ΟΙ ΔΑΙΜΟΝΙΚΕΣ ΕΠΙΔΡΑΣΕΙΣ ΚΑΙ Η ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΤΟΥΣ

Στὴν βι­βλι­κὴ ἀ­φή­γη­ση πε­ρὶ τῆς πτώ­σε­ως τῶν πρω­το­πλά­στων κα­τα­φαί­νε­ται ὅ­τι τρεῖς ἦ­ταν αὐ­τοὶ ποὺ ὁ­δή­γη­σαν τὴν ἀν­θρω­πό­τη­τα στὴν ὑ­πο­δού­λω­ση στὴν ἁ­μαρ­τί­α καὶ τὴν φθο­ρὰ καὶ τὴν κα­τέ­στη­σαν ἔκ­θε­τη στὶς δαι­μο­νι­κὲς ἐ­πι­δρά­σεις: Ὁ δι­ά­βο­λος, ὁ  συ­νάν­θρω­πος καὶ ἡ κα­κὴ προ­αί­ρε­ση τῶν πρω­το­πλά­στων. Ὁ δι­ά­βο­λος ἦ­ταν αὐ­τὸς ποὺ πρῶ­τος ἐ­νέ­σπει­ρε στοὺς πρω­το­πλά­στους τὴν ἰ­δέ­α τῆς αὐ­το­θε­ώ­σε­ως. Ἡ Εὔ­α μὲ τὴν προ­σφο­ρὰ τοῦ ἀ­πα­γο­ρευ­μέ­νου καρ­ποῦ συμ­πα­ρέ­συ­ρε τὸν Ἀ­δὰμ στὴν πτώ­ση. Τέ­λος, καὶ οἱ δύ­ο πρω­τό­πλα­στοι ἁ­μάρ­τη­σαν οἰ­κεί­ᾳ βου­λή­σει, κά­νον­τας κα­κὴ χρή­ση τοῦ αὐ­τε­ξου­σί­ου τους.

Αὐ­τοὶ οἱ τρεῖς, δη­λα­δὴ ὁ δι­ά­βο­λος, ὁ κό­σμος καὶ ἡ κα­κὴ προ­αί­ρε­ση, ἀ­πο­τε­λοῦν τὶς βα­σι­κὲς αἰ­τί­ες ποὺ ὁ­δη­γοῦν ἀν­θρώ­πους σὲ ὅ­λες τὶς ἐ­πο­χὲς καὶ τοὺς τό­πους στὸ νὰ ἁ­μαρ­τά­νουν καί, ὡς ἀ­πο­τέ­λε­σμα, νὰ ἐγ­κα­τα­λεί­πον­ται ἀ­πὸ τὴν Χά­ρη τοῦ Θε­οῦ καὶ νὰ γί­νον­ται ὑ­πο­χεί­ριοι, λι­γό­τε­ρο ἢ πε­ρισ­σό­τε­ρο, τῶν δαι­μο­νι­κῶν ἐ­πι­δρά­σε­ων.

Ὁ βαθ­μὸς στὸν ὁ­ποῖ­ο εἶ­ναι δυ­να­τὸν κά­ποι­ος νὰ ἐγ­κα­τα­λει­φτεῖ ἀ­πὸ τὴν Θεί­α Χά­ρη καὶ νὰ δε­χτεῖ ἐ­πι­δρά­σεις ἀ­πὸ τὸν πο­νη­ρὸ δι­α­φέ­ρει ἀ­πὸ ἄν­θρω­πο σὲ ἄν­θρω­πο. Γε­νι­κὰ μπο­ρεῖ νὰ εἰ­πω­θεῖ ὅ­τι ὅ­σο πιὸ πο­λὺ κά­ποι­ος ἀ­πο­μα­κρύ­νε­ται ἀ­πὸ τὸν Θε­ὸ διὰ τῆς ἀ­πι­στί­ας καὶ τῆς ἁ­μαρ­τί­ας, τό­σο πε­ρισ­σό­τε­ρο γί­νε­ται ὑ­πο­χεί­ριος στὶς δαι­μο­νι­κὲς ἐ­πή­ρει­ες.

Ὁ ἅ­γιος Ἰ­γνά­τιος Μπρι­αν­τσι­α­νί­νωφ ἀ­να­φέ­ρει ὅ­τι οἱ ἐ­πι­δρά­σεις τῶν δαι­μό­νων στοὺς ἀν­θρώ­πους λαμ­βά­νουν κατ΄ οὐ­σί­αν δύ­ο μορ­φές: Τὴν σω­μα­τι­κὴ καὶ τὴν ἠ­θι­κή. Ὁ σα­τα­νᾶς ἐ­νοι­κεῖ σω­μα­τι­κὰ μέ­σα σ’ ἕ­ναν ἄν­θρω­πο, ὅ­ταν ὡς ὕ­παρ­ξη θέ­τει ὑ­πὸ τὴν κα­το­χή του τὸ σῶ­μα τοῦ ἀν­θρώ­που καὶ βα­σα­νί­ζει τὸ σῶ­μα του καὶ τὴν ψυ­χή του. Μὲ αὐ­τὸ τὸν τρό­πο εἶ­ναι δυ­να­τὸ νὰ ζεῖ μέ­σα στὸν ἄν­θρω­πο ἕ­νας δαί­μο­νας, ὅ­πως εἶ­ναι δυ­να­τὸν ἐ­πί­σης νὰ ζοῦν μέ­σα στὸν ἴ­διο ἄν­θρω­πο πολ­λοὶ δαί­μο­νες. Τό­τε ὁ ἄν­θρω­πος αὐ­τὸς κα­λεῖ­ται δαι­μο­νό­πλη­κτος ἢ δαι­μο­νι­σμέ­νος. Ἀ­πὸ τὸ Εὐ­αγ­γέ­λιο μα­θαί­νου­με πὼς ὁ Κύ­ριός μας θε­ρά­πευ­σε ἀν­θρώ­πους ποὺ ἦ­ταν δαι­μο­νό­πλη­κτοι. Τὸ ἴ­διο ἔ­κα­ναν καὶ οἱ μα­θη­τές Του· ἔ­δι­ω­χναν τοὺς δαί­μο­νες ἔ­ξω ἀ­πὸ τοὺς ἀν­θρώ­πους μὲ τὸ ὄ­νο­μα τοῦ Κυ­ρί­ου. Οἱ πε­ρι­πτώ­σεις σω­μα­τι­κῆς ἐ­νοι­κή­σε­ως τοῦ σα­τα­νᾶ σὲ ἀν­θρώ­πους φυ­σι­κὰ εἶ­ναι λί­γες. Ἡ πλει­ο­ψη­φί­α τῶν ἀν­θρώ­πων κα­τα­τρύ­χε­ται ἀ­πὸ τὴν «ἠ­θι­κὴ ἐ­νοί­κη­ση» τοῦ σα­τα­νᾶ. Ὁ σα­τα­νᾶς ἐ­νοι­κεῖ ἠ­θι­κὰ σὲ ἕ­ναν ἄν­θρω­πο, ὅ­ταν ὁ ἄν­θρω­πος πράτ­τει τὸ θέ­λη­μα τοῦ δι­α­βό­λου. Μὲ αὐ­τὸ τὸν τρό­πο ἦ­ταν ποὺ «ὁ σα­τα­νᾶς εἰ­σῆλ­θεν» στὸν Ἰ­ού­δα τὸν Ἰ­σκα­ρι­ώ­τη· ἔ­θε­σε, δη­λα­δή, κά­τω ἀ­πὸ τὸν ἔ­λεγ­χό του τὴ λο­γι­κὴ καὶ τὴ βού­λη­σή του κι ἔ­γι­νε ἕ­να μὲ αὐ­τὸν πνευ­μα­τι­κά. Ὅ­σοι δὲν πι­στεύ­ουν στὸν Χρι­στὸ ἦ­ταν καὶ εἶ­ναι σὲ αὐ­τὴ τὴν κα­τά­στα­ση, ὅ­πως λέ­ει ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος στοὺς χρι­στια­νοὺς ποὺ εἶ­χαν προ­σέλ­θει στὸν χρι­στι­α­νι­σμὸ ἀ­πὸ τὴν εἰ­δω­λο­λα­τρί­α: «Καὶ ὑ­μᾶς ὄν­τας νε­κροὺς τοῖς πα­ρα­πτώ­μα­σι καὶ ταῖς ἁ­μαρ­τί­αις, ἐν αἷς πο­τε πε­ρι­ε­πα­τή­σα­τε κα­τὰ τὸν αἰ­ῶ­να τοῦ κό­σμου τού­του, κα­τὰ τὸν ἄρ­χον­τα τῆς ἐ­ξου­σί­ας τοῦ ἀ­έ­ρος, τοῦ πνεύ­μα­τος τοῦ νῦν ἐ­νερ­γοῦν­τος ἐν τοῖς υἱ­οῖς τῆς ἀ­πει­θεί­ας…». Λί­γο – πο­λὺ σὲ αὐ­τὴ τὴν κα­τά­στα­ση βρί­σκον­ται, ἀ­νά­λο­γα μὲ τὸ βαθ­μὸ τῆς ἁ­μαρ­τω­λό­τη­τάς τους, ὅ­σοι βα­πτί­σθη­καν «εἰς Χρι­στὸν» ἀλ­λ’ ἀ­πο­ξε­νώ­θη­καν ἀ­π’ αὐ­τὸν μὲ τὴν ἁ­μαρ­τί­α. Ἔ­τσι ἀν­τι­λαμ­βά­νον­ται οἱ Πα­τέ­ρες τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας τὰ λό­για τοῦ Χρι­στοῦ ποὺ ἀ­να­φέ­ρον­ται στὴν ἐ­πι­στρο­φὴ τοῦ δι­α­βό­λου, μὲ συν­τρο­φιὰ ἑ­φτὰ ἄλ­λα πο­νη­ρὰ πνεύ­μα­τα, στὸ να­ὸ τῆς ψυ­χῆς, ἀ­πὸ ὅ­που δι­ώ­χθη­κε ἀ­πὸ τὸ Πνεῦ­μα τὸ Ἅ­γιο.

