Ἀφετηρία καὶ ἄμεσο κέντρο γιὰ τὴ δράση τοῦ Νεοελληνισμοῦ, ἀληθινὴ αὐτοῦ κυψέλη, ἦσαν οἱ Κοινότητες. Καμμιὰ ἔρευνα ἱστορικοκριτικὴ δὲν ἔχει ὡς τώρα καθορίσει θετικὰ τὴν προέλευσή τους.
Μερικοὶ νομικοὶ καὶ ἱστορικοί, θερμοὶ πατριῶτες ἀπὸ τοὺς παλαιοτέρους, τὶς θέλανε σώνει καὶ καλὰ νὰ κατάγουνται ἀπὸ τὴν ἀρχαία πόλη σὰν ἕνα εἶδος συνέχειας ἢ ἐξέλιξης αὐτῆς. Ἄλλοι, ἐξίσου παλαιοί, ἢ καὶ νεότεροι, ποὺ ἐρευνοῦν τὰ ζητήματα πιὸ πολὺ ἀπὸ τὴ νομική τους ἄποψη, τὶς θεωροῦν πολιτικὸ καὶ διοικητικὸ γέννημα τῶν αἰώνων τῆς δουλείας προσαρμοσμένο στὴν Ὀθωμανικὴ κυριαρχία καὶ τὸ ἐκκλησιαστικὸ κράτος. Μία τρίτη ἀντίληψη, ἡ κοινωνιολογική, ποὺ ἡ δημιουργικὴ πνοὴ ὀλίγων νέων προσπαθεῖ νὰ τὴν ἀπαλλάξει ἀπὸ τὶς γενικότητες τοῦ πατριωτισμοῦ καὶ τὶς στενότητες τοῦ πολιτικοῦ ἢ νομικοῦ ἱστορισμοῦ καὶ ποὺ ξεκινᾶ ἀπὸ τὴν ἀγάπη τῆς ζωντανῆς πραγματικότητας, ἐξηγεῖ τὴν κοινότητα γεωοικονομικά, ὡς μία μορφὴ φυσικὴ ἀγροτοαστικῶν συνεταιρισμῶν ἐργασίας ἢ παραγωγῆς. Ὡστόσο κι αὐτὴ δὲν ἔχει ἀκόμα ἀποκρυσταλλωθεῖ σὲ μία μελέτη συστηματικὴ καὶ ἄρτια.
Πάντως καὶ οἱ τρεῖς ἀντιλήψεις, ὅσο κι ἂν δείχνουν μία μονάχα ὁρισμένη πλευρὰ τοῦ προβλήματος, στὸ σύνολό τους εἶναι ἀρκετὰ διαφωτιστικές. Τὰ δεδομένα τους, συμπληρούμενα ὁλοένα, μᾶς ἐπιτρέπουν, ἂν ὄχι μία εἰκόνα συνθετική, τοὐλάχιστον μερικὲς παρατηρήσεις, ποὺ προάγουν τὸ θέμα μας.
Εἶναι μία διαπίστωση ἱστορική, πὼς στὴν Ἑλληνικὴ Μεσόγειο, τοὐλάχιστον ἀπὸ τὴ Βυζαντινὴ περίοδο καὶ δῶθε, δὲν ἐξέλειπε ποτὲς ὁλότελα ὁ θεσμὸς τῆς κοινοτικῆς αὐτονομίας.
Παράλληλα πρὸς τὴν προϊοῦσα ἐνίσχυση τῶν φυγοκέντρων τάσεων, ποὺ χαρακτηρίζουν τοὺς τελευταίους αἰῶνες τῆς Ρωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας, βάδιζε καὶ ἡ ἀνάπτυξη τῶν κοινοτήτων, ἀκόμα καὶ ὅταν ἄρχισαν νὰ παρακμάζουν οἱ πόλεις καὶ ἡ ἀστικὴ οἰκονομία.
Ἡ ἐξέλιξη αὐτὴ δὲν ἐσταμάτησε οὔτε ἐπὶ τῶν Βυζαντινῶν. Παρὰ τὸ συγκεντρωτικό της πνεῦμα, ἡ βυζαντινὴ γραφειοκρατία δὲν μπόρεσε νὰ συγκρατήσει μέσα στὸ πλαίσιο τῆς καλοοργανωμένης ὑπαλληλικῆς της ἱεραρχίας τοὺς τοπικοὺς παράγοντες τῶν περιφερειῶν.
Ἔτσι βλέπουμε τὸ Βυζάντιο κατὰ τὸ δεύτερο ἥμισυ τοῦ Ε’ αἰῶνα νὰ παραχωρεῖ αὐτονομία καὶ σὲ ἀγροτικὲς κοινότητες καὶ νὰ τὴν ἀνέχεται ὅπου ὑπῆρχε ἀπὸ πρίν. Στὶς ἀρχὲς τοῦ ΣΤ΄ αἰῶνα ἔχουμε στὴν Πάτρα κοινοτάρχες, καὶ κοινότητες, ποὺ ἀμύνονται γενναῖα κατὰ τῆς ἐπιδρομῆς τῶν Σλάβων τῆς Πελοποννήσου καὶ τῶν συμμάχων τους, τῶν Σαρακηνῶν. Καὶ ἡ ἄμυνα τούτη εἶναι χαρακτηριστικὴ καὶ γι᾿ ἄλλες κοινότητες. Ἡ Ἀρμένικη Δυναστεία (867-1057), ἡ γνωστὴ μὲ τ᾿ ὄνομα Μακεδονική, γιατί ὁ ἱδρυτὴς της καταγότανε ἀπὸ τοὺς Ἀρμένηδες τῆς Μακεδονίας, συνεπὴς πρὸς στὸ πνεῦμα τοῦ ἀνατολίτικου δεσποτισμοῦ, ποὺ ἐπέβαλε στὸ Βυζάντιο, ἀκολούθησε συνειδητὰ μία πολιτικὴ ἀντικοινοτική.
Ὁ Λέων ὁ Σοφὸς (886-911) μὲ τὶς Νεαρές του 45 καὶ 47 προσπάθησε νὰ ἐκμηδενίσει καὶ τὰ τελευταῖα λείψανα τῶν κοινοτικῶν ἐλευθεριῶν, ποὺ εἶχαν ἀπομείνει ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τῶν Ρωμαίων, δίχως ὅμως ἀποτέλεσμα θετικό. Ἡ προσπάθειά του ναυάγησε μπροστὰ στὴν ἐπίμονη ἀντίδραση τῶν κοινοτήτων, ποὺ στασιάσανε πολλὲς φορές, γιὰ νὰ διεκδικήσουν τὶς ἐλευθερίες τους.
Περὶ τὰ τέλη τοῦ Θ’ αἰῶνα παρατηροῦμε κάποια ἐνίσχυση τοῦ κοινοτικοῦ θεσμοῦ, καὶ στὶς ἀρχὲς τοῦ Ι’ αἰῶνα, ἐπὶ τῶν ἡμερῶν αὐτοῦ τοῦ ἰδίου Λέοντος, συναντοῦμε γενικὰ βουλευτὲς καὶ ἐλεύθερη ἐκλογὴ κοινοτικῶν ὑπαλλήλων. Ἐπανειλημμένα αὐτοκρατορικὰ χρυσόβουλλα ἐπικυρώνουν τὰ προνόμια τῆς Μονεμβασίας. Μία Νεαρά τοῦ Ρωμανοῦ (922) ἀναφέρει τὴ μητροκωμία ὡς πρωτεύουσα κοινότητας μὲ ξεχωριστὰ προνόμια. Ἄλλη Νεαρά τοῦ Κωνσταντίνου τοῦ Δ΄ Πορφυρογέννητου (947), ἀναγνωρίζει ὁμάδα χωρίων, μ᾿ ἄλλα λόγια τὴν ἀγροτικὴ κοινότητα, ὡς νομικὸ πρόσωπο. Ἡ διοικητικὴ ἀνεπάρκεια τῆς κεντρικῆς ἐξουσίας, ποὺ παρέλυε ὁλοένα καὶ πιὸ πολύ, δημιούργησε ἀπὸ τὸ νομικὸ τοῦτο πρόσωπο τὸ γνωστὸ καὶ στὴν Ἑλληνιστικὴ Ἀνατολὴ καταναγκαστικὸ ὄργανο τῆς κρατικῆς φορολογικῆς πολιτικῆς, ἕνα εἶδος φορολογικῆς καὶ διοικητικῆς μονάδας. Στὸν Ι΄ αἰῶνα ὑπάρχουν φορολογικὲς κοινότητες, ποὺ καθεμιά της, ὡς μονάδα, ἦταν ἀπέναντι τοῦ Δημοσίου ὑπεύθυνη γιὰ τὴν καταβολὴ τῶν φόρων ὅλων τῶν μελῶν της.
