
Οι πολιτιστικοί σύλλογοι, και εν προκειμένω οι ποντιακοί σύλλογοι, πέρα από τη διατήρηση της παράδοσης των προγόνων τους προσφέρουν πολλαπλές υπηρεσίες στην κοινωνία. Συσσωρεύουν ένα είδος κοινωνικού κεφαλαίου, το οποίο είναι απολύτως απαραίτητο για να μπορέσει η κοινωνία να επιτύχει τους στόχους της.
Σ’ αυτήν τη μεγάλη ανάγκη του ανθρώπου να έρθει σε επαφή με τον συνάνθρωπό του, να επικοινωνήσει και να βγει από την αποξένωση και την απομόνωσή του, να γίνουμε ένα φύλλο μες τα φύλλα γράφει ο Ρίτσος, σημαντικό ρόλο μπορούν να παίξουν πολλοί οργανισμοί. Εδώ αξίζει να σταθούμε στο σημαντικό επικουρικό ρόλο που μπορούν να διαδραματίσουν οι ποντιακές συσσωματώσεις.
Αυτές οι σχέσεις που αναπτύσσονται μέσα σε μια τέτοια κοινωνική συσσωμάτωση, έναν ποντιακό σύλλογο, λειτουργούν ως πρότυπο, δηλωμένο ή υπονοούμενο, κυρίως για τα νέα παιδιά που συμμετέχουν στις δράσεις του και στο χορευτικό του. Οι σχέσεις αλληλεγγύης που αναπτύσσονται στο σύλλογο μεταφέρονται και στην λοιπή κοινωνική δράση του νέου. Το κάθε μέλος δεν βρίσκεται εκεί για να μακαρίζει την υποκειμενικότητα του ή για να αυτοδικαιώνεται. Ζει και διακονεί συνειδητά το γεγονός της κοινωνίας με τα άλλα πρόσωπα συνυπηρετώντας έναν κοινό σκοπό.
Το κυρίαρχο αίσθημα των μελών ενός συλλόγου είναι το αίσθημα του ανήκειν. Είναι μέλη μιας ευρύτερης ομάδας με την οποία μοιράζονται τις ίδιες αξίες και τις ίδιες προσδοκίες. Μέσα από το σύνολο αυτό ενισχύεται και η ιδιαίτερη ταυτότητα που κομίζει το κάθε μέλος της ομάδας. Αυτή η ιδιαίτερη πολιτιστική ταυτότητα είναι ικανή να προσδιορίσει την συμπεριφορά του ατόμου που την φέρει. Άλλωστε τι είναι μια ταυτότητα αν δεν υποδηλώνει, καθορίζει και διαμορφώνει έναν τρόπο ζωής. «Η πολιτιστική ταυτότητα» λέει ο μητροπολίτης Περγάμου Ιωάννης Ζηζιούλας, «δεν είναι μουσειακός θησαυρός ή φολκλορική ιδιαιτερότητα. Δεν είναι πατρογονική κληρονομιά και αγώνας για τη διατήρηση ή συντήρηση της. Είναι κυρίως στάση ζωής, τρόπος του υπάρχειν». Ακολουθώ την παράδοση δεν σημαίνει μια άκαμπτη αναγκαιότητα που έχει νομοτελειακά και αμετάκλητα καθιερωθεί στο παρελθόν.
Η μεγάλη αποτυχία του σύγχρονου δυτικού πολιτισμού είναι η αναφορά στο άτομο σε αντίθεση με την ορθόδοξη παράδοση που αναφέρεται πάντοτε σε πρόσωπα και ποτέ σε άτομα. Η δε κοινωνία των προσώπων είναι αυτή που καταξιώνει την αρμονική συνύπαρξη. Ο ακραίος και άκριτος καταναλωτισμός δεν υπηρετεί τίποτα άλλο παρά τον ατομοκεντρισμό. Η αποξένωση που προκάλεσε η καταναλωτική ευδαιμονία και η αποθέωση της ατομικότητας καθιέρωσε την ακρωτηριασμένη εγωιστική αντίληψη της ατομικής ευτυχίας. Λες και μπορείς να ευτυχείς, όταν ο διπλανός σου υποφέρει. Αυτές τις απλές όσο και σημαντικές αλήθειες τείνουμε να τις ξεχάσουμε. Αυτή η απομόνωση και η μοναξιά είναι μια συνεχής κόλαση. Το ίδιο το μυστήριο του θανάτου γίνεται ακόμη τραγικότερο για τον άνθρωπο, ακριβώς επειδή το βιώνει μόνος του. Αυτήν την κόλαση της αποξένωσης και της απαξίωσης του ανθρωπίνου προσώπου ξεπερνούν οι ποντιακές συσσωματώσεις με τις δραστηριότητες τους, αφού προσφέρουν τη δυνατότητα συμμετοχής σε μια ομάδα για την επίτευξη ενός κοινού, ανώτερου στόχου.