Ἡ δι­α­φο­ρὰ τῶν βα­πτι­σμέ­νων ἀ­πὸ τοὺς ἀ­βα­πτί­στους, ὅ­πως πο­λὺ εὔ­στο­χα ση­μει­ώ­νει ὁ ἅ­γιος Δι­ά­δο­χος Φω­τι­κῆς, εἶ­ναι ὅ­τι πρὸ τοῦ βα­πτί­σμα­τος ἡ μὲν Θεί­α Χά­ρη βρί­σκε­ται ἔ­ξω ἀ­πὸ τὴν ψυ­χὴ καὶ ἀ­πὸ ἐ­κεῖ τῆς προ­τρέ­πει τὰ κα­λά, ὁ δὲ σα­τα­νᾶς ἐμ­φω­λεύ­ει στὰ βά­θη τῆς ψυ­χῆς καὶ ἀ­πὸ ἐ­κεῖ προ­σπα­θεῖ νὰ φρά­ξει ὅ­λες τὶς ἀ­γα­θὲς δι­ε­ξό­δους τοῦ νοῦ. Ἀ­πὸ τὴν ὥ­ρα ὅ­μως, κα­τὰ τὴν ὁ­ποί­α, μὲ τὸ ἅ­γιο Βά­πτι­σμα, ὁ πι­στὸς ἀ­να­γεν­νι­έ­ται, ὁ δαί­μο­νας ἐγ­κα­θί­στα­ται πλέ­ον ἀ­π’ ἔ­ξω, ἐ­νῶ ἡ Θεί­α Χά­ρη εἰ­σέρ­χε­ται καὶ κα­τα­σκη­νώ­νει στὰ βά­θη τῆς ψυ­χῆς, δη­λα­δὴ στὸ νοῦ. Γι’ αὐ­τό, ὅ­σο καὶ ἂν ἁ­μαρ­τή­σει ὁ πι­στὸς με­τὰ τὸ βά­πτι­σμα, ὁ δι­ά­βο­λος ἐ­πι­δρᾶ καὶ ἐ­ξου­σιά­ζει τὴν καρ­διά του ἀ­πὸ ἔ­ξω· στὰ βά­θη της ὅ­μως πα­ρα­μέ­νει πάν­το­τε ἡ Θεί­α Χά­ρη, ἔ­στω καὶ ἂν κα­τα­κα­λύ­πτε­ται ἀ­πὸ τὰ νέ­φη τῶν πα­θῶν καὶ τῶν δαι­μο­νι­κῶν ἐ­πι­δρά­σε­ων.

Στὴ συ­νέ­χεια θὰ ἀ­να­λυ­θοῦν οἱ βα­σι­κοὶ τρό­ποι μὲ τοὺς ὁ­ποί­ους ὁ δι­ά­βο­λος, ὁ κό­σμος καὶ ἡ κα­κὴ προ­αί­ρε­ση ὁ­δη­γοῦν τοὺς ἀν­θρώ­πους στὴν ἁ­μαρ­τί­α καὶ τὴν ἠ­θι­κὴ ἢ καὶ σω­μα­τι­κὴ δαι­μο­νι­κὴ ἐ­πί­δρα­ση. Κα­ταρ­χήν, ὁ δι­ά­βο­λος ὁ ὁ­ποῖ­ος εἶ­ναι «ἀν­θρω­πο­κτό­νος» καὶ «ὡς λέ­ων ὠ­ρυ­ό­με­νος πε­ρι­πα­τεῖ ζη­τῶν τι­να κα­τα­πι­εῖν», χρη­σι­μο­ποι­εῖ πολ­λὲς με­θο­δεῖ­ες, προ­κει­μέ­νου νὰ ὁ­δη­γή­σει τὸν ἄν­θρω­πο στὴν ἀ­πώ­λεια. Οἱ Πα­τέ­ρες, οἱ ὁ­ποῖ­οι γνω­ρί­ζουν κα­λὰ τὰ νο­ή­μα­τά του, δι­δά­σκουν ὅ­τι συ­νε­χῶς ἐν­σπεί­ρει στοὺς ἀν­θρώ­πους λο­γι­σμούς, ἄλ­λο­τε ἀ­ρι­στε­ροὺς καὶ ἄλ­λο­τε δε­ξιούς. Ἄλ­λο­τε δη­λα­δὴ εὐ­θέ­ως τοὺς προ­τεί­νει τὴν ἁ­μαρ­τί­α, ἐ­νῶ ἄλ­λο­τε τοὺς συμ­βου­λεύ­ει νὰ προ­βοῦν σὲ ἐ­νέρ­γει­ες ποὺ ἐ­πι­φα­νεια­κὰ φαί­νον­ται κα­λές, κα­τ’ οὐ­σί­αν ὅ­μως εἶ­ναι ἁ­μαρ­τω­λές. Μά­λι­στα, κα­τὰ τὸ ψαλ­μι­κό, «πε­σεῖ­ται ἐκ τοῦ κλί­τους σου χι­λιὰς καὶ μυ­ριὰς ἐκ δε­ξι­ῶν σου», οἱ δε­ξιοὶ λο­γι­σμοὶ εἶ­ναι πο­λὺ πε­ρισ­σό­τε­ροι ἀ­πὸ τοὺς ἀ­ρι­στε­ρούς, δι­ό­τι ἔ­χουν μέ­σα τους τὸ στοι­χεῖ­ο τῆς ἀ­πά­της καὶ τοῦ ψεύ­δους καὶ μπο­ροῦν πιὸ εὔ­κο­λα νὰ δε­λε­ά­σουν. Ὅ­ταν ὁ δι­ά­βο­λος βλέ­πει ὅ­τι δὲν κα­τα­φέρ­νει νὰ πεί­σει τὸν ἄν­θρω­πο νὰ ἁ­μαρ­τή­σει, ἀ­πὸ τὴν μιὰ χρη­σι­μο­ποι­εῖ θλί­ψεις καὶ πι­κρὲς πε­ρι­στά­σεις γιὰ νὰ τὸν ὁ­δη­γή­σει στὴν λύ­πη, τὴν τα­ρα­χή, τὴν ἀ­πό­γνω­ση καὶ τὴν βλα­σφη­μί­α καὶ ἀ­πὸ τὴν ἄλ­λη βά­ζει ἄλ­λους ἀν­θρώ­πους ποὺ εἴ­τε θὰ τὸν θλί­βουν εἴ­τε θὰ ἀ­γω­νί­ζον­ται νὰ τὸν πα­ρα­σύ­ρουν στὴν ἁ­μαρ­τί­α. Στὴν Πα­λαι­ὰ Δι­α­θή­κη χα­ρα­κτη­ρι­στι­κὴ εἶ­ναι ἡ πε­ρί­πτω­ση τοῦ Ἰ­ώβ, ἐ­νῶ στὴν Και­νὴ Δι­α­θή­κη μὲ πα­ρό­μοι­ο τρό­πο ὁ δι­ά­βο­λος πο­λέ­μη­σε τὸν Χρι­στό: Ἀρ­χι­κὰ στὴν ἔ­ρη­μο ἐ­πε­χεί­ρη­σε εὐ­θέ­ως μὲ δε­ξιοὺς καὶ ἀ­ρι­στε­ροὺς λο­γι­σμοὺς νὰ τὸν ρί­ξει στὴν ἁ­μαρ­τί­α, ἐ­νῶ κα­τό­πιν τὸν πο­λέ­μη­σε κυ­ρί­ως διὰ μέ­σου τῶν γραμ­μα­τέ­ων καὶ τῶν φα­ρι­σαί­ων, κα­θὼς ἐ­πί­σης διὰ τοῦ ὀ­δυ­νη­ροῦ σταυ­ρι­κοῦ θα­νά­του.

