Η Ρωμανία στην υπερχιλιετή ιστορική της πορεία, από τη μεταφορά της Ρώμης και την ίδρυση και εγκαινίαση της Νέας Ρώμης στα εύπορα και στρατηγικής σημασίας ανατολικά εδάφη της Αυτοκρατορίας μέχρι την Άλωσή της, γνώρισε στιγμές λαμπρής δόξας αλλά και τραγικών δοκιμασιών και παρακμής.
Αν πρέπει να επιλέξω κάποιες από τις ξεχωριστές στιγμές σίγουρα αξίζει να αναφερθώ στο διάταγμα των Μεδιολάνων (313 μ.Χ.) του Μ. Κωνσταντίνου (μονοκράτορας μεταξύ 324 – 337 μ.Χ.), το οποίο εισαγάγει την έννοια της ανεξιθρησκίας και την, μετά από αιώνες αβυσσαλέων διωγμών, αναγνώριση του δικαιώματος των χριστιανών να λατρεύουν ελεύθερα τον Θεό.
Στη συνέχεια, η επί του Μ. Θεοδοσίου (379 – 395 μ.Χ.) καθιέρωση του χριστιανισμού ως κυρίαρχο δόγμα της Αυτοκρατορίας και ο επίσημος εξελληνισμός της με την καθολική υιοθέτηση της ελληνικής γλώσσας και παιδείας από τα χρόνια του Ηρακλείου (610 – 641 μ.Χ.) και μετά.
Τέλος, δίχως την παραμικρή διάθεση αδικίας προς τους υπόλοιπους, η Αυτοκρατορία βρέθηκε στο απόγειο της πολιτικής, διπλωματικής, πολιτιστικής και κοινωνικής δόξας της, αλλά και στο μέγιστο των κτίσεών της επί Ιουστινιανού του Α΄ (527 – 565 μ.Χ.).
Στον αντίποδα της δόξας στέκει η σταδιακή παρακμή που οδήγησε και στην Άλωση. Το 1071 μ.Χ. μετά την οδυνηρή ήττα του αυτοκράτορα Ρωμανού Διογένη και των αυτοκρατορικών στρατευμάτων στο Ματζικέρτ αρχίζει η συρρίκνωση των μικρασιατικών εδαφών της Αυτοκρατορίας. Ωστόσο το χαριστικό χτύπημα, από το οποίο και ποτέ δεν θα συνέλθει, δόθηκε στην Αυτοκρατορία με τον πλέον ανήθικο και βάρβαρο τρόπο το 1204 μ.Χ. από την χριστιανική! Δύση με την τέταρτη σταυροφορία.
Η τελευταία αναλαμπή για την Αυτοκρατορία προήλθε από το εξόριστο Βασίλειο της Νίκαιας, επί της δυναστείας των Λασκαριδών, και κυρίως από τον αυτοκράτορα Ιωάννη Δούκα Βατάτζη (1222 – 1254 μ.Χ.), τον εκ Διδυμοτείχου ορμώμενο, ο οποίος πέραν από την ορθή αναγνώρισή του ως εξέχουσα αυτοκρατορική φυσιογνωμία, τιμάται από την Ορθόδοξη Εκκλησία μας ως Άγιος (4 Νοεμβρίου).
Ο Βατάτζης κατάφερε να πραγματοποιήσει ένα ουσιαστικό πολιτικοκοινωνικό νοικοκύρεμα της αυτοκρατορίας, να δώσει νέα πνοή στις διπλωματικές σχέσεις της και να ανακαταλάβει όλα τα εδάφη πλην της πρωτεύουσας, της Κωνσταντινούπολης, καθώς τον πρόλαβε η κοίμησή του το 1254. Τελικά και χάρη στις προαναφερόμενες ενέργειες του Αγίου Ιωάννη Βατάτζη, η Πόλη ανακαταλήφθηκε επτά χρόνια αργότερα, το 1261, από τον Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγο.
Έκτοτε και παρά τις φιλότιμες προσπάθειες των Παλαιολόγων η πορεία της Αυτοκρατορίας ήταν φθίνουσα. Το 1453 μ.Χ. μετά από πολύμηνη αντίσταση η άμυνα της πρωτεύουσας «σπάει» και η Πόλη μαζί και ολόκληρη η αυτοκρατορία περνάει στον Μωάμεθ τον Πορθητή και στους Οθωμανούς Τούρκους.
Παρόλα αυτά, αν και η Ρωμανία αλώθηκε στρατιωτικά, πολιτικά, ηθικά και εδαφικά/// κάτι τέτοιο δεν συνέβη και με το αξιακό της δίπολο, την Ελληνορθοδοξία, το οποίο εξακολούθησε να εμπνέει τις διάσπαρτες ρωμαίικες θρησκευτικοκοινωνικές κοιτίδες οι οποίες συσπειρώθηκαν γύρω από τα Ορθόδοξα Πατριαρχεία των Ιεροσολύμων, Αντιόχειας, Αλεξάνδρειας και φυσικά της Κωνσταντινούπολης.
Βέβαια, οι παραχαράκτες της ιστορίας έσπευσαν να υποστηρίξουν ότι η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία συνεχίζεται μέσω της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αυτό είναι ιστορικά αναληθές. Η ΕΕ αποτελεί έκγονο της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας του Γερμανικού Έθνους, αυτού του μορφώματος που σφετερίστηκε εδαφικά και παραποίησε πολιτισμικά το δυτικό τμήμα της Αυτοκρατορίας και η οποία στην πραγματικότητα ούτε ρωμαϊκή υπήρξε ούτε φυσικά αγία.
