Στὴν βιβλικὴ ἀφήγηση περὶ τῆς πτώσεως τῶν πρωτοπλάστων καταφαίνεται ὅτι τρεῖς ἦταν αὐτοὶ ποὺ ὁδήγησαν τὴν ἀνθρωπότητα στὴν ὑποδούλωση στὴν ἁμαρτία καὶ τὴν φθορὰ καὶ τὴν κατέστησαν ἔκθετη στὶς δαιμονικὲς ἐπιδράσεις: Ὁ διάβολος, ὁ συνάνθρωπος καὶ ἡ κακὴ προαίρεση τῶν πρωτοπλάστων. Ὁ διάβολος ἦταν αὐτὸς ποὺ πρῶτος ἐνέσπειρε στοὺς πρωτοπλάστους τὴν ἰδέα τῆς αὐτοθεώσεως. Ἡ Εὔα μὲ τὴν προσφορὰ τοῦ ἀπαγορευμένου καρποῦ συμπαρέσυρε τὸν Ἀδὰμ στὴν πτώση. Τέλος, καὶ οἱ δύο πρωτόπλαστοι ἁμάρτησαν οἰκείᾳ βουλήσει, κάνοντας κακὴ χρήση τοῦ αὐτεξουσίου τους.
Αὐτοὶ οἱ τρεῖς, δηλαδὴ ὁ διάβολος, ὁ κόσμος καὶ ἡ κακὴ προαίρεση, ἀποτελοῦν τὶς βασικὲς αἰτίες ποὺ ὁδηγοῦν ἀνθρώπους σὲ ὅλες τὶς ἐποχὲς καὶ τοὺς τόπους στὸ νὰ ἁμαρτάνουν καί, ὡς ἀποτέλεσμα, νὰ ἐγκαταλείπονται ἀπὸ τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ γίνονται ὑποχείριοι, λιγότερο ἢ περισσότερο, τῶν δαιμονικῶν ἐπιδράσεων.
Ὁ βαθμὸς στὸν ὁποῖο εἶναι δυνατὸν κάποιος νὰ ἐγκαταλειφτεῖ ἀπὸ τὴν Θεία Χάρη καὶ νὰ δεχτεῖ ἐπιδράσεις ἀπὸ τὸν πονηρὸ διαφέρει ἀπὸ ἄνθρωπο σὲ ἄνθρωπο. Γενικὰ μπορεῖ νὰ εἰπωθεῖ ὅτι ὅσο πιὸ πολὺ κάποιος ἀπομακρύνεται ἀπὸ τὸν Θεὸ διὰ τῆς ἀπιστίας καὶ τῆς ἁμαρτίας, τόσο περισσότερο γίνεται ὑποχείριος στὶς δαιμονικὲς ἐπήρειες.
Ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος Μπριαντσιανίνωφ ἀναφέρει ὅτι οἱ ἐπιδράσεις τῶν δαιμόνων στοὺς ἀνθρώπους λαμβάνουν κατ΄ οὐσίαν δύο μορφές: Τὴν σωματικὴ καὶ τὴν ἠθική. Ὁ σατανᾶς ἐνοικεῖ σωματικὰ μέσα σ’ ἕναν ἄνθρωπο, ὅταν ὡς ὕπαρξη θέτει ὑπὸ τὴν κατοχή του τὸ σῶμα τοῦ ἀνθρώπου καὶ βασανίζει τὸ σῶμα του καὶ τὴν ψυχή του. Μὲ αὐτὸ τὸν τρόπο εἶναι δυνατὸ νὰ ζεῖ μέσα στὸν ἄνθρωπο ἕνας δαίμονας, ὅπως εἶναι δυνατὸν ἐπίσης νὰ ζοῦν μέσα στὸν ἴδιο ἄνθρωπο πολλοὶ δαίμονες. Τότε ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς καλεῖται δαιμονόπληκτος ἢ δαιμονισμένος. Ἀπὸ τὸ Εὐαγγέλιο μαθαίνουμε πὼς ὁ Κύριός μας θεράπευσε ἀνθρώπους ποὺ ἦταν δαιμονόπληκτοι. Τὸ ἴδιο ἔκαναν καὶ οἱ μαθητές Του· ἔδιωχναν τοὺς δαίμονες ἔξω ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους μὲ τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου. Οἱ περιπτώσεις σωματικῆς ἐνοικήσεως τοῦ σατανᾶ σὲ ἀνθρώπους φυσικὰ εἶναι λίγες. Ἡ πλειοψηφία τῶν ἀνθρώπων κατατρύχεται ἀπὸ τὴν «ἠθικὴ ἐνοίκηση» τοῦ σατανᾶ. Ὁ σατανᾶς ἐνοικεῖ ἠθικὰ σὲ ἕναν ἄνθρωπο, ὅταν ὁ ἄνθρωπος πράττει τὸ θέλημα τοῦ διαβόλου. Μὲ αὐτὸ τὸν τρόπο ἦταν ποὺ «ὁ σατανᾶς εἰσῆλθεν» στὸν Ἰούδα τὸν Ἰσκαριώτη· ἔθεσε, δηλαδή, κάτω ἀπὸ τὸν ἔλεγχό του τὴ λογικὴ καὶ τὴ βούλησή του κι ἔγινε ἕνα μὲ αὐτὸν πνευματικά. Ὅσοι δὲν πιστεύουν στὸν Χριστὸ ἦταν καὶ εἶναι σὲ αὐτὴ τὴν κατάσταση, ὅπως λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος στοὺς χριστιανοὺς ποὺ εἶχαν προσέλθει στὸν χριστιανισμὸ ἀπὸ τὴν εἰδωλολατρία: «Καὶ ὑμᾶς ὄντας νεκροὺς τοῖς παραπτώμασι καὶ ταῖς ἁμαρτίαις, ἐν αἷς ποτε περιεπατήσατε κατὰ τὸν αἰῶνα τοῦ κόσμου τούτου, κατὰ τὸν ἄρχοντα τῆς ἐξουσίας τοῦ ἀέρος, τοῦ πνεύματος τοῦ νῦν ἐνεργοῦντος ἐν τοῖς υἱοῖς τῆς ἀπειθείας…». Λίγο – πολὺ σὲ αὐτὴ τὴν κατάσταση βρίσκονται, ἀνάλογα μὲ τὸ βαθμὸ τῆς ἁμαρτωλότητάς τους, ὅσοι βαπτίσθηκαν «εἰς Χριστὸν» ἀλλ’ ἀποξενώθηκαν ἀπ’ αὐτὸν μὲ τὴν ἁμαρτία. Ἔτσι ἀντιλαμβάνονται οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ ποὺ ἀναφέρονται στὴν ἐπιστροφὴ τοῦ διαβόλου, μὲ συντροφιὰ ἑφτὰ ἄλλα πονηρὰ πνεύματα, στὸ ναὸ τῆς ψυχῆς, ἀπὸ ὅπου διώχθηκε ἀπὸ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο.