Ο Berdyaev πολύ νωρίς αντιλήφθηκε τον κίνδυνο της αποθέωσης της ατομικής οικονομικής ευμάρειας και του εκσυγχρονισμού, όταν μάλιστα δεν λαμβάνεται υπόψη ο παράγοντας άνθρωπος. «Ο νέος κόσμος, που σχηματοποιείται, κατευθύνεται από άλλες αξίες κι όχι από αυτές που εκπροσωπούν τον άνθρωπο, το πρόσωπο, την αλήθεια. Κατευθύνεται από τη δύναμη της τεχνικής, της φυλής, της εθνικότητας, του κράτους, της τάξεως και της συλλογικότητας» και παρακάτω συμπληρώνει «ο άνθρωπος εξαφανίζεται ως ολοκληρωμένη ύπαρξη, ως τέλειο δημιούργημα… χάνει την εσωτερική του ενότητα και διαλύεται σε ετερογενή στοιχεία… Δεν υπάρχει πια η ανθρώπινη ύπαρξη, αλλά παραμένουν μόνο ορισμένες από τις λειτουργίες της. Η διάσπαση αυτή του ανθρώπου είναι πρώτα απ’ όλα αποτέλεσμα του τεχνικού πολιτισμού… Ο σύγχρονος τεχνικός πολιτισμός απαιτεί από τον άνθρωπο τη μια ή την άλλη δραστηριότητα, αλλά αγνοεί το πρόσωπο. Αυτό δε σημαίνει την εξαφάνιση του ανθρώπου μέσα στη φύση, αλλά την ταύτιση του με τη μηχανή». Ο Berdyaev κλείνει με έκδηλη όσο και προφητική απαισιοδοξία «Προσεγγίζουμε μια περίοδο αληθινά τραγική για το ανθρώπινο πρόσωπο, για την ελευθερία του πνεύματος και τον πολιτισμό».
Δεν είναι τυχαίο ότι η κατάθλιψη χαρακτηρίζεται από τους ειδικούς ως η μάστιγα του 21ου αιώνα. Η φιλαυτία, ο ατομικισμός, η αχαλίνωτη κατανάλωση υλικών αγαθών, η πλεονεξία που δίνει το αίσθημα του ακόρεστου είναι κάποιες μόνο από τις αιτίες αυτής της δυστυχίας. Ο εναρμονισμός με τη δημιουργία και ο σεβασμός του συνανθρώπου έρχεται σε δεύτερη μοίρα, αφού το ζητούμενο είναι η αέναη οικονομική ανάπτυξη με οποιοδήποτε κόστος.
Με αφορμή την κρίση που έχει ξεσπάσει πρόσφατα στην Ελλάδα πολύς κόσμος έχει αρχίσει να αναθεωρεί τη στάση του προς το εργασιακό του περιβάλλον, την οικογένεια και εντέλει προς την ίδια την κοινωνία. Ποιο είναι, όμως, το βαθύτερο αίτιο για την κρίση του σύγχρονου μοντέλου ζωής, τουλάχιστον στις δυτικές κοινωνίες; Ο Berdyaev το έθεσε ξεκάθαρα, όταν ο ίδιος στεκόταν με απογοήτευση ίσως και αμηχανία, μπροστά στις αμετροέπειες της δικής του εποχής. «Ο άνθρωπος, έτσι που τον ξέραμε, έπαψε να είναι όχι μόνο μια υπέρτατη αξία αλλά μια οποιαδήποτε αξία» σημείωνε. Πράγματι, ποιος μπορεί να αρνηθεί ότι ζούμε σε μια κοινωνία που απαξιώνει τον άνθρωπο ως πρόσωπο και ποιος μπορεί να αρνηθεί ότι η θεώρηση του πλησίον είναι αλαζονική και υπεροπτική. Οι σχέσεις κοινωνίας έχουν μετεξελιχθεί από σχέσεις αγαπητικές, σε χρηστικές ή σχέσεις εκμετάλλευσης.