Την Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία διαδέχθηκε με τον πλέον φυσικό τρόπο η Ανατολική Αυτοκρατορία, η σταδιακά Ορθόδοξη και Ελληνική, ενώ όπως ήδη αναφέρθηκε, από την Άλωση μέχρι τις μέρες μας, συνεχιστές και γνήσιοι απόγονοί της αποτελούν οι οργανωμένες, γύρω από Ορθόδοξα Πατριαρχεία της Ανατολής, θρησκευτικές και πολιτικές κοινότητες καθώς και οι ορθόδοξοι πληθυσμοί των Βαλκανίων, της Μέσης και Εγγύς Ανατολής. Σε αυτές ας μου επιτραπεί να συγκαταριθμήσω και τις μεταγενέστερες Ορθόδοξες κοινότητες που δημιουργήθηκαν από την Ορθόδοξη Ιεραποστολή και τα μεταναστευτικά ρεύματα σε Γερμανία, ΗΠΑ, Αυστραλία, αλλά και απανταχού της υφηλίου∙ «έως εσχάτου της γης». Όλες αυτές, λοιπόν, οι κοινότητες μαζί με της Ελλάδας, της Κύπρου και φυσικά των λοιπών Ορθόδοξων κρατών, συναποτελούν και συνεχίζουν τη Ρωμανία στο σήμερα.
Όμως, με το νεότευκτο Ελληνικό Κράτος παρατηρείται μια παράδοξη, αλλά εξηγήσιμη στροφή στον επαρχιωτισμό, ένα κατρακύλισμα από τον Οικουμενικό Ελληνισμό στον στενό ελλαδισμό όπου σε συνδυασμό με την μετέπειτα βίαιη συρρίκνωση του ρωμαίικου σε Αλεξάνδρεια, Κωνσταντινούπολη και Κύπρο, το Ελληνικό Έθνος κατέληξε τελικά να συμπίπτει (εδαφικά, αλλά κυρίως όσον αφορά στη νοοτροπία) με το ελλαδικό κράτος στη σημερινή του μορφή. Ταυτοχρόνως, παρατηρείται μεταστροφή και στον ρόλο του Κράτους. Έτσι, αντί του φυσιολογικού του ρόλου, που δεν είναι άλλος από την εξυπηρέτηση των συμφερόντων του Έθνους, δηλαδή των απανταχού Ελληνορθόδοξων κοινοτήτων μετέπεσε α) στον μεταπρατικό μιμητισμό, β) σε συντεχνιακό και γ) ολοκληρώνοντας την απαξίωσή του, σε όργανο εξυπηρέτησης οικογενειακών και κραυγαλέα ιδιοτελών και ατομικών συμφερόντων. Δυστυχώς, όπως γίνεται κατανοητό, αντίστοιχη πορεία ακολούθησε και η σχέση του Κράτους με τις ανά τον κόσμο κοιτίδες της Ρωμηοσύνης (=Ελληνοορθοδοξίας), οι οποίες είτε εγκαταλείφτηκαν στην τύχη τους, είτε χρησιμοποιήθηκαν χρησιμοθηρικά.
Από τη σύντομη ιστορική αναδρομή στην οποία παρουσιάστηκε το άρρηκτο των σχέσεων Ελλάδας και Ρωμανίας/«Βυζαντίου», αλλά και οι παλινωδίες του ελλαδικού κράτους, ας εξετάσουμε εν συντομία του τι μέλλει γενέσθαι αναφορικά με τη δυναμική που μπορεί να επανακτήσει η προαναφερόμενη, βαλλόμενη από παντού μεν αντέχουσα πεισματικά δε, σχέση.
Οι κλυδωνισμοί οι οποίοι ταράσσουν, τόσο διαχρονικά όσο και στον παρόντα χρόνο, τον Ελληνισμό προκαλούν, αν όχι κρώζουν, για την αποκατάσταση μιας ειλικρινούς σχέσης με τα διάσπαρτα κομμάτια του ιστορικού εαυτού μας προκειμένου να αντιμετωπίσουμε τις τρέχουσες, αλλά και τις μελλοντικές προκλήσεις ως όλον, αληθεύοντας δηλαδή ως ολότητα. Στο πνεύμα αυτό εκφράζω την ταπεινή φρόνηση ότι, ήρθε το πλήρωμα του χρόνου για την άμεση ανάληψη πρωτοβουλιών για την πραγματική, ισότιμη και ουσιαστική πολιτική, οικονομική και κοινωνική αποκατάσταση των σχέσεων μεταξύ των συγγενών και κληρονόμων της Ρωμανίας, βάσει του συνεκτικού αξιακού υλικού της Ορθόδοξης Χριστιανικής πίστης και του Ελληνικού πλανητικού πολιτισμού.
Στο εξής γενικό πλαίσιο μπορούν να διερευνηθούν και να προσδιοριστούν με λεπτομέρεια οι απαιτούμενες ενέργειες προκειμένου να συγκληθεί Ρωμαίικη Σύναξη – Οικουμενική Πολιτική Σύνοδος του απανταχού Ελληνισμού με τη συμμετοχή των θρησκευτικών και όσων το δυνατόν περισσότερων πολιτικοκοινωνικών εκπροσώπων των ρωμαίικων κοιτίδων της υφηλίου -όπως αυτές περιγράφηκαν ανωτέρω- και η οποία να φιλοξενηθεί σε μία από τις ιστορικότερες περιφέρειες της ιστορικής Ρωμανίας η οποία αποτελεί και προέκταση της Βασιλεύουσας, τον Έβρο: του Διδυμότειχου της γενέτειρας του σπουδαίου αυτοκράτορα και Αγίου Ιωάννου Δούκα Βατάτζη και της Αλεξανδρούπολης της Παναγίας Κοσμοσώτηρας.
