό κρεββάτι δέν μποροῦσα νά σταθῶ καί στό κρεββάτι δέν μποροῦσα νά γυρίσω ἀπό τήν ἄλλη πλευρά. Ἤμουν ἕξι μῆνες στό κρεββάτι χωρίς νά μπορῶ νά κουνηθῶ. Εἶχε ἔρθει ὁ παππούλης. Μόλις ἦρθε, τοῦ εἶπαν οἱ ἀδελφές:
― Παππούλη, ἡ ἀδελφή Μυροφόρα εἶναι στό κρεββάτι, πονάει ἡ μέση της.
― Γι᾿ αὐτό ἦρθα, λέει.
»Ἦρθε στό κελλί μου. Δέν εἶχαν πιάσει ἀκόμη τά κρύα, ἦταν Ὀκτώβριος. Μόλις ἦρθε, λέει στίς ἀδελφές πού ἦταν ἐκεῖ: “Τί εἶναι αὐτά, μωρέ, θέλει ζέστη ἐδῶ! Βάλτε στόν τοῖχο πού εἶναι τό κρεββάτι ἕνα νοβοπάν, καλύψτε το μέ μία κουβέρτα, βάλτε ζεστά στρωσίδια, φέρτε καί μιά ἠλεκτρική σόμπα. Μέ αὐτό τό κρύο ὅλο τό χειμῶνα στό κρεββάτι θά εἶναι, ἡ ζέστη χαλαρώνει τά νεῦρα καί πονάει λιγότερο”.
»Ὅταν οἱ ἀδελφές ἔκαναν ὅ,τι τίς εἶπε, ἦρθε πάλι στό κελλί, εἶχε ἀλλάξει τό πρόσωπό του. “Ἔτσι μπράβο, τώρα ὅλα καλά”. Ἡ σόμπα ἦταν μακρόστενη, μέ πείραζε: “Ἄντε τώρα, ἔχεις καί τηλεόραση”, μοῦ ἔλεγε. Ὅσο ἤμουν στό κρεββάτι προσπαθοῦσα νά πλέξω κανένα κομποσχοινάκι. Δίπλα μου εἶχα ἕνα κομοδίνο, ἐκεῖ ἐπάνω ἄφηνα τά νήματα πού περίσσευαν ἀπό τά κομποσχοινάκια. Εἶχαν μαζευτεῖ καί σκόνες ἐκεῖ στό κομοδίνο. Μόλις τό εἶδε ὁ παππούλης, εἶπε μέ ἕνα παράπονο: “Δέν ὑπάρχει κανείς ἐδῶ νά τό καθαρίση αὐτό τό κομοδίνο;”. Οἱ ἀδελφές μέ περιποιόταν πολύ, δέν τό εἶχαν προσέξει, οὔτε κι ἐγώ τό εἶχα προσέξει. Ὅμως ὁ παππούλης τά ἤθελε ὅλα τέλεια στόν ἄρρωστο.
»Ἐκεῖνο τό βράδυ κάθησε μέχρι ἀργά στό κελλί μου, μοῦ ἔδινε συμβουλές, ἔκανε ἀστεῖα. Πῆρε μιά κασσέτα πού ὑπῆρχε στό κελλί μου. “Τώρα θά βάλουμε τό μαγνητόφωνο νά παίξη”. Ἔβαλε τήν κασσέτα στό τσεπάκι, ἐκεῖ κοντά στό στῆθος ὅπως βάζουμε τήν κασσέτα στό μαγνητόφωνο, πάτησε μέ τό δάκτυλό του τήν μύτη του καί ἄρχισε νά ψάλλη. Ἔψαλε πολλά τροπάρια, ἔμεινε μαζί μου μέχρι ἀργά.