Δὲν ξέρουμε θετικά, ἂν οἱ φορολογικὲς αὐτὲς μονάδες, ποὺ ἐπιβαλλότανε ἄνωθεν καὶ ἀνταποκρινότανε σὲ μία ὁρισμένη περίοδο τῆς ἀγροτικῆς πολιτικῆς τοῦ Βυζαντίου, βασιζότανε πάντα καὶ σὲ ἀνάλογη κοινοτικὴ μορφὴ ἐργασίας καὶ παραγωγῆς. Πάντως μποροῦμε νὰ τὸ ὑποθέσουμε αὐτὸ μὲ κάποια βεβαιότητα γιὰ μερικὲς ἀγροτικὲς κοινότητες τοῦ Ι’ αἰῶνα. Εἶναι ὅμως ἀνάγκη νὰ τονίσουμε ξανά, πὼς ἡ σχετικὴ ἔρευνα δὲν εἶναι ἀκόμη ἀρκετὰ προχωρημένη, γιὰ νὰ μᾶς ἐπιτρέπει μίαν ἀνεπιφύλαχτη συνθετικὴ γνώμη. Ἐνδειχτικὴ γιὰ τὴν κοινοτικὴ πρόοδο τῶν ἀστικῶν κέντρων εἶναι ἡ γνωστὴ ἱστορία τῆς κοινότητας Θεσσαλονίκης κατὰ τὸν ΙΔ΄ αἰῶνα.
Ἡ Φραγκοκρατία ἀφῆκε σχεδὸν ἄθιχτο τὸ καθεστὼς αὐτὸ τῶν κοινοτήτων, καὶ κατ᾿ ἀρχὴν τὸ ἀναγνώριζε, ὅπου τὸ συναντοῦσε.
Ἡ Τουρκοκρατία ὄχι μόνο τὸ ἀναγνώρισε μὰ καὶ τὸ διαιώνισε. Μποροῦμε νὰ ποῦμε, πὼς ὑπῆρξε ἕνας σημαντικὸς συντελεστὴς γιὰ τὴν περαιτέρω ἀνάπτυξη καὶ καινούργια διαμόρφωση τοῦ κοινοτισμοῦ.
***
Ὅπως στὴν Ἐκκλησία βρῆκαν ἕνα πολύτιμο Ιnstrumentum Regni, ἔτσι καὶ στὴν Κοινότητα δὲν ἀργήσανε ν᾿ ἀνακαλύψουν οἱ Ὀθωμανοὶ ἕνα χρήσιμο διοικητικὸ πυρῆνα.
Οἱ ὑπόδουλοι Ἕλληνες ζούσανε μέσα στὴν καινούργια ἀπέραντη αὐτοκρατορία ξεχωρισμένοι ἀπὸ τοὺς Ὀθωμανούς, σὰν ξένοι μέσα σὲ ξένους. Εἶχαν βέβαια τὸ ἐξίσου ἀπέραντο Ἐκκλησιαστικό τους Κράτος, ποὺ τοὺς συγκρατοῦσε, τοὺς προστάτευε καὶ τοὺς διοικοῦσε, μὰ ἡ πραγματική, χεροπιαστὴ δική τους Πολιτεία ἦταν ἄλλη, αὐτὴ ποὺ τὴ ζοῦσαν κάθε μέρα καὶ σὲ κάθε περίσταση, ἡ Κοινότητά τους. Αὐτὴ τοὺς κυβερνοῦσε, αὐτὴ κανόνιζε τὶς διαφορές τους καὶ φρόντιζε γιὰ τὰ ἄμεσα συμφέροντά τους, ποὺ ἦσαν φυσικὰ πρῶτ᾿ ἀπ᾿ ὅλα τὰ τοπικά.
Οἱ Ὀθωμανοί, δίχως σοβαρὴ διοικητικὴ παράδοση, καὶ ἀπορροφημένοι ἀπὸ τοὺς συνεχεῖς πολέμους, δὲν μποροῦσαν νὰ σκεφθοῦν, ἢ δὲν πρόφθαναν, νὰ ὀργανώσουν τὴν ἀπαραίτητη γιὰ μία τόσο μεγάλη αὐτοκρατορία διοικητικὴ μηχανή. Εἶχαν λοιπὸν κάθε λόγο ὄχι μόνο νὰ μὴ θίξουν τὴν κοινοτικὴ ὀργάνωση, ποὺ βρῆκαν, μὰ καὶ νὰ τὴν ἐνισχύσουν. Ἱκανότερο καὶ πιὸ δοκιμασμένο ὄργανο γιὰ τὴ διαχείριση τῶν τοπικῶν ὑποθέσεων τῶν ὑποτελῶν τους δὲν μποροῦσαν νὰ φαντασθοῦν.
Ἡ κοινότητα ὡς φορολογικὴ μονάδα ἦταν, θαρρεῖς, φτιασμένη γι᾿ αὐτούς.
Οἱ Ὀθωμανοὶ στὴν ἀρχὴ δὲν ἤξεραν παρὰ μόνο τοὺς ἄμεσους φόρους. Ἀκολουθώντας ἕνα σύστημα γνωστὸ καὶ στὸ Βυζάντιο τῆς παρακμῆς καὶ πολὺ συνηθισμένο στὴν Ἀνατολή, καθορίζανε γιὰ κάθε περιφέρεια ὁμαδικὰ ἕνα ποσὸ καὶ κάνανε τὴν Κοινότητα ὁλόκληρη ὡς νομικὸ πρόσωπο ὑπεύθυνη γιὰ τὴν καταβολὴ αὐτοῦ. Ἡ Κοινότητα πάλι εἶχε τὴν ὑποχρέωση νὰ μοιράσει αὐτὸ τὸ ποσὸ μεταξὺ τῶν μελῶν της, σύμφωνα μὲ τὴ φορολογικὴ ἀντοχὴ τοῦ καθένα, καὶ νὰ τὸ εἰσπράξει στὸν καιρό του. Ἀνάλογη ταχτικὴ τηρούσανε οἱ Ὀθωμανοὶ μία ἐποχὴ καὶ ὅταν βρισκότανε στὴν ἀνάγκη νὰ ἐπιβάλουν σ᾿ ἕνα Ραγιὰ μία οἱαδήποτε ποινὴ καὶ πρὸ πάντων χρηματική. Κάνανε ὁλόκληρη τὴν κοινότητα ὑπεύθυνη γιὰ ὅ,τι ἔπρεπε νὰ ἐπιβαρύνει μονάχα ἕνα ἀπὸ τὰ μέλη της.
Μὲ τέτοιες συνθῆκες ἦσαν ὅλα τὰ μέλη ἀλληλέγγυα ἀπέναντι τῶν Ὀθωμανῶν. Τὸ ἕνας γιὰ ὅλους, ὅλοι γιὰ ἕναν ἤτανε μέσα στὴν Κοινότητα ὄχι μόνο ἀρετὴ καὶ ἰδανικὸ, ὅπου ἔπρεπε νὰ τείνει αὐθόρμητα ὁ καθένας, μὰ προπάντων μία σκληρὴ ἀνάγκη, πού ἐπιβαλλότανε ἀπ᾿ ἔξω. Ὁ ἀπολυταρχισμὸς τῆς ὀθωμανικῆς ἐξουσίας, ἡ ἐλαστικότητα τοῦ Δικαίου της καὶ οἱ αὐθαιρεσίες τῶν ὀργάνων της δίνανε στὶς σχέσεις αὐτὲς τὸ χαρακτήρα μίας κοινῆς κι αἰώνιας τῶν ραγιάδων ἐνοχῆς καὶ ὀφειλῆς, ἀπάνω κάτω σὰν ἐκείνη τοῦ γένους τῶν ἀρνιῶν στὸ λύκο τοῦ παραμυθιοῦ. Ἔτσι, ὄχι μόνον ἡ φτώχεια καὶ ἡ κακία τοῦ ἑνὸς ἀντανακλοῦσε πάνω στοὺς ἄλλους, μὰ κι αὐτὸς ὁ πλοῦτος του, ἡ ἀρετὴ καὶ ἡ Ὀμορφιά του, ἐφόσον προκαλούσανε τὸ φθόνο καὶ τὴν ἐπιβουλὴ τῶν Ὀθωμανῶν, δὲν ἔπαυαν νὰ θεωροῦνται κοινὴ συμφορὰ γιὰ ὅλους.