Σε μια τέτοια κοινωνία ποιος είναι ο ρόλος των ποντιακών σωματείων πέρα από τη διαφύλαξη των παραδόσεων των προγόνων; Διαχρονικά σε κάθε δύσκολη στιγμή οι άνθρωποι που δραστηριοποιούνταν στα σωματεία συσπείρωναν τις δυνάμεις τους και παραδοσιακά η κρίση ήταν αφορμή για δημιουργία. Λαμπρά παραδείγματα αποτελούν η Εύξεινος Λέσχη Θεσσαλονίκης και οι Αργοναύτες-Κομνηνοί, που οργάνωναν συσσίτια τον καιρό της κατοχής για να αναφέρω ενδεικτικά κάποια μόνο οφέλη παλαιοτέρων δύσκολων εποχών. Πρώτο μετρήσιμο όφελος για την κοινωνία είναι η συσπείρωση γύρω από μια αξία, ένα ιδανικό. Η άμετρη κατανάλωση και η ευκολία πλουτισμού που έβλεπε τα προηγούμενα χρόνια ο καθένας μας να συντελείται γύρω του, μας έκανε να χάσουμε τον προσανατολισμό μας και ν’ αλλάξουμε προτεραιότητες.
Όσοι, όμως, ασχολούνται με τον πολιτισμό διατρέχουν τον μέγα κίνδυνο να αποσπαστούν εντελώς από την καθημερινότητα του μέσου ανθρώπου και με μια συμπλεγματική ηδυπάθεια να θεωρούν ότι οι ίδιοι κατέχουν τη γνώση και μόνον αυτοί, με κάποιους λίγους ακόμη, ακολουθούν την παράδοση, στη «γνήσια» μάλιστα εκδοχή της. Κάτι τέτοιες θεωρήσεις μας οδηγούν απλώς να ξιπαζόμαστε με επιπόλαιες ψυχολογικές εκτονώσεις εξιδανικεύοντας ουσιαστικά μια αλλοτρίωση. Θυμίζουμε πολλές φορές, αυτούς που ο Σεφέρης ονόμασε νεόπλουτους της μάθησης και φερόμαστε, παρά την υποτιθέμενη καλλιέργεια και κουλτούρα που επικαλούμαστε, μ’ έναν πρωτοφανή πολιτιστικό αμοραλισμό, ναρκωμένοι και κοινωνικά απομονωμένοι, με μια χαρακτηριστική απώλεια αίσθησης της πραγματικότητας. Πράγματι η ελιτίστικη αντίληψη της λειτουργίας της μάθησης, η οποία δεν προσφέρει το αντίδωρο της στην κοινωνία και δεν την βοηθάει να γίνει καλύτερη, θυμίζει το γιατρό, που γνωρίζει τη θεραπεία για την πάθηση του ασθενή, αλλά δεν του την εφαρμόζει, με συνέπεια τελικώς να μην τον ωφελεί σε τίποτα αυτή η γνώση. Αυτήν την απαξίωση των πεπαιδευμένων προς τους απλούς ανθρώπους της κοινωνίας μας στηλιτεύει αμίμητα ο Άντον Τσέχωφ στο διήγημα του η Στέπα, όταν ο πάτερ Χριστόφορος συμβουλεύει το μικρό Γκεγκόρουσκα: «…Αν όμως γίνεις κανένας σοφός, κι αρχίσεις, ο Θεός να σε φυλάει απ’ όλα αυτά, να βαριέσαι, να περιφρονείς τους ανθρώπους, με την πρόφαση πως είναι πιο κουτοί από σένα, τότε δυστυχία σου κακομοίρη μου! Ο πάτερ Χριστόφορος σήκωσε το χέρι στον αέρα, κι επανέλαβε με ψιλή φωνή: Δυστυχία σου, δυστυχία σου!».
Μια δημιουργία ή ένα πολιτιστικό προϊόν δεν χρειάζεται επεξηγήσεις για να καταλάβει ο δέκτης την αξία του ή το μήνυμα που θέλει να περάσει. Η αλήθεια του πολιτισμού μας βρίσκεται στο πρόσωπο του πλησίον. Η φλυαρία της δικαιολογίας ή της ερμηνείας των δικών μας λαθεμένων επιλογών αφήνουν αδιάφορο τον συνάνθρωπο μας. Αυτό το μάταιο της φλυαρίας μας το θυμίζει ο Καζαντζάκης μιλώντας για τους αδερφούς της Πορτσιούνκολα στο Φτωχούλη του Θεού: «…άνοιξαν καινούργιες σχολές, τρέχουν άλλοι στην Μπολόνια, άλλοι στο Παρίσι και σπουδάζουν πώς να καλιγώσουν τον ψύλλο, μαζεύουν χοντρά βιβλία, ανεβαίνουν στον άμβωνα, βγάζουν λόγους, ιδρώνουν και ξεδρώνουν για να αποδείξουν πως ο Χριστός είναι Θεός, πως σταυρώθηκε και την τρίτη μέρα αναστήθηκε και τόσο τα μπερδεύουν, που το μυαλό σαστίζει κι η καρδιά του ανθρώπου παγώνει. Από τη μέρα που άρχισαν οι σοφοί να μιλούν, έπαψε ο Χριστός να ανασταίνεται».