»Τήν ἄλλη μέρα στίς 4.00´ μόλις χτύπησε γιά τήν ἀκολουθία, ἦρθε πάλι στό κελλί μου. Πῆρε ἕνα σκαμνάκι, κάθισε δίπλα στό κρεββάτι μου, ἔμεινε κατά τήν διάρκεια ὅλης τῆς ἀκολουθίας. Μοῦ ἔδινε συμβουλές, μέ ρωτοῦσε διάφορα. Ὅταν χτύπησαν τά καμπανάκια γιά τήν “Τιμιωτέρα”, σηκώθηκε. Στήν ἐκκλησία, Μυροφόρα, ψάλλουν τήν “Τιμιωτέρα”, νά τήν ψάλλουμε καί ἐμεῖς. Ἔκανε στρωτές μετάνοιες καί ἔψαλε τήν “Τιμιωτέρα”. Μοῦ ἔκανε ἐντύπωση πόσες ὧρες εἶχε μείνει κοντά μου. Πῆρα ἕνα καλό μάθημα μέ ὅλα αὐτά, γιά τό πόσο πρέπει νά προσέχουμε τούς ἀρρώστους.
»Δέν τοῦ εἶχε πεῖ κανείς τί ἀκριβῶς εἶχα. Μόλις μέ εἶδε, μοῦ εἶπε, “ἔχουν σπάσει δύο δίσκοι, τά κομμάτια πιέζουν νεῦρα, ἐσένα πιέζουν ἀπό τήν ἀριστερή μεριά καί σέ πονάει τό ἀριστερό πόδι, ἐμένα μέ πονάει τό δεξί”, γιατί κι ἐκεῖνος ὑπέφερε ἀπό τήν μέση του. Ὅταν συνῆλθε κάπως ἡ μέση μου, μοῦ ἔκανε μαθήματα πῶς νά σηκώνω κάποιο βάρος. “Νά μήν σκύβης, μοῦ ἔλεγε, νά κάθεσαι μέ λυγισμένα γόνατα καί σιγά–σιγά νά σηκώνεσαι”.
»Μᾶς ἔλεγε, “ὅταν βγαίνη τό τσίπουρο, νά πάρετε τό πρῶτο τσίπουρο πού εἶναι δυνατό σάν τό οἰνόπνευμα, νά τό βάλετε σέ ἕνα βάζο καί νά βάλετε μέσα πιπεριές καυτερές, νά τό βάλετε στόν ἥλιο καί μέ αὐτό νά σοῦ κάνουν ἐντριβές οἱ ἀδελφές στή μέση καί στό πόδι. Νά ξαπλώνης ἀπό τήν δεξιά πλευρά ἀπό τό πόδι πού δέν πονάει, νά μαζεύης τό ἀριστερό πόδι ἐπάνω στό δεξί, θά νοιώθης ἀνακούφιση”. Προσπαθοῦσα νά κάνω τίς μετάνοιες, ὅταν ἔγινα κάπως καλά. Μοῦ ἔλεγε, “ὄχι πολλές μαζί, δέκα–δέκα, φασούλι–φασούλι γεμίζει τό σακκούλι”. Ἡ μέση μου δέν ἦταν καλά. Ἐκεῖ πού σηκωνόμουν ἀπό τό κρεββάτι, δέν μποροῦσα νά κουνηθῶ καί πάλι ἔπεφτα στό κρεββάτι. Οἱ γιατροί ἔλεγαν, ὅτι πρέπει νά κάνω ἐγχείρηση. Τότε ὅμως αὐτή τήν ἐγχείρηση τήν ἔκαναν ὀρθοπεδικοί γιατροί, ὄχι ὅπως τώρα πού τήν κάνουν νευροχειροῦργοι, καί πολλοί ἀσθενεῖς ἔμεναν παράλυτοι. Φοβόμασταν αὐτήν τήν ἐγχείρηση. Ὅταν τό εἴπαμε στόν παππούλη, μοῦ εἶπε, “μή στενοχωριέσαι, τώρα θά τήν καρφώσουμε τήν μέση, θά βάλουμε ἕνα μεγάλο καρφί” καί μοῦ ἔδειξε μέ τό χέρι του ὅτι τό καρφί θά εἶναι 30 πόντους. Πράγματι ἀπό τότε δέν ξανάπεσα στό κρεββάτι, πονάω, πιάνεται ἡ μέση μου, δέν μπορῶ νά καθήσω πολλή ὥρα, ἀλλά ὄχι ἐκεῖνο πού δέν μποροῦσα νά κουνηθῶ καί νά σταθῶ ὄρθια.