Ὁλοφάνερο πόσον αὐτοὶ οἱ δεσμοὶ τῆς καταναγκαστικῆς ἀλληλεγγύης ἔχουν συντελέσει στὴν ἀνάπτυξη τοῦ κοινοτισμοῦ. Μολαταῦτα δὲν ἦσαν οὔτε ὁ μόνος, οὔτε ὁ προσδιοριστικὸς παράγων στὴν ἐξέλιξη τῶν κοινοτήτων.
***
Ἐκεῖνο ποὺ ἔχει διαπλάσει τὴν κοινότητα ἤτανε κυρίως ἡ δράση της ἡ πολιτικὴ στὴν εὐρύτερη ἔννοια, πού ἡ ἑλληνικὴ σκέψη δίνει ἀπ᾿ τὰ πιὸ παλιὰ χρόνια σὲ ὅ,τι ὀνομάζει πολιτικό.
Οἱ κοινοτικὲς λειτουργίες δὲν περιοριζότανε στὴν εἴσπραξη τῶν κρατικῶν φόρων καὶ τὴν ἐκτέλεση τῶν κρατικῶν διαταγῶν, ἢ τὴν ἀντιπροσωπεία τῆς κεντρικῆς ἐξουσίας. Ἦσαν πολὺ εὐρύτερες.
Οἱ Προεστοί, Δημογέροντες, Ἐπίτροποι, Κοτζαμπάσηδες, ἢ ὅπως ἀλλοιῶς λεγότανε οἱ κοινοτικοὶ ἄρχοντες, εἶχαν μέσα στὸ κοινοτικὸ πλαίσιο τὸ δικαίωμα νὰ νομοθετοῦν, νὰ ἐπιβάλλουν φόρους καὶ ἀγγαρίες, νὰ συνάπτουν δάνεια, νὰ συντάσσουν καὶ νὰ ἐκτελοῦν τὸν κοινοτικὸ προϋπολογισμό. Εἶχαν δικαιοδοσία διοικητικὴ (δημοσία ἀσφάλεια, ἀγροφυλακὴ) καὶ δικαστικὴ (ἀστικὴ καὶ ποινική, ἐφόσον ὁ δημότης θεωροῦσε ἀρνησιπατρία κάθε ἀναφορὰ σὲ δικαστήρια ἐξωκοινοτικὰ ἢ ὀθωμανικά). Φρόντιζαν γιὰ τὴ θρησκεία καὶ τὴν ἐκπαίδευση καὶ γιὰ τὴ διατήρηση τῶν σχετικῶν ἱδρυμάτων (ἐκκλησιές, κοινοτικὰ σχολειά, διδασκαλεῖα, βιβλιοθῆκες, ἐκτέλεση καὶ συντήρηση δημοσίων ἔργων, κοινοτικὴ καὶ διακοινοτικὴ ὁδοποιΐα, ἀρδευτικὰ ἔργα, ξενῶνες κ.λπ., καὶ γιὰ τὴ Δημόσια ὑγεία, γιατροὶ (κοινοτικὰ φαρμακεῖα, κοινοτικοὶ λουτρῶνες κ.ἄ.) Διευθύνανε τόσο τὴν κοινωνικὴ πρόνοια ὅσο καὶ τὶς διάφορες κοινοτικὲς ἐπιχειρήσεις, ὅπου ὑπῆρχαν. Διοργανώνανε ἐμπορικὲς πανηγύρεις, διαχειριζότανε τὴν κοινοτικὴ περιουσία κ.ἄ., κ.ἄ. Μ᾿ ἕνα λόγο εἶχαν ἀληθινὴ ἐξουσία καί, τὸ χαρακτηριστικό, παίρνανε τὴν ἐξουσία τούτη, τοὐλάχιστο σὲ μερικὲς κοινότητες, ὄχι ἀπὸ τὸ κράτος ἢ τὴν Ἐκκλησία, μὰ κατ᾿ εὐθεῖαν ἀπ᾿ τῆς ἴδιας τῆς Κοινότητας τὰ μέλη, ποὺ τοὺς ἐκλέγανε σὲ Γενικὴ συνέλευση καὶ τοὺς ζητούσανε στὸ τέλος κάθε χρόνου ἀπολογισμὸ τῆς θητείας τους.
Ὑπῆρχαν κοινότητες, ὅπου τὸ δικαίωμα τῆς ἐκλογῆς ἦταν λίγο ἢ πολὺ περιορισμένο, ἄλλες πάλι ὅπου ἔλειπε ὁλότελα καὶ οἱ προεστοὶ διοριζότανε ἄνωθεν ἀπὸ τοὺς Ὀθωμανοὺς ἢ ἐπιβαλλότανε μόνοι τους μὲ τὸν πλοῦτο καὶ τὴ δύναμή τους. Πάντως ὁ κοινοτισμὸς ἤτανε ὑπόθεση ὄχι τῶν ξένων μὰ τῶν αὐτοχθόνων, ποὺ εἴτε ὡς ἐκλέγοντες καὶ ἐκλεγόμενοι, εἴτε ὡς ἐπιβαλλόμενοι, ἦσαν κατ᾿ ἀρχὴν οἱ ἀποκλειστικοὶ φορεῖς τῆς τοπικῆς ἐξουσίας καὶ τῆς πολιτικῆς εὐθύνης, ἦσαν οἱ ἐλέγχοντες καὶ ἐλεγχόμενοι, οἱ κυριότεροι ρυθμιστὲς τῶν κοινοτικῶν ὑποθέσεων.
Ὁ αὐτοχθονισμὸς αὐτός, ποὺ ἔχει τηρηθεῖ σχεδὸν πάντα καὶ ποὺ στένευε τὸν κοινοτικὸν ὁρίζοντα ὑπερβολικά, ἦταν ἕνας λόγος παραπάνω γιὰ νὰ μένει ἡ κοινοτικὴ αὐτοδιοίκηση ριζωμένη βαθιὰ μέσα στὸ ἔδαφος τῆς μικρῆς πατρίδας.
Ὁ κοινοτισμὸς εἶναι παράδοση παλιά, μπορεῖ, ὅπως εἴπαμε καὶ στὴν ἀρχὴ τοῦ κεφαλαίου, νὰ εἶναι παλαιότερος καὶ τοῦ Βυζαντίου. Μπορεῖ ὁρισμένα του στοιχεῖα νὰ προέρχουνται ἀπὸ τὴν κλασσικὴ ἀρχαιότητα καὶ νὰ ἔχουν διασωθεῖ ἐδῶ καὶ ἐκεῖ. Καὶ ὅμως θὰ φυτοζωοῦσε καὶ θὰ χανότανε σὰν ἰδέα γενικὴ ἔξω τόπου καὶ χρόνου, ἢ σὰν θεσμὸς νεκρός, ἂν δὲν ἔσμιγε μὲ τὴν τοπικὴ πραγματικότητα διαφοροποιούμενος ἀπὸ τὴ μία γωνιὰ στὴν ἄλλη, μία ποὺ βρισκότανε μέσα στὴ μικρὴ Ἑλλάδα τῶν μεγάλων γεωοικονομικῶν ἀντιθέσεων.
Ἔτσι ὁ κοινοτισμός, ποὺ βλάστησε αὐθόρμητα ἀνὰ τὸ Πανελλήνιο, παρουσιάζει τὴν ποικιλία ζωῆς, ἐντοπισμένης σὲ διάφορες μικροεστίες αὐτόνομες καὶ σκόρπιες. Ἡ ἔλλειψη μέσων συγκοινωνίας καὶ ὁ προσωπικὸς κι ἀνεπίδεκτος ἑνιαίας λογικῆς πολιτικὸς χαρακτήρας, τόσο τῆς κεντρικῆς ἐξουσίας ὅσο καὶ τῶν ἐπαρχιακῶν της ὀργάνων, ἤτανε φυσικὸ νὰ ἐντείνει τὴν ποικιλία.
***
Ἀπὸ τὸν πολὺ ἐνδιαφέροντα πλοῦτο τῶν κοινοτικῶν παραλλαγῶν δὲν μποροῦμε ν᾿ ἀναφέρουμε ἐδῶ παρὰ ἐλάχιστα, ὅ,τι πάνω κάτω μᾶς βοηθᾶ νὰ καθορίσουμε καλύτερα τὴ φύση τῆς κοινότητας καὶ τὴ σημασία της ὡς παράγοντα στὴν ἐξέλιξη τοῦ Ἔθνους. Καὶ πάλι θὰ περιορισθοῦμε στὴν ἐποχὴ πρὸ τοῦ Εἰκοσιένα, ποὺ γνώρισε ἀληθινὴ κοινοτικὴ ἄνθηση.