Συν τοις άλλοις, την ώρα που διάφοροι κύκλοι οραματίζονται τη Θράκη ως πεδίο οικονομικής απομύζησης, διαγούμισης και εγκατάλειψης οφείλουμε να ορθώσουμε αντιπρόταση που να επανατοποθετεί την υπόψη περιοχή στην ιστορικότητα που της πρέπει.
Απώτερος, λοιπόν, σκοπός της Σύναξης να είναι αφενός η ενεργητική διεκδίκηση της αποκατάστασης της ιστορικής αλήθειας, αφετέρου, η επανέναρξη της στενής, πηγαίας και ισότιμης συνεργασίας των απανταχού Ελλήνων προκειμένου σταδιακά και με συνετά βήματα να οδηγηθούμε, έχοντας ως πρότυπο την Εκκλησιαστική, στην πολιτικοκοινωνική -στην οποία αναφανδόν συμπεριλαμβάνονται η εκπαιδευτική, οικονομική, διπλωματική, ιστορική κ.λπ.- Πεντηκοστή, στην επανένωση και αφύπνιση δηλαδή του Ελληνισμού, με εγγυητή την κοινή μας καταγωγή και παράδοση, αλλά κυρίως τον συνεκτικό κρίκο της Ορθοδοξίας, ως πρωτογενές μέγεθος.
Πριν από λίγα χρόνια, ο Δήμος Ηρακλείου, στις καλοκαιρινές του εκδηλώσεις, στις οποίες ήμουν παρών, στην Όαση, είχε προσκαλέσει τα μέλη του πολιτιστικού συλλόγου “Magna Graecia» («Μεγάλη Ελλάδα») από τα ελληνόφωνα χωριά της Ιταλίας για να δώσουν μια συναυλία με τραγούδια του τόπου τους. Στην αρχή της εκδήλωσης μάς μίλησε ο πρόεδρος του συλλόγου, ένας συνταξιούχος εκπαιδευτικός. Στάθηκε στη μέση της σκηνής και με σπαστά Ελληνικά και τρεμάμενη από τη συγκίνηση φωνή ξεκίνησε να μιλάει. «Αδέρφια, χαίρομαι που σας βλέπω και είμαι κοντά σας», ήταν τα πρώτα του λόγια που αργά και με δυσκολία άρθρωσε από την πολλή συγκίνηση και το πνίξιμο στον λαιμό. Όλο του το κορμί έκλαιγε εκείνη την ώρα. Έκλαιγε το κλάμα της μεγάλης χαράς, του πραγματικού οντολογικού συναισθήματος που βγαίνει από τα βάθη της ψυχής, από την αρχή της ύπαρξης και πυρπολεί. Και εμείς συγκινηθήκαμε. Και εμείς ανταποδώσαμε τον χαιρετισμό βουρκωμένοι και όλοι μαζί αγκαλιαστήκαμε νοερά, εκεί, στη σιωπή του αχνού φωτός, σε μιαν ενότητα, σε μιαν ύπαρξη, σε ένα σώμα. Σ’ αυτό το αιώνιο, αναλλοίωτο σώμα των Ρωμηών, σ’ αυτήν την κοινότητα, σ’ αυτήν την κοινωνία των συγκαιρινών, των τεθνεώτων και των ερχομένων. Σε αυτό το σώμα, το ρωμαίικο, το ελεύθερο, το συνεχώς διευρυνόμενο, που πορεύεται όρθιο, υπερήφανο και χαρούμενο προς το τέλος, προς την ολοκλήρωση των εσχάτων.
Μείναμε όλοι μας για ώρα ακίνητοι, αγκαλιασμένοι, κοιταζόμενοι στα μάτια, προσπαθώντας να ανασυγκροτηθούμε. Ο πρόεδρος συνέχισε μιλώντας μας για την ιστορία τους, ότι βρίσκονται εκεί από την αρχαιότητα, ότι πολλές λέξεις της διαλέκτου τους είναι αρχαιοελληνικές και δεν απαντώνται αλλού και τόσα άλλα. Και μετά την ιστορία και τα φιλολογικά, άρχισε να μας λέει και για τα προβλήματά τους. Προβλήματα πολλά και δυσεπίλυτα. Το ένα διαδεχόταν το άλλο. Μας έλεγε, μας έλεγε, μας έλεγε … Τελειωμό δεν είχαν. Μας είπε για τον αριθμό τους που συνεχώς μειώνεται, για τις κοινότητές τους που ήκμαζαν άλλοτε, αλλά τώρα φθίνουν, για τα νέα παιδιά που δεν μιλάνε πλέον ελληνικά και συνεχώς αφομοιώνονται, για τη μοναξιά και την απομόνωσή τους, για τη φτώχεια και το αβέβαιο μέλλον.