»Κάποια φορά πάλι, ἐκεῖ πού συζητούσαμε ἔβγαλε ἀπό τόν τρουβά του ἕνα λεπτό κομποσχοίνι ἑκατοστάρι μέ κόκκινες χάντρες καί μοῦ τό ἔδωσε. Τό πῆρα καί ἔκανα τόν λογισμό ὅτι, αὐτό τό κομποσχοίνι δέν τό ἔπλεξε ὁ παππούλης, ἀφοῦ δέν βλέπει νά πλέκη λεπτά κομποσχοίνια, ὅπως μοῦ εἶχε πεῖ, οὔτε συνήθιζε νά βάζη κόκκινες χάντρες. Ἐκεῖ πού ἔκανα αὐτούς τούς λογισμούς, βγάζει ἀπό τόν τρουβά του ἕνα τριαντατριάρι κομποσχοίνι μέ μαῦρες χάντρες, ὅπως αὐτά πού ἔπλεκε ἐκεῖνος. Μοῦ τό δίνει καί μοῦ λέει, “πάρτο, αὐτό ἐγώ τό ἔπλεξα”.
»Ὅταν ἤθελε νά μοῦ δείξη νά φτειάχνω αὐτό τό σταυρό πού κάνω τώρα στά κομποσχοινάκια, μοῦ εἶπε: “Φέρε μία ὀργυιά μαλλί νά σοῦ μάθω νά φτειάχνης ἕνα σταυρό ἐννοώντας ὅτι αὐτό εἶναι κανόνι”, ἔλεγε, αὐτός ὁ σταυρός εἶναι δυνατό ὅπλο.
»Γιά νά μοῦ δώση χαρά, πολλές φορές μοῦ ζητοῦσε νά τοῦ δώσω κάτι, π.χ. εἶχα ἕνα ψαλιδάκι, ἦταν καί λίγο σπασμένο, μοῦ εἶπε: “Ἀδελφή Μυροφόρα, μοῦ δίνης αὐτό τό ψαλιδάκι; μοῦ χρειάζετε νά κόβω τά μαλλιά ἀπό τά κομποσχοίνια”. Ὁ λογισμός, μοῦ λέει, ὅτι δέν τό ζητοῦσε γιατί τό εἶχε ἀνάγκη, θά μποροῦσε νά βρῆ καλύτερο καί ὄχι τό δικό μου τό σπασμένο. Τό ἔκανε γιά νά χαρῶ.
»Ἄλλη φορά, τοῦ εἶχα πλέξει κάτι μάλλινα παπουτσάκια–τιρλίκια, τά πῆρε καί μοῦ λέει γιά νά χαρῶ: “Τώρα πού μοῦ τά ἔπλεξες ἐσύ καί τό καλοκαίρι θά τά φοράω”.
»Κάποτε τοῦ εἶπα ὅτι ἔκρινα μέ τόν λογισμό μία ἀδελφή. Μοῦ εἶπε: “Οἱ πνευματικοί ἄνθρωποι κρύβουν τίς ἀρετές καί κάνουν μερικά πράγματα πού φαίνονται ὅτι δέν εἶναι πνευματικά νά μᾶς μπερδέψουν καί νά κρύψουν τίς ἀρετές τους, γι᾿ αὐτό νά μήν κρίνης”.
»Ἄλλη φορά, εἶχε γίνει κάτι τήν ὥρα πού ψάλλαμε στό ἀναλόγιο, εἶχα στενοχωρήσει τόν Γέροντα. Ὅταν ἦρθε ὁ παππούλης καί πῆγα νά τόν δῶ, μέ ρώτησε γιατί ἤμουν στενοχωρημένη.
― Στενοχώρεσα τόν Γέροντα, τοῦ εἶπα.
― Οἱ στρατιῶται, μοῦ λέει, ὅταν τραυματίζωνται στόν πόλεμο δέν κάθονται νά κλαῖνε. Δένουν τό τραῦμα τους καί προχωροῦν.
― Πᾶμε νά βάλουμε μετάνοια. Μέ πῆρε ἀπό τό χέρι καί πήγαμε στόν Γέροντα καί τοῦ εἶπε:
― Ἤρθαμε νά βάλουμε μετάνοια μέ τό καλογέρι καί ἔκανε στρωτή μετάνοια μαζί μου. Μετά ὁ Γέροντας, τοῦ ἔλεγε τί εἶχε γίνει. Ἐκεῖνος τόν κοιτοῦσε μέ ἠρεμία.