Ὑπῆρχαν κοινότητες σὲ ἐπαρχίες Ἑλληνικὲς κι ἄλλες σκόρπιες σὰν νησίδες μέσα σὲ περιφέρειες κατοικούμενες ἀπὸ πληθυσμοὺς ἀλλοεθνεῖς κι ἀλλόθρησκους. Κοινότητες τοῦ Ἐσωτερικοῦ καὶ τοῦ Ἐξωτερικοῦ, στὶς χῶρες τῆς Μεσογείου καὶ μακριὰ στὴ Διασπορά, λ.χ. Ὀδησσό, στὴ Βιέννη ἢ στὴν Τεργέστη. Κοινότητες ἠπειρωτικὲς καὶ νησιώτικες, ὀρεινὲς καὶ πεδινές, γεωργικὲς καὶ κτηνοτροφικές, ὅπως καὶ βιομηχανικὲς ἢ ἐμποροναυτικές, σὲ πόλεις ἢ σὲ χωριά. Ἐπίσης κοινότητες ξεχωριστὲς καὶ κοινότητες ἑνωμένες σὲ ὁμάδες ἢ καὶ πραγματικὲς ὁμοσπονδίες, ὅπως λ.χ. τὰ Μαδεμοχώρια στὴ Χαλκιδικὴ καὶ τὸ Σούλι στὴν Ἤπειρο.
Ὅσον ἀφορᾶ τὴν οἰκονομικὴ ὀργάνωση, ὑπῆρχαν κοινότητες μὲ ἀτομικὴ ἐργασία καὶ παραγωγὴ κι ἄλλες μὲ ὁμαδικὴ καὶ συνεταιρική, ὅπως λ.χ. στὰ περίφημα Ἀμπελάκια τῆς Θεσσαλίας ἢ στὶς Κυδωνίες1, στὴν Ἀργυρούπολη (Γκιουμουσχανὲ) καὶ Νικόπολη (Καρὰ-Χισὰρ) τῆς Μικρασίας.
Ξεχώριζαν ἀκόμα κοινότητες μόνον ἀγροτικὲς ἢ ἀστικές, ὅπως καὶ μικτὲς σὰν τῆς Κέρκυρας.
Μοιραία ἦταν καὶ ἡ ποικιλία ἀπὸ ἄποψη πολιτειακὴ καὶ κοινωνική. Συναντοῦσε κανεὶς κοινότητες καθαρὰ δημοκρατικές, ὅπως στὰ Ψαρά, ἀριστοκρατικὲς ἢ ὀλιγαρχικὲς δημοκρατικές, ὅπως σὲ μερικὲς ἀπὸ τὶς Κυκλάδες ἢ τὰ Ἑπτάνησα, καὶ φεουδαρχικὲς στρατιωτικές, ὅπως λ.χ. στὴ Μάνη, στὸ Σούλι, ἢ στὰ Σφακιά. Ἐπίσης κοινότητες πλουτοκρατικὲς ἢ πατριαρχικές.
Τέτοιες οἱ κοινότητές μας δὲν μποροῦν νὰ ὑπάγουνται στὴν κατηγορία τῶν μεσαιωνικῶν πόλεων ἢ communes τῆς δυτικῆς Εὐρώπης. Δὲν ἦσαν πάντα, ὅπως ἐκεῖνες, ἀπόρροια μίας ἐξελιγμένης ἀστικῆς οἰκονομίας, δὲν ἐγεννήθηκαν ἀποκλειστικὰ ὡς κέντρο τοῦ ἐμπορίου καὶ τῆς βιομηχανίας, ἢ ὡς ἕδρα τῶν διοικητικῶν ἀρχῶν. Μπορούσανε νὰ ἐξελιχθοῦν καὶ σὲ τοῦτο καὶ σὲ κεῖνο, ἀλλὰ ὑστερογενῶς. Ἀρχικὰ ὅμως εἶχαν χαρακτηριστικὰ πολλά, ποὺ θυμίζανε τὴν ἀρχαία πόλη ἢ τὴν ἀρχαία ἀποικία καὶ λίγο τὸ ἑβραίϊκο γκέτο. Ἀκόμα κι ἕνα χωριὸ μὲ πρωτόγονη γεωργικὴ παραγωγὴ μποροῦσε ν᾿ ἀποτελεῖ μία κοινότητα.
***
Ἡ νεοελληνικὴ κοινότητα ἦταν μία ὀργάνωση ὁμοεθνῶν καὶ ὁμόδοξων, ἕνας σύνδεσμος προπαντὸς πολιτικὸς. Ὡς ἄμεση νεοελληνικὴ πολιτεία ἀποτελοῦσε γιὰ τοὺς Νεοέλληνες ἐπὶ ὁλόκληρους αἰῶνες τὴ μόνη πηγαία, καὶ ἀνώτερη μορφὴ πολιτικῆς ζωῆς, τὸ μόνο ἔδαφος γιὰ τὴ φυσικὴ ἀνάπτυξη τῆς πρώτης ἱεραρχίας προσώπων καὶ ἀξιῶν.
Ἡ διοίκησή της ἦταν πολλὲς φορὲς ὀλιγαρχικὴ ἢ αὐταρχική, σὲ μερικὲς μάλιστα περιφέρειες εἶχε καταντήσει τιμάρι ἑνὸς Δεσπότη ἢ μίας οἰκογένειας. Καὶ ὅμως ποτὲ δὲν εἶχε ἐκφυλισθεῖ σὲ βαθμὸ ποὺ νὰ ἐκμηδενίζει τὸ ἄτομο, τὸν πολίτη, ὡς παράγοντα τῆς πολιτικῆς. Ἔμεινε πάντα ἐκτεθειμένη στὸν ἔλεγχο καὶ τὸ φθόνο, στὶς ἐπιθέσεις καὶ στὶς ἐπιβουλές, πολλὲς φορὲς μάλιστα καὶ στὶς ἐπαναστάσεις τούτων ἢ ἐκείνων, ἀπὸ τὰ μέλη τῆς κοινότητας. Ἡ ἀπολυταρχία τῶν Ὀθωμανῶν δὲν ἀνεχότανε, δὲν ἐπέτρεπε οὔτε τὴν ἀνασύσταση τῶν παλαιῶν βυζαντινῶν φεουδαρχιῶν, ποὺ εἶχαν ἐξοντωθεῖ μὲ τὴν Ἅλωση, οὔτε τὴ δημιουργία καινούργιων. Εἶχε βέβαια τούς εὐνοούμενούς της, μὰ τοὺς ἄλλαζε συχνὰ καὶ δὲν τοὺς ἔδινε ποτὲ τὸ κύρος μόνιμης ἐξουσίας, ὅπως θὰ τὸ ἀναπτύξουμε παρακάτω. Ἡ ἰσοπεδωτικὴ τούτη ἐπενέργεια τοῦ Ὀθωμανικοῦ ἀπολυταρχισμοῦ δυνάμωνε τὴ θέση τοῦ ἀτόμου στοὺς ἐνδοκομματικοὺς ἀγῶνες, ὑπέθαλπε κάθε εἶδος ὀχλοκρατίας ἢ αὐταρχίας καὶ διατηροῦσε μία πολιτικὴ κίνηση ὑπερεντατική, δυσανάλογη μὲ τὴ στενότητα τῶν κοινοτικῶν συνόρων καὶ τὴ μικρότητα τῶν κοινοτικῶν συμφερόντων. Καὶ μολαταῦτα ἦταν ἕνας συντελεστὴς γιὰ τὴν ἐξέλιξη τοῦ Κοινοτισμοῦ.
Γιατί ἄφηνε τὴν κοινότητα ὡς τὸν ἀποκλειστικὸ ἄμεσο στίβο, γιὰ τὴ φυσικὴ πάλη τῶν ἀξιῶν, ὡς τὸ μόνο ἔδαφος γιὰ τὴν ἀβίαστη δημιουργία, ἀνάπτυξη κι ἐπιβολὴ κάποιας ἱεραρχίας. Τύποι ἀντιπροσωπευτικοὶ ἀπὸ τὴν ἄποψη τούτη εἶναι ὄχι μόνον οἱ κοτζαμπάσηδες μὰ καὶ οἱ κλέφτες.