Ἡ διαφορὰ τῶν βαπτισμένων ἀπὸ τοὺς ἀβαπτίστους, ὅπως πολὺ εὔστοχα σημειώνει ὁ ἅγιος Διάδοχος Φωτικῆς, εἶναι ὅτι πρὸ τοῦ βαπτίσματος ἡ μὲν Θεία Χάρη βρίσκεται ἔξω ἀπὸ τὴν ψυχὴ καὶ ἀπὸ ἐκεῖ τῆς προτρέπει τὰ καλά, ὁ δὲ σατανᾶς ἐμφωλεύει στὰ βάθη τῆς ψυχῆς καὶ ἀπὸ ἐκεῖ προσπαθεῖ νὰ φράξει ὅλες τὶς ἀγαθὲς διεξόδους τοῦ νοῦ. Ἀπὸ τὴν ὥρα ὅμως, κατὰ τὴν ὁποία, μὲ τὸ ἅγιο Βάπτισμα, ὁ πιστὸς ἀναγεννιέται, ὁ δαίμονας ἐγκαθίσταται πλέον ἀπ’ ἔξω, ἐνῶ ἡ Θεία Χάρη εἰσέρχεται καὶ κατασκηνώνει στὰ βάθη τῆς ψυχῆς, δηλαδὴ στὸ νοῦ. Γι’ αὐτό, ὅσο καὶ ἂν ἁμαρτήσει ὁ πιστὸς μετὰ τὸ βάπτισμα, ὁ διάβολος ἐπιδρᾶ καὶ ἐξουσιάζει τὴν καρδιά του ἀπὸ ἔξω· στὰ βάθη της ὅμως παραμένει πάντοτε ἡ Θεία Χάρη, ἔστω καὶ ἂν κατακαλύπτεται ἀπὸ τὰ νέφη τῶν παθῶν καὶ τῶν δαιμονικῶν ἐπιδράσεων.
Στὴ συνέχεια θὰ ἀναλυθοῦν οἱ βασικοὶ τρόποι μὲ τοὺς ὁποίους ὁ διάβολος, ὁ κόσμος καὶ ἡ κακὴ προαίρεση ὁδηγοῦν τοὺς ἀνθρώπους στὴν ἁμαρτία καὶ τὴν ἠθικὴ ἢ καὶ σωματικὴ δαιμονικὴ ἐπίδραση. Καταρχήν, ὁ διάβολος ὁ ὁποῖος εἶναι «ἀνθρωποκτόνος» καὶ «ὡς λέων ὠρυόμενος περιπατεῖ ζητῶν τινα καταπιεῖν», χρησιμοποιεῖ πολλὲς μεθοδεῖες, προκειμένου νὰ ὁδηγήσει τὸν ἄνθρωπο στὴν ἀπώλεια. Οἱ Πατέρες, οἱ ὁποῖοι γνωρίζουν καλὰ τὰ νοήματά του, διδάσκουν ὅτι συνεχῶς ἐνσπείρει στοὺς ἀνθρώπους λογισμούς, ἄλλοτε ἀριστεροὺς καὶ ἄλλοτε δεξιούς. Ἄλλοτε δηλαδὴ εὐθέως τοὺς προτείνει τὴν ἁμαρτία, ἐνῶ ἄλλοτε τοὺς συμβουλεύει νὰ προβοῦν σὲ ἐνέργειες ποὺ ἐπιφανειακὰ φαίνονται καλές, κατ’ οὐσίαν ὅμως εἶναι ἁμαρτωλές. Μάλιστα, κατὰ τὸ ψαλμικό, «πεσεῖται ἐκ τοῦ κλίτους σου χιλιὰς καὶ μυριὰς ἐκ δεξιῶν σου», οἱ δεξιοὶ λογισμοὶ εἶναι πολὺ περισσότεροι ἀπὸ τοὺς ἀριστερούς, διότι ἔχουν μέσα τους τὸ στοιχεῖο τῆς ἀπάτης καὶ τοῦ ψεύδους καὶ μποροῦν πιὸ εὔκολα νὰ δελεάσουν. Ὅταν ὁ διάβολος βλέπει ὅτι δὲν καταφέρνει νὰ πείσει τὸν ἄνθρωπο νὰ ἁμαρτήσει, ἀπὸ τὴν μιὰ χρησιμοποιεῖ θλίψεις καὶ πικρὲς περιστάσεις γιὰ νὰ τὸν ὁδηγήσει στὴν λύπη, τὴν ταραχή, τὴν ἀπόγνωση καὶ τὴν βλασφημία καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη βάζει ἄλλους ἀνθρώπους ποὺ εἴτε θὰ τὸν θλίβουν εἴτε θὰ ἀγωνίζονται νὰ τὸν παρασύρουν στὴν ἁμαρτία. Στὴν Παλαιὰ Διαθήκη χαρακτηριστικὴ εἶναι ἡ περίπτωση τοῦ Ἰώβ, ἐνῶ στὴν Καινὴ Διαθήκη μὲ παρόμοιο τρόπο ὁ διάβολος πολέμησε τὸν Χριστό: Ἀρχικὰ στὴν ἔρημο ἐπεχείρησε εὐθέως μὲ δεξιοὺς καὶ ἀριστεροὺς λογισμοὺς νὰ τὸν ρίξει στὴν ἁμαρτία, ἐνῶ κατόπιν τὸν πολέμησε κυρίως διὰ μέσου τῶν γραμματέων καὶ τῶν φαρισαίων, καθὼς ἐπίσης διὰ τοῦ ὀδυνηροῦ σταυρικοῦ θανάτου.