»Ἄλλη φορά, εἶχα κάνει ἕνα σφάλμα καί μοῦ εἶχε πεῖ ὁ Γέροντας “δέν θά σέ ξαναεξομολογήσω”. Ὅταν ἦρθε ὁ παππούλης, τοῦ τό εἶπα. Ἄνοιξε τήν πόρτα ἀπό τό κελλάκι πού μιλούσαμε, στόν διάδρομο ἦταν ὁ Γέροντας. Τοῦ εἶπε, “ἔλα μέσα Γέροντα”. Ἔβγαλε ἕνα πενηντάρικο, τά παλιά χρήματα, τοῦ τό ἔδωσε. “Πάρε αὐτό γιά πληρωμή, τοῦ εἶπε, καί ὅποτε ἔχει ἀνάγκη τό καλογέρι θά τό ἐξομολογῆς, ἀλλοιῶς θά τό πάρω στό Ἅγιον Ὄρος”.
»Μιά φορά, ἦταν οἱ Γεροντᾶδες καί ἀδελφές, ἐγώ εἶχα ἀκουμπήσει στόν τοῖχο καί εἶχα τά χέρια μου πίσω στή μέση, πονοῦσα λίγο. Γιά μιά στιγμή, ἄρχισε νά μέ μαλώνη. “Τί σεβασμός εἶναι αὐτός, μοῦ ἔλεγε, νά ἔχης τά χέρια πίσω!”. Μέ κατσάδιασε γιά τά γερά, εἶδε ὅτι δέν τό εἶχα σηκώσει, μέ πῆρε μέσα στό κελλάκι πού ἔμενα καί μοῦ λέει: “Νά μέ συγχωρέσης πού σέ μάλωσα, ἄν ἔπρεπε νά σοῦ πῶ κάτι θά σοῦ τό ἔλεγα τώρα πού εἴμαστε μόνοι. Ἀλλά ἐπειδή μερικές ἀδελφές ἔχουν λογισμούς ὅτι σέ ἀγαπῶ περισσότερο, γι᾿ αὐτό σέ μάλωσα μπροστά τους”. Μοῦ ἔκανε πολλές φορές παρατηρήσεις, ἀλλά δέν στενοχωριόμουν, ἦταν ὅλο ἀγάπη. Ὅταν εἶχα περάση τά τριάντα, μοῦ ἔλεγε, “τώρα εἶσαι ἀμμᾶς. Τώρα, Μυροφόρα, Ἐν σοὶ μῆτερ ἀκριβῶς διεσώθη τὸ κατ᾿ εἰκόνα”…
»Μερικές φορές, τοῦ ἔλεγα:
― Παππούλη, μιλάω πολύ, λέω πολλά.
― Δέν εἶναι καλύτερα Μυροφόρα, νά μιλᾶμε μέ τό Χριστό, τήν Παναγία, παρά μέ τούς ἀνθρώπους; Ἕνας ἄνθρωπος γιά νά μιλήση μέ ἕνα ἐπίγειο βασιλιά πρέπει νά πάρη ἄδεια πότε θά τοῦ μιλήση, ποιά ὥρα, πόσο θά τοῦ μιλήση. Ἐμᾶς τά γυφτέλια (τούς μικρούς γύφτους), ὁ Χριστός μᾶς ἀφήνει ὅποτε θέλουμε, ὅση ὥρα θέλουμε νά τοῦ μιλᾶμε καί χαίρεται ὅταν τοῦ μιλᾶμε. Δέν κουράζετε νά μᾶς ἀκούη.
»Πρίν ἀρχίσει τίς συνάξεις πού μᾶς ἔκανε, κάθε φορά καθόταν λίγη ὥρα χωρίς νά λέη τίποτα. Μᾶς κοιτοῦσε ὅλες σάν νά μᾶς περνοῦσε ἀκτινογραφία, μετά ἄρχιζε νά μᾶς λέη γιά πράγματα πού μᾶς ἀπασχολοῦσαν μέ παραδείγματα. Τακτοποιοῦσε ὅλα τά θέματα τοῦ Μοναστηριοῦ. Θυμᾶμαι, ὅταν πήγαινα νά μέ δῆ, ὅ,τι καί ἄν εἶχα ἔφευγαν ὅλα, ἔπαιρνα μιά δύναμη πού κρατοῦσε μέχρι νά ξανάρθη. Μέ ρωτοῦσε:
― Ἀδελφή Μυροφόρα, ξέρεις μουσικά;
― Λίγα, παππούλη, τοῦ ἔλεγα. Μοῦ χτυποῦσε τήν πλάτη.
