Το 1978 όταν έγιναν οι μεγάλοι σεισμοί στη Θεσσαλονίκη και έπεσαν οι πολυκατοικίες και σκοτώθηκε κόσμος, αν θυμάστε, εγώ ήμουν τότε φοιτητής και έτυχε να είχε έρθει ο πατήρ Παΐσιος στη Σουρωτή, στο μοναστήρι αυτό στο οποίο ετάφη.
Και πήγα την προηγούμενη μέρα και τον είδα και του λέω: “Γέροντα, γίνονται συνέχεια σεισμοί”. Γινόντουσαν μέχρι 1.500 σεισμοί την ημέρα. Φανταστείτε τι γινόταν. Έφτασε να έχει 1.500 σεισμικές δονήσεις το εικοσιτετράωρο. Κάθε λίγο κουνιόταν όλη η πόλη. Και όχι για μια μέρα, επί πέντε-έξι μήνες γινόντουσαν αυτά τα πράγματα.
Ο πατήρ Παΐσιος είχε κατέβει τότε στη Θεσσαλονίκη -και πιστεύω ότι κατέβηκε διότι ο Θεός τον φώτισε να κατέβει γιατί ο κόσμος ήταν πολύ τρομαγμένος- και έτρεχαν όλοι να τον δουν. Πήγα και εγώ και του λέω: “Γέροντα, πολλοί σεισμοί. Δεν μπορούμε ούτε να διαβάσουμε ούτε τίποτα”. Και πράγματι είχαμε κατατρομάξει. Λέω: “Τι θα γίνει; θα σταματήσουν οι σεισμοί;” Μου λέει: “Να προσεύχεσαι να λυπηθεί ο Θεός τον κόσμο. Και τα μικρά παιδιά να προσεύχονται. Αν προσεύχονται και τα μικρά παιδιά ο Θεός θα βοηθήσει. Και μη φοβάσαι, μου λέει, ο Θεός θα τα οικονομήσει τα πράγματα”. Αλλά ήταν πολύ λυπημένος και λέει: “Ακόμα δεν τελειώσαμε, έχουμε ακόμα μπρος μας..”
Και το ίδιο βράδυ εκείνο έγινε ο μεγάλος σεισμός και έπεσαν οι πολυκατοικίες και σκοτώθηκε ο κόσμος. Παρά πολύς κόσμος. Την επόμενη μέρα κατατρομαγμένοι όλοι μας τρέξαμε στην ύπαιθρο και εμείς που να πάμε, πήγαμε στο μοναστήρι. Ήταν Ιούνιος, ήταν πολύς κόσμος στο μοναστήρι ίσως και 500 άτομα. Τότε γύρω-γύρω από το μοναστήρι ήταν χωράφια.
Όταν είδαμε τον Γέροντα τού λέμε έγινε σεισμός μεγάλος κλπ. Λέει: “Μη φοβάστε!” Μου λέει εμένα: “Τι φοβάσαι; όταν ήσουνα μικρός εσύ, δεν σε κουνούσε η μάνα σου στην κούνια; ε, τώρα που μας κουνάει ο Θεός, φοβάσαι; Δεν είναι τίποτα”. Έλεγε στον κόσμο έτσι για να τον ενθαρρύνει. Αλλά ξαφνικά ενώ εκείνος ήταν στο κελλάκι του και δεν δεχόταν κανέναν, προσευχόταν, πήρε φωτιά η περιοχή γύρω. Άρπαξαν τα χωράφια που ήταν σιτηρά φωτιά, και κύκλωσε η φωτιά το μοναστήρι. Εν τω μεταξύ που να έρθει η πυροσβεστική εκεί, ήταν αδύνατο. Διότι έτρεχαν όλοι κάτω στη Θεσσαλονίκη αφού έσπασαν όλες οι βιτρίνες, έπεσαν πολυκατοικίες, παγιδεύτηκε κόσμος στο ασανσέρ. Παντού γινόταν χαλασμός Κυρίου! Άναψε η φωτιά γύρω-γύρω από το μοναστήρι και ερχόταν προς τα πάνω μας. Όλος ο κόσμος κατατρόμαξε διότι έτσι όπως πηγαίναν τα πράγματα και με τον αέρα που φυσούσε, σε 5-10 λεπτά θα καιγόταν και το μοναστήρι και εμείς όλοι. Μας κύκλωσε η φωτιά. Τρέξανε όλοι στον πατέρα Παΐσιο και του λένε: “Γέροντα, θα καούμε εδώ! Πήρε φωτιά!” Στην αρχή δεν δώσαμε σημασία αλλά μετά που είδαμε ότι μας έζωσε η φωτιά ήταν αδύνατο να φύγουμε, πού να πάμε.. Τότε λέει ο πατήρ Παΐσιος: “Μην στεναχωριέστε! Θα βάλουμε το Χατζηεφεντή να τη σβήσει!” Δηλαδή τον Άγιο Αρσένιο στα χωριά τους τον έλεγαν Χατζηεφεντή δηλαδή Χατζή-εφέντη. Ξέρετε οι Πόντιοι αυτοί οι Μικρασιάτες επειδή πήγε στα Ιεροσόλυμα τον έλεγαν “Χατζή” και επειδή ήταν και ιερέας τον έλεγαν “εφέντη” και τον λέγαν Χατζηεφέντη.
Και έβγαλε τα λείψανα του Οσίου Αρσενίου, την τίμια κάρα, και έτσι από ψηλά εκεί που ήταν σταύρωσε τα τέσσερα σημεία του ορίζοντος και σε 10 λεπτά, το πολύ 10 λεπτά, φύσηξε ο άνεμος αντίθετα και έσβησε μόνη της η φωτιά μπροστά στα μάτια μας χωρίς να χρειαστεί ούτε πυροσβεστική ούτε τίποτα! Τέτοια θαύματα από τον Άγιο Αρσένιο πάμπολλα.
π. Αθανάσιος, Μητρ. Λεμεσού