Με το υπ΄αριθ.980 Βασιλικό Διάταγμα του Όθωνα της 15ης Μαρτίου 1938, η 25η Μαρτίου 1821 αναγνωρίσθηκε επίσημα ως «ημέρα ενάρξεως του υπέρ της ανεξαρτησίας αγώνος του Ελληνικού Έθνους» και ορίσθηκε όπως εορτάζεται «εις το διηνεκές», ως Εθνική Εορτή, συγχρόνως με τον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου. Ο πρώτος επίσημος εορτασμός στην Αθήνα έγινε το ίδιο έτος (1938) στον επί της οδού Αιόλου Ι. Ναό της Αγ. Ειρήνης, με την συμμετοχή των βασιλέων Όθωνος και Αμαλίας και των εν ζωή αγωνιστών της Επανάστασης, όπως οι Κολοκοτρώνης, Κουντουριώτης, Νικηταράς, Μακρυγιάννης κλπ.
Τα τελευταία χρόνια, ορισμένοι ιστορικοί, πολιτικοί, κομματικοί, και εκπαιδευτικοί κύκλοι, με πρόσχημα την δημιουργία μιας επίπλαστης «αναθεωρητικής» ιστοριογραφίας, προσπαθούν να ανατρέψουν την συνέχιση αυτού του συν-εορτασμού ή, τουλάχιστον, να αναδείξουν την καθιέρωσή του ως κακώς γενομένη, με την προβολή του ιστορικά αληθούς επιχειρήματος ότι η Επανάσταση δεν κηρύχτηκε την 25η Μαρτίου 1821 από τον Π.Π. Γερμανό (κατά κόσμο Χρυσόστομο Σκλήφα) στην Μονή της Αγ. Λαύρας στα Καλάβρυτα, ούτε κανένα Λάβαρο υψώθηκε εκεί την συγκεκριμένη ημερομηνία. Κατά τους κύκλους αυτούς, η σύμπτωση της έναρξης της Επανάστασης με τον Ευαγγελισμό δεν είναι τίποτε άλλο παρά «ένας μύθος ο οποίος πλάσθηκε χωρίς προηγούμενη ιστορική έρευνα και σαφώς εφευρέθηκε εκ των υστέρων με σκοπό να συνδεθεί η Επανάσταση[…] με την υπόσχεση της Ελεύσεως του Σωτήρα κατά τον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου και τις ευλογίες της εκκλησιαστικής ηγεσίας»[[1]]. Στο ίδιο πνεύμα κινήθηκε και ο ομότιμος καθηγητής της Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών Βασίλειος Κρεμμυδάς, ο οποίος σε άρθρο του με τίτλο «Η εθνική γιορτή στο σχολείο», (εφ. “ΕΠΟΧΗ”, 17-3-2007), γράφει ότι ο συνδυασμός των συμβολισμών της γέννησης του Χριστού και του ελληνικού κράτους «[ …]είναι μέρος ενός τεράστιου μηχανισμού που εκφράζεται από ένα πλήθος σχέσεων, με κυριότερη τη σχέση στο επίπεδο των πολιτικών, οικονομικών, εκκλησιαστικών εξουσιών (οι οποίες) συμπυκνώνονται σε μία, στην κρατική εξουσία. Μέσα απ’ αυτήν εκφράζονται όλες οι άλλες». Ο ίδιος, εξάλλου, σε άλλο άρθρο του, στην εφημερίδα “ΤΑ ΝΕΑ”, 22-3-2005, με τίτλο «Η Εκκλησία στο Εικοσιένα. Μύθοι και ιδεολογήματα», γράφει ότι στην πραγματικότητα «η Επανάσταση άρχισε σε δύο ημερομηνίες. Στις 22 Φεβρουαρίου, στις παραδουνάβιες ηγεμονίες και στις 23 Μαρτίου, στην Καλαμάτα. Όμως, επειδή ήθελαν να συνδεθεί η εθνική εορτή με την Εκκλησία, προτίμησαν την 25η Μαρτίου που είναι και ο Ευαγγελισμός της Θεοτόκου…..».