― Ἐσύ νά ψάλλης μέ τήν καρδιά σου, μοῦ ἔλεγε, ὅταν ψάλλης, ὁ νοῦς σου νά εἶναι στά θεῖα νοήματα πού ἔχουν τά τροπάρια, τότε θά ψάλλης γλυκά.
»Ὅταν προηγούμενο βράδυ εἶχα ἀγρυπνίση, καί μέ ἔβλεπε τό πρωΐ, μερικές φορές μέ ρωτοῦσε, “σοῦ ἔδωσε ὁ Χριστός, ἡ Παναγία ἤ Ἅγιος πού γιόρταζε ἐκείνη τήν ἡμέρα καμμία σοκολάτα;”. Μέ ρωτοῦσε:
― Μέ ἀκοῦς πού σέ φωνάζω ἀπό τό Ἅγιον Ὄρος, “ἀδελφή Μυροφόρααα! “.
»Ὅταν εἶχε πρωτογίνη τό Μοναστήρι, δέν ξέραμε νά ψάλλουμε. Ἐρχόταν στό ἀναλόγιο μᾶς βοηθοῦσε ἤ καί ἔψαλε μόνος του. Μία φορά, τῆς Ἁγίας Σκέπης, ἔψαλε ὅλη τήν ἀκολουθία, ἦταν τόσο ὡραῖα!
Καί τήν ὥρα τῆς ἀκολουθίας μποροῦσε νά σοῦ πῆ ἕνα ἀστεῖο, νά σοῦ δώση χαρά.
»Κάποτε ἤμουν στενοχωρημένη. Ὁ παππούλης τό κατάλαβε. Μοῦ ἔκανε νόημα νά πάω κοντά του, μέ ἔβαλε νά καθήσω στό διπλανό στασίδι καί
μέσα στήν ἀκολουθία μοῦ ἔλεγε διάφορα, ἔσκυβε στό αὐτί μου καί μοῦ μιλοῦσε. Ἦταν ἡ ὥρα πού λέγαμε τό Συναξάρι. Ἐνῶ μᾶς εἶχε πῆ, τήν ὥρα πού λέμε τό Συναξάρι νά κατεβαίνουμε ἀπό τά στασίδια, νά στεκώμαστε μέ εὐλάβεια, ὅπως οἱ στρατιῶτες στέκονται προσοχή ὅταν θέλουν νά τιμήσουν κάποιον ἐθνικό ἥρωα, ὅμως ὁ ἅγιος Γέροντας ἀπό τήν πολλή του ἀγάπη τό ἔκανε αὐτό γιά νά μέ παρηγορήση.
»Χαίρονταν ὅταν καταλάβαινε ὅτι ἀγωνιζόμουν, ὅτι ἔκανα μετάνοιες καί ἀγρυπνίες καί μοῦ ἔλεγε, χωρίς νά τοῦ λέω κάτι: “Τί σῶμα εἶναι αὐτό πού ἔχεις, ἀδελφή Μυροφόρα; σάν λάστιχο εἶναι”. Πράγματι ἔκανα πολύ εὔκολα μετάνοιες. Τά χέρια μου ἔβγαιναν εὔκολα ἀπό τόν καρπό, ὅταν ἤμουν μικρή δέν μποροῦσα νά κάνω μετάνοιες ἀκουμπώντας τίς παλάμες στό πάτωμα. Ἔκανα τώρα μετάνοιες ἀκουμπώντας τίς γροθιές καί εἶχαν κάνει κάποια σημάδια. Ὅταν μοῦ κρατοῦσε τό χέρι γελοῦσε, κοιτοῦσε τά σημάδια ἀπό τίς μετάνοιες καί ἔλεγε, “τό πρῶτο σημάδι εἶναι τοῦ Χριστοῦ, τό δεύτερο τοῦ ἁγίου Προδρόμου, τό τρίτο τοῦ ἁγίου Ἀρσενίου καί τό τέταρτο πού ἦταν κάπως μεγάλο, ἔλεγε, αὐτό εἶναι τῆς Παναγίας πού κρατᾶ καί τόν Χριστό στήν ἀγκαλιά της”.