Και ενώ όλοι μας παρακολουθούσαμε στεναχωρημένοι την περιγραφή της όντως δύσκολης αυτής κατάστασης, αναλογιζόμενοι και τα δικά μας βάσανα, ξαφνικά ο πρόεδρος σταμάτησε. Σιώπησε πλήρως. Μας κοίταξε στα μάτια, και αλλάζοντας εντελώς ύφος, με ένα πλατύ χαμόγελο και τα χέρια ανοικτά και προτεταμένα προς εμάς, σαν να μας καλούσε σε πανηγύρι, είπε με δυνατή, χαρούμενη φωνή ένα ρήμα που δεν θα το ξεχάσω ποτέ. Είπε: «τραγουδάμε». Δυνατά σαν βέλος ξεχύθηκε η λέξη στον αέρα της Όασης κάνοντάς μας να ανατριχιάσομε.
«Τραγουδάμε». Ναι, τα χάσαμε όλα, αλλά εμείς τραγουδάμε. Ναι, μας πάτησαν κάτω, αλλά εμείς τραγουδάμε. Ναι, τα όνειρά μας διαλύθηκαν, αλλά εμείς τραγουδάμε.
Το σοκ μου ήταν απερίγραπτο. Είχα μπροστά μου έναν άνθρωπο, έναν Ρωμηό γονατισμένο από τα βάσανα, τσακισμένο από τη ζωή, χωρίς προοπτικές για το μέλλον, ο οποίος ξαφνικά και αναπάντεχα, αρνούμενος να υποκύψει και να παραδοθεί, αντιδρά λιτά και ουσιαστικά, τινάζοντας από πάνω του με μια κίνηση σαν τον Αλέξανδρο όλο το βάρος της θλίψης και της κατήφειας, όλη την τυραννία της φθοράς, όλη τη μαυρίλα του θανάτου. Και γίνεται ξαφνικά «ζωή εν τάφω», ζωή και φως μέσα στη φθαρτότητα και τον καθημερινό θάνατο αυτού του βίου, αναστάσιμη λαμπάδα στο βαθύ μεταμεσονύκτιο σκότος. Τι ανεπανάληπτο και λυτρωτικό μήνυμα. Τι σοφία αιώνων. Τι μπάλσαμο ψυχής. Η Ρωμαίικη ψυχή σε όλη της τη λαμπρότητα. Μια ψυχή που είναι ζυμωμένη με την Ανάσταση. Που ξέρει βιωματικά ότι η ζωή δε σταματάει στη σταύρωση. Ίσα ίσα που η σταύρωση είναι το βήμα για την υπέρβαση. Μια ψυχή που δεν θέλει τη σταύρωση, αλλά εάν προκύψει μπορεί να την υπερβεί. Μια ψυχή ζυμωμένη με την όντως ζωή, που κάθε Μεγάλο Σάββατο βλέπει και ακουμπάει το Άγιο Φως, που ψηλαφά με τα δάκτυλα και τις αισθήσεις της την αφθαρσία. Μια ψυχή που κάθε Κυριακή γεύεται την αιωνιότητα, που σε κάθε Λειτουργία βλέπει τον ίδιο τον Θεό σαρκωμένο να περιπατεί δίπλα του. Έναν Θεό-Πατέρα αγάπης, που ποτέ δεν αρνείται το παιδί Του, αλλά πάντα θα το προσκαλεί στο γεύμα της χαράς. Αυτή είναι η Ρωμαίικη ψυχή. Γεμάτη ελπίδα, γεμάτη φως, γεμάτη χαρά. Γιατί ξέρει ότι, ό,τι και να γίνει «πύλαι Άδου ου κατισχύσουσιν αυτής». Μια ψυχή που ξεχειλίζει και θέλει να τραγουδήσει, που θέλει να χορέψει. Ένα λεβέντικο πεντοζάλη. Κι αφού πατήσει γερά τη γης δεξά και ζερβά στο τρίτο ζάλο να φτάσει τον Ουρανό.
Μου θύμισε έναν άλλο μεγάλο Ρωμηό. Τον Άγιο Ιωάννη Μανσούρ, από τη Δαμασκό (τον Άγιο Ιωάννη Δαμασκηνό), ο οποίος, παρά το γεγονός ότι ο τόπος του είχε ήδη σκλαβωθεί στους Άραβες κατακτητές για πάνω από εκατό χρόνια, υπερβαίνοντας κάθε σκλαβιά και υποδούλωση, με πνεύμα αδούλωτο και ελεύθερο θα γράψει γεμάτος χαρά στους περίφημους πανηγυρικούς του ύμνους της Αναστάσεως:
«Νυν πάντα πεπλήρωται φωτός,
ουρανός τε και γη και τα καταχθόνια
εορταζέτω γουν πάσα κτίσις
την έγερσιν Χριστού εν η εστερέωται.
Φωτίζου, φωτίζου η Νέα Ιερουσαλήμ
Χόρευε νυν και αγάλου Σιών.»
Αυτή είναι η Ρωμαίικη ψυχή. Ελεύθερη, αδούλωτη, χαρούμενη, γεμάτη φως και ελπίδα. Ένα ατέλειωτο πανηγύρι, ένα ατέλειωτο τραγούδι. Και έτσι και εμείς, «τοις του γένους μας ρήμασι πειθόμενοι» θα μείνουμε εδώ και θα παλέψουμε τα δύσκολα που ζούμε και τα χειρότερα που έρχονται. Και νικώντας τα βάσανα και τη σκλαβιά μας, σε πείσμα κάθε θανάτου θα τραγουδάμε τραγούδια χαρούμενα. Εδώ, σε τούτον τον τόπο, σ’ αυτά τα άγια χώματα, σ’ αυτές τις γλυκές αμμουδιές του Ομήρου.