Η θεωρία ότι η 25η Μαρτίου 1821 ορίσθηκε επίσημα με το ΒΔ του 1938 σε συνέργεια Πολιτείας και Εκκλησίας προκειμένου να εξυπηρετηθούν ιδιοτελή συμφέροντα της τελευταίας, είναι, κατά την επιεικέστερη έκφραση, αβάσιμη. Και υπάρχουν σαφείς αποδείξεις περί τούτου. Σύμφωνα με τον ιστορικό Σπυρίδωνα Τρικούπη, ο ίδιος ο Αλέξανδρος Υψηλάντης, ως αρχηγός της Φιλικής Εταιρείας, ήδη από το 1820 είχε ορίσει αυτήν ως ημερομηνία έναρξης «για τον ξεσηκωμόν του Έθνους», ακριβώς επειδή συνέπιπτε με τον εορτασμό του Ευαγγελισμού, στον οποίον ήθελε να προσδώσει μια καινούργια συμβολική σημασία «ως ευαγγελιζόμενον την πολιτικήν λύτρωσιν του Έθνους» [[2]]. Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, όπως αναφέρει στη «Διήγηση Συμβάντων της Ελληνικής Φυλής από τα 1770 έως τα 1836», Αθήνησιν 1846, σελ.47-48, έλαβε «γράμματα» από τον Υψηλάντη με τα οποία εκείνος τον πληροφορούσε ότι η ημέρα του ξεσηκωμού θα ήταν η 25η Μαρτίου, ώστε μέχρι τότε να είναι έτοιμος : «….εις τα ΄20 μέ ήλθαν γράμματα από τον Υψηλάντη δια να είμαι έτοιμος, καθώς και όλοι οι ειδικοί μας, 25 Μαρτίου ήτον η ημέρα της γενικής επαναστάσεως». Και πράγματι, από τότε ο Κολοκοτρώνης έστελνε συνεχώς μηνύματα σε όλον τον Μοριά «…την ημέραν του Ευαγγελισμού να είναι έτοιμοι, και κάθε επαρχία να κινηθεί».
Ετσι, η 25η Μαρτίου 1821 έγινε η «από χρόνων προσδοκώμενη» άγια ημέρα του ξεσηκωμού. Άλλο είναι το θέμα ότι για λόγους που θα εξηγηθούν παρακάτω αυτός ο ξεσηκωμός άρχισε μερικές ημέρες νωρίτερα. Ένας άλλος, σπουδαίος λόγος, επιλογής της 25ης Μαρτίου ήταν ότι ο αρχικός σχεδιασμός της Φιλικής Εταιρείας προέβλεπε όπως η Επανάσταση εκδηλωθεί ταυτόχρονα από τις παραδουνάβιες ηγεμονίες σε ολόκληρη την ηπειρωτική και νησιωτική Ελλάδα (πλην Επτανήσων), ακόμη και μέχρι την Κωνσταντινούπολη. Ασχέτως αν τούτο στην πράξη δεν κατέστη δυνατόν, θα έπρεπε να καθορισθεί μια ημέρα ευρέως γνωστή σε όλους τους Έλληνες, προκειμένου να συντονίσουν την μεταξύ τους επαναστατική δράση. Και ως καταλληλότερη επελέγη η 25ης Μαρτίου.
Προ του 1938 ως Εθνική Εορτή θεωρείτο η 24η Φεβρουαρίου 1821, όταν ο Αλέξανδρος Υψηλάντης, διαβάς τον Προύθο ποταμό δύο ημέρες νωρίτερα ως επικεφαλής του Ιερού Λόχου, ύψωσε την Σημαία της Επανάστασης στο Ιάσιο της Μολδαβίας, πνευματικό κέντρο του Ελληνισμού στις παραδουνάβιες ηγεμονίες.
