Με πολλή περίσκεψη και συλλογή αποφάσισα να γράψω δυο λόγια για τα όσα περνάμε στις μέρες μας καθώς και για τα δύσκολα που προμηνύονται μελλοντικά. Ήθελα έτσι να δούμε πόσο μερίδιο έχουμε κι εμείς σε όσα μας προέκυψαν. Στον χρόνο που πέρασε πολλοί πόθοι και στόχοι μας δεν πραγματώθηκαν και οι ελπίδες μας χάθηκαν και πετάχτηκαν απ’ τη ζωή μας σαν αποκέρια τσαλακωμένα και σβηστά. Άδειοι από ηθικά φρονήματα από αγάπη και ενδιαφέρον για τον δίπλα μας, γονατίσαμε στα πρώτα χτυπήματα της ζωής που χωρίς μέτρο και φραγμό με σκληρότητα και ασυδοσία διαμορφώσαμε.
Τα περισσότερα απ’ τα όνειρά μας αποδείχτηκαν ψεύτικα και απατηλά. Οι κάθε σκέψεις και ιδέες μας που πετούσαν με αδιαφορία και υπεροψία ψηλά, ταπεινώθηκαν και χαμήλωσαν σαν τα χελιδόνια που χαμοπετούν, όταν νιώθουν τον κίνδυνο και την καταιγίδα να τους έρχεται κοντά.
Μάθαμε να κοιτάζουμε μόνο μπροστά όχι φυσικά για το καλό και την πρόοδο, αλλά πώς θ’ αποχτήσουμε περισσότερα χωρίς να κοιτάζουμε πίσω και να κατανοούμε πως υπάρχουν και χειρότερα. Αυτά συλλογίζομαι και στον νου μου έρχεται η ιστορία με τον παραπονιάρη που σήκωνε τα χέρια του ψηλά και χτυπιόταν αγανακτισμένος κοιτάζοντας προς τον ουρανό. Ξαφνικά ένας άγγελος στάθηκε μπροστά του και τον ρώτησε γιατί παραπονιέται και βρίζει. Παπούτσια είναι αυτά; Αποκρίθηκε εκείνος και του έδειξε τα πόδια του. Για κοίταξε πίσω σου του ξαναείπε ο άγγελος. Κοιτάζει πίσω ο παραπονιάρης και τι να δει. Έναν συνάνθρωπό του με κομμένα και τα δυο του πόδια. Πω…πω..είπε αχταρισμένος. Ας έχω τα ποδαράκια μου κι ας περπατώ ξυπόλητος.
Δυστυχώς αυτή είναι η πραγματικότητα. Δεν καταλάβαμε πως στον κόσμο αυτό είμαστε προσωρινοί, απλοί οδίτες, πεζοί. Δεν βλέπουμε γύρω μας πόσο μεγάλοι και τρανοί, με πλούτο και δόξα και θέσεις μεγάλες έφυγαν από κοντά μας, χωρίς να μπορούν να κάνουν κάτι για να σωθούν. Είναι καιρός να συνέλθουμε. Να διώξουμε από τη ζωή μας την απληστία και την ταμαχιά. Την απελπισία και την απαισιοδοξία που μας καταπλακώνουν όταν δεν μπορούμε ν’ αποχτήσουμε όσα θέλουμε. Ας σηκώνουμε καμιά φορά τα μάτια μας και προς τον ουρανό, με πίστη και ελπίδα, για να νιώσουμε επιτέλους μια ανάσα ζωής, απαλλαγμένης απ’ το άγχος κι απ’ της σύγχρονης κοινωνίας τα βαρητά.
Οι μέρες που μας έρχονται είναι σκληρές και δύσκολες. Ας μην απελπιζόμαστε όμως. Οι ουρανοί που τόσο τους περιφρονήσαμε θ’ ανοίξουν και πάλι με πολλή αγάπη και θ’ ακούσουν με πατρική στοργή τους κρυφοστέναχτους καημούς μας. Δεν θ’ αφήσουν ποτέ αναπάντητα τα πονεμένα βλέμματα των παιδιών που σκελετωμένα απ’ την πείνα και τις στερήσεις, σβήνουν και χάνονται καθημερινά. Εκείνος που τόσο τα αγάπησε και τα κράτησε στο γόνατό Του, θα τ’ αγκαλιάσει και πάλι στοργικά. Θα στείλει απλόχερα την ευλογία και τη βοήθειά Του που σαν αυγινή δροσοσταλιά θα δροσίσει τα ξηραμένα χειλάκια τους και το ψημένο απ’ τον πυρετό μαύρο κορμί. Δεν ξέρω και στενοχωριέμαι μ’ όσα γράφω, μήπως αδικώ και ρίχνω όλο το βάρος σε μια μεριά, γιατί χωρίς αμφισβήτηση υπάρχουν και άλλοι πιο υπεύθυνοι που μας έκαναν τη ζημιά. Αλλά πάλι αναλογίζομαι και παρηγοριέμαι, μήπως η δοκιμασία αυτή μας κάνει καλό.
Ας συνέλθουμε και να νιώσουμε πως η μοναδική θεραπεία δεν είναι τα μέτρα τα οικονομικά και διάφορα άλλα που σε αφθονία παίρνονται, αλλά και κάποια άλλα. Άφθαρτα και αναποτίμητα, που σαν αντιστύλια στηρίζουν και κρατούν όρθια την Ελλάδα μας κι εμείς τα υποτιμήσαμε εγκληματικά.
*Δυτικομακεδονικό ημερολόγιο, 2012, σ. 33