Οι στιγμές που ζούμε είναι εξαιρετικά επώδυνες και κρίσιμες, και προσωπικά για τον καθένα μας, αλλά και συλλογικά για τον λαό και το γένος μας. Οφείλουμε να προσεγγίσουμε τα αίτια της κατάστασης και να προσπαθήσουμε να ερμηνεύσουμε τα φαινόμενα. Είμαστε ένας λαός με συνεχή και αδιάσπαστη ιστορική παρουσία για πάνω από 4000 χρόνια. Εκτός από τη συνέχεια αίματος (που είναι δευτερεύουσας σημασίας), έχουμε κυρίως μιαν αδιάκοπη πολιτισμική συνέχεια. Εμείς οι Έλληνες έχουμε έναν διακριτό από τους άλλους πολιτισμό, που έχει υποστεί μεγάλη ιστορική ωρίμανση και εξέλιξη. Από τον ήδη προ Χριστού κοινωνικοκεντρικό πολιτισμό μας προχωρήσαμε σε μια νέα ταυτότητα, τη Ρωμαίικη ταυτότητά μας. Αυτή η εξέλιξη ήταν αποτέλεσμα της ζύμωσης του πολιτισμού μας με δύο άλλες παραδόσεις: τη Ρωμαϊκή και την παλαιοδιαθηκική Εβραϊκή παράδοση. Ο γόνιμος συγκερασμός των τριών αυτών παραδόσεων έγινε υπό το φως της πίστης μας στον ενσάρκως αναστηθέντα Χριστό και στην Ορθοδοξία. Από τον στενό Ελληνισμό του έθνους περάσαμε στη Ρωμηοσύνη.
Οι έννοιες Ελληνισμός και Ρωμηοσύνη δεν είναι ταυτόσημες. Ο Ελληνισμός εμπεριέχεται στη Ρωμηοσύνη, αλλά η Ρωμηοσύνη είναι μια πολύ πιο ευρεία έννοια με οικουμενικές διαστάσεις, ενώ ενέχει και διαφορετικά αιτήματα και προτάγματα. Η Ρωμαίικη ταυτότητα διαμορφώθηκε προοδευτικά τους πρώτους αιώνες μετά Χριστό, έγινε όμως απολύτως διακριτή από τα μέσα του τέταρτου αιώνα και κυρίως μετά τον Μεγάλο Κωνσταντίνο, το διάταγμα των Μεδιολάνων περί ανεξιθρησκίας και τη μεταφορά της πρωτεύουσας στη Νέα Ρώμη/Κωνσταντινούπολη. Η Ρωμανία (η αυτοκρατορία που λανθασμένα και δολίως επικράτησε να λέγεται Βυζαντινή) με πρωτεύουσα την Κωνσταντινούπολη, αντιλαμβάνεται πλέον τον εαυτό της ως τη μόνη, ενιαία, αδιαίρετη, οικουμενική, συντεταγμένη χριστιανική πολιτεία επί της γης. Άξονας, ζητούμενο, λόγος ύπαρξης και πρόταγμά της καθίσταται η «σάρκωση του Λόγου», η βίωση της Βασιλείας του Θεού όχι σε μιαν αφηρημένη, ασαφή, ελπιζόμενη, μεταφυσική διάσταση, αλλά εν τοις πράγμασι και στην καθημερινή βιωτή. Το όραμα και ο άξονας αυτός αποτελεί τη νοηματοδότηση της ζωής των Ρωμηών τόσο σε ατομικό όσο και συλλογικό επίπεδο.
Για 1500 χρόνια, μέχρι περίπου το 1830, το γένος των Ρωμηών, παρά τις όποιες αστοχίες και παλινωδίες του, αγωνίστηκε ελεύθερα και υπερήφανα για την προάσπιση της ιδιοπροσωπίας του. Οι αμέτρητοι αγώνες και οι θυσίες των προγόνων μας ζύμωσαν και ταύτισαν εν πολλοίς το γένος μας με την ιστορική πορεία της Εκκλησίας του ενσάρκως αναστηθέντος Χριστού. Οι Ρωμηοί αγωνίζονταν και θυσίαζαν τη ζωή τους αγαπητικά και υπερήφανα στο όνομα του Χριστού και της Ορθοδοξίας, καταθέτοντας μαρτυρία φωτός στο σκότος του κόσμου τούτου. Έχει μεγάλη σημασία και αξίζει να σημειωθεί εδώ ότι στο πρώτο Σύνταγμα της Ελλάδος (Σύνταγμα Επιδαύρου, Ιανουάριος του 1822), ως Έλληνες χαρακτηρίζονται οι κάτοικοι της επικράτειας που «πιστεύουσιν εις Χριστόν».
Το Ρωμαίικο σώμα συγκροτούμενο από τους προαπελθόντες, τους συγκαιρινούς και τους ερχόμενους Ρωμηούς κάθε εποχής συμπορεύεται αενάως μαζί με τους Αγίους και την Υπέρμαχο Στρατηγό προς το τέλος (σκοπό και ολοκλήρωση) της ιστορίας. Η γνώση του τέλους, η συνύπαρξη και άμεση κοινωνία με τους Αγίους, η ένσαρκη ανάσταση του Χριστού και η διαβεβαίωσή Του ότι «πύλαι Άδου ου κατισχύσουσιν» της Ορθοδοξίας, απετέλεσαν και αποτελούν την πηγή της αλύγιστης αισιοδοξίας και της πίστης του τελικού νικητή, παρά τα όποια ζοφερά επισυμβαινόμενα.