Διατί, όμως, αυτή η πολεμική κατά της 25ης Μαρτίου, αφού ολόκληρος ο Ελληνισμός γνωρίζει ότι είναι απλά μια συμβολική ημερομηνία μετουσιωθείσα σε τιμώμενο θεσμό, ο οποίος ουδόλως παραχαράσσει την Ιστορία ενώ, αντιθέτως, προβάλλει παγκοσμίως την Ελλάδα; Μήπως πρόκειται να μεγαλύνει έτι περισσότερο την δόξα του ’21 η υιοθέτηση μιας εναλλακτικής ημερομηνίας; Τίποτα από όλα αυτά. Απλά επιδιώκεται η αποσύνδεση της Επανάστασης από την Εκκλησία και η δημιουργία εντυπώσεων στους Νεοέλληνες ότι αυτή (η Επανάσταση) ήταν προϊόν του ευρωπαϊκού Διαφωτισμού και ότι η Εκκλησία την εκμεταλλεύτηκε για να απαλλαγεί από το άγος της αποδοχής του Πατριάρχη Γρηγορίου Ε΄ να αφορίσει την Επανάσταση, σύμφωνα με απαίτηση του Σουλτάνου, άσχετα αν αυτή η κατ΄ανάγκη αποδοχή έγινε για να σωθούν από περαιτέρω σφαγές χιλιάδες Χριστιανών. Εδώ, όμως, διαπράττεται το μοιραίο σφάλμα. Διότι ο τότε δεινοπαθών Ελληνικός Λαός, παραβλέποντας τα σφάλματα που έκανε σχετικά με την Επανάσταση η Εκκλησία ως ανθρώπινος Οργανισμός (και όχι σαν Σώμα Χριστού), με Πίστη στήριξε τις ελπίδες του για Λευτεριά στην Θεία Αρωγή της Θεοτόκου, την Οποίαν ενσυνείδητα θεώρησε ότι τιμά με την αποδοχή της σύμπτωσης του Εορτασμού Επανάστασης-Ευαγγελισμού.
Στη συνέχεια του άρθρου παρατίθενται κατά χρονολογική τάξη οι διεργασίες και τα συμβάντα που οδήγησαν στην έκρηξη και αρχική εξάπλωση της Επανάστασης, ώστε αβίαστα να εξαχθούν ασφαλή συμπεράσματα ως προς την αναμφισβήτητη ιστορική αξία αυτής και την αδήριτη εθνική ανάγκη αποδοχής του συμβολικού εορτασμού της 25ης Μαρτίου.
Την 1η Νοεμβρίου 1820, o Τούρκος βαλής (διοικητής) της Πελοποννήσου Χουρσίτ Πασάς, ανήσυχος από τις φήμες για ξεσηκωμό των Ελλήνων, κάλεσε στην Τρίπολη τους προεστούς της Πελοποννήσου, οι οποίοι έσπευσαν να τον διαβεβαιώσουν ότι οι φήμες ήταν ψευδείς και, κατόπιν αυτού, έφυγε για την εκστρατεία του κατά του Αλή Πασά, στα Γιάννενα. Στις αρχές του 1821, οι επαναστατικές διαθέσεις των Ελλήνων αυξήθηκαν, γνωρίζοντας ότι η ημέρα της Επανάστασης πλησιάζει. Μεταξύ 26ης και 29ης Ιανουαρίου 1821, οι πρόκριτοι και αρχιερείς Αχαḯας, Αιγιαλείας και Τριφυλίας, αποφάσισαν να συναχθούν στην Βοστίτσα (σημερινό Αίγιο) για λήψη αποφάσεων. Στη σημαντική αυτή σύναξη μετείχαν ο Π.Π. Γερμανός και ο Παπαφλέσσας, ο οποίος, μεταφέροντας, δήθεν, σίγουρες πληροφορίες ότι ο τσάρος της Ρωσίας προτίθετο να υποστηρίξει τον αγώνα τους, επεδίωξε να παρασύρει τους παρισταμένους σε επίσπευση της Επανάστασης. Εκείνοι, όμως, έκριναν αναξιόπιστατα τα λόγια του Παπαφλέσσα και τούτο προκάλεσε σφοδρότατες λογομαχίες μεταξύ αυτού και των Σωτ.Χαραλάμπη, Ανδρ. Ζαḯμη και Π.Π. Γερμανού. Ο τελευταίος, μάλιστα, τον αποκάλεσε «άρπαγα, απατεώνα και εξωλέστατο», για να λάβει από τον ίδιο την απάντηση: «Εν τάξει, (τότε) όποιον πιάσουν οι Τούρκοι ας τον σκοτώσουν». Τελικά αποφάσισαν να μην αναλάβουν καμία πρωτοβουλία αλλά να αναμείνουν την άφιξη του Δημ. Υψηλάντη στην Μάνη για να ξεκινήσει ο ίδιος την Επανάσταση, όπως είχε προγραμματισθεί.