Ὁ διάβολος λοιπὸν συχνὰ χρησιμοποιεῖ ἄλλους ἀνθρώπους γιὰ νὰ ρίξει κάποιον στὴν ἁμαρτία. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος ὁμολογεῖ ὅτι «φθείρουσιν ἤθη χρηστὰ ὁμιλίαι κακαί». Μπορεῖ κάποιος νὰ ἀπομακρυνθεῖ ἀπὸ τὸν Χριστὸ καὶ τὴν Θεία Χάρη ἐξ αἰτίας τῆς συναναστροφῆς μὲ πονηρὸ ἄνθρωπο. Ἐπίσης, συχνὰ οἱ ἄνθρωποι ποὺ δὲν πιστεύουν στὸν Χριστὸ ἐγείρουν ποικίλους διωγμοὺς κατὰ τῶν πιστῶν: τοὺς ὀνειδίζουν, τοὺς θεατρίζουν, τοὺς λοιδοροῦν, τοὺς δυσφημοῦν, τοὺς θέτουν στὸ περιθώριο τῆς κοινωνικῆς ζωῆς, τοὺς καταδιώκουν καὶ τοὺς θανατώνουν. Γι’ αὐτὸ καὶ ὅπως προεῖπε ὁ Χριστὸς στὴν παραβολὴ τοῦ σπορέως, ἀρκετοὶ πιστοὶ ποὺ δὲν ἔχουν πνευματικὸ βάθος, κλονίζονται καὶ δὲν τελεσφοροῦν. Ἐπίσης, πολλοὶ σὰν προβατόσχημοι λύκοι, μὲ τὶς αἱρέσεις καὶ τὶς πλανεμένες διδασκαλίες τους γίνονται αἰτία νὰ σκανδαλίζονται καὶ νὰ ἐκτρέπονται ἀπὸ τὴν ὑγιειὰ διδασκαλία ἀρκετοὶ χριστιανοί. Ἀλλὰ καὶ τὸ κακὸ παράδειγμα, τὸ πλῆθος τῶν ἁμαρτωλῶν καὶ τῶν ἀπίστων ἀποτελοῦν σκάνδαλο γιὰ τοὺς πιστοὺς καὶ ἀφορμὴ ἀπομακρύνσεως ἀπὸ τὸν Χριστό. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Χριστὸς μᾶς ἀσφαλίζει συμβουλεύοντάς μας νὰ μὴν φοβόμαστε τὸ μικρὸ ποίμνιο, ἐνῶ ὁ Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης δηλώνει ἐπιγραμματικά: «Οἴδαμεν ὅτι ἐκ τοῦ Θεοῦ ἐσμεν καὶ ὁ κόσμος ὅλος ἐν τῷ πονηρῷ κεῖται». Ὅταν λοιπὸν κάποιος πιστὸς γιὰ κάποιον ἀπὸ τοὺς παραπάνω λόγους ἐγκαταλείπει τὴν εὐθεία ὁδὸ καὶ συντάσσεται μὲ τὸ φρόνημα τῶν ἀνθρώπων τοῦ κόσμου τούτου, καθίσταται «ἐχθρὸς τοῦ Χριστοῦ» καὶ εὐάλωτος στὶς δαιμονικὲς ἐπιδράσεις.
Ἐδῶ θὰ πρέπει νὰ ἀναφερθοῦν καὶ πιὸ συγκεκριμένες περιπτώσεις κατὰ τὶς ὁποῖες ὁ πιστὸς διὰ τῶν ἄλλων ἀνθρώπων εἶναι δυνατὸν νὰ δεχτεῖ δαιμονικὲς ἐπιδράσεις εἴτε ἠθικῶς εἴτε σωματικῶς. Γράφει ὁ ἅγιος Μάρκος ὁ ἀσκητὴς ὅτι ὑπάρχει μυστικὴ κοινωνία καὶ σύνδεση μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων. Ἐξ αἰτίας αὐτοῦ τοῦ συνδέσμου, οἱ πειρασμοί, οἱ θλίψεις, τὰ πάθη καὶ οἱ ἀδυναμίες κάποιου μπορεῖ νὰ μεταβιβασθοῦν σὲ κάποιον ἄλλον διὰ μέσου τῆς ἁμαρτίας. Ἔτσι, ὅποιος πλεονεκτεῖ εἰς βάρος κάποιου ἄλλου, ἀναδέχεται τοὺς πειρασμούς του, ὅποιος συκοφαντεῖ, τοῦ ἔρχονται πάνω του οἱ πειρασμοὶ τοῦ συκοφαντουμένου, καὶ γενικὰ σὲ κάθε ἕναν ποὺ ἀδικεῖ ἐπιστρέφουν σὲ αὐτὸν οἱ πειρασμοὶ αὐτοῦ ποὺ ἀδικήθηκε. Γι’ αὐτὸ καὶ λέγει ἡ Γραφή: «Δίκαιος ἐκ θήρας ἐκδύνει, ἀντ’ αὐτοῦ δὲ παραδίδοται ἀσεβὴς» ἢ ἐπίσης: «Ὁ ὀρύσσων βόθρον, ἐμπεσεῖται εἰς αὐτόν, καὶ ὁ κυλίων λίθον, ἐφ’ ἑαυτὸν κυλίει», καὶ ἀκόμη: «Εἰς κόλπον ἐπέρχεται πάντα τοῖς ἀδίκοις, παρὰ δὲ Κυρίου πάντα δίκαια».