Οἱ ἐνδοκομματικοὶ ἀγῶνες δὲν εὐνοούσανε μονάχα τὶς ἀδυναμίες τοῦ νεοελληνικοῦ χαρακτήρα. Ἱκανοὶ νὰ παρασύρουν τὰ πάντα καὶ τοὺς πάντες στὴν αὐτοκαταστροφή, διατηροῦσαν ἄγρυπνο τὸ αἴσθημα τοῦ κοινοῦ κινδύνου καὶ τῆς κοινῆς σωτηρίας, καὶ διαμορφώνανε τὴν κοινότητα σὲ πρωτοκύταρο κρατικό, ἀναγκασμένο νὰ στέκει ὑπεράνω ἀτόμων καὶ ὁμάδων, καὶ ἂν ἀκόμα στηριζότανε πάνω τους, νὰ ἐναρμονίζει τὶς ἀξιώσεις αὐτῶν μὲ τὰ κοινὰ συμφέροντα, μ᾿ ἄλλα λόγια τὶς ἐλευθερίες τους, μὲ κάποια ἀνώτερη ἠθικὴ ἀναγκαιότητα, καὶ νὰ ἐξυπηρετεῖ τὴν ἰδέα τοῦ συνόλου. Ἔτσι ὡριμάσανε στὸ μικρὸ κοινοτικὸ περιβόλι κοντὰ στ᾿ ἄλλα καὶ οἱ πιὸ εὔχυμοι καὶ ὡραῖοι καρποὶ τῆς νεοελληνικῆς ἀλληλεγγύης καὶ ὁμαδικῆς ἐνέργειας.
Ὁ οἰκονομικὸς παράγων, ποὺ μποροῦσε νὰ δώσει στὶς ἐνδοκοινοτικὲς σχέσεις ἕναν τύπο πιὸ ξεκαθαρισμένο, μία ἐξέλιξη πιὸ ὁμαλή, δὲν ἦταν κι αὐτὸς ἐλεύθερος. Μποροῦσε βέβαια νὰ κινεῖται κάπως ἄνετα, μὰ μονάχα κάτω ἀπὸ τὴν ταφόπετρα τοῦ Ὀθωμανικοῦ ἀπολυταρχισμοῦ.
Λευτεριὰ εἶχαν οἱ Ἕλληνες σχετική, μέσα στὰ στενὰ σύνορα τῆς κοινότητας. Κάθε τους αὐθόρμητο ξετύλιγμα οἰκονομικὸ ἢ κοινωνικὸ ἦταν καταδικασμένο νὰ σταματήσει μόλις ἄγγιζε τὴν ταφόπετρα. Πλούσιοι ἢ φτωχοί, δυνατοὶ ἢ ἀδύνατοι, ὅλοι τους ἔπρεπε νὰ ἔχουν πάντα στὸ νοῦ πὼς ἦσαν σκλάβοι.
Σὲ περιφέρειες μιχτές, τοὺς ἦταν ἀπαγορευμένο νὰ βάφουν τὰ σπίτια τους μὲ χρώματα ποὺ τὰ προτιμοῦσαν οἱ Ὀθωμανοί, ἢ νὰ τὰ χτίζουν μὲ πέτρες λεῖες. Δὲν τοὺς ἐπιτρεπότανε νὰ φοροῦν παρὰ μόνο ροῦχα καὶ παπούτσια σκοῦρα ἢ μαῦρα, ποτὲ κόκκινα. Καβάλα σὲ ἄλογο, ποὺ κόστιζε περισσότερα τῶν τεσσάρων δουκάτων, ἦταν ἀσυγχώρητο σκάνδαλο καὶ ἐπιτρεπότανε σὰν ἐξαίρεση μόνο στὸ Δεσπότη καὶ χαριστικὰ κατόπιν ἄδειας στὸ γιατρό.
Ἔξω ἀπὸ τὴν Ἐκκλησιά, τὸ σπίτι καὶ τὶς ἀπρόσιτες στοὺς Ὀθωμανοὺς Ἑλληνικὲς συνοικίες ἔπρεπε νὰ εἶναι πολὺ προσεχτικοὶ καὶ νὰ παρουσιάζουνται πάντα σὰν φτωχοί, ἄθλιοι κι ἀνεπιθύμητοι καὶ νὰ κρύβουν ἀπὸ τὰ ἐπίβουλα μάτια τῶν τυράννων τὸν πλοῦτο τους, τὰ νειᾶτα τους, τὴν ὀμορφιά τους.
Οἱ κοινοτικὲς Ἐκκλησίες, ἂν δὲν ἦσαν προνομιοῦχες, δὲν μποροῦσαν νὰ ἔχουν καμπάνες, ποὺ μὲ τὸν ἦχο τους ἐρεθίζανε τὴν ἀκοὴ τῶν πιστῶν τοῦ Ἀλλάχ. Καινούργιες Ἐκκλησιὲς δὲν ἐχτιζότανε στὸ σημεῖο ὅπου διασταυρωνότανε οἱ ὀπτικὲς ἀκτῖνες, ποὺ ἑνώνανε δύο τζαμιά. Ἀναφέρεται πώς, σὲ μερικὲς κοινότητες στὸ ἐσωτερικό τῆς Μικρασίας, δὲν ἐπιτρεπότανε καμμιὰ κηδεία καὶ κανένα Βάφτισμα δίχως ἄδεια τῆς Ὀθωμανικῆς ἀρχῆς, ἄδεια περίεργη, συνταγμένη σ᾿ ἕνα ὕφος πολὺ ἐξευτελιστικὸ γιὰ τοὺς ὑπόδουλους. Ἔτσι ἦταν φυσικὸ μέσα στὴν κοινότητα ν᾿ ἀναπτύσεται πιὸ πηγαία καὶ πιὸ ἔντονα, ὡς ἀξίωση ἄμεση τῆς ζωῆς, ἡ ἀνάγκη τῆς λευτεριᾶς καὶ ἡ θέληση ποὺ μπόρεσε ν᾿ ἀνατινάξει τὴν ταφόπετρα.
Ἦταν φυσικὸ ἐκεῖ γιὰ πρώτη φορὰ ν᾿ ἀκουσθεῖ τὸ παράπονο: “Μάννα μ᾿ ἐγὼ δὲν κάθομαι νὰ γίνω νοικοκύρης καὶ νἄ ᾿μαι σκλάβος τῶν Τουρκῶν, κοπέλι στοὺς γερόντους”.
Ἡ κοινότητα ἦταν καὶ ἀδελφότητα γιὰ ὅλα της τὰ μέλη, σύμβολο κοινῶν πεπρωμένων.
Ἐξὸν ἀπὸ τὴ Μάνη καὶ μερικὲς ἄλλες, καμμιὰ κοινότητα δὲν εἶχε φρούρια. Μίαν Ἀκρόπολη δὲν μποροῦσαν πιὰ οὔτε νὰ φαντάζουνται οἱ ὑπόδουλοι. Καὶ ὅμως καὶ ἡ τελευταία ἀπόκεντρη Μικρασιατικὴ κοινότητα, ποὺ χανότανε ἀνάμεσα σὲ συμπαγεῖς μουσουλμανικοὺς πληθυσμούς, ἦταν ἕνα φρούριο. Πουθενὰ δὲν εἶχαν οἱ Ἕλληνες τόσην ἀσφάλεια ὅσην ἐκεῖ μέσα. Πουθενὰ δὲν μποροῦσαν ν᾿ ἀμύνουνται μὲ τόση βεβαιότητα ὅσο στὴν κοινότητά τους. Τὰ κοινοτικὰ σύνορα ἦσαν ἀνοιχτὰ καὶ μολαταῦτα ὄχι τόσον εὐκολοπρόσιτα στοὺς Ὀθωμανούς. Σὲ ὄχι λίγες κοινότητες ἦσαν ἀναγκασμένοι οἱ Ὀθωμανοὶ εἰσπράκτορες νὰ μπαίνουν ὁπλισμένοι καὶ μὲ πολλὲς προφυλάξεις. Ἀναφέρονται κοινότητες, ὅπου δὲν ἐπατοῦσε ποδάρι Τούρκου. Ἡ ὁπλοφορία ἦταν ἀπαγορευμένη, καὶ ὅμως δὲν ἔλειπαν ἀπὸ καμμιὰ κοινότητα τὰ κρυμμένα ὅπλα. Μία παλιὰ παράδοση εἶχε καθιερώσει τοὺς γιορτάσιμους τουφεκισμοὺς σὰν μία διαδήλωση, ἢ σὰν ἕνα πατριωτικὸ καθῆκον, καὶ δὲν ἦσαν λίγοι οἱ νέοι καὶ οἱ γέροι, ποὺ κάθε Λαμπρή, παρὰ τὶς ἐπίσημες ἀπαγορεύσεις, φιλοτιμούντανε νὰ μὴν καθυστεροῦν στὴν ἐκπλήρωση τοῦ καθήκοντος τούτου.