Εν τω μεταξύ, οι Τούρκοι άρχισαν να λαμβάνουν τα πρώτα κατασταλτικά μέτρα. Ο καϊμακάμης (υποδιοικητής) της Πελοποννήσου Μεχμέτ Σαλίχ εξουσιοδοτήθηκε από τον Σουλτάνο να καλέσει στην Τριπολιτσά, να φυλακίσει, και εν ανάγκη, να θανατώσει τους προκρίτους και τους αρχιερείς Πελοποννήσου. Μολονότι η γενική αίσθηση ήταν ότι επρόκειτο για παγίδα, αρκετοί πρόκριτοι και αρχιερείς (24-25 άτομα) αποφάσισαν να ανταποκριθούν στην πρόσκληση και να πάνε στην Τριπολιτσά[[3]]. Στην κρίσιμη καμπή της Επανάστασης, μια τέτοια απόφαση αποτελούσε αναγκαία θυσία, διότι οι προύχοντες αυτοί, μολονότι γνώριζαν ότι θα θανατωθούν, προτίμησαν να παρουσιαστούν στον καϊμακάμη για να διασκεδάσουν τις υποψίες των Τούρκων και να μην δώσουν αφορμές για αντίποινα.
Οι παρόντες στη σύσκεψη της Βοστίτσας, δεν προσήλθαν στην Τριπολιτσά, φοβούμενοι ότι σίγουρα θα ενοχοποιούνταν. Ο Π.Π. Γερμανός που βρίσκονταν ακόμη στην Πάτρα, προβλέποντας, όπως λέγει ο ίδιος στα απομνημονεύματά του, «ότι η εις Τριπολιτζάν συνέλευσις είναι ολεθρία δια τους Προκρίτους», εγκαταλείπει την πόλη και την Κυριακή της Ορθοδοξίας(27 Φεβρουαρίου), φθάνει στα Καλάβρυτα και από εκεί, περί την 5η Μαρτίου, στην Αγία Λαύρα. Και για να μην δώσει λαβή σε υποψίες προσποιείται ότι «πάσχει από ρευματισμούς εις τους πόδας και έμεινε εις το κρεββάτι».
Στα Καλάβρυτα άρχισαν να συρρέουν και άλλοι Αχαιοί πρόκριτοι και αρχιερείς. Η θέση τους ήταν πραγματικά τραγική και επικίνδυνη. Από την μια δεν ήθελαν να πάνε στην Τρίπολη και από την άλλη φοβόνταν την καταδίωξη. Τότε, για να μη δείξουν ότι είναι απείθαρχοι, συνέταξαν ένα πλαστό γράμμα, δήθεν απευθυνόμενο προς αυτούς τους ίδιους εκ μέρους ενός (υποτιθέμενου) φίλου Τούρκου της Τριπολιτσάς, το οποίο έλεγε ότι μερικοί Τούρκοι αγάδες της Τριπολιτσάς έπεισαν την Διοίκηση να θανατώσει τους σημαντικότερους πρόκριτους της Πελοποννήσου και τους συνιστούσε (ο υποτιθέμενος φίλος) να κρυφτούν οπωσδήποτε. Αυτό το γράμμα το έδωσαν σε ένα έμπιστο άνθρωπό τους ο οποίος – καλά δασκαλεμένος – το «παρέδωσε» (υποτίθεται) σε αυτούς, όταν την 9η Μαρτίου κίνησαν από τα Καλάβρυτα με προορισμό την Τριπολιτσά και πλησίαζαν στο χωριό Καρνεούς. Οι «παραλήπτες» του γράμματος προσποιήθηκαν ότι φοβήθηκαν, ανέκοψαν την πορεία τους προς Τριπολιτσά και την επόμενη, 10 Μαρτίου, επέστρεψαν όλοι στην Αγία Λαύρα, όπου είχαν έλθει και πρόκριτοι και από άλλες περιοχές της Πελοποννήσου. Μερικά από τα ονόματα των συναθροισθέντων ήταν: Ο Π.