Ὁ δι­ά­βο­λος λοι­πὸν συ­χνὰ χρη­σι­μο­ποι­εῖ ἄλ­λους ἀν­θρώ­πους γιὰ νὰ ρί­ξει κά­ποι­ον στὴν ἁ­μαρ­τί­α. Ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος ὁ­μο­λο­γεῖ ὅ­τι «φθεί­ρου­σιν ἤ­θη χρη­στὰ ὁ­μι­λί­αι κα­καί». Μπο­ρεῖ κά­ποι­ος νὰ ἀ­πο­μα­κρυν­θεῖ ἀ­πὸ τὸν Χρι­στὸ καὶ τὴν Θεί­α Χά­ρη ἐξ αἰ­τί­ας τῆς συ­να­να­στρο­φῆς μὲ πο­νη­ρὸ ἄν­θρω­πο. Ἐ­πί­σης, συ­χνὰ οἱ ἄν­θρω­ποι ποὺ δὲν πι­στεύ­ουν στὸν Χρι­στὸ ἐ­γεί­ρουν ποι­κί­λους δι­ωγ­μοὺς κα­τὰ τῶν πι­στῶν: τοὺς ὀ­νει­δί­ζουν, τοὺς θε­α­τρί­ζουν, τοὺς λοι­δο­ροῦν, τοὺς δυ­σφη­μοῦν, τοὺς θέ­τουν στὸ πε­ρι­θώ­ριο τῆς κοι­νω­νι­κῆς ζω­ῆς, τοὺς κα­τα­δι­ώ­κουν καὶ τοὺς θα­να­τώ­νουν. Γι’ αὐ­τὸ καὶ ὅ­πως προ­εῖ­πε ὁ Χρι­στὸς στὴν πα­ρα­βο­λὴ τοῦ σπο­ρέ­ως, ἀρ­κε­τοὶ πι­στοὶ ποὺ δὲν ἔ­χουν πνευ­μα­τι­κὸ βά­θος, κλο­νί­ζον­ται καὶ δὲν τε­λε­σφο­ροῦν. Ἐ­πί­σης, πολ­λοὶ σὰν προ­βα­τό­σχη­μοι λύ­κοι, μὲ τὶς αἱ­ρέ­σεις καὶ τὶς πλα­νε­μέ­νες δι­δα­σκα­λί­ες τους γί­νον­ται αἰ­τί­α νὰ σκαν­δα­λί­ζον­ται καὶ νὰ ἐ­κτρέ­πον­ται ἀ­πὸ τὴν ὑ­γι­ειὰ δι­δα­σκα­λί­α ἀρ­κε­τοὶ χρι­στια­νοί. Ἀλ­λὰ καὶ τὸ κα­κὸ πα­ρά­δειγ­μα, τὸ πλῆ­θος τῶν ἁ­μαρ­τω­λῶν καὶ τῶν ἀ­πί­στων ἀ­πο­τε­λοῦν σκάν­δα­λο γιὰ τοὺς πι­στοὺς καὶ ἀ­φορ­μὴ ἀ­πο­μα­κρύν­σε­ως ἀ­πὸ τὸν Χρι­στό. Γι’ αὐ­τὸ καὶ ὁ Χρι­στὸς μᾶς ἀ­σφα­λί­ζει συμ­βου­λεύ­ον­τάς μας νὰ μὴν φο­βό­μα­στε τὸ μι­κρὸ ποί­μνιο, ἐ­νῶ ὁ Εὐ­αγ­γε­λι­στὴς Ἰ­ω­άν­νης δη­λώ­νει ἐ­πι­γραμ­μα­τι­κά: «Οἴ­δα­μεν ὅ­τι ἐκ τοῦ Θε­οῦ ἐ­σμεν καὶ ὁ κό­σμος ὅ­λος ἐν τῷ πο­νη­ρῷ κεῖ­ται». Ὅ­ταν λοι­πὸν κά­ποι­ος πι­στὸς γιὰ κά­ποι­ον ἀ­πὸ τοὺς πα­ρα­πά­νω λό­γους ἐγ­κα­τα­λεί­πει τὴν εὐ­θεί­α ὁ­δὸ καὶ συν­τάσ­σε­ται μὲ τὸ φρό­νη­μα τῶν ἀν­θρώ­πων τοῦ κό­σμου τού­του, κα­θί­στα­ται «ἐ­χθρὸς τοῦ Χρι­στοῦ» καὶ εὐ­ά­λω­τος στὶς δαι­μο­νι­κὲς ἐ­πι­δρά­σεις.

Ἐ­δῶ θὰ πρέ­πει νὰ ἀ­να­φερ­θοῦν καὶ πιὸ συγ­κε­κρι­μέ­νες πε­ρι­πτώ­σεις κα­τὰ τὶς ὁ­ποῖ­ες ὁ πι­στὸς διὰ τῶν ἄλ­λων ἀν­θρώ­πων εἶ­ναι δυ­να­τὸν νὰ δε­χτεῖ δαι­μο­νι­κὲς ἐ­πι­δρά­σεις εἴ­τε ἠ­θι­κῶς εἴ­τε σω­μα­τι­κῶς. Γρά­φει ὁ ἅ­γιος Μάρ­κος ὁ ἀ­σκη­τὴς ὅ­τι ὑ­πάρ­χει μυ­στι­κὴ κοι­νω­νί­α καὶ σύν­δε­ση με­τα­ξὺ τῶν ἀν­θρώ­πων. Ἐξ αἰ­τί­ας αὐ­τοῦ τοῦ συν­δέ­σμου, οἱ πει­ρα­σμοί, οἱ θλί­ψεις, τὰ πά­θη καὶ οἱ ἀ­δυ­να­μί­ες κά­ποι­ου μπο­ρεῖ νὰ με­τα­βι­βα­σθοῦν σὲ κά­ποι­ον ἄλ­λον διὰ μέ­σου τῆς ἁ­μαρ­τί­ας. Ἔ­τσι, ὅ­ποι­ος πλε­ο­νε­κτεῖ εἰς βά­ρος κά­ποι­ου ἄλ­λου, ἀ­να­δέ­χε­ται τοὺς πει­ρα­σμούς του, ὅ­ποι­ος συ­κο­φαν­τεῖ, τοῦ ἔρ­χον­ται πά­νω του οἱ πει­ρα­σμοὶ τοῦ συ­κο­φαν­του­μέ­νου, καὶ γε­νι­κὰ σὲ κά­θε ἕ­ναν ποὺ ἀ­δι­κεῖ ἐ­πι­στρέ­φουν σὲ αὐ­τὸν οἱ πει­ρα­σμοὶ αὐ­τοῦ ποὺ ἀ­δι­κή­θη­κε. Γι’ αὐ­τὸ καὶ λέ­γει ἡ Γρα­φή: «Δί­και­ος ἐκ θή­ρας ἐκ­δύ­νει, ἀν­τ’ αὐ­τοῦ δὲ πα­ρα­δί­δο­ται ἀ­σε­βὴς» ἢ ἐ­πί­σης: «Ὁ ὀ­ρύσ­σων βό­θρον, ἐμ­πε­σεῖ­ται εἰς αὐ­τόν, καὶ ὁ κυ­λί­ων λί­θον, ἐ­φ’ ἑ­αυ­τὸν κυ­λί­ει», καὶ ἀ­κό­μη: «Εἰς κόλ­πον ἐ­πέρ­χε­ται πάν­τα τοῖς ἀ­δί­κοις, πα­ρὰ δὲ Κυ­ρί­ου πάν­τα δί­και­α».