Η Ρωμηοσύνη είναι μια διακριτή και πλήρως αφοριζόμενη από τις άλλες παράδοση. Η Ρωμηοσύνη δεν ανήκει ούτε στη Δύση, ούτε στην Ανατολή. Στην πραγματικότητα αυτό που χαρακτηρίζουμε ως Δύση και ως Ανατολή νοηματοδοτήθηκαν και οριοθετήθηκαν ως πολιτισμικές οντότητες από τη σύγκρουσή τους με τον προϋπάρχοντα Ρωμαίικο πολιτισμό. Αυτό που έγινε είναι ότι πολλοί λαοί ήρθαν σε επαφή με τη Ρωμανία και τον πολιτισμό της. Πολλοί από αυτούς δέχτηκαν τον πολιτισμό αυτό και με βάση τα δικά τους ιδιαίτερα χαρακτηριστικά διαμόρφωσαν τη δική τους παράδοση, όπως είναι για παράδειγμα η Ρώσικη Παράδοση. Άλλοι όμως λαοί παρότι ήρθαν σε επαφή και γνώρισαν τον Ρωμαίικο πολιτισμό, επέδειξαν αδυναμία να τον κατανοήσουν και έτσι όχι μόνο δεν τον δέχτηκαν αλλά διαμόρφωσαν δικά τους πολιτισμικά κακέκτυπα, που μέχρι σήμερα αντιμάχονται τον Ρωμαίικο πολιτισμό και βασανίζουν την ανθρωπότητα.
Στη Δύση, οι Φράγκοι και τα άλλα Γερμανικά φύλα, λαοί απολίτιστοι και βάρβαροι, διαμόρφωσαν ένα πολιτισμικό μόρφωμα βασισμένο στην ενστικτώδη αγάπη προς τον εαυτό και το ίδιον συμφέρον. Μετέτρεψαν δε την Εκκλησία του Χριστού στο έκτρωμα της Φράγκικης Εκκλησίας, αυτής δηλαδή που λανθασμένα και κάκιστα αποκαλούμε σήμερα Ρωμαιοκαθολική (καθώς ούτε Ρωμαίικη είναι, αλλά ούτε και καθολική). Η βαρβαρότητα των Γερμανικών φύλων και η διαστρεβλωμένη Φράγκικη Εκκλησία με το πλήθος των διαφοροποιήσεων και αποσχίσεών της (διαμαρτυρία κλ.) διαμόρφωσαν αυτό που ιστορικά αποκαλούμε δυτικό «πολιτισμό». Έναν «πολιτισμό» βασισμένο αποκλειστικά στο συμφέρον, το κέρδος και τον εγωισμό της δύναμης, «πολιτισμό» που έκανε και κάνει τόσους αιώνες την ανθρωπότητα να υποφέρει οικτρά. Τι να πρωτοθυμηθεί κανείς: τον σκοταδισμό του φεουδαλισμού, την καταστροφή της Ρωμανίας το 1204 και τη Φραγκοκρατία, τις Ιερές Εξετάσεις, τον αφανισμό των λαών της Αμερικής, το δουλεμπόριο, την αποικιοκρατία, τον ρατσισμό και την παντελή έλλειψη σεβασμού για ο,τιδήποτε διαφορετικό, τους δύο παγκόσμιους και τους αμέτρητους περιφερειακούς πολέμους, την καταστροφή του περιβάλλοντος και την απάνθρωπη ζούγκλα του αχαλίνωτου κορπορατικού(καταστροφικού) καπιταλισμού που ζούμε σήμερα; Είναι λοιπόν απολύτως σαφές ότι η Ρωμηοσύνη ούτε ανήκε, ούτε ανήκει, ούτε έχει απολύτως καμία σχέση με αυτό που αποκαλούμε Δύση.
Η Ρωμηοσύνη όμως δεν έχει επίσης καμία απολύτως σχέση ούτε και με την Ανατολή. Το Ισλάμ παρότι στην αρχή θεωρήθηκε ως μία ακόμα αίρεση του Χριστιανισμού, ουσιαστικά είναι μια απλοϊκή αλλά στυγνή νομολογία, με ισχνότατη έως ανύπαρκτη μεταφυσική και με οδηγό σαρκικά και ηδονιστικά οράματα. Στηριζόμενο στην απλοϊκότητα του εξαπλώθηκε με τη βία, αιματοκυλίζοντας τον κόσμο. Έκλεψε, λεηλάτησε και αφάνισε τους «άπιστους». Οδήγησε δε συνολικά τους ανθρώπους του σε ένα συνεχιζόμενο ως τις μέρες μας βαθύτατο σκοταδισμό.
Η Ρωμηοσύνη πάλεψε και παλεύει τόσο με την Ανατολή, όσο και με τη Δύση, των οποίων διαχρονικό αίτημα παραμένει ο αφανισμός κάθε διαφορετικού πολιτισμού και ειδικά του Ρωμαίικου πολιτισμού, τον οποίο και καπηλεύτηκαν και διαστρέβλωσαν. Τα τελευταία περίπου 190 χρόνια η κατάσταση έγινε πιο περίπλοκη και δύσκολη, καθώς επήλθε στη Ρωμηοσύνη ένας εσωτερικός αποπροσανατολισμός και μια σύγχυση, που οδήγησαν τη Ρωμηοσύνη σε πολλαπλές ακυρώσεις και το γένος μας στα πρόθυρα της πλήρους διάλυσης που βιώνουμε σήμερα.