Π. Γερμανός, ο Ασημάκης Ζαḯμης, ο Ασημάκης Φωτήλας, ο Σωτήρης Θεοχαρόπουλος, ο Σωτήρης Χαραλάμπης, ο Παναγιώτης Φωτήλας, ο Ανδρέας Ζαḯμης, ο Ανδρέας Λόντος και ο Κερνίκης Προκόπιος. Κατά τις συζητήσεις τους κατέληξαν μεν στο συμπέρασμα ότι δεν υπάρχει άλλη λύση από την Επανάσταση, αλλά αποφάσισαν να μην δώσουν καμία αφορμή στους Τούρκους, παρακολουθώντας στενά τις εξελίξεις. Και αν οι Τούρκοι ήθελε ασκήσουν βία επάνω τους, να εγκαταλείψουν τον Μοριά. Αν, όμως, ξεσπούσαν και κατά του πληθυσμού, τότε όλοι μαζί να πάρουν τα όπλα και από εκεί και πέρα, ο Θεός βοηθός. Υπέρμαχος αυτής της άποψης ήταν και ο Γερμανός ο οποίος γράφει στα «Απομνημονεύματά» του: «Ειδέ και καθολικεύσει το πράγμα η (τουρκική) Διοίκησις και μεταχειρισθή τα όπλα και την βίαν γενικώς εναντίον των ομογενών, τότε εξ ανάγκης ημείς αυτοί να λάβωμεν τα όπλα και να κινήσωμεν και τους άλλους ομογενείς εις υπεράσπισιν εαυτών». Βλέπουμε, λοιπόν, ότι ο Γερμανός δεν ωραιοποιεί καθόλου τα γεγονότα αλλά, αντίθετα, με πρωτοφανή ειλικρίνεια τα απομυθοποιεί, χωρίς, πιθανώς, να συνειδητοποιεί το τεράστιο σημασιολογικό μέγεθός τους.
Για την κατάληξη των συζητήσεων στην Αγία Λαύρα, έχουμε επαρκή πληροφόρηση από τα «Απομνημονεύματα» του Φωτίου Χρυσανθακόπουλου ή Φωτάκου(1798-1878), όπου εκτενώς αναφέρεται η κρίσιμη ομιλία του Ασημάκη Φωτήλα, όστις δικαιολόγησε την άποψη ότι η Επανάσταση έπρεπε να αποφασισθεί αμέσως με τον εξής διαφωτιστικό λόγο: «Ό,τι εδυνήθημεν εκάμαμεν μέχρι τούδε και αρκετά εμακρύναμε τον καιρόν, αλλ’ εις το εξής οι Τούρκοι δεν μας πιστεύουν, όσον και αν προσπαθήσωμεν να τους ξεγελάσωμεν, ώστε όπως έφθασαν τα πράγματα αυτοί θα κόψουν τα κεφάλια μας, και όχι μόνο τα δικά μας αλλά και όλων των χριστιανών [……].Αλλ’ η γνώμη μου είναι να πιάσωμεν τα όπλα και ο Θεός να μας βοηθήσει και ό,τι γείνει ας γείνει. Αν γλυτώσει δε κανείς από ημάς και φύγει και πάει κάπου αλλού, εις τους χριστιανούς πιστεύω, θα του δώσουν ένα κομμάτι ψωμί να φάγη, διότι θα είπη ο κόσμος, επολέμησαν οι κακόμοιροι δια την σωτηρία των το μεγάλο θηρίο της Οικουμένης αλλά δεν ενίκησαν και είναι άξιοι ελέους. ‘Επειτα και ημείς θα έχωμεν λίγο θάρρος εις τούτο, ότι εκάμαμε το χρέος μας»[[4]].Η πρόταση του Φωτήλα βρήκε σύμφωνους όλους τους παρόντες. Η Επανάσταση είχε, πλέον, αμετάκλητα αποφασιστεί από τους πρωτεργάτες της. Και την μεγάλη αυτή απόφαση οι λόγιοι, οι καλλιτέχνες και ο Λαός μας ενέδυσαν αργότερα με τον μανδύα της αίγλης και του θρύλου.