Ἐ­πί­σης, ἡ βα­σκα­νί­α ἀ­πο­τε­λεῖ χα­ρα­κτη­ρι­στι­κὴ πε­ρί­πτω­ση δαι­μο­νι­κῆς ἐ­πι­δρά­σε­ως. Κα­τ’ αὐ­τὴν κά­ποι­ος μπο­ρεῖ νὰ γί­νει λό­γῳ φθό­νου, ἔ­στω καὶ ἄ­θε­λά του, φο­ρέ­ας δαι­μο­νι­κῆς ἐ­νερ­γεί­ας πρὸς αὐ­τὸν ποὺ φθο­νεῖ. Ἄλ­λο­τε πά­λι προ­ξε­νεῖ κά­ποι­ος κα­κὸ στὸν ἄλ­λο καὶ τὸν κα­θι­στᾶ ὑ­πο­χεί­ριο τῶν δαι­μο­νι­κῶν ἐ­πι­δρά­σε­ων, ὅ­ταν τὸν κα­τα­ρι­έ­ται ἢ ὅ­ταν τὸν στέλ­νει στὸν δι­ά­βο­λο. Ὁ γέ­ρον­τας Πα­ΐ­σιος κά­νει λό­γο γιὰ ἕ­να βρέ­φος πού, ἐ­πει­δὴ ὁ πα­τέ­ρας του συ­νέ­χεια τὸ ἔ­στελ­νε στὸν «ἔ­ξω ἀ­π’ ἐ­δῶ», ἄρ­χι­σε μυ­στη­ρι­ω­δῶς νὰ ἐ­ξα­φα­νί­ζε­ται ἀ­πὸ τὴν κού­νια λό­γῳ δαι­μο­νι­κῆς ἐ­πι­δρά­σε­ως. Εἰ­δι­κό­τε­ρα, στὴν πε­ρί­πτω­ση τῶν παι­δι­ῶν εἶ­ναι γνω­στὸ ὅ­τι πο­λὺ συ­χνὰ κλη­ρο­νο­μι­κῶς φέ­ρουν μέ­σα τους πά­θη καὶ ἐ­λατ­τώ­μα­τα τῶν γο­νέ­ων τους. Ὑ­πάρ­χουν μά­λι­στα καὶ πε­ρι­πτώ­σεις, σπά­νι­ες βέ­βαι­α, κα­τὰ τὶς ὁ­ποῖ­ες παι­διὰ γεν­νι­οῦν­ται δαι­μο­νι­σμέ­να λό­γῳ τῶν γο­νι­ῶν τους. Στὸν βί­ο τοῦ ἁ­γί­ου Ἀρ­σε­νί­ου τοῦ Καπ­πα­δό­κου ἀ­να­φέ­ρε­ται ὅ­τι ὅ­ταν ὁ ἅ­γιος «ἔ­βλε­πε κα­νέ­να παι­δά­κι δαι­μο­νι­σμέ­νο ἢ πα­ρά­λυ­το καὶ κα­τα­λά­βαι­νε ὅ­τι οἱ γο­νεῖς ἦ­ταν αἰ­τί­α, τό­τε ἔ­δι­νε κα­νό­να στοὺς γο­νεῖς γιὰ νὰ προ­σέ­χουν, ἀ­φοῦ θε­ρά­πευ­ε πρῶ­τα τὸ παι­δί τους».

Ἄλ­λη πο­λὺ χα­ρα­κτη­ρι­στι­κὴ πε­ρί­πτω­ση στὴν ὁ­ποί­α κά­ποι­ος μπο­ρεῖ νὰ ἐκ­θέ­σει κά­ποι­ον ἄλ­λο στὶς δαι­μο­νι­κὲς ἐ­πι­δρά­σεις εἶ­ναι ὅ­ταν κα­τα­φεύ­γει στὴν μα­γεί­α. Μιὰ τέ­τοι­α πρά­ξη ἀ­πο­τε­λεῖ πο­λὺ βα­ριὰ ἁ­μαρ­τί­α καὶ ἰ­σο­δυ­να­μεῖ μὲ ἄρ­νη­ση τῆς πί­στε­ως. Εἴ­τε κά­ποι­ος κα­τα­φεύ­γει στὴν λευ­κὴ μα­γεί­α νο­μί­ζον­τας ὅ­τι θὰ ὠ­φε­λή­σει τὸν πλη­σί­ον του, εἴ­τε στὴν μαύ­ρη μα­γεί­α γιὰ νὰ τοῦ προ­ξε­νή­σει ἐ­σκεμ­μέ­να κα­κό, καὶ στὶς δύ­ο πε­ρι­πτώ­σεις τοῦ ἐ­πι­τί­θε­ται πνευ­μα­τι­κὰ μὲ τὴν ἐ­νέρ­γεια τῶν πο­νη­ρῶν πνευ­μά­των.

Τέ­λος, ἀ­ξί­ζει ἐ­δῶ νὰ ἀ­να­φερ­θεῖ καὶ ἡ ἑ­ξῆς πε­ρί­πτω­ση ποὺ συ­ναν­τᾶ­ται σὲ ἕ­να βι­βλί­ο τῆς Πα­λαι­ᾶς Δι­α­θή­κης, τὸν Τω­βίτ. Ὡς γνω­στόν, ἡ Σάρ­ρα, ἡ θυ­γα­τέ­ρα τοῦ Ρα­γου­ήλ, ἐ­πη­ρε­α­ζό­ταν ἀ­πὸ τὸν δαί­μο­να Ἀ­σμο­δαῖ­ο, ὁ ὁ­ποῖ­ος κά­θε φο­ρὰ ποὺ αὐ­τὴ παν­τρευ­ό­ταν, τὴν πρώ­τη νύ­χτα τοῦ γά­μου της θα­νά­τω­νε τὸν νυμ­φί­ο της. Αὐ­τὴν τὴν δαι­μο­νι­κὴ ἐ­πί­δρα­ση ἡ Βουλ­γά­τα δὲν τὴν ἀ­πο­δί­δει σὲ κά­ποι­α ἁ­μαρ­τί­α τῆς Σάρ­ρας, ἀλ­λὰ στὴν ἀ­κρά­τεια τῶν συ­ζύ­γων της.