Στο τέλος-τέλος αν δεν θεραπεύεις με τον πολιτισμό αυτό της καθημερινότητας τα τραύματα του πλησίον σου ή όταν ο πολιτισμός σου αδιαφορεί για τα προβλήματα του, τότε αυτός ο πολιτισμός σου δεν τον αφορά. Όπως θα έλεγε ο Σεφέρης: «Πάλι τα ίδια και τα ίδια θα μου πεις φίλε, όμως τη σκέψη του πρόσφυγα, τη σκέψη του αιχμαλώτου, τη σκέψη του ανθρώπου που κατάντησε κι αυτός πραμάτεια δοκίμασε να την αλλάξεις, δεν μπορείς». Και ποιος μπορεί σήμερα να αρνηθεί πως τον άνθρωπο τον καταντήσαμε πραμάτεια; Ένα μετρήσιμο αντικείμενο, που αξιολογείται σύμφωνα με τη χρηστική του εκμετάλλευση; Η νοοτροπία αυτή γέννησε την προτεραιότητα της οικονομίας στον πολιτισμό.
Ακριβώς επειδή η σύγχρονη κοινωνία μας είναι οργανωμένη πάνω σε ανθρώπινα πάθη, προσπαθεί να βρει εξιλαστήρια θύματα για να αποβάλλει τις ενοχές της. Ο πλούσιος ποντιακός πολιτισμός, που πηγάζει από την γνήσια παρακαταθήκη και διασώζεται με τους συλλόγους, πρέπει να πρεσβεύει έναν πολιτισμό της καθημερινότητας, στον οποίο υπέρτατη αξία θα είναι και θα παραμένει το ανθρώπινο πρόσωπο, όπως το καταξιώνει η Ορθόδοξη Εκκλησία στην κατ’ εικόνα θεού θεολογία της. Αν καταφέρουμε να επικαιροποιήσουμε αυτόν τον όμορφο ποντιακό πολιτισμό και πείσουμε πως έχει μια αξία στην καθημερινότητα μας και μας αφορά στο σήμερα, στο τώρα, θα πάψουμε πια να καταναλώνουμε άκριτα και ασυλλόγιστα το θρασύτατα ανεπαρκές πολιτισμικό «στοκ», που μας πλασάρουν ή εισάγουμε. Πρέπει δηλαδή ν’ ανακαλύψουμε εκ νέου και να αναδείξουμε τις αξίες πολιτισμού που ενυπάρχουν στην παράδοση μας. Θεσμοί όπως η αργατεία, η συνοχή για την επίτευξη ενός κοινού στόχου, η αγάπη για την πατρίδα, ο σεβασμός στους ηλικιωμένους, οι τράπεζες αίματος των σωματείων, η διατροφική αξία της ποντιακής κουζίνας, η αγάπη για την πρόοδο και τα γράμματα, ή στήριξη των οικονομικά ή και ψυχολογικά αδύναμων αδελφών μας είναι στοιχεία που ενυπάρχουν στον πολιτισμό μας και πρέπει να τα ξαναφέρουμε στην επιφάνεια. Αυτή η μοναδική αίσθηση του ν’ ανήκεις σε μια μεγάλη οικογένεια που μοιράζεται το ίδιο αξιακό σύστημα, τα ίδια ιδανικά ακόμη και τους ίδιους καημούς. Το ζητούμενο λοιπόν σήμερα είναι ν’ ανακαλύψουμε εκ νέου τις αξίες πολιτισμού στην παράδοση των προγόνων μας. Όταν λέμε για παράδειγμα ότι ο ποντιακός ελληνισμός ήταν γνωστός για τη φιλομουσία του πώς μπορεί αυτό να αξιολογηθεί με τα σημερινά δεδομένα; Δηλαδή ποια είναι η διαχρονική του αξία και πώς μπορούμε να επικαιροποιήσουμε αυτή την αρετή της αγάπης για τα γράμματα; Ένα παράδειγμα είναι η ενίσχυση δημιουργίας ενός σχολείου στην Αφρική μέσω του πατριαρχείου Αλεξανδρείας δίνοντας έτσι την ευκαιρία της μάθησης στα παιδιά που τη στερούνται. Επικαιροποίηση της παράδοσης δηλαδή με την εκ νέου δημιουργία και δυνατότητα για μάθηση. Και ποια θα μπορούσε να υπάρξει μεγαλύτερη τιμή προς τους προγόνους μας αν στο σχολείο που θα χτίζαμε στην Αφρική δίναμε το όνομα «Φροντιστήριον Τραπεζούντος». Κι αυτό όχι για ναρκισσιστική επιβεβαίωση, αλλά για μια αδιάρρηκτη κοινωνία και σχέση με τον συνάνθρωπο που βρίσκεται σε ανάγκη.