Ἐπίσης, ἡ βασκανία ἀποτελεῖ χαρακτηριστικὴ περίπτωση δαιμονικῆς ἐπιδράσεως. Κατ’ αὐτὴν κάποιος μπορεῖ νὰ γίνει λόγῳ φθόνου, ἔστω καὶ ἄθελά του, φορέας δαιμονικῆς ἐνεργείας πρὸς αὐτὸν ποὺ φθονεῖ. Ἄλλοτε πάλι προξενεῖ κάποιος κακὸ στὸν ἄλλο καὶ τὸν καθιστᾶ ὑποχείριο τῶν δαιμονικῶν ἐπιδράσεων, ὅταν τὸν καταριέται ἢ ὅταν τὸν στέλνει στὸν διάβολο. Ὁ γέροντας Παΐσιος κάνει λόγο γιὰ ἕνα βρέφος πού, ἐπειδὴ ὁ πατέρας του συνέχεια τὸ ἔστελνε στὸν «ἔξω ἀπ’ ἐδῶ», ἄρχισε μυστηριωδῶς νὰ ἐξαφανίζεται ἀπὸ τὴν κούνια λόγῳ δαιμονικῆς ἐπιδράσεως. Εἰδικότερα, στὴν περίπτωση τῶν παιδιῶν εἶναι γνωστὸ ὅτι πολὺ συχνὰ κληρονομικῶς φέρουν μέσα τους πάθη καὶ ἐλαττώματα τῶν γονέων τους. Ὑπάρχουν μάλιστα καὶ περιπτώσεις, σπάνιες βέβαια, κατὰ τὶς ὁποῖες παιδιὰ γεννιοῦνται δαιμονισμένα λόγῳ τῶν γονιῶν τους. Στὸν βίο τοῦ ἁγίου Ἀρσενίου τοῦ Καππαδόκου ἀναφέρεται ὅτι ὅταν ὁ ἅγιος «ἔβλεπε κανένα παιδάκι δαιμονισμένο ἢ παράλυτο καὶ καταλάβαινε ὅτι οἱ γονεῖς ἦταν αἰτία, τότε ἔδινε κανόνα στοὺς γονεῖς γιὰ νὰ προσέχουν, ἀφοῦ θεράπευε πρῶτα τὸ παιδί τους».
Ἄλλη πολὺ χαρακτηριστικὴ περίπτωση στὴν ὁποία κάποιος μπορεῖ νὰ ἐκθέσει κάποιον ἄλλο στὶς δαιμονικὲς ἐπιδράσεις εἶναι ὅταν καταφεύγει στὴν μαγεία. Μιὰ τέτοια πράξη ἀποτελεῖ πολὺ βαριὰ ἁμαρτία καὶ ἰσοδυναμεῖ μὲ ἄρνηση τῆς πίστεως. Εἴτε κάποιος καταφεύγει στὴν λευκὴ μαγεία νομίζοντας ὅτι θὰ ὠφελήσει τὸν πλησίον του, εἴτε στὴν μαύρη μαγεία γιὰ νὰ τοῦ προξενήσει ἐσκεμμένα κακό, καὶ στὶς δύο περιπτώσεις τοῦ ἐπιτίθεται πνευματικὰ μὲ τὴν ἐνέργεια τῶν πονηρῶν πνευμάτων.
Τέλος, ἀξίζει ἐδῶ νὰ ἀναφερθεῖ καὶ ἡ ἑξῆς περίπτωση ποὺ συναντᾶται σὲ ἕνα βιβλίο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, τὸν Τωβίτ. Ὡς γνωστόν, ἡ Σάρρα, ἡ θυγατέρα τοῦ Ραγουήλ, ἐπηρεαζόταν ἀπὸ τὸν δαίμονα Ἀσμοδαῖο, ὁ ὁποῖος κάθε φορὰ ποὺ αὐτὴ παντρευόταν, τὴν πρώτη νύχτα τοῦ γάμου της θανάτωνε τὸν νυμφίο της. Αὐτὴν τὴν δαιμονικὴ ἐπίδραση ἡ Βουλγάτα δὲν τὴν ἀποδίδει σὲ κάποια ἁμαρτία τῆς Σάρρας, ἀλλὰ στὴν ἀκράτεια τῶν συζύγων της.