Ὡ­στό­σο, ὅ­σο με­γά­λη καὶ ἂν εἶ­ναι ἡ κα­κί­α τοῦ σα­τα­νᾶ καὶ τῶν ἀν­θρώ­πων τοῦ κό­σμου τού­του, δὲν μπο­ροῦν νὰ βλά­ψουν τὸν πι­στὸ στὸ πα­ρα­μι­κρό, ἂν αὐ­τὸς δὲν ἀ­πο­μα­κρυν­θεῖ ἀ­πὸ τὴν ὁ­δὸ τοῦ Κυ­ρί­ου. Ὁ ἱ­ε­ρὸς Χρυ­σό­στο­μος ἀ­να­πτύσ­σει δι­ε­ξο­δι­κὰ αὐ­τὴ τὴ με­γά­λη ἀ­λή­θεια στὴν ὁ­μι­λί­α του ποὺ φέ­ρει τὸν τίτ­λο: «Ὅ­τι τὸν ἑ­αυ­τὸν μὴ ἀ­δι­κοῦν­τα οὐ­δεὶς πα­ρα­βλά­ψαι δύ­να­ται». Τὸν πι­στὸ ποὺ φο­βεῖ­ται τὸν Θε­ὸ καὶ τη­ρεῖ μὲ συ­νέ­πεια τὶς ἐν­το­λές Του δὲν τὸν πιά­νουν οὔ­τε οἱ κα­τά­ρες, οὔ­τε τὰ μά­για, οὔ­τε ἡ βα­σκα­νί­α τῶν ἄλ­λων. Ἂν ὁ πι­στὸς δὲν ἐγ­κα­τα­λεί­ψει τὸν Θε­ὸ καὶ δὲν πε­ρι­φρο­νή­σει τὶς ἐν­το­λές Του πράτ­τον­τας τὴν ἁ­μαρ­τί­α, ἡ Χά­ρη τοῦ Θε­οῦ δὲν τὸν ἐγ­κα­τα­λεί­πει πο­τὲ καὶ ὁ πο­νη­ρὸς δὲν μπο­ρεῖ νὰ ἀ­πο­κτή­σει κα­μιὰ ἐ­ξου­σί­α πά­νω του.

Ἑ­πο­μέ­νως, ἡ πρώ­τη καὶ κύ­ρια αἰ­τί­α γιὰ τὴν πτώ­ση σὲ ἁ­μαρ­τί­ες, γιὰ τὴν ἀ­πο­ξέ­νω­ση ἀ­πὸ τὸν Θε­ὸ καὶ τὴν ὑ­πο­τα­γὴ στὸν πο­νη­ρὸ εἶ­ναι ἡ κα­κὴ προ­αί­ρε­ση. Ὁ ἄν­θρω­πος ἔ­χει πλα­σθεῖ ἐ­λεύ­θε­ρος ἀ­πὸ τὸν Θε­ὸ στὸ νὰ ἀ­κο­λου­θεῖ τὸ Θεῖ­ο θέ­λη­μα ἢ ἀν­τί­θε­τα νὰ τὸ πε­ρι­φρο­νεῖ. Τὴν ἐ­λευ­θε­ρί­α του κα­νεὶς δὲν μπο­ρεῖ νὰ τὴν πα­ρα­βιά­σει. Γι’ αὐ­τὸ καὶ ὅ­ταν ἁ­μαρ­τά­νει, δὲν ὑ­φί­στα­ται ἀ­πὸ κα­νέ­να βί­α, ἀλ­λὰ μό­νος του ὑ­πο­τάσ­σε­ται στὴν ἐ­ξου­σί­α τοῦ δι­α­βό­λου.

Ὅ­σο πε­ρισ­σό­τε­ρο πα­ρα­μέ­νει κά­ποι­ος στὴν ἀ­με­τα­νο­η­σί­α του καὶ καλ­λι­ερ­γεῖ τὰ πά­θη του, τό­σο λι­γό­τε­ρο πε­ρι­θώ­ριο ἀ­φή­νει στὴν Χά­ρη τοῦ Θε­οῦ νὰ ἐ­νερ­γή­σει. Τό­τε ἀ­πο­κτᾶ δι­και­ώ­μα­τα ὁ σα­τα­νᾶς καὶ βρί­σκει χῶ­ρο στὸν ἄν­θρω­πο γιὰ νὰ ἐ­νερ­γή­σει. Ὁ ἀ­κό­λα­στος, ὁ φι­λάρ­γυ­ρος, ὁ θυ­μώ­δης, ὁ αἱ­ρε­τι­κός, ὁ ὑ­πε­ρή­φα­νος καὶ γε­νι­κὰ κά­θε ἐμ­πα­θὴς ἄν­θρω­πος πει­ρά­ζον­ται ἀ­πὸ τὸν πο­νη­ρό. «Τὰ πά­θη ἀ­πο­τε­λοῦν ἰ­δι­ό­τη­τες τοῦ δι­α­βό­λου. Ἀ­νά­λο­γα μὲ τὸν βαθ­μὸ ποὺ τὰ ἔ­χει ὁ ἄν­θρω­πος, δέ­χε­ται μιὰ ἐ­ξω­τε­ρι­κὴ ἐ­πί­δρα­ση». Ἂν πα­ρα­χω­ρή­σει ὁ Θε­ός, σὲ ἕ­ναν τέ­τοι­ον ἄν­θρω­πο, ἰ­δί­ως ὅ­ταν βα­ρύ­νε­ται ἀ­πὸ θα­νά­σι­μες ἁ­μαρ­τί­ες ἢ ὅ­ταν δι­α­κα­τέ­χε­ται ἀ­πὸ πνεῦ­μα ὑ­πε­ρη­φα­νεί­ας, ἀ­ναι­δεί­ας καὶ ἀ­νυ­πα­κο­ῆς, ἡ ἐ­πί­δρα­ση τοῦ δι­α­βό­λου μπο­ρεῖ νὰ λά­βει πιὸ αἰ­σθη­τὸ χα­ρα­κτῆ­ρα καὶ νὰ κα­τα­λή­ξει σὲ πλή­ρη σω­μα­τι­κὴ ἐ­νοί­κη­ση τοῦ δαί­μο­νος μέ­σα του.

Ἀ­φοῦ λοι­πὸν κύ­ρια αἰ­τί­α τῆς ἐγ­κα­τα­λεί­ψε­ως τῆς Θεί­ας Χά­ρι­τος καὶ τῆς ἐκ­θέ­σε­ως στὶς δαι­μο­νι­κὲς ἐ­πι­δρά­σεις εἶ­ναι ἡ κα­κὴ προ­αί­ρε­ση τοῦ ἀν­θρώ­που καὶ ἡ στρο­φή του πρὸς τὴν ἁ­μαρ­τί­α, ἡ θε­ρα­πεί­α βρί­σκε­ται στὴν προ­σω­πι­κή του με­τά­νοι­α καὶ ἐ­πι­στρο­φὴ στὸ Θεῖ­ο θέ­λη­μα. Ὅ­ταν ὁ ἄν­θρω­πος συ­ναι­σθαν­θεῖ τὴν ἁ­μαρ­τω­λό­τη­τά του, με­τα­νο­ή­σει, καὶ ἀρ­χί­ζει νὰ ἐ­ξο­μο­λο­γεῖ­ται τὶς ἁ­μαρ­τί­ες του καὶ νὰ ἀ­γω­νί­ζε­ται φι­λό­τι­μα ἐ­ναν­τί­ον τῶν πα­θῶν του, κοι­νω­νών­τας τὰ Ἄ­χραν­τα Μυ­στή­ρια, νη­στεύ­ον­τας, προ­σευ­χό­με­νος καὶ γε­νι­κὰ τη­ρών­τας ὅ­λες τὶς ἐν­το­λὲς τοῦ Εὐ­αγ­γε­λί­ου, τό­τε συμ­φι­λι­ώ­νε­ται μὲ τὸν Θε­ό, εἰ­ρη­νεύ­ει μὲ τὸν πλη­σί­ον καὶ ἀ­πο­μα­κρύ­νει ἀ­πὸ τὸν ἑ­αυ­τό του κά­θε δαι­μο­νι­κὴ ἐ­πί­δρα­ση. Τὰ πά­θη ἐ­ξα­σθε­νοῦν καὶ ἡ Θεί­α Χά­ρη πλημ­μυ­ρί­ζει τὴν ὕ­παρ­ξή του.

Εἰ­δι­κό­τε­ρα, στὴν πε­ρί­πτω­ση τῆς σω­μα­τι­κῆς ἐ­νοι­κή­σε­ως τοῦ σα­τα­νᾶ σὲ ἕ­ναν πι­στό, τὸ πρῶ­το ποὺ ἀ­παι­τεῖ­ται εἶ­ναι καὶ πά­λι ἡ με­τά­νοι­ά του καὶ ἡ ἐ­ξο­μο­λό­γη­ση, καὶ κυ­ρί­ως γιὰ ἐ­κεῖ­νες τὶς ἁ­μαρ­τί­ες ποὺ ἔ­γι­ναν αἰ­τί­α νὰ δαι­μο­νι­σθεῖ ὁ ἄν­θρω­πος. Μὲ αὐ­τὸ τὸν τρό­πο κό­βον­ται τὰ δι­και­ώ­μα­τα τοῦ σα­τα­νᾶ καὶ ἀ­παλ­λάσ­σε­ται ὁ ἄν­θρω­πος ἀ­πὸ τὴν ἐ­ξου­σί­α του.