»Ἦταν ὅμως αὐστηρός, ὅταν ἤθελα νά κάνω τό θέλημά μου. Ὅταν ἤρθαμε στό Μοναστήρι, κάναμε μία ἀγρυπνία τήν ἑβδομάδα. Ἐγώ πήγαινα στήν Γερόντισσα κάθε βράδυ καί τῆς ἔλεγα, νά μοῦ δώση εὐλογία νά κάνω ἀγρυπνία. Στήν ἀρχή, μοῦ ἔλεγε, “ὄχι, ἔκανες χθές εἶσαι κουρασμένη”. Ἐγώ τήν παρακαλοῦσα καί στό τέλος μοῦ ἔδινε εὐλογία. Μέσα μου ὅμως ἔνοιωθα, ὅτι αὐτό δέν ἦταν καλό. Ὅταν ἦρθε ὁ παππούλης, τοῦ τό εἶπε. Μοῦ λέει, “θά κάνης μία ἀγρυπνία τήν ἑβδομάδα. Ἄν ζητήσης ἀπό τήν Γερόντισσα νά κάνης δεύτερη, θά σοῦ κόψω καί τήν μία. Ἄν τό ξανακάνης, δέν θά σέ ἀφήσω οὔτε στήν ἐκκλησία νά πηγαίνης”. Σάν νά μοῦ ἔκοψε τό θέλημα μέ τό μαχαίρι, ἔτσι ἔνοιωσα.
»Πάντα ὅταν πήγαινα νά τόν δῶ, κάθε φορά μοῦ ἔλεγε: “Ἄντε βρέ Μυροφόρα, νά ψάλλουμε. Ψάλαμε μαζί. Ἔψαλε πολύ ὡραῖα, ὅλα ἔφευγαν, ἔνοιωθα πολύ γλυκά κοντά του.
»Μοῦ ἔκανε ἐντύπωση πάντα, ὅτι καί νά ἔλεγε ἦταν ὡραῖο καί ἔξυπνο. Πρίν νά γίνω μοναχή ἤμασταν, ὁ παππούλης, ἐγώ καί μία ἄλλη ἀδελφή. Εἶχε μία παραμάνα βαμμένη μαύρη καί κούμπωνε τό ράσο του. Τοῦ λέει ἡ ἄλλη ἀδελφή:
― Παππούλη, θά μοῦ δώσετε αὐτή τήν παραμάνα;
― Ἔχεις μάννα, τῆς λέει, θές καί παραμάνα; Θά τήν δώσω σ᾿ αὐτήν. Ἤμουν λαϊκή τότε καί τήν ἔδωσε σέ μένα.
»Εἴχαμε μάθει γιά τήν τελευταία ἀρρώστεια τοῦ παππούλη καί στενοχωρεθήκαμε πολύ. Μετά πού βγῆκε καί ἔκανε ἐξετάσεις, μάθαμε ὅτι σύντομα θά ἔφευγε ἀπό κοντά μας.
»Εἶχε ἔρθει γιά τελευταία φορά στό Μοναστήρι μας, πονοῦσε πολύ. Ἐκεῖνο τόν καιρό ἤμουν πολύ χάλια. Εἶχα ἀπό μικρή κάποια πάθηση, ἀπό αὐτό εἶχα ἀρρωστήσει καί ἀργότερα νευρίαζα εὔκολα, μετά στενοχωριόμουν πολύ καί μέ ἔπιανε ἀπελπισία. Ἔκανα λογισμούς ὅτι δέν θά σωθῶ, δέν θά πάω στόν παράδεισο, δέν εἶχα διάθεση νά ψάλλω καί ἔλεγα στούς Γεροντᾶδες νά μήν ψάλλω στό ἀναλόγιο. Τότε ὅμως ὑπῆρχε ἀνάγκη, γιατί δέν ὑπῆρχαν πολλές ἀδελφές πού μποροῦσαν νά βοηθήσουν στό ἀναλόγιο.