Ὡστόσο, ὅσο μεγάλη καὶ ἂν εἶναι ἡ κακία τοῦ σατανᾶ καὶ τῶν ἀνθρώπων τοῦ κόσμου τούτου, δὲν μποροῦν νὰ βλάψουν τὸν πιστὸ στὸ παραμικρό, ἂν αὐτὸς δὲν ἀπομακρυνθεῖ ἀπὸ τὴν ὁδὸ τοῦ Κυρίου. Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος ἀναπτύσσει διεξοδικὰ αὐτὴ τὴ μεγάλη ἀλήθεια στὴν ὁμιλία του ποὺ φέρει τὸν τίτλο: «Ὅτι τὸν ἑαυτὸν μὴ ἀδικοῦντα οὐδεὶς παραβλάψαι δύναται». Τὸν πιστὸ ποὺ φοβεῖται τὸν Θεὸ καὶ τηρεῖ μὲ συνέπεια τὶς ἐντολές Του δὲν τὸν πιάνουν οὔτε οἱ κατάρες, οὔτε τὰ μάγια, οὔτε ἡ βασκανία τῶν ἄλλων. Ἂν ὁ πιστὸς δὲν ἐγκαταλείψει τὸν Θεὸ καὶ δὲν περιφρονήσει τὶς ἐντολές Του πράττοντας τὴν ἁμαρτία, ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ δὲν τὸν ἐγκαταλείπει ποτὲ καὶ ὁ πονηρὸς δὲν μπορεῖ νὰ ἀποκτήσει καμιὰ ἐξουσία πάνω του.
Ἑπομένως, ἡ πρώτη καὶ κύρια αἰτία γιὰ τὴν πτώση σὲ ἁμαρτίες, γιὰ τὴν ἀποξένωση ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ τὴν ὑποταγὴ στὸν πονηρὸ εἶναι ἡ κακὴ προαίρεση. Ὁ ἄνθρωπος ἔχει πλασθεῖ ἐλεύθερος ἀπὸ τὸν Θεὸ στὸ νὰ ἀκολουθεῖ τὸ Θεῖο θέλημα ἢ ἀντίθετα νὰ τὸ περιφρονεῖ. Τὴν ἐλευθερία του κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ τὴν παραβιάσει. Γι’ αὐτὸ καὶ ὅταν ἁμαρτάνει, δὲν ὑφίσταται ἀπὸ κανένα βία, ἀλλὰ μόνος του ὑποτάσσεται στὴν ἐξουσία τοῦ διαβόλου.
Ὅσο περισσότερο παραμένει κάποιος στὴν ἀμετανοησία του καὶ καλλιεργεῖ τὰ πάθη του, τόσο λιγότερο περιθώριο ἀφήνει στὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ νὰ ἐνεργήσει. Τότε ἀποκτᾶ δικαιώματα ὁ σατανᾶς καὶ βρίσκει χῶρο στὸν ἄνθρωπο γιὰ νὰ ἐνεργήσει. Ὁ ἀκόλαστος, ὁ φιλάργυρος, ὁ θυμώδης, ὁ αἱρετικός, ὁ ὑπερήφανος καὶ γενικὰ κάθε ἐμπαθὴς ἄνθρωπος πειράζονται ἀπὸ τὸν πονηρό. «Τὰ πάθη ἀποτελοῦν ἰδιότητες τοῦ διαβόλου. Ἀνάλογα μὲ τὸν βαθμὸ ποὺ τὰ ἔχει ὁ ἄνθρωπος, δέχεται μιὰ ἐξωτερικὴ ἐπίδραση». Ἂν παραχωρήσει ὁ Θεός, σὲ ἕναν τέτοιον ἄνθρωπο, ἰδίως ὅταν βαρύνεται ἀπὸ θανάσιμες ἁμαρτίες ἢ ὅταν διακατέχεται ἀπὸ πνεῦμα ὑπερηφανείας, ἀναιδείας καὶ ἀνυπακοῆς, ἡ ἐπίδραση τοῦ διαβόλου μπορεῖ νὰ λάβει πιὸ αἰσθητὸ χαρακτῆρα καὶ νὰ καταλήξει σὲ πλήρη σωματικὴ ἐνοίκηση τοῦ δαίμονος μέσα του.
Ἀφοῦ λοιπὸν κύρια αἰτία τῆς ἐγκαταλείψεως τῆς Θείας Χάριτος καὶ τῆς ἐκθέσεως στὶς δαιμονικὲς ἐπιδράσεις εἶναι ἡ κακὴ προαίρεση τοῦ ἀνθρώπου καὶ ἡ στροφή του πρὸς τὴν ἁμαρτία, ἡ θεραπεία βρίσκεται στὴν προσωπική του μετάνοια καὶ ἐπιστροφὴ στὸ Θεῖο θέλημα. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος συναισθανθεῖ τὴν ἁμαρτωλότητά του, μετανοήσει, καὶ ἀρχίζει νὰ ἐξομολογεῖται τὶς ἁμαρτίες του καὶ νὰ ἀγωνίζεται φιλότιμα ἐναντίον τῶν παθῶν του, κοινωνώντας τὰ Ἄχραντα Μυστήρια, νηστεύοντας, προσευχόμενος καὶ γενικὰ τηρώντας ὅλες τὶς ἐντολὲς τοῦ Εὐαγγελίου, τότε συμφιλιώνεται μὲ τὸν Θεό, εἰρηνεύει μὲ τὸν πλησίον καὶ ἀπομακρύνει ἀπὸ τὸν ἑαυτό του κάθε δαιμονικὴ ἐπίδραση. Τὰ πάθη ἐξασθενοῦν καὶ ἡ Θεία Χάρη πλημμυρίζει τὴν ὕπαρξή του.
Εἰδικότερα, στὴν περίπτωση τῆς σωματικῆς ἐνοικήσεως τοῦ σατανᾶ σὲ ἕναν πιστό, τὸ πρῶτο ποὺ ἀπαιτεῖται εἶναι καὶ πάλι ἡ μετάνοιά του καὶ ἡ ἐξομολόγηση, καὶ κυρίως γιὰ ἐκεῖνες τὶς ἁμαρτίες ποὺ ἔγιναν αἰτία νὰ δαιμονισθεῖ ὁ ἄνθρωπος. Μὲ αὐτὸ τὸν τρόπο κόβονται τὰ δικαιώματα τοῦ σατανᾶ καὶ ἀπαλλάσσεται ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τὴν ἐξουσία του.