Ἐ­πί­σης, ἡ Ἁ­γί­α Γρα­φὴ καὶ οἱ Πα­τέ­ρες τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας δι­δά­σκουν ὅ­τι με­γά­λη δύ­να­μη κα­τὰ τοῦ δι­α­βό­λου ἔ­χει τὸ ὄ­νο­μα τοῦ Κυ­ρί­ου μας Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ. Ὁ ἀ­να­στη­μέ­νος Χρι­στὸς προ­φή­τευ­σε ὅ­τι ἕ­να ἀ­πὸ τὰ θαυ­μα­στὰ ποὺ θὰ συμ­βαί­νουν σὲ ὅ­σους πι­στεύ­ουν σὲ Αὐ­τὸν εἶ­ναι ὅ­τι θὰ βγά­ζουν δαι­μό­νια μὲ τὴν ἐ­πί­κλη­ση τοῦ ὀ­νό­μα­τός Του. Ἐ­πί­σης, οἱ ἑ­βδο­μή­κον­τα μα­θη­τές του ἐ­πι­στρέ­φον­τας ἀ­πὸ τὴν ἀ­πο­στο­λή τους ὁ­μο­λο­γοῦ­σαν μὲ χα­ρὰ ὅ­τι στὸ ὄ­νο­μα τοῦ Κυ­ρί­ου Ἰ­η­σοῦ καὶ τὰ δαι­μό­νια ὑ­πο­τάσ­σον­ται. Ὁ γέ­ρον­τας Πα­ΐ­σιος ἀ­να­φέ­ρει στὸ βι­βλί­ο του «Ἁ­γι­ο­ρεῖ­ται Πα­τέ­ρες καὶ Ἁ­γι­ο­ρεί­τι­κα» γιὰ ἕ­ναν Ἁ­γι­ο­παυ­λί­τη μο­να­χό, ὁ ὁ­ποῖ­ος στὴν Κε­φαλ­λο­νιὰ θε­ρά­πευ­σε ἕ­ναν δαι­μο­νι­σμέ­νο λέ­γον­τας συ­νε­χῶς τὴν εὐ­χὴ τοῦ Ἰ­η­σοῦ.

Τὸ πιὸ δρα­στι­κὸ ὅ­πλο κα­τὰ τοῦ δι­α­βό­λου εἶ­ναι ἡ Θεί­α Κοι­νω­νί­α. Ὁ γέ­ρων Χατ­ζη- Γε­ώρ­γης δί­δα­σκε ὅ­τι ἡ Θεί­α Κοι­νω­νί­α εἶ­ναι γιὰ τὰ δαι­μό­νια πιὸ φο­βε­ρὴ ἀ­πὸ τὴν γέ­εν­να τοῦ πυ­ρός. Ἐ­πί­σης, ὁ Εὐ­σέ­βιος Και­σα­ρεί­ας γρά­φει ὅ­τι διὰ τοῦ Τι­μί­ου Αἵ­μα­τος τοῦ Κυ­ρί­ου «τοὺς ψυ­χῆς οἴ­κους τὰ σώ­μα­τα κα­τα­ση­μαι­νό­με­νοι, πᾶν γέ­νος δαι­μό­νων ἐ­πι­βού­λων ἐξ ἑ­αυ­τῶν ἀ­πε­λαύ­νο­μεν». Γι’ αὐ­τὸ καὶ ὁ ἀβ­βᾶς Κασ­σια­νὸς ση­μει­ώ­νει ὅ­τι ἡ προ­σφο­ρὰ τῶν Τι­μί­ων Δώ­ρων ὄ­χι μό­νον δὲν ἐμ­πο­δί­ζε­ται ἀ­πὸ τοὺς δαι­μο­νι­ζο­μέ­νους, ἀλ­λ’ ἀ­π’ ἐ­ναν­τί­ας ἐ­ὰν εἶ­ναι δυ­να­τὸν νὰ χο­ρη­γεῖ­ται σὲ αὐ­τοὺς κα­θη­με­ρι­νῶς. Δι­ό­τι, ὅ­ταν ὁ ἐ­πη­ρε­α­ζό­με­νος με­τα­λαμ­βά­νει τῶν Τι­μί­ων Δώ­ρων, τὸ πο­νη­ρὸ πνεῦ­μα φεύ­γει σὰν νὰ καί­γε­ται ἀ­πὸ φω­τιά. Καὶ συμ­πλη­ρώ­νει ὁ ἀβ­βᾶς Κασ­σια­νὸς ὅ­τι διὰ τῆς Θεί­ας Με­τα­λή­ψε­ως ἐ­κεῖ­νες τὶς ἡ­μέ­ρες θε­ρα­πεύ­θη­κε κά­ποι­ος ἀβ­βᾶς Ἀν­δρό­νι­κος καὶ πολ­λοὶ ἄλ­λοι. Ὁ­μοί­ως στὸν βί­ο τοῦ ἁ­γί­ου Σε­ρα­φεὶμ τοῦ Σά­ρωφ ἀ­να­φέ­ρε­ται ὅ­τι ὁ Μο­το­βί­λωφ ἀ­παλ­λά­χθη­κε τε­λεί­ως ἀ­πὸ τὸ δαι­μό­νιο ποὺ τὸν τυ­ραν­νοῦ­σε, ὅ­ταν κοι­νώ­νη­σε τὰ Ἄ­χραν­τα Μυ­στή­ρια κά­ποι­α Κυ­ρια­κὴ τοῦ Πά­σχα.

Μα­ζὶ μὲ αὐ­τά, ἡ Ἐκ­κλη­σί­α δι­α­θέ­τει καὶ τὶς εὐ­χὲς τῶν ἐ­ξορ­κι­σμῶν, οἱ ὁ­ποῖ­ες δι­α­βά­ζον­ται ἀ­πὸ τοὺς ἱ­ε­ρεῖς. Ἐ­δῶ ὅ­μως χρει­ά­ζε­ται πολ­λὴ προ­σο­χὴ καὶ δι­ά­κρι­ση. Δὲν εἶ­ναι σω­στὸ νὰ θε­α­τρί­ζον­ται οἱ δαι­μο­νι­σμέ­νοι. Ὁ ἱ­ε­ρέ­ας ὀ­φεί­λει πο­λὺ δι­α­κρι­τι­κὰ καὶ μὲ πολ­λὴ τα­πεί­νω­ση νὰ δι­α­βά­ζει ἐ­ξορ­κι­σμοὺς σὲ κά­ποι­ον χει­μα­ζό­με­νο, καὶ ὄ­χι δυ­να­τὰ καὶ ἐ­νώ­πιον πολ­λῶν. Ἀ­να­φέ­ρε­ται γιὰ τὸν ἅ­γιο Ἀρ­σέ­νιο τὸν Καπ­πα­δό­κη ὅ­τι ὅ­ταν κα­τὰ τὸν ξε­ρι­ζω­μὸ ἀ­πὸ τὴν Μι­κρὰ Ἀ­σί­α περ­νοῦ­σε ἀ­πὸ κά­ποι­ο χω­ριό, τοῦ φέ­ρα­νε μιὰ δαι­μο­νι­σμέ­νη, γιὰ νὰ τῆς δι­α­βά­σει εὐ­χή. Ἐ­πει­δὴ ὅ­μως μα­ζεύ­τη­κε κό­σμος, τοὺς ἔ­δι­ω­ξε ὅ­λους καὶ εἶ­πε στὸν πα­τέ­ρα της νὰ τὴν φέ­ρει τὴν ἄλ­λη ἡ­μέ­ρα. Πράγ­μα­τι, τὴν πῆ­γε, καὶ ἀ­φοῦ ὁ ἅ­γιος τῆς δι­ά­βα­σε τὸ Εὐ­αγ­γέ­λιο, τὸ δαι­μό­νιο ἔ­φυ­γε ἀ­μέ­σως καὶ ἔ­γι­νε κα­λά.