Η εορτή του Αγίου Αλεξίου, πολιούχου της Μονής της Αγίας Λαύρας, την 17η Μαρτίου 1821, αποτέλεσε μια ανεπανάληπτη ευκαιρία για τον Γερμανό, ο οποίος έλαβε απόφαση να μιλήσει προς τους παριστάμενους προσκυνητές και να υψώσει για πρώτη φορά το Λάβαρο της Επανάστασης του ’21 με τα εξής λόγια : «Αδέλφια, ήλθε η ώρα. Δεν μπορούμε να κάνουμε πίσω. Όποιον από εμάς βρουν χωρίς όπλα θα τον σφάξουν. Πάρτε όλοι από ένα όπλο και φυλάξετε τον εαυτόν σας και τις οικογένειές σας». Αυτό τον ποιμαντικό λόγο δημοσίευσαν αργότερα η γαλλική εφημερίδα «Le Constitutionnel» και οι «ΤImes» του Λονδίνου, την 21η Ιουνίου 1821. Βλέπουμε, λοιπόν, ότι τα θρυλούμενα για την 25η Μαρτίου στην Αγ. Λαύρα αποτελούν πράγματι μια ιστορική πραγματικότητα η οποία, όμως, συνέβη μερικές ημέρες νωρίτερα.
Εις εφαρμογή των συμφωνηθέντων, οι αγωνιστές της Αγ. Λαύρας ξεχύθηκαν σε ολόκληρη την Αχαḯα για την προετοιμασία του Λαού, με τον Γερμανό να έχει μεταβεί στην Μονή της Χρυσοποδαρίτισσας, στα Νεζερά. Σχέδιό τους ήταν να συγκεντρωθούν εκ νέου στην Μονή Ομπλού, (15 χλμ έξω από την Πάτρα επί του όρους Ομπλός), να σχηματίσουν εκεί στρατόπεδο και να βαδίσουν προς Πάτρα.
Κατά την 21η Μαρτίου, οι συγκεντρωμένοι στην Μονή της Αγ. Λαύρας, Σ. Θεοχαρόπουλος, Ν. Σολιώτης, Ιω. Παπαδόπουλος και οι Πετμεζαίοι Βασίλειος και Νικόλαος, παραλαβόντες και ένα μικρό κανόνι της Μονής, με δύναμη 600 περίπου ανδρών και με σημαία την επί της Ωραίας Πύλης χρυσοκέντητη Εικόνα της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, όρμησαν κατά των Καλαβρύτων. Η πολιορκία δεν κράτησε πολύ και η τουρκική φρουρά της πόλεως με διοικητή τον Αρναούτογλους γρήγορα αναγκάσθηκε να παραδοθεί. Στη Βοστίτσα έγιναν περίπου τα ίδια. Οι Τούρκοι με τα πρώτα γεγονότα την εγκατέλειψαν και πήραν τον δρόμο που έφερνε προς τα Σάλωνα. Ο Ανδρέας Λόντος άδραξε την ευκαιρία, εισήλθε στην πόλη και μέχρι την24η Μαρτίου ύψωσε σημαία επαναστατική.