Ἐπίσης, ἡ Ἁγία Γραφὴ καὶ οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας διδάσκουν ὅτι μεγάλη δύναμη κατὰ τοῦ διαβόλου ἔχει τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ὁ ἀναστημένος Χριστὸς προφήτευσε ὅτι ἕνα ἀπὸ τὰ θαυμαστὰ ποὺ θὰ συμβαίνουν σὲ ὅσους πιστεύουν σὲ Αὐτὸν εἶναι ὅτι θὰ βγάζουν δαιμόνια μὲ τὴν ἐπίκληση τοῦ ὀνόματός Του. Ἐπίσης, οἱ ἑβδομήκοντα μαθητές του ἐπιστρέφοντας ἀπὸ τὴν ἀποστολή τους ὁμολογοῦσαν μὲ χαρὰ ὅτι στὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ καὶ τὰ δαιμόνια ὑποτάσσονται. Ὁ γέροντας Παΐσιος ἀναφέρει στὸ βιβλίο του «Ἁγιορεῖται Πατέρες καὶ Ἁγιορείτικα» γιὰ ἕναν Ἁγιοπαυλίτη μοναχό, ὁ ὁποῖος στὴν Κεφαλλονιὰ θεράπευσε ἕναν δαιμονισμένο λέγοντας συνεχῶς τὴν εὐχὴ τοῦ Ἰησοῦ.
Τὸ πιὸ δραστικὸ ὅπλο κατὰ τοῦ διαβόλου εἶναι ἡ Θεία Κοινωνία. Ὁ γέρων Χατζη- Γεώργης δίδασκε ὅτι ἡ Θεία Κοινωνία εἶναι γιὰ τὰ δαιμόνια πιὸ φοβερὴ ἀπὸ τὴν γέεννα τοῦ πυρός. Ἐπίσης, ὁ Εὐσέβιος Καισαρείας γράφει ὅτι διὰ τοῦ Τιμίου Αἵματος τοῦ Κυρίου «τοὺς ψυχῆς οἴκους τὰ σώματα κατασημαινόμενοι, πᾶν γένος δαιμόνων ἐπιβούλων ἐξ ἑαυτῶν ἀπελαύνομεν». Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ ἀββᾶς Κασσιανὸς σημειώνει ὅτι ἡ προσφορὰ τῶν Τιμίων Δώρων ὄχι μόνον δὲν ἐμποδίζεται ἀπὸ τοὺς δαιμονιζομένους, ἀλλ’ ἀπ’ ἐναντίας ἐὰν εἶναι δυνατὸν νὰ χορηγεῖται σὲ αὐτοὺς καθημερινῶς. Διότι, ὅταν ὁ ἐπηρεαζόμενος μεταλαμβάνει τῶν Τιμίων Δώρων, τὸ πονηρὸ πνεῦμα φεύγει σὰν νὰ καίγεται ἀπὸ φωτιά. Καὶ συμπληρώνει ὁ ἀββᾶς Κασσιανὸς ὅτι διὰ τῆς Θείας Μεταλήψεως ἐκεῖνες τὶς ἡμέρες θεραπεύθηκε κάποιος ἀββᾶς Ἀνδρόνικος καὶ πολλοὶ ἄλλοι. Ὁμοίως στὸν βίο τοῦ ἁγίου Σεραφεὶμ τοῦ Σάρωφ ἀναφέρεται ὅτι ὁ Μοτοβίλωφ ἀπαλλάχθηκε τελείως ἀπὸ τὸ δαιμόνιο ποὺ τὸν τυραννοῦσε, ὅταν κοινώνησε τὰ Ἄχραντα Μυστήρια κάποια Κυριακὴ τοῦ Πάσχα.
Μαζὶ μὲ αὐτά, ἡ Ἐκκλησία διαθέτει καὶ τὶς εὐχὲς τῶν ἐξορκισμῶν, οἱ ὁποῖες διαβάζονται ἀπὸ τοὺς ἱερεῖς. Ἐδῶ ὅμως χρειάζεται πολλὴ προσοχὴ καὶ διάκριση. Δὲν εἶναι σωστὸ νὰ θεατρίζονται οἱ δαιμονισμένοι. Ὁ ἱερέας ὀφείλει πολὺ διακριτικὰ καὶ μὲ πολλὴ ταπείνωση νὰ διαβάζει ἐξορκισμοὺς σὲ κάποιον χειμαζόμενο, καὶ ὄχι δυνατὰ καὶ ἐνώπιον πολλῶν. Ἀναφέρεται γιὰ τὸν ἅγιο Ἀρσένιο τὸν Καππαδόκη ὅτι ὅταν κατὰ τὸν ξεριζωμὸ ἀπὸ τὴν Μικρὰ Ἀσία περνοῦσε ἀπὸ κάποιο χωριό, τοῦ φέρανε μιὰ δαιμονισμένη, γιὰ νὰ τῆς διαβάσει εὐχή. Ἐπειδὴ ὅμως μαζεύτηκε κόσμος, τοὺς ἔδιωξε ὅλους καὶ εἶπε στὸν πατέρα της νὰ τὴν φέρει τὴν ἄλλη ἡμέρα. Πράγματι, τὴν πῆγε, καὶ ἀφοῦ ὁ ἅγιος τῆς διάβασε τὸ Εὐαγγέλιο, τὸ δαιμόνιο ἔφυγε ἀμέσως καὶ ἔγινε καλά.