Ἐ­πί­σης, δὲν θὰ πρέ­πει νὰ πα­ρα­λει­φθεῖ ἡ πα­ρα­τή­ρη­ση τοῦ Χρι­στοῦ ὅ­τι τὸ γέ­νος τῶν δαι­μό­νων δὲν ἐ­ξέρ­χε­ται, πα­ρὰ μό­νο μὲ προ­σευ­χὴ καὶ νη­στεί­α. Ἐ­κτὸς αὐ­τοῦ, ὁ ἀ­πό­στο­λος Ἰ­ά­κω­βος ἀ­νά­φε­ρει ὅ­τι «πο­λὺ ἰ­σχύ­ει δέ­η­σις δι­καί­ου ἐ­νερ­γου­μέ­νη». Ἀ­πὸ τὴν ἁ­γί­α Γρα­φὴ καὶ ἀ­πὸ τοὺς βί­ους καὶ τὶς δι­δα­σκα­λί­ες τῶν ἁ­γί­ων τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας δι­α­πι­στώ­νε­ται ὅ­τι πο­λὺ συ­χνὰ οἱ ἅ­γιοι λαμ­βά­νουν ἀ­πὸ τὸν Θε­ὸ τὸ χά­ρι­σμα τῆς ἰ­ά­σε­ως τῶν δαι­μο­νι­σμέ­νων. Χα­ρα­κτη­ρι­στι­κὴ πε­ρί­πτω­ση εἶ­ναι ὁ ἀβ­βᾶς Παῦ­λος ὁ Ἁ­πλός, ὁ ὁ­ποῖ­ος γιὰ τὴν πολ­λὴ ἁ­πλό­τη­τα καὶ τα­πεί­νω­σή του ἀ­πέ­κτη­σε με­γά­λη δύ­να­μη κα­τὰ τῶν δαι­μό­νων.

Ὡ­στό­σο, ὅ­ση δύ­να­μη καὶ χά­ρη καὶ ἂν ἔ­χει ἕ­νας ἅ­γιος, ὅ­ταν ὁ δαι­μο­νι­σμέ­νος δὲν ἔ­χει τὸ δαι­μό­νιο ἐκ γε­νε­τῆς ἢ δὲν ἔ­χει χά­σει τὰ λο­γι­κά του, θὰ πρέ­πει νὰ τοῦ κά­νει ὑ­πα­κο­ὴ καὶ νὰ ἀ­να­λά­βει τὸν ἀ­γώ­να τῆς με­τα­νοί­ας. Δι­ό­τι τὸ δαι­μό­νιο δὲν φεύ­γει, ἂν δὲν βρε­θεῖ ἡ αἰ­τί­α, γιὰ νὰ κο­ποῦν τὰ δι­και­ώ­μα­τα. Καὶ ἐ­δῶ βρί­σκε­ται ἡ με­γά­λη δύ­να­μη τῶν ἁ­γί­ων· ὄ­χι στὸ ὅ­τι μπο­ροῦν νὰ ἐκ­βά­λουν τὰ δαι­μό­νια, ἀλ­λὰ στὸ ὅ­τι διὰ τῆς πολ­λῆς χά­ρι­τος καὶ ἐν Χρι­στῷ ἀ­γά­πης τους ἀλ­λοι­ώ­νουν τῆς ψυ­χὲς τῶν ἁ­μαρ­τω­λῶν καὶ αἰχ­μα­λω­τί­ζουν τὸ νοῦ τους πρὸς ὑ­πα­κο­ὴν τοῦ Χρι­στοῦ. Γι’ αὐ­τὸ καὶ τοὺς κα­θι­στοῦν ἀ­ξί­ους τῆς θε­ρα­πεί­ας τους ἀ­πὸ τὸν πο­νη­ρὸ ἢ καὶ ἀ­πὸ ὁ­ποι­α­δή­πο­τε ἄλ­λη ἀ­σθέ­νεια.

Ὅ­ταν ὅ­μως ὁ δαι­μο­νι­σμέ­νος εἶ­ναι ἕ­να παι­δά­κι ποὺ δὲν ἔ­δω­σε δι­και­ώ­μα­τα καὶ δὲν ξέ­ρει ἀ­πὸ ἐ­ξο­μο­λό­γη­ση ἢ ἕ­νας με­γά­λος ποὺ ἔ­χα­σε τὰ λο­γι­κά του, τό­τε δὲν ἀ­παι­τεῖ­ται ἀ­πὸ αὐ­τὸν με­τά­νοι­α γιὰ κά­ποι­α συγ­κε­κρι­μέ­νη του ἁ­μαρ­τί­α. Σὲ μιὰ τέ­τοι­α πε­ρί­πτω­ση, καὶ μό­νοι οἱ ἐ­ξορ­κι­σμοὶ ἢ καὶ μό­νη της ἡ προ­σευ­χὴ ἑ­νὸς ἁ­γί­ου μπο­ρεῖ νὰ ἐ­πι­τε­λέ­σει θαύ­μα­τα. Βλέ­που­με στὸ Εὐ­αγ­γέ­λιο ὅ­τι ὁ Χρι­στός, ἐ­νῶ σὲ ἄλ­λες πε­ρι­πτώ­σεις ἀ­σθε­νῶν ζη­τοῦ­σε τὴν πί­στη αὐ­τῶν ποὺ ἐ­πρό­κει­το νὰ θε­ρα­πεύ­σει, στὴν πε­ρί­πτω­ση τῶν δαι­μο­νι­ζο­μέ­νων τοὺς θε­ρά­πευ­ε χω­ρὶς νὰ τοὺς ρω­τή­σει. Αὐ­τὸ τὸ ἔ­κα­νε, ἐ­πει­δὴ λό­γῳ τῆς τυ­ραν­νι­κῆς ἐ­ξου­σί­ας τοῦ δι­α­βό­λου δὲν ἦ­ταν σὲ θέ­ση νὰ χρη­σι­μο­ποι­ή­σουν τὴν κρί­ση καὶ τὴν λο­γι­κή τους.

Μὲ ἀ­φορ­μὴ αὐ­τὴ τὴν πα­ρα­τή­ρη­ση θὰ πρέ­πει νὰ δι­ευ­κρι­νι­στεῖ ὅ­τι συ­χνὰ οἱ ἄν­θρω­ποι συγ­χέ­ουν τοὺς δαι­μο­νι­σμέ­νους μὲ τοὺς σχι­ζο­φρε­νεῖς. Ἡ σχι­ζο­φρέ­νεια εἶ­ναι ἀ­σθέ­νεια τοῦ ἐγ­κε­φά­λου καὶ τοῦ νευ­ρι­κοῦ συ­στή­μα­τος, γι’ αὐ­τὸ καὶ ἀ­παι­τεῖ ἰ­α­τρι­κὴ καὶ φαρ­μα­κευ­τι­κὴ ἀ­γω­γή. Ἀν­τί­θε­τα, ὁ δαι­μο­νι­σμὸς εἶ­ναι πνευ­μα­τι­κὴ κα­τά­στα­ση. Πρό­κει­ται γιὰ τὴν ἐ­νοί­κη­ση δαί­μο­νος στὸ σῶ­μα ἑ­νὸς ἀν­θρώ­που, κα­τὰ πα­ρα­χώ­ρη­ση Θε­οῦ, ἐξ αἰ­τί­ας κυ­ρί­ως τῶν ἁ­μαρ­τι­ῶν αὐ­τοῦ τοῦ ἀν­θρώ­που. Γι’ αὐ­τὸ καὶ θε­ρα­πεύ­ε­ται μὲ πνευ­μα­τι­κὰ μέ­σα: μὲ τὴν με­τα­νοί­α, τὴν ἐ­ξο­μο­λό­γη­ση, τὴν προ­σευ­χὴ καὶ τὴ νη­στεί­α, τὴν Θεί­α Κοι­νω­νί­α, τὶς εἰ­δι­κὲς εὐ­χὲς τῶν ἐ­ξορ­κι­σμῶν καὶ τὶς προ­σευ­χὲς τῶν ἁ­γί­ων.