Με την κατάληψη των Καλαβρύτων εκδηλώθηκαν στην Πάτρα τα πρώτα επαναστατικά γεγονότα. Όσοι εκ των Ελλήνων ήταν εξοπλισμένοι, με επικεφαλής έναν απλό υποδηματοποιό αλλά άτομο με ηγετικά χαρίσματα και πνεύμα επαναστατικό, τον Παναγιώτη Καρατζά, συνεπικουρούμενοι και από Επτανήσιους εγκατεστημένους στην Πάτρα με αρχηγό τον φαρμακοποιό Νικ. Γερακάρη, συγκρότησαν ένοπλες ομάδες και συγκρούσθηκαν με τους Τούρκους. Την 22α Μαρτίου ειδοποίησαν τους οπλαρχηγούς της Μονής Ομπλού να σπεύσουν προς βοήθειά τους. Δύο ημέρες αργότερα, εισήλθαν πρώτοι στην Πάτρα ο Μπενιζέλος Ρούφος και ο Ανδρέας Λόντος, ο οποίος κρατούσε ψηλά ερυθρά σημαία με μαύρο σταυρό στο μέσον. Αργότερα ακολούθησαν οι Π.Π.Γερμανός, Ανδρέας Ζαΐμης, Σωτήριος Θεοχαρόπουλος, Ιωάννης Παπαδιαμαντόπουλος, ο Κερνίκης Προκόπιος και άλλοι. Όλοι τους κατευθύνθηκαν προς την πλατεία Αγ. Γεωργίου όπου ο Γερμανός έστησε έναν απέριττο ξύλινο Σταυρό μαζί με την σημαία του Λόντου.
Τελέσθηκε Δοξολογία και Τρισάγιο και σε μια αποστροφή του λόγου του που ακολούθησε – όπως τον διέσωσε ο Γάλλος πρόξενος στην Πάτρα Πουκεβίλ – ο Γερμανός είπε τα εξής : «Η ημετέρα Πατρίς, ας αναγγείλουμε και στους δύο κόσμους, (σημ. συντ : της Ανατολής και της Δύσης), είναι η Μακεδονία, η Θεσσαλία, η Ήπειρος, η Ακαρνανία, η Αιτωλία, η Πελοπόννησος, η Εύβοια και το Αρχιπέλαγος εκείνο, εκ των λιμένων του οποίου θα ορμήσωσι πλήθη εξωπλισμένων πλοίων κατά της Ημισελήνου»[[5]].Ο λόγος του έκλεισε με δέσμευση όρκου από τον Λαό «Ελευθερία ή Θάνατος».
Την 25η Μαρτίου σχηματίσθηκε το «Επαναστατικόν Διευθυντήριον των Πατρών», το οποίο διένειμε Διακήρυξη προς τους Προξένους των Μεγάλων Δυνάμεων που έδρευαν στην Πάτρα, προκειμένου να ενημερώσουν τις κυβερνήσεις τους ότι η Επανάσταση στην Πάτρα έχει λάβει, πλέον, επίσημο χαρακτήρα και ότι χρειάζονταν την εύνοια και την υποστήριξή τους.
Ταυτόχρονα στην Μάνη και την Μεσσηνία διαδραματίζονταν ανάλογα γεγονότα. Την 17η Μαρτίου 1821 ο Μπέης (Ηγεμών) της Μάνης Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης, ύψωσε στην Αρεόπολη το Λάβαρο της Επανάστασης. Το Σώμα των Μανιατών, δυνάμεως 2.000 περίπου ανδρών, με τη σύμπραξη και των Μεσσήνιων αρχηγών Αναγνωσταρά, Κεφάλα, Νικηταρά και Παπαφλέσσα, ξεκίνησε από την Αρεόπολη, συνενώθηκε και με άλλους επαναστάτες στις Κιτριές – μια κωμόπολη απέχουσα 15 χιλιόμετρα νοτιοανατολικά της Καλαμάτας- και την 23η Μαρτίου εισήλθε στην πόλη χωρίς να συναντήσει καμία αντίσταση εκ μέρους των Τούρκων που παρέμειναν κλεισμένοι στα σπίτια τους, με πρώτο και καλύτερο τον βοεβόδα της Καλαμάτας Σουλεϊμάν Αγά Αρναούτογλους. Την επόμενη (24η Μαρτίου), ο Πετρόμπεης τέλεσε Δοξολογία πλησίον του μικρού ποταμού Νέδωνα και ακολούθησε ο Όρκος. «ίνα αμύνω την πατρίδα και μόνος και μετά πολλών και ιερά τα πάτρια τιμήσω». Ο Πετρόμπεης εγκαταστάθηκε στην πόλη, συνέστησε επαναστατική επιτροπή την οποίαν ονόμασε «Μεσηνιακήν Γερουσίαν εν Καλαμάτα» και την επόμενη (25η Μαρτίου) κοινοποίησε Διακήρυξη της Επανάστασης «προς τας ευρωπαϊκάς αυλάς» στην οποίαν επαναλαμβάνονταν – όπως και στο Επαναστατικό Διευθυντήριο των Πατρών – ότι επρόκειτο περί αγώνος ελευθερίας ή θανάτου και ζητείτο η συνδρομή τους.