Ἐπίσης, δὲν θὰ πρέπει νὰ παραλειφθεῖ ἡ παρατήρηση τοῦ Χριστοῦ ὅτι τὸ γένος τῶν δαιμόνων δὲν ἐξέρχεται, παρὰ μόνο μὲ προσευχὴ καὶ νηστεία. Ἐκτὸς αὐτοῦ, ὁ ἀπόστολος Ἰάκωβος ἀνάφερει ὅτι «πολὺ ἰσχύει δέησις δικαίου ἐνεργουμένη». Ἀπὸ τὴν ἁγία Γραφὴ καὶ ἀπὸ τοὺς βίους καὶ τὶς διδασκαλίες τῶν ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας διαπιστώνεται ὅτι πολὺ συχνὰ οἱ ἅγιοι λαμβάνουν ἀπὸ τὸν Θεὸ τὸ χάρισμα τῆς ἰάσεως τῶν δαιμονισμένων. Χαρακτηριστικὴ περίπτωση εἶναι ὁ ἀββᾶς Παῦλος ὁ Ἁπλός, ὁ ὁποῖος γιὰ τὴν πολλὴ ἁπλότητα καὶ ταπείνωσή του ἀπέκτησε μεγάλη δύναμη κατὰ τῶν δαιμόνων.
Ὡστόσο, ὅση δύναμη καὶ χάρη καὶ ἂν ἔχει ἕνας ἅγιος, ὅταν ὁ δαιμονισμένος δὲν ἔχει τὸ δαιμόνιο ἐκ γενετῆς ἢ δὲν ἔχει χάσει τὰ λογικά του, θὰ πρέπει νὰ τοῦ κάνει ὑπακοὴ καὶ νὰ ἀναλάβει τὸν ἀγώνα τῆς μετανοίας. Διότι τὸ δαιμόνιο δὲν φεύγει, ἂν δὲν βρεθεῖ ἡ αἰτία, γιὰ νὰ κοποῦν τὰ δικαιώματα. Καὶ ἐδῶ βρίσκεται ἡ μεγάλη δύναμη τῶν ἁγίων· ὄχι στὸ ὅτι μποροῦν νὰ ἐκβάλουν τὰ δαιμόνια, ἀλλὰ στὸ ὅτι διὰ τῆς πολλῆς χάριτος καὶ ἐν Χριστῷ ἀγάπης τους ἀλλοιώνουν τῆς ψυχὲς τῶν ἁμαρτωλῶν καὶ αἰχμαλωτίζουν τὸ νοῦ τους πρὸς ὑπακοὴν τοῦ Χριστοῦ. Γι’ αὐτὸ καὶ τοὺς καθιστοῦν ἀξίους τῆς θεραπείας τους ἀπὸ τὸν πονηρὸ ἢ καὶ ἀπὸ ὁποιαδήποτε ἄλλη ἀσθένεια.
Ὅταν ὅμως ὁ δαιμονισμένος εἶναι ἕνα παιδάκι ποὺ δὲν ἔδωσε δικαιώματα καὶ δὲν ξέρει ἀπὸ ἐξομολόγηση ἢ ἕνας μεγάλος ποὺ ἔχασε τὰ λογικά του, τότε δὲν ἀπαιτεῖται ἀπὸ αὐτὸν μετάνοια γιὰ κάποια συγκεκριμένη του ἁμαρτία. Σὲ μιὰ τέτοια περίπτωση, καὶ μόνοι οἱ ἐξορκισμοὶ ἢ καὶ μόνη της ἡ προσευχὴ ἑνὸς ἁγίου μπορεῖ νὰ ἐπιτελέσει θαύματα. Βλέπουμε στὸ Εὐαγγέλιο ὅτι ὁ Χριστός, ἐνῶ σὲ ἄλλες περιπτώσεις ἀσθενῶν ζητοῦσε τὴν πίστη αὐτῶν ποὺ ἐπρόκειτο νὰ θεραπεύσει, στὴν περίπτωση τῶν δαιμονιζομένων τοὺς θεράπευε χωρὶς νὰ τοὺς ρωτήσει. Αὐτὸ τὸ ἔκανε, ἐπειδὴ λόγῳ τῆς τυραννικῆς ἐξουσίας τοῦ διαβόλου δὲν ἦταν σὲ θέση νὰ χρησιμοποιήσουν τὴν κρίση καὶ τὴν λογική τους.
Μὲ ἀφορμὴ αὐτὴ τὴν παρατήρηση θὰ πρέπει νὰ διευκρινιστεῖ ὅτι συχνὰ οἱ ἄνθρωποι συγχέουν τοὺς δαιμονισμένους μὲ τοὺς σχιζοφρενεῖς. Ἡ σχιζοφρένεια εἶναι ἀσθένεια τοῦ ἐγκεφάλου καὶ τοῦ νευρικοῦ συστήματος, γι’ αὐτὸ καὶ ἀπαιτεῖ ἰατρικὴ καὶ φαρμακευτικὴ ἀγωγή. Ἀντίθετα, ὁ δαιμονισμὸς εἶναι πνευματικὴ κατάσταση. Πρόκειται γιὰ τὴν ἐνοίκηση δαίμονος στὸ σῶμα ἑνὸς ἀνθρώπου, κατὰ παραχώρηση Θεοῦ, ἐξ αἰτίας κυρίως τῶν ἁμαρτιῶν αὐτοῦ τοῦ ἀνθρώπου. Γι’ αὐτὸ καὶ θεραπεύεται μὲ πνευματικὰ μέσα: μὲ τὴν μετανοία, τὴν ἐξομολόγηση, τὴν προσευχὴ καὶ τὴ νηστεία, τὴν Θεία Κοινωνία, τὶς εἰδικὲς εὐχὲς τῶν ἐξορκισμῶν καὶ τὶς προσευχὲς τῶν ἁγίων.