Εἶ­ναι ἀ­νάγ­κη νὰ ἔ­χει κά­ποι­ος πολ­λὴ δι­ά­κρι­ση, γιὰ νὰ ξε­χω­ρί­σει τὸν σχι­ζο­φρε­νῆ ἀ­πὸ τὸν δαι­μο­νι­σμέ­νο, δι­ό­τι πολ­λὲς φο­ρὲς οἱ ἐ­ξω­τε­ρι­κὲς ἐκ­δη­λώ­σεις τους ὁ­μοιά­ζουν. Ὁ γέ­ρον­τας Πα­ΐ­σιος ἀ­να­φέ­ρει ὅ­τι τοὺς δι­έ­κρι­νε πα­ρα­τη­ρών­τας τὶς ἀν­τι­δρά­σεις τους, ὅ­ταν, χω­ρὶς νὰ τὸ γνω­ρί­ζουν, τοὺς πρό­σφε­ρε ἁ­για­σμὸ ἢ τοὺς πλη­σί­α­ζε τὸν τί­μιο σταυ­ρὸ ἢ κά­ποι­ο ἅ­γιο λεί­ψα­νο. Σὲ αὐ­τὲς τὶς πε­ρι­πτώ­σεις οἱ ψυ­χο­πα­θεῖς δὲν ἀν­τι­δροῦ­σαν κα­θό­λου, ἐ­νῶ οἱ δαι­μο­νι­σμέ­νοι τα­ρά­ζον­ταν, ἀ­νη­συ­χοῦ­σαν καὶ ἀν­τι­δροῦ­σαν.

Ὅ­ταν ὅ­μως συμ­βεῖ κά­ποι­ος νὰ δαι­μο­νι­σθεῖ καὶ συγ­χρό­νως νὰ χά­σει καὶ τὰ λο­γι­κά του, τό­τε, ὅ­πως προ­α­να­φέρ­θη­κε, δὲν μπο­ρεῖ κά­ποι­ος νὰ τοῦ δώ­σει συμ­βου­λὲς γιὰ με­τά­νοι­α καὶ ἐ­ξο­μο­λό­γη­ση. Σὲ αὐ­τὲς τὶς πε­ρι­πτώ­σεις ἡ θε­ρα­πεί­α μπο­ρεῖ νὰ συμ­βεῖ μό­νο μὲ Θεί­α ἐ­πέμ­βα­ση, κα­τό­πιν προ­σευ­χῶν τῶν ἱ­ε­ρέ­ων καὶ τῶν λοι­πῶν με­λῶν τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, κα­θὼς ἐ­πί­σης καὶ διὰ μέ­σου τῶν προ­σευ­χῶν καὶ πρε­σβει­ῶν τῶν ἁ­γί­ων.

Τέ­λος θὰ πρέ­πει νὰ ὑ­πο­γραμ­μι­σθεῖ ὅ­τι οἱ δαι­μο­νι­σμέ­νοι δὲν εἶ­ναι οἱ ἁ­μαρ­τω­λό­τε­ροι τῶν ἀν­θρώ­πων. Ἀρ­κε­τὲς φο­ρὲς μπο­ρεῖ νὰ βρί­σκον­ται καὶ σὲ κα­λύ­τε­ρη μοῖ­ρα ἀ­πὸ ἄλ­λους ἁ­μαρ­τω­λούς. Ἐν­δει­κτι­κά, ὁ ἀβ­βᾶς Κασ­σια­νὸς γρά­φει ὅ­τι δὲν πρέ­πει νὰ κω­λύ­ον­ται οἱ δαι­μο­νι­σμέ­νοι ἀ­πὸ τὰ Θεῖ­α Μυ­στή­ρια, ἀλ­λὰ αὐ­τοὶ ποὺ θε­λη­μα­τι­κῶς πα­ρα­δί­νον­ται στὰ ἁ­μαρ­τή­μα­τα καὶ συμ­πε­ρι­φέ­ρον­ται σὰν δαί­μο­νες μὲ τὶς ἀ­κά­θαρ­τες πρά­ξεις τους Ἐ­πί­σης, ὁ ἱ­ε­ρὸς Χρυ­σό­στο­μος σὲ μιὰ ὁ­μι­λί­α του, συγ­κρί­νον­τας τὸν φι­λάρ­γυ­ρο μὲ τὸν δαι­μο­νι­σμέ­νο, βρί­σκει κα­τὰ πο­λὺ ἁ­μαρ­τω­λό­τε­ρο τὸν φι­λάρ­γυ­ρο. Ἂν λοι­πὸν ὁ Θε­ὸς ἐ­πι­τρέ­πει σὲ με­ρι­κοὺς ἁ­μαρ­τω­λοὺς νὰ δαι­μο­νί­ζον­ται, τὸ κά­νει γιὰ νὰ συ­νε­τι­σθοῦν οἱ λοι­ποί· νὰ κα­τα­λά­βουν ὅ­τι ὑ­πάρ­χει δι­ά­βο­λος καὶ κό­λα­ση, νὰ φο­βη­θοῦν τὴν ἁ­μαρ­τί­α, νὰ με­τα­νο­ή­σουν καὶ νὰ σω­θοῦν. Πα­ράλ­λη­λα, οἱ δαι­μο­νι­σμέ­νοι συν­τρί­βον­ται, τα­πει­νώ­νον­ται, ξο­φλοῦν τὶς ἁ­μαρ­τί­ες τους, με­τα­νο­οῦν καὶ σώ­ζον­ται.

Ὡς κα­τα­κλεί­δα μπο­ρεῖ νὰ εἰ­πω­θεῖ ὅ­τι μο­λο­νό­τι ὁ Χρι­στὸς κα­τήρ­γη­σε τὴν δύ­να­μη καὶ ἐ­ξου­σί­α τοῦ δι­α­βό­λου, δὲν παύ­ει πο­τὲ νὰ σέ­βε­ται τὴν ἀν­θρώ­πι­νη ἐ­λευ­θε­ρί­α. Αὐ­τὸ ση­μαί­νει ὅ­τι ὁ ἄν­θρω­πος μπο­ρεῖ ὁ­ποι­α­δή­πο­τε στιγ­μὴ ἐν τῇ ἐ­λευ­θε­ρί­ᾳ του νὰ ἀρ­νη­θεῖ καὶ νὰ ἀ­πορ­ρί­ψει τὴν Θεί­α Χά­ρη, καὶ ὡς ἀ­πο­τέ­λε­σμα νὰ κα­τα­στή­σει τὸν ἑ­αυ­τό του ἀ­νί­σχυ­ρο ἐ­νώ­πιον τῶν δαι­μο­νι­κῶν ἐ­νερ­γει­ῶν. Αὐ­τὸ ὅ­μως ποὺ δό­θη­κε ἀ­με­τα­κλή­τως στοὺς ἀν­θρώ­πους μὲ τὴν σταύ­ρω­ση καὶ τὴν ἀ­νά­στα­ση τοῦ Κυ­ρί­ου εἶ­ναι ἡ δυ­να­τό­τη­τα τῆς με­τα­νοί­ας καὶ ἐ­πι­στρο­φῆς. Ὅ­σο καὶ ἂν ἔ­χει κα­τα­στή­σει κά­ποι­ος τὸν ἑ­αυ­τό του ὑ­πο­χεί­ριο τῆς ἁ­μαρ­τί­ας καὶ τοῦ δι­α­βό­λου, μπο­ρεῖ,  κα­τ’ ἀ­να­λο­γί­αν τῆς πί­στε­ως καὶ τῆς με­τα­νοί­ας του, νὰ ἐ­λευ­θε­ρω­θεῖ διὰ μέ­σου τῆς Χά­ρι­τος τῶν μυ­στη­ρί­ων τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας καὶ νὰ κα­τα­τα­χθεῖ μὲ τοὺς υἱ­οὺς τῆς ἐ­λευ­θε­ρί­ας τοῦ Πνεύ­μα­τος τῆς Ζω­ῆς.

Ὁ Ἐδέσσης, Πέλλης καὶ Ἀλμωπίας ΙΩΗΛ

 

 

 

 

 

 

Θα χαρούμε να ακούσουμε τις σκέψεις σας

Αφήστε ένα σχόλιο

Το Ρωμαίικο
Logo

Ραδιόφωνο του Ρωμαίικου