Ἡ κοινότητα ἦταν, ὅπως εἴπαμε, ἕνας σύνδεσμος ὄχι μόνο τῶν ὁμοεθνῶν, ἀλλὰ καὶ τῶν ὁμόδοξων. Ὅπως καὶ τὸ ἀρχαῖο ἄστυ, ὄχι μόνο κράτος ἐν κράτει, ἀλλὰ καὶ Ἐκκλησία, εἶχε τὸν ξεχωριστό της προστάτη Ἅγιο, τὸ δικό της τοπικὸ θεό, καὶ γύρω ἀπὸ αὐτὸν συγκέντρωνε τὰ μέλη της, ὅπως τοὺς πιστοὺς μίας κοινῆς λατρείας. Ἡ ὀργανικὴ ἕνωση τῶν δύο τούτων στοιχείων, τοῦ ἀστικοῦ-πολιτικοῦ καὶ τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ-θρησκευτικοῦ, ποὺ ἔχει συντελεσθεῖ μέσα στὸ πρωτοκύτταρο τῆς ἐθνικῆς ζωῆς, ἀποτελεῖ τὸν κυριότερο παράγοντα στὴ ζύμωση, ποὺ ἔχει ἐθνικοποιήσει τὴν Ἐκκλησία.
Ἐνδειχτικὴ καὶ ἡ φυσιογνωμία τοῦ κοινοτικοῦ παπᾶ. Ριζωμένος μέσα στὸ κοινοτικὸ ἔδαφος ὁ παπᾶς, ἀχώριστος ἀπὸ τὰ μέλη τῆς ἀδελφότητας, ζοῦσε μαζί τους τὴ χαρὰ καὶ τὴ λύπη, ἦταν παρὼν στὸ χορὸ καὶ στὸ γλέντι, στὶς ἀποκριὲς καὶ στὴ μασκαράτα. Δὲν ἔλειπε οὔτε ἀπὸ τὸν πόλεμο καὶ τὴν ληστεία. Βαθύτατα λαϊκός, ἂν καὶ ἱερωμένος, ἦταν ἡ ζωντανὴ διάψευση τοῦ πνεύματος καὶ τῶν τύπων κάθε ἀνατολίτικης ὀρθοδοξίας.
Ἀντίθετα πρὸς τὴ Μεγάλη Ἐκκλησία, ποὺ κατ᾿ ἀρχὴν εἶχε τὴν ἀληθινή της πατρίδα ἐν οὐρανοῖς, ἡ μικρὰ Ἐκκλησία, ποὺ ἐταυτίζετο μὲ τὴν κοινότητα, ἦταν ἡ ἴδια ἡ Πατρίδα. Ἡ πρώτη γιὰ νὰ μένει πιστὴ στὴν κυριότερή της ἀποστολή, δὲν εἶχε τὴν ὑποχρέωση ν᾿ ἀρνεῖται τὰ τοῦ Καίσαρος τῷ Καίσαρι καὶ νὰ μὴν παραδέχεται τὴν παραλληλία τῶν συμφερόντων τῆς Ὀθωμανικῆς κυριαρχίας καὶ τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ κράτους. Ἡ δεύτερη γιὰ τὸν ἴδιο λόγο ἔπρεπε νὰ εἶναι οὐσιαστικὰ ἡ ἄρνηση τῆς κυριαρχίας τούτης μέσα στὸ στενὸ κοινοτικὸ πλαίσιο. Εἶχε τὴν προέλευσή της ἀπὸ κάτω καὶ θὰ ἔπαυε νὰ ὑφίσταται, ἂν ἔπαυε νὰ ἐμμένει στὴν ἄρνηση, μ᾿ ἄλλα λόγια ἂν ἔπαυε νὰ στηρίζεται στὴν ἄλλη κυριαρχία, τὴ λαϊκή.
Ἐκείνη εἶχε καθῆκον ἀπέναντι τοῦ θεοῦ καὶ τοῦ Σουλτάνου ν᾿ ἀφοπλίζει τὸ χέρι, ποὺ τούτη ἦταν ὑποχρεωμένη νὰ τὸ ἐξοπλίζει. Γι᾿ αὐτὸ θ᾿ ἀναγκαζότανε ἡ πρώτη, καὶ παρὰ τὴ θέλησή της ἀκόμα, νὰ ἀφορίσει τὴν ἐπανάσταση, ἐνῶ ἡ ἄλλη νὰ τρέφει στοὺς κόλπους της ἀντάρτες κι ἐπαναστάτες2.
***
Ἡ κοινότητα ἔδρασε καὶ ὡς ἑστία πολιτισμοῦ. Ὄχι γιατί μπόρεσε νὰ διατηρήσει τὶς μορφὲς μίας ἀρχαίας πνευματικῆς κληρονομιᾶς. Τίποτε δὲν τῆς ἦταν τόσο ξένο ὅσο ἡ λογία παράδοση τῆς βυζαντινῆς Ἐκκλησίας. Στοὺς μακρούς, ζοφεροὺς αἰῶνες τῆς δουλείας, εἶχε ξεμάθει πολλὲς φορὲς κι αὐτὴν ἀκόμη τὴ γραφὴ κι ἀνάγνωση. Ὅποιος ἤξερε τότε νὰ γράφει ἦταν φαινόμενο καὶ κουβαλοῦσε μαζί του τὸ καλαμάρι του, σημάδι τρανό τῆς ἐξαιρετικῆς του σοφίας, ἀναφέρει ξένος παρατηρητής.
Ἐκεῖνο ποὺ διατηροῦσε ἡ κοινότητα, ἦταν προπάντων τὸ πνεῦμα ἑνὸς οἰκείου πολιτισμοῦ, ἡ φωτεινὴ αὐτοσυνείδηση κι ὄχι τὰ λείψανα τῆς ἀναιμικῆς σοφίας τῶν Βυζαντινῶν. Ἦταν ἡ ζωντανὴ γλῶσσα ἑνὸς νεαροῦ λαοῦ, ποὺ ἀγωνιζότανε νὰ τραβήξει μπρός, κι ὄχι ἡ τεχνητὴ γραφομένη θλιβερῶν λογίων, ἀρρωστημένων ἢ γερασμένων πνευματικά, ποὺ δυσκολευότανε πιὰ νὰ ζήσουν αὐθόρμητα. Τὸ ἀντίθετο ἑνὸς κουρασμένου ἐγκεφαλισμοῦ, ἦταν ἡ ἔμφυτη σὲ κάθε ἄνθρωπο κι ὄχι μόνο στὸν ἀπόγονο ἱκανότητα νὰ αἰσθάνεται φυσικὰ καὶ νὰ σκέφτεται λεύθερα.
Ἡ κοινότητα δὲν ὑπῆρξε μουσεῖο παλιῶν ἀξιῶν, μὰ ἔδαφος ποὺ παράγει καινούργιες. Τὰ Δημοτικὰ τραγούδια καὶ ἡ ἄλλη λαϊκὴ τέχνη, ἀπὸ τὴν ἀρχιτεκτονικὴ ἑνὸς ἀρχοντικοῦ σπιτιοῦ, ἑνὸς φτωχοῦ ἔπιπλου δίχως ἀξιώσεις, εἶναι ἐκδηλώσεις ζωῆς κοινοτικῆς ἢ διακοινοτικῆς κι ἔχουν τὴ σημασία τους, ὄχι γιατί περιέχουν στοιχεῖα ἀρχαϊκά, μὰ γιατί ἀποτελοῦνε τὴν ἀνώτερη αὐθόρμητη ἔκφραση τῆς πραγματικῆς ζωῆς τῶν ἀνθρώπων ὁρισμένου τόπου καὶ χρόνου καὶ μποροῦν, γι᾿ αὐτὸν ἴσα-ἴσα τὸ λόγο, νὰ μιλοῦν κι ἔξω τόπου καὶ χρόνου, παντοῦ ὅπου ὑπάρχει πηγαῖο ἐνδιαφέρον γιὰ τὸν ἄνθρωπο γενικά.
Ὅσο γιὰ τ᾿ ἀρχαϊκὰ στοιχεῖα, εἴτε Βυζαντινὰ, εἴτε καὶ παλαιότερα Ἑλληνικά, ποὺ φυσικὰ θὰ ὑπάρχουν μαζὶ μ᾿ ἄλλα στὴ λαϊκὴ τέχνη, δὲν ἔχουν σχέση μὲ τὶς ἐπιφανειακὲς ἀρχαϊστικὲς προσπάθειες ἀπ᾿ ἔξω, εἶναι ζωντανά, δηλαδὴ μετουσιωμένα μέσα στὸ καινούργιο ἀπὸ τὴν ἴδια τὴ ζωή, ποὺ δὲν μποροῦμε νὰ τὴ συλλάβουμε δίχως τὸ νόμο τῆς συνέχειας τοῦ χθεσινοῦ μέσα στ᾿ αὐριανό.