Εἶναι ἀνάγκη νὰ ἔχει κάποιος πολλὴ διάκριση, γιὰ νὰ ξεχωρίσει τὸν σχιζοφρενῆ ἀπὸ τὸν δαιμονισμένο, διότι πολλὲς φορὲς οἱ ἐξωτερικὲς ἐκδηλώσεις τους ὁμοιάζουν. Ὁ γέροντας Παΐσιος ἀναφέρει ὅτι τοὺς διέκρινε παρατηρώντας τὶς ἀντιδράσεις τους, ὅταν, χωρὶς νὰ τὸ γνωρίζουν, τοὺς πρόσφερε ἁγιασμὸ ἢ τοὺς πλησίαζε τὸν τίμιο σταυρὸ ἢ κάποιο ἅγιο λείψανο. Σὲ αὐτὲς τὶς περιπτώσεις οἱ ψυχοπαθεῖς δὲν ἀντιδροῦσαν καθόλου, ἐνῶ οἱ δαιμονισμένοι ταράζονταν, ἀνησυχοῦσαν καὶ ἀντιδροῦσαν.
Ὅταν ὅμως συμβεῖ κάποιος νὰ δαιμονισθεῖ καὶ συγχρόνως νὰ χάσει καὶ τὰ λογικά του, τότε, ὅπως προαναφέρθηκε, δὲν μπορεῖ κάποιος νὰ τοῦ δώσει συμβουλὲς γιὰ μετάνοια καὶ ἐξομολόγηση. Σὲ αὐτὲς τὶς περιπτώσεις ἡ θεραπεία μπορεῖ νὰ συμβεῖ μόνο μὲ Θεία ἐπέμβαση, κατόπιν προσευχῶν τῶν ἱερέων καὶ τῶν λοιπῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας, καθὼς ἐπίσης καὶ διὰ μέσου τῶν προσευχῶν καὶ πρεσβειῶν τῶν ἁγίων.
Τέλος θὰ πρέπει νὰ ὑπογραμμισθεῖ ὅτι οἱ δαιμονισμένοι δὲν εἶναι οἱ ἁμαρτωλότεροι τῶν ἀνθρώπων. Ἀρκετὲς φορὲς μπορεῖ νὰ βρίσκονται καὶ σὲ καλύτερη μοῖρα ἀπὸ ἄλλους ἁμαρτωλούς. Ἐνδεικτικά, ὁ ἀββᾶς Κασσιανὸς γράφει ὅτι δὲν πρέπει νὰ κωλύονται οἱ δαιμονισμένοι ἀπὸ τὰ Θεῖα Μυστήρια, ἀλλὰ αὐτοὶ ποὺ θεληματικῶς παραδίνονται στὰ ἁμαρτήματα καὶ συμπεριφέρονται σὰν δαίμονες μὲ τὶς ἀκάθαρτες πράξεις τους Ἐπίσης, ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος σὲ μιὰ ὁμιλία του, συγκρίνοντας τὸν φιλάργυρο μὲ τὸν δαιμονισμένο, βρίσκει κατὰ πολὺ ἁμαρτωλότερο τὸν φιλάργυρο. Ἂν λοιπὸν ὁ Θεὸς ἐπιτρέπει σὲ μερικοὺς ἁμαρτωλοὺς νὰ δαιμονίζονται, τὸ κάνει γιὰ νὰ συνετισθοῦν οἱ λοιποί· νὰ καταλάβουν ὅτι ὑπάρχει διάβολος καὶ κόλαση, νὰ φοβηθοῦν τὴν ἁμαρτία, νὰ μετανοήσουν καὶ νὰ σωθοῦν. Παράλληλα, οἱ δαιμονισμένοι συντρίβονται, ταπεινώνονται, ξοφλοῦν τὶς ἁμαρτίες τους, μετανοοῦν καὶ σώζονται.
Ὡς κατακλείδα μπορεῖ νὰ εἰπωθεῖ ὅτι μολονότι ὁ Χριστὸς κατήργησε τὴν δύναμη καὶ ἐξουσία τοῦ διαβόλου, δὲν παύει ποτὲ νὰ σέβεται τὴν ἀνθρώπινη ἐλευθερία. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ ὁποιαδήποτε στιγμὴ ἐν τῇ ἐλευθερίᾳ του νὰ ἀρνηθεῖ καὶ νὰ ἀπορρίψει τὴν Θεία Χάρη, καὶ ὡς ἀποτέλεσμα νὰ καταστήσει τὸν ἑαυτό του ἀνίσχυρο ἐνώπιον τῶν δαιμονικῶν ἐνεργειῶν. Αὐτὸ ὅμως ποὺ δόθηκε ἀμετακλήτως στοὺς ἀνθρώπους μὲ τὴν σταύρωση καὶ τὴν ἀνάσταση τοῦ Κυρίου εἶναι ἡ δυνατότητα τῆς μετανοίας καὶ ἐπιστροφῆς. Ὅσο καὶ ἂν ἔχει καταστήσει κάποιος τὸν ἑαυτό του ὑποχείριο τῆς ἁμαρτίας καὶ τοῦ διαβόλου, μπορεῖ, κατ’ ἀναλογίαν τῆς πίστεως καὶ τῆς μετανοίας του, νὰ ἐλευθερωθεῖ διὰ μέσου τῆς Χάριτος τῶν μυστηρίων τῆς Ἐκκλησίας καὶ νὰ καταταχθεῖ μὲ τοὺς υἱοὺς τῆς ἐλευθερίας τοῦ Πνεύματος τῆς Ζωῆς.
Ὁ Ἐδέσσης, Πέλλης καὶ Ἀλμωπίας ΙΩΗΛ