»Εἶχα στενοχωρηθεῖ πολύ πού ὁ παππούλης θά ἔφευγε. Ὅταν ἦρθε ὁ παππούλης, μᾶς εἶπαν οἱ Γεροντᾶδες, ὅτι δέν θά μᾶς ἔβλεπε κατά μόνας γιατί πονοῦσε πολύ, θά μᾶς ἔκανε μόνο σύναξη. Εἴχαμε κάνει, νομίζω, τέσσερις κουρές, γιατί ὁ παππούλης δέν θά ξαναερχόταν σέ μᾶς. Καί συνηθίζαμε τίς κουρές νά τίς κάνουμε ὅταν ἐρχόταν ὁ παππούλης.
»Ἐγώ βοηθοῦσα στούς λουκουμάδες, εἴχαμε πολύ κόσμο, ἔρχονταν νά πάρουν τήν εὐχή του, ξέρανε ὅτι θά φύγη ἀπό κοντά μας. Εἶχα κουραστεῖ, γιατί ὅλη τήν νύχτα κάναμε λουκουμάδες. Ἤμουν καί πολύ στενοχωρεμένη, πῆγα στό κελλί μου καί ξάπλωσα λίγο νά ξεκουραστῶ. Ἦρθε μιά ἀδελφή καί μοῦ εἶπε:
― Πήγαινε, σέ θέλει ὁ παππούλης.
― Μήπως κάνεις λάθος; τῆς λέω.
― Ὄχι, μοῦ λέει, σέ ζητοῦσε καί χθές τό βράδυ καί ἡ Γερόντισσα τοῦ εἶπε ὅτι φτειάχνεις λουκουμάδες.
»Πονοῦσε πολύ καί δέν ἤθελα νά τόν κουράζω. Πῆγα στό κελλάκι πού ἔμενε⋅ ἦταν γονατιστός πάνω στό κρεββάτι, μέ τά δύο χέρια του ἔπιανε τήν κοιλιά του. Ὅπως ἦταν γονατιστός καί ἔπιανε τήν κοιλιά του, πολλές φορές ἔγερνε τό σῶμα του μπροστά καί ἔλεγε: “Ἄχ! Μυροφόρα, ἄχ! μωρέ, Μυροφόρα!”. Πονοῦσε πάρα πολύ. Στενοχωριόμουν πολύ ἔτσι πού τόν ἔβλεπα, δέν μποροῦσα νά τοῦ πῶ τίποτα, καθόμουν καί δέν μιλοῦσα τίποτα. “Γιατί εἶσαι ἔτσι, μωρέ;” μοῦ λέει. Καί ἄρχισε νά μοῦ λέη ὅ,τι εἶχα μέσα μου. Μέ ρωτάει:
― Ἀδελφή Μυροφόρα, ψάλλεις;
― Δέν μπορῶ παππούλη, τοῦ λέω. Δέν μπορῶ νά ψάλλω στήν ἐκκλησία.
― Νά ψάλλης, μοῦ λέει.
»Στενοχωριόμουν πού νευρίαζα εὔκολα. Χωρίς νά τοῦ τό πῶ, μοῦ λέει:
― Βρέ, Μυροφόρα, ἐσύ εἶσαι ἀρνάκι, γιατί μερικές φορές γίνεσαι κατσικάκι; Μήπως πρέπει νά πᾶς σέ κανένα γιατρό; Μήπως κάτι ἔχεις μέ τήν ὑγεία σου;
»Μετά πού πῆγα στούς γιατρούς, πράγματι κάτι εἶχα μέ τίς ὁρμόνες.
»Ἔκανα λογισμούς, ὅτι δέν θά σωθῶ καί χωρίς νά τοῦ τό πῶ, μοῦ λέει: “Τί στενοχωριέσαι, μωρέ; ἐκεῖ πού θά πάω ἐγώ, ὅταν φύγω ἀπό αὐτή τή ζωή, θά σέ πάρω καί ἐσένα. Ἐσύ μόνο τήν φωτογραφία ἀπό τό διαβατήριο νά βγάλης. Γιατί εἶσαι ἔτσι μέσα σου; τί νά σοῦ κάνω ἐγώ; τί θά σοῦ δώση χαρά; ὅτι μοῦ ζητήσης θά τό κάνω”.