Ολοκλήρωσα τις εγκύκλιες σπουδές μου στις αρχές της δεκαετίας του 90 και ήμουν άριστος μαθητής. Με άλλα λόγια, ήμουν το καλύτερο δυνατόν αποτέλεσμα του εκπαιδευτικού συστήματος, το αποτέλεσμα δηλαδή το οποίο είχαν σχεδιάσει και αυτό το οποίο στόχευαν να πετύχουν οι διαμορφωτές του εκπαιδευτικού συστήματος. Πέρασαν όμως πολλά χρόνια ώσπου να καταλάβω εγώ ο ίδιος, ότι αυτό το οποίο ήμουν δεν είχε μεγάλη (για να μην πω καμία) σχέση με την παράδοση, με τους κεντρικούς άξονες, με την ψυχή εντέλει αυτού του λαού και αυτού του τόπου.
«Οσφραινόμουν» ότι κάτι δεν πήγαινε καλά, αλλά δεν μπορούσα να αντιληφθώ τι ακριβώς. Έβλεπα και «διαισθανόμουν» τις συνεχείς συγκρούσεις του πολιτισμού της οικογένειάς μου και του λαού μου από τη μια μεριά, με τον κυριαρχούντα και προβαλλόμενο από την άλλη, πολιτισμό της εκπαίδευσης, της τηλεόρασης, της «κοινωνίας», της αγοράς και δεν μπορούσα να ερμηνεύσω. Βασανιζόμουν και γονάτιζα από τις εσωτερικές πολιτισμικές αντιφάσεις μου αλλά και από τις ανακλώμενες σε εντωβάθει προσωπικό επίπεδο ανηλεείς συγκρούσεις των συλλογικών μας αδιεξόδων και πελαγοδρομούσα.
Δυστυχώς ή ευτυχώς ως λαός είμαστε όλοι φορείς μιας τραγικότητας αιώνων, κυρίως προερχόμενης από την αδυναμία ξεκάθαρης οριοθέτησης και διασάφηση της ταυτότητάς μας. Τραγικότητα, στην οποία αν δεν δώσουμε ξεκάθαρες λύσεις και στέρεες απαντήσεις, οδηγούμαστε προσωπικώς και συλλογικώς στον μηδενισμό και στην αποσύνθεση. Δυστυχώς ή ευτυχώς δεν ζούμε σε καμιά ανέφελη γωνιά του κόσμου. Ζούμε εδώ, στις ακρογιαλιές του Ομήρου και ερχόμαστε από πολύ μακριά. Και εάν δεν καταλάβουμε την αξία και τη σημασία όλων αυτών που έχουν αποθησαυριστεί στις αποσκευές μας, το βάρος τους όχι απλώς μόνο θα μας καθηλώσει αλλά θα μας καταποντίσει πλήρως.
Τα πράγματα ήρθαν έτσι ώστε κάποια περίοδο της ζωής μου βρέθηκα στον χώρο μιας ζώσας Ορθόδοξης ενορίας. Βίωσα και μπόρεσα να δω την τεράστια μεταμορφωτική δύναμη που μπορεί να έχει μια τέτοια κοινότητα μέσα στον κόσμο. Προσπαθώντας να βρω ερμηνευτικά κλειδιά ως προς τη ζωή μου, μελέτησα όσο μπορούσα για την πατερική μας παράδοση, αλλά και για την παράδοση του δικού μας γένους, τη ρωμαίικη παράδοσή μας. Και άρχισα να καταλαβαίνω τους προβληματισμούς και τις απαντήσεις, τα εμπόδια και τις λύσεις, τις αγωνίες και τις χαρές, τα λάθη και τα θαυμάσια των δικών μου προγόνων, του δικού μου γένους. Και άρχισα να καταλαβαίνω σιγά σιγά τον ίδιο μου τον εαυτό.
Και αυτά όλα τα αναφέρω γιατί φαίνεται ότι δεν υπάρχει άλλος δρόμος παρά μόνον αυτός που θα πρέπει ο καθένας μόνος του να χαράξει, μετά από τις δικές του προσωπικές αναζητήσεις. Πρέπει ο καθένας μόνος του «να έρθει και να δει». Πρέπει ο καθένας μόνος του να ψηλαφήσει τους τύπους των ήλων. Πρέπει ο καθένας μόνος του να φύγει από τα δεδομένα και τα πλαίσια του συστήματος για να βρει την αλήθεια. Και αφού κατανοήσει την παράδοση που φέρει πάνω του, να την αποκαθάρει, να την εκφράσει με σύγχρονους όρους, και να δημιουργήσει νέα παράδοση. Παράδοση η οποία, αφού περάσει το φίλτρο και τις εξετάσεις της ιστορίας, θα αποδοθεί ως φως στις επόμενες γενιές.