Η επαναστατική φλόγα αστραπιαία διαδόθηκε στις υπόλοιπες περιοχές της Πελοποννήσου, όπου γρήγορα άρχισαν να σχηματίζονται και να δρουν Σώματα ενόπλων Πελοποννησίων, ανεπαρκώς μεν εξοπλισμένα και εκπαιδευμένα αλλά με τον πόθο της Ελευθερίας στις καρδιές τους. Και εντός ολίγων ημερών μετά την 25η Μαρτίου, το ένα μετά το άλλο, τα φρούρια της Πελοποννήσου, τόσο τα παραθαλάσσια όσο και εκείνα των κωμοπόλεων εσωτερικού, πολιορκούνταν και καταλαμβάνονταν. Η Κορώνη, το Νεόκαστρο (Μεθώνη), η Γαστούνη, η Πάτρα, η Κόρινθος, το Ναύπλιο, η Καρύταινα, το Φανάρι Ολυμπίας, η Κυπαρισσία, η Μονεμβάσια.
Αυτό είναι το πραγματικό ιστορικό, το αντλούμενο από αυθεντικές πηγές, σχετικά με τις συνθήκες έναρξης και εξάπλωσης της Επανάστασης , η οποία εξακολουθεί να παραμένει ένα οικουμενικό ορόσημο, συμβολίζον το εσαεί χρέος κάθε Λαού να πολεμά υπέρ του Δικαίου και της Ελευθερίας του. Συνεπώς κάθε προσπάθεια διαστρέβλωσης των συνθηκών αυτών και εξαγωγής διαφορετικών συμπερασμάτων θα πρέπει να θεωρείται ως εκ του πονηρού παραχάραξη της Ιστορίας και της Αλήθειας, καταστροφική για τον Λαό (ιδίως την Νεολαία) και το ‘Εθνος, Και « το Έθνος πρέπει να μάθει να θεωρεί εθνικόν, ό,τι είναι αληθές», μας διδάσκει το κλασσικό απόφθεγμα του Διονυσίου Σολωμού. Τέλος, ο πραγματικός Χριστιανός ποτέ δεν λησμονεί την Θεία Προτροπή ««Γνώσεσθε την αλήθεια, και η αλήθεια ελευθερώσει υμάς» (Ιω η’32).
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
(πλην εκείνης που αναφέρεται στο κείμενο)
- Διον. Κόκκινου. Η Ελληνική Επανάστασις
- Σπύρου Μαρκεζίνη. Πολιτική Ιστορία της Νεωτέρας Ελλάδος τομ. Α΄
- Διον. Κόκκινου. Ιστορία Νεωτέρας Ελλάδος.
[[1]] Κ. Γεωργουσόπουλος «Ιστορία και θρύλος, εφ.“ ΤΑ ΝΕΑ”, 13-7-2007.
[[2]]Σπ. Τρικούπη. Η Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως., τευχ. 1,Αθήνα 1988.
[[3]] Τα ονόματά τους είναι καταγεγραμμένα σε άρθρο του Τίτου Αθανασιάδη της εφ.” ΑΠΟΓΕΥΜΑΤΙΝΗ”, με τίτλο «Η ύστατη παγίδα των Τούρκων», υπό ημερομ.14-2-2003.
[[4]] Το απόσπασμα της ομιλίας του Ασημάκη Φωτήλα αναφέρει και ο Σαράντος Καργάκος στο άρθρο του «Γιατί τον Π.Π. Γερμανό;» στην εφημ. “ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΤΥΠΟΣ” της 13-12-1998.
[[5]] Το απόσπασμα της ομιλίας του Γερμανού στην Πάτρα αναφέρεται και στο αυτό ως ανωτέρω άρθρο του Σ. Καργάκου.