»Συνεχῶς ἔπιανε τήν κοιλιά του καί ἔλεγε: “Ἄχ! Μυροφόρα, ἄχ! μωρέ, Μυροφόρα!”. Γιά νά κάνη ἔτσι ὁ παππούλης μπροστά μου, φανταστεῖτε πόσο πονοῦσε.
― Τί θά σοῦ δώση χαρά; πές μου, μοῦ ἔλεγε.
― Νά μείνετε ἐδῶ, τοῦ λέω, αὐτό θέλω.
― Καλά, μοῦ λέει. Θά πάω νά πάρω καί τά ὑπόλοιπα πράγματά μου καί θά ἔρθω, θά μέ γηροκομήσης ἐσύ;
― Ναί, τοῦ λέω.
― Θά μοῦ κάνης καί τόν κανόνα μου;
― Ναί, τοῦ λέω.
― Καλά, μοῦ λέει, θά ἔρθω.
»Ἔξω περίμενε μία κυρία. Ὅταν σηκώθηκα νά φύγω: “Φέρε μιά καί μισή ἀσπιρίνη, Μυροφόρα, νά πάρω, νά δῶ αὐτήν τήν κυρία πού περιμένει”. Τοῦ πῆγα δύο ἀσπιρίνες, πῆρε μιάμισυ καί τήν ἄλλη μισή μοῦ τήν ἔδωσε. “Πάρτην ἐσύ”, μοῦ λέει. Τόσο πόνο καί προσπαθοῦσε μέ τίς ἀσπιρίνες νά ἀνακουφιστῆ.
»Μετά ἀπό λίγες μέρες, πῆγε ἡ Γερόντισσα νά τόν δῆ, πῆρε καί ἐμένα μαζί της. Ὁ παππούλης ἦταν στό κρεββάτι, δέν μποροῦσε νά σηκωθῆ, τό πρόσωπό του ἦταν κατακίτρινο. Μπῆκε ἡ Γερόντισσα. Ἐγώ δέν ἤθελα νά τόν κουράζω. Μόλις μπῆκα, τοῦ εἶπα:
― Τήν εὐχή σας νά πάρω παππούλη, πονᾶτε πολύ.
― Κάθησε, μοῦ λέει.
― Μόνο τήν εὐχή σας θέλω, τοῦ λέω, καί νά φύγω.
»Μοῦ ἔδειξε ἕνα σκαμνάκι πού ἦταν δίπλα στό κρεββάτι καί μοῦ λέει, κάθησε. Κάθησα, δέν μιλοῦσα καθόλου, προσπαθοῦσα νά μήν κλάψω. Μέ ρώτησε:
― Τί εἰκόνα κάνεις τώρα, Μυροφόρα;
― Τόν ἅγιο Κωνσταντίνο καί τήν ἁγία Ἑλένη, τοῦ λέω.
»Ὅσο ἔφτειαχνα τήν ἁγία Ἑλένη εἶχα λογισμούς, ὅτι τήν ἔκανα πολύ νέα, προσπαθοῦσα νά βάλω κάτι παριές πού βάζουμε στά γέρικα πρόσωπα τῶν Ἁγίων δέν ἔδειχνε γέρικο τό πρόσωπό της.
― Νά, Μυροφόρα, μοῦ λέει, μερικοί ἁγιογράφοι τήν ἁγία Ἑλένη τήν κάνουν νέα καί φαίνεται σάν ἀδελφή τοῦ ἁγίου Κωνσταντίνου καί ὄχι σάν μητέρα του. Μοῦ εἶπε καί μερικά ἄλλα, μετά ἐγώ σηκώθηκα δέν κρατήθηκα ἄλλο, ἄρχισα νά κλαίω. Πῆρα τήν εὐχή του, μοῦ ἔδωσε ἕνα ἑκατοστάρι κομποσχοίνι πού κρατοῦσε καί ἔφυγα. Τόν εὐχαριστῶ γιά ὅλα καί ζητῶ τίς πρεσβεῖες Του».
Περιοδικό Ἐρῶ