Ἔτσι καὶ ἡ πίστη στὴν ἀρχαία καταγωγὴ τῆς φυλῆς, ἦταν μέσα στὴν Κοινότητα πηγαία, ριζωμένη στὸν κοινοτικὸ αὐτοχθονισμὸ κι ὄχι συνέπεια τῆς ἀρχαιομανίας, ποὺ εἶχε κυριέψει σὲ ὁρισμένες ἐποχὲς τὶς ἰθύνουσες τάξεις. Ἦταν ἡ χαρακτηριστική, σὲ κάθε νεαρὸ λαό, αὐτοσυνείδηση τῆς αἰωνιότητάς του, μία ἠθικὴ δύναμη, ζωντανὴ καὶ δημιουργική. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἡ ἐκπολιτιστικὴ καὶ ἐξελληνιστικὴ της ἐπίδραση ἐπὶ τῶν ἀλλογλώσσων καὶ ἀλλοφύλων, ποὺ ἡ ἱστορικὴ ἐξέλιξη τοὺς ἔφερε καὶ τοὺς ἐγκατέστησε στὶς Ἑλληνικὲς χῶρες.
***
Ἀλλὰ ὁ πολιτικὸς αὐτὸς μικρόκοσμος ἦταν τοπικὸς καὶ ζοῦσε ἀπομονωμένα.
Οἱ κοινότητες, σκόρπιες καὶ διαφοροποιημένες ἀπὸ τὶς γεωοικονομικὲς ἀντιθέσεις τῶν Ἑλληνικῶν χωρῶν, ἦσαν ἀπὸ γενικότερη ἄποψη πυρῆνες ζωντανοί, μὰ κι ἀσύνταχτοι. Κι ἔτσι εὐνοήσανε ὑπερβολικὰ τὴν ἀνάπτυξη τοῦ κοινωνικοῦ καὶ πολιτικοῦ ἀτομικισμοῦ καὶ τοπικισμοῦ τῶν Νεοελλήνων. Ἐξαίρεση μποροῦσαν νὰ κάνουν μερικὲς κοινοτικὲς ὁμοσπονδίες καὶ ξεχωριστὰ ἡ Πελοπόννησος, ποὺ ἦταν περισσότερο ἑνωμένη καὶ διατηροῦσε καὶ δική της πρεσβεία στὴν Πόλη, μὰ καὶ τοῦτες εἶχαν χαρακτήρα προπαντὸς τοπικό. Τὸ παρδαλὸ πλῆθος τῶν μικρῶν, ἐφήμερων ἢ κληρονομικῶν ὀλιγαρχιῶν, ποὺ εἶχαν ἀναπτυχθεῖ κι ἐξελιχθεῖ μέσα στὰ κοινοτικὰ σύνορα, ἦταν ὀργανικὰ ἀκατάλληλο κι ἀνίκανο ν᾿ ἀντιμετωπίσει καὶ νὰ ἐξυπηρετήσει συμφέροντα διακοινοτικὰ καὶ πολὺ λιγότερο πανελλήνια. Ἐκεῖνο ποὺ ἔλειπε ἀπὸ τὶς κοινότητες ἦταν ἡ ἀμφικτυονία ἡ πανελλήνια, ἢ τὸ μεγάλο ἑνιαῖο κράτος.
Καὶ τὴν ἀποστολὴ τούτη ἀνάλαβε ἡ Ἐκκλησία, ποὺ διατηροῦσε μαζὶ μὲ τὸ δεσποτισμὸ τῆς Ἀνατολῆς καὶ κάτι ἀπὸ τὴν κρατικὴ παράδοση τῆς Ρώμης. Μὲ τὴν ὀργάνωσή της, ποὺ σὰν ἕνα δίκτυο τεράστιο περιέσφιγγε ὁλόκληρη τὴν αὐτοκρατορία, ἕνωνε τὶς κοινότητες ὅλες σ᾿ ἕνα στέρεο σύνολο καὶ γένηκε φορέας κι ἐνσαρκωτὴς τῆς ἰδέας ἑνὸς ἑνιαίου πανελλήνιου κράτους.
Ἐννοεῖται πὼς μία τέτοια ἕνωση δὲν ἦταν ὀργανική. Ἡ ὑποταγὴ τῶν κοινοτήτων στὸ ἐκκλησιαστικὸ κράτος ἔμεινεν ἐξωτερική, σταμάτησε μπροστὰ στὴ δικαιοδοσία τῆς κοινοτικῆς αὐτονομίας. Καὶ τέτοια ὅμως ἡ ἕνωση τούτη, μπόρεσε ν᾿ ἀποτελέσει τὸ ἀντίρροπο κατὰ τοῦ φαινομένου, ποὺ τὸ ὀνομάσαμε ἐξελληνισμὸ καὶ ἐξεθνισμὸ τῆς Ἐκκλησίας.
Τὸ ἐκκλησιαστικὸ κράτος ἔκανε δύσκολη τὴν ὁμαλὴ ἐσωτερικὴ ἀνάπτυξη τοῦ κοινοτικοῦ θεσμοῦ. Γιατί δὲν μποροῦσε νὰ εὐνοήσει καὶ πολὺ λιγότερο ν᾿ ἀκολουθήσει παντοῦ τὸ λαϊκὸ ἢ δημοκρατικὸ πνεῦμα, ποὺ εἶναι ἡ βάση τοῦ κοινοτισμοῦ, κι ἀναγκάσθηκε ἐξωθούμενη ἀπὸ τὴ φύση τῶν πραγμάτων νὰ τὸ πολεμήσει, ὅπως πολέμησε ὡς ἐπαναστατικὴ καὶ κάθε πνευματικὴ ἀφύπνιση, ποὺ φανερώθηκε μέσα στὶς κοινότητες. Ἦταν ἀνάγκη ἐσωτερική τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ κράτους νὰ ἐπιβάλει στὶς κοινότητες ὡς ἀποκλειστικὸ μορφωτικὸ ἰδανικὸ τὸ ἀνατολίτικο ἀπολυταρχικὸ πνεῦμα τοῦ Βυζαντίου καὶ νὰ εὐνοήσει μεροληπτικὰ τὴν ἐξουσία ἐκείνων τῶν κοινοτικῶν ὀλιγαρχιῶν, ποὺ στηριζότανε περισσότερο στὴν εὔνοια τῶν Ὀθωμανῶν παρά, στὴν ἐμπιστοσύνη τῶν μελῶν τῆς κοινότητας. Μόνον ἡ κληρονομικότητα τῶν κοινοτικῶν ὀλιγαρχιῶν καὶ ὁ ἐκφεουδαλισμὸς τῶν κοινοτήτων ἀποτελοῦσαν ἐγγύηση γιὰ τὴν παγίωση τοῦ κύρους τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ κράτους μέσα στὴν κοινότητα. Μὰ ἡ κληρονομικότητα τούτη, ἀκόμα κι ἐκεῖ ποὺ ἦταν ἀπόρροια οἰκονομικῶν ἢ ἄλλων αὐτόνομων φαινομένων, γινότανε ἀδύνατη ἂν δὲν τὴν εὐνοοῦσε καὶ τὴν καθιέρωνε ἡ Ὀθωμανικὴ ἐξουσία. Κι ἀπ᾿ ἐδῶ προερχότανε ἄλλη παραλληλία ἢ ταυτότητα συμφερόντων μεταξὺ τῶν κοινοτικῶν ὀλιγαρχιῶν, τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ κράτους καὶ τῆς Ὀθωμανικῆς κυριαρχίας. Ἡ Ἐκκλησία γινότανε φορέας καὶ κήρυκας νομιμοφροσύνης ἀπέναντι τῶν Ὀθωμανῶν ἀκόμα καὶ μέσα στὴν κοινότητα, ποὺ ἦταν οὐσιαστικὰ ἄρνηση τῆς ξένης κυριαρχίας. Ἔτσι ἔχει συντελέσει ὄχι λίγο στὴν ἀνάλογη ἀλλοίωση τῶν κοινοτικῶν πολιτειῶν.
Καὶ τέτοιος ὁ ἐκκλησιαστικὸς συγκεντρωτισμὸς ἔχει ἐπιδράσει πολὺ μορφωτικὰ ἐπὶ τῶν Νεοελλήνων, πού ἦσαν θεο-φτωχοὶ σὲ ζωντανὲς παραστάσεις Κράτους. Ὑπῆρξε ὁ συντελεστὴς στὴ δημιουργία, διάδοση κι ἐπιβολὴ τῆς ἰδέας ἑνὸς ἑνιαίου νεοελληνικοῦ κράτους. Γένηκε ὅμως καὶ πρόξενος ἐπιπλοκῶν μὲ ἀνυπολόγιστες συνέπειες.