Καθοριστικός σταθμός στη διάκριση των πραγμάτων στάθηκε για μένα το βιβλίο «Ρωμηοσύνη» του αείμνηστου καθηγητή π. Ιωάννη Ρωμανίδη. Οφείλουμε πολλά στον αείμνηστο πατέρα. Μας άνοιξε τους οφθαλμούς του πνεύματος και μας αποκάλυψε έναν πλούτο εμπειριών του ιστορικού μας σώματος εν πολλοίς ξεχασμένο και πολλαπλώς παραποιημένο. Μας μίλησε για τη ρωμηοσύνη, το ρωμαίικο, με την έννοια της υπερεθνικής, ελεύθερης, θεοκεντρικής (και όχι θεοκρατικής) Ενθέου Πολιτείας, η οποία πορεύεται θεσπισμένα και συλλογικά ως Σώμα και συνδιαμορφώνει μαζί με τον Θεό την πραγματικότητα του κόσμου και της ιστορίας. Και περαιτέρω μας έδωσε τη δυνατότητα να αντιληφθούμε ότι η ρωμηοσύνη είναι ένας πολιτισμός και ένας τρόπος του ζειν, ο οποίος αποτελεί σωτηριώδη πρόταση για την κάθε εποχή και αφορά όλη την ανθρωπότητα και όλη την ιστορία. Κατεξοχήν δε αφορά τη σημερινή εποχή και ειδικά εμάς, οι οποίοι είμαστε οι κύριοι φορείς και συνεχιστές αυτού του πολιτισμού.
Οφείλουμε, προσεγγίζοντας και ψηλαφώντας τη ρωμηοσύνη, να έχουμε πάντα στο μυαλό μας ορισμένες διακρίσεις. Το μείζων για μας τους βαφτισμένους στο όνομα της Αγίας Τριάδας είναι η Ορθόδοξη Εκκλησία μας. Είναι σώμα μας και το θεραπευτήριό μας. Εκεί υπάρχουμε και εκεί θεραπεύουμε συνεχώς τις πληγές μας και τις τραγωδίες μας. Αυτή είναι το Α και το Ω για μας. Και η Εκκλησία θεράπευε, θεραπεύει και θα θεραπεύει τον άνθρωπο μέχρι συντελείας των αιώνων, ανεξάρτητα από την όποια κρατική εξουσία και την όποια συμπεριφορά του κράτους προς αυτήν. Εάν το κράτος αφήσει απερίσπαστη την Εκκλησία να επιτελέσει το θεραπευτικό της έργο στον λαό, αυτό είναι καλό. Ακόμα καλύτερο θα είναι (χωρίς όμως να είναι και αναγκαίο), το κράτος, η πολιτική αρχή, αναγνωρίζοντας τον ευεργετικό ρόλο της Εκκλησίας στον λαό, να βοηθήσει και να ενισχύσει όσο μπορεί την Εκκλησία. Αυτό ήταν και το κύριο ζητούμενο στα ιστορικά πλαίσια του ρωμαίικου. Παρά τα πολλαπλά προσωπικά λάθη και τις θεσμικές στρεβλώσεις, το ζητούμενο σε πολλές περιπτώσεις επιτεύχθηκε, χαρίζοντάς μας έναν θησαυρό εμπειριών και μια ζωηφόρο παράδοση. Παράδοση που πρέπει να μελετήσουμε σε βάθος και εντοπίζοντας τα λάθη που έγιναν να δούμε πώς αυτή η παράδοση μπορεί να εκφραστεί εν ελευθερία, προς όφελος του κόσμου με σημερινούς και σύγχρονους όρους.
Μια άλλη διάκριση, που θα πρέπει να γίνει είναι ότι οι θεσμοί φυσικά και παίζουν ρόλο μεγάλο και είναι σημαντικοί, όμως το μείζων είναι το πρόσωπο. Οι κανόνες και οι θεσμοί σε μια κοινωνία είναι κεφαλαιώδους σημασίας και θα πρέπει να τηρούνται απαρέγκλιτα. Είναι η αρμογή και ο κορμός της κοινωνίας. Χωρίς αυτούς δεν μπορεί να υπάρξει ειρήνη και πρόοδος. Εάν δεν εφαρμόζονται οι νόμοι και δεν υπάρχει δικαιοσύνη σε μια κοινωνία, η κοινωνία θα διαλύσει. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα σε κοινωνίες όπως η δική μας, όπου οι θρησκευτικές και πολιτισμικές καταβολές προτρέπουν τους ανθρώπους σε ειρήνευση και ανεκτικότητα. Εάν σε τέτοιες κοινωνίες δεν εφαρμόζεται πιστά το γράμμα του νόμου, οι κοινωνίες αυτές θα οδηγηθούν στον μηδενισμό και τη διάλυση.
Όμως, παρά τη μεγάλη σημασία των θεσμών και των νόμων το μείζον πάντα θα είναι το πρόσωπο. Τη μεγάλη διαφορά και τομή την κάνει το πρόσωπο. Ακόμα και εντός του χειρότερου θεσμικού πλαισίου ένας αγιοπνευματικός άνθρωπος θα μπορέσει να καταφέρει πολλά. Πέρα από τις όποιες αντιξοότητες και πέρα από τα όποια εμπόδια προκύψουν. Γι’ αυτόν τον λόγο, το βάρος θα πρέπει πάντα να δίνεται στην ανάδειξη άξιων ανθρώπων, θεραπευμένων, πνευματικών, έντιμων και ει δυνατόν κεκαθαρμένων από τα πάθη τους. Αυτοί θα μπορέσουν να οδηγήσουν την κοινωνία σε σωστά μονοπάτια.
Ο ρωμαίικος λοιπόν πολιτισμός, η ρωμηοσύνη, αποτελεί τη σωτηριολογική μας πρόταση στον σύγχρονο κόσμο. Αυτός ας είναι και ο κεντρικός άξονας, η κεντρική αναζήτηση των σκέψεων, των προβληματισμών μας, φεύγοντας σήμερα από εδώ. Ας ελπίσουμε συν Θεώ, αυτή η αναζήτηση να είναι γόνιμη και εποικοδομητική.