Αυτή η κρίση είναι ευκαιρία ν’ αναδείξει τις πραγματικές ανάγκες των ανθρώπων και όχι τις επίπλαστες που δημιούργησαν οι πολυεθνικές και τα οικονομικά συμφέροντα. Αυτό που φωνάζει και ζητάει η ανθρωπότητα είναι ανθρωπιά. Σεβασμός στο ανθρώπινο πρόσωπο. Αξιοπρέπεια και σωστές συνθήκες διαβίωσης για όλους τους ανθρώπους, ανεξαιρέτως θρησκείας, φυλής ή ταξικής τοποθέτησης. Ζητάει συμπόνια, βοήθεια, κατανόηση, αλλά και ελπίδα. Έχουμε μετατρέψει τον κόσμο μας σε μια πραγματική κόλαση τη στιγμή που είναι τόσο απλό να τον κάνουμε παράδεισο. Απλά και εύστοχα θα το γράψει ο Ντοστογιέφσκι: «Η ουσία είναι να αγαπάς τον πλησίον σου σαν τον εαυτό σου, να ποια είναι η ουσία, αυτό είναι και δεν χρειάζεται τίποτα άλλο: αμέσως θα μάθεις πως χτίζεται ο παράδεισος. Κι όμως αυτό δεν είναι παρά μια πολύ παλιά αλήθεια, που την έχουμε αναμασήσει δισεκατομμύρια φορές, μα που δεν έπαψε να παραμένει αποτελεσματική».
Και τώρα που φτάσαμε ως εδώ μήπως οι υπεύθυνοι έχουν κατανοήσει το βαθύτερο αίτιο του προβλήματος; Κι αν όχι τι χρειάζεται ο κόσμος μας για να γίνει καλύτερος; Το αποκαλύπτει συγκλονιστικά στην Αστροφεγγιά του ο Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος, όταν περιγράφει τη σκηνή κατά την οποία οι άρρωστοι της «Σωτηρίας» κατέβηκαν στην πολιτεία να φωνάξουν το δίκιο τους, να ζητιανέψουν λίγη τροφή, λίγη άνεση: «…Συλλογίστηκες ποτέ, του είπε η Έρση, το πάθος του τόπου; Πόσοι χτικιασμένοι είναι αυτοί; Πεντακόσιοι, οχτακόσιοι, χίλιοι; Κι αν έκαναν διαδήλωση και περνούσαν μπροστά μας όλοι οι χτικιασμένοι, οι ογδόντα, οι εκατό, οι εκατόν τόσες χιλιάδες; Κι αν περνούσαν μπροστά μας, σε μια παρέλαση θλιβερή, όλοι όσοι παιδεύονται με τις θέρμες και ετοιμάζονται για τη φθίση; Κι όσοι τρελαίνονται από σύφιλη; Και οι αγράμματοι; Κι η προσφυγιά; Κι εκείνοι που ψευτοζούνε με ένα κομμάτι ψωμί; Πόσες μέρες θα ‘πρεπε να σταθούμε σε τούτο το πεζοδρόμιο και ναν τους βλέπουμε να περνούνε; – Τι πρέπει να γίνει; είπε ο Άγγελος. – Αυτό δεν το ξέρω. Φοβούμαι τους διορθωτήδες, αυτούς που γυρίζουν με λογής-λογής «πανοράματα» στα χέρια τους και ξεσκεπάζουν το φακό και σου δείχνουν ένα σωρό πράματα και θάματα. Ίσως να μην χρειάζεται παρά να γίνουμε καλύτεροι από μέσα μας, να πλάσουμε μια καινούργια καλοσυνάτη ψυχή, ένα ξάστερο μυαλό και τίποτες άλλο. Λίγη ανθρωπιά μας χρειάζεται, αδερφέ μου, μια καθάρια συνείδηση ευθύνης».
Θεοδόσιος Κυριακίδης, Διδ. Νεότερης Ιστορίας