*
Ἡ Ἐκκλησία, προσκολλημένη στὸ χριστιανικὸ ἰδανικό τοῦ Μεσαίωνα, δὲν μπόρεσε ποτὲ νὰ χειραφετηθεῖ ὁλότελα ἀπὸ τὴν παράδοση καὶ τὶς μορφὲς τοῦ ἀνεθνικοῦ Ὀρθόδοξου κράτους τοῦ Βυζαντίου καὶ δημιούργησε μία σύγχυση ποὺ δὲν ἐπέτρεψε τὴν ὁμαλὴ γεωγραφικὴ διατύπωση κι ἐδαφικὴ διαμόρφωση ἑνὸς ἐθνικοῦ Κράτους βασισμένου ἀποκλειστικὰ στὴ νεοελληνικὴ πραγματικότητα.
Ἴσαμε τὰ τελευταῖα χρόνια μείνανε τὸ ἐκκλησιαστικὸ κράτος καὶ τὸ νεοελληνικὸ κρατικὸ ἰδανικό, κι ἀπὸ ἄποψη γεωγραφική, ἀξεχώριστα δεμένα τὸ ἕνα μὲ τ᾿ ἄλλο. Ἡ Μεγάλη Ἰδέα, ὡς σύμβολο τοῦ ἀγῶνα γιὰ τὴν ἀπελευθέρωση κι ἕνωση ὅλων τῶν ὑποδούλων σέ κράτος, δὲν ἦταν μόνο φυσικὴ ἀπόρροια τοῦ ἐθνικοῦ κινήματος, ὅπως τὸ ἐπόθησε καὶ τὸ ἔζησε ἡ γενεὰ τοῦ Γεμιστοῦ καὶ τὸ ἔχει διαπλάσει ἡ οἰκονομικὴ καὶ πνευματικὴ ἐξέλιξη ἀπὸ τὸν ΙΖ’ αἰῶνα καὶ δῶθε, μὰ καὶ ἀνάγκη ἐπιταχτική τῆς γεωοικονομίας τῶν νεοελληνικῶν χωρῶν. Καὶ ὅμως ἡ διατύπωση αὐτῆς, ἡ γεωγραφική, ἦταν προπαντὸς ἔργο τῆς Ἐκκλησίας, καὶ τὰ σύνορα τῆς Ἐκκλησίας ξαπλωνότανε πέρα ἀπὸ τὴν Ἑλληνικὴ Μεσόγειο κι ἀγκαλιάζανε χῶρες ποὺ ἀποτελοῦσαν τὸ ἄμεσο περιβάλλον τῆς ζωῆς ξένων ἐθνῶν.
Τὸ ἔδαφος τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ κράτους δὲν ἐταυτίζετο μὲ τὸ ἔδαφος τοῦ ἐθνικοῦ. Ὁ ἰμπεριαλισμὸς τοῦ πρώτου ἀξιοῦσε μία ἐξάπλωση δυσανάλογη μὲ τὶς ἀνάγκες ἀκόμα καὶ τοῦ πιὸ ἀχαλίνωτου ἰμπεριαλισμοῦ τοῦ δευτέρου. Ἀνεθνικὸς ἐκεῖνος ἀπὸ καταγωγή, μποροῦσε νὰ προχωρεῖ ἀδιαφορώντας γιὰ τὸν ἐξελληνισμὸ τῶν περιφερειῶν, ὅπου ἐξουσίαζε, ἐνῶ, ἐθνικὸς αὐτός, ἔνοιωθε πὼς ἀργὰ ἢ γρήγορα θὰ κινδυνέψει, ἂν τὸν ἀκολουθοῦσε σὲ περιφέρειες ποὺ θὰ τοῦ ἦταν ἀδύνατο νὰ τὶς ἀφομοιώσει ἐθνικὰ κι ὅπου θὰ καταντοῦσε μία μέρα ἁπλὴ Διασπορά.
Οἱ πολυμέτωποι κι ἀτελείωτοι ἀγῶνες τῆς Ἐκκλησίας, γιὰ νὰ παρεμποδίσει τὴ δημιουργία Ἐθνικῶν Ἐκκλησιῶν μέσα στὴν περιοχὴ τοῦ δικοῦ της κράτους, ἐθεωρήθηκαν σχεδὸν πάντα ἐθνικοὶ ἑλληνικοὶ κι ἔχουν διεξαχθεῖ ὅλοι δίχως ἐξαίρεση μὲ θυσία ἐθνικῶν δυνάμεων. Καὶ ὅμως δὲν ἦταν γιὰ τὸ Ἔθνος τὸ ἴδιο, ἂν οἱ ἀγῶνες αὐτοί, δικαιολογημένοι πάντα ἀπὸ τὶς ὀργανικὲς ἀνάγκες τῆς Ἐκκλησίας, στρεφότανε ἐναντίον τῶν Ἐξαρχικῶν3 πού ἐπιβουλευότανε στὴ Μακεδονία καὶ στὴ Θράκη ἄμεσα ἐθνικὰ συμφέροντα, ἢ ἐναντίον τῶν Ἀραβοφώνων στὴν Ἀντιόχεια καὶ τὰ Ἱεροσόλυμα, ποὺ κεῖνται ἔξω τῆς ἐθνικῆς ζώνης καὶ ἀποτελοῦν ἀπὸ ἄποψη ἐθνικὴ μονάχα ἱστορικὲς καὶ πολὺ σπάνια σύγχρονες ἑστίες διασπορᾶς.
Νὰ, γιατί καὶ τὸ μπέρδεμα στὰ συμφέροντα Ἐκκλησίας καὶ Ἔθνους κι ὁ περίπλοκος γεμᾶτος ἀντιθέσεις χαρακτήρας τῶν σχετικῶν ζητημάτων. Νὰ, γιατί τὸ χάος κι ἡ σύγχυση, ποὺ ἔφερε στὴ διατύπωση ἐθνικῶν ἰδανικῶν καὶ διεκδικήσεων ἡ ἀνεθνικὴ παράδοση. Νὰ, γιατί οἱ ἐξαιρετικὲς δυσκολίες, ποὺ ἔχει συναντήσει τὸ νεοελληνικὸ ἐθνικὸ κράτος στὴ διαμόρφωση καὶ παγίωσή του.
Ὄχι μόνο πνευματικά, μὰ καὶ πολιτικά, μεγάλωσε καὶ ἐξελίχθηκε τὸ ἔθνος περιορισμένο μέσα στὶς φόρμες τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ κράτους. Κι αὐτὸ εἶναι τὸ φαινόμενο ποὺ ὀνομάζουμε ἐκθεοκρατισμὸ κι ἐξανατολισμὸ τοῦ ἔθνους καὶ πού, μαζὶ μὲ τὸ ἀντίρροπό του, τὸν ἐξελληνισμὸ καὶ ἐξεθνισμὸ τῆς Ἐκκλησίας κάνουν τὸν Νεολληνισμὸ νὰ ταλαντεύεται ὁλόκληρους αἰῶνες τώρα μεταξὺ δύο κόσμων καὶ νὰ μετέχει λίγο πολὺ καὶ τῶν δύο, ἀνίκανος ἀκόμη νὰ δημουργήσει ὁμαλὰ δικό του ἑνιαῖο πολιτισμό.
Δημοσθένης Δανιηλίδης, Δημοδιολόγος-Κοινωνιολόγος
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
- Στὰ τουρκικὰ Ἀϊβαλὶ (Ayalik=κυδώνι). (Σ.τ.ε).
- Νομίζω ὅτι στὸ σημεῖο αὐτὸ ὁ Δανιηλίδης δίνει μία ἐξήγηση τῆς στάσεως ποὺ ἐτήρησε ὁ μαρτυρικὸς Πατριάρχης Γρηγόριος ὁ Ε΄ (1745-1821), μολονότι μυημένος στὴ Φιλικὴ Ἑταιρεία, ἀπέναντι στὴν Ἐπανάσταση ποὺ ὀργάνωσε ἡ Ἑταιρεία στὴ Μολδοβλαχία. (Σ.τ.ε).
- Οἱ Βούλγαροι πολλὰ χρόνια πρὶν ἱδρυθεῖ τὸ κράτος τους (1908), εἶχαν ἀποσχισθεῖ ἐκκλησιαστικὰ ἀπὸ τὸ Πατριαρχεῖο Κωνσταντινουπόλεως (τὸ ὁποῖο τὸ 1872 τοὺς κήρυξε σχισματικοὺς) καὶ τοποθέτησαν ἀρχικὰ στὴν Πόλη Ἔξαρχο. Ἀργότερα ἵδρυσαν δικό τους Πατριαρχεῖο. Τὸ 1872 ἐπίσης τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο κατεδίκασε τὸν ἐθνοφυλετισμό. (Σ.τ.ε.).
Περιοδικό Ἄρδην τ. 48, 2004.