Δίνω, μετά δέους, το πρωτότυπο κείμενο των σημερινών “Ευχών της γονυκλισίας” με παράλληλη εξήγηση (για όσους την χρειάζονται). Εγώ ένιωσα σε μερικά σημεία πρωτόγνωρα, όταν αναγκάστηκα να γράψω την νεοελληνική απόδοση, όχι γιατί η μετάφρασή μου είναι τάχα αξιόλογη, αλλά γιατί μόνο αν προσπαθήσεις να μεταφράσεις, συνειδητοποιείς πόσο λίγο… ένιωθες τι διάβαζες μέχρι τώρα!
(Στο αρχείο μου η απόδοση είναι με κόκκινο χρώμα. Επειδή δεν μπόρεσα να μεταφέρω αυτή την χρωματική διάκριση, πρόσθεσα στην αρχή κάθε σειρά της μετάφρασης το σύμβολο || ).
Α΄ ΓΟΝΥΚΛΙΣΙΑ:
Ἄχραντε, ἀμίαντε, ἄναρχε, ἀόρατε, ἀκατάληπτε, ἀνεξιχνίαστε,
|| Άχραντε = αμίαντε, που δεν έχεις αρχή, ἀόρατε, ἀκατάληπτε, ανεξερεύνητε,
ἀναλλοίωτε, ἀνυπέρβλητε, ἀμέτρητε, ἀνεξίκακε Κύριε•
|| εσύ που μένεις αναλλοίωτος, αξεπέραστε, άπειρε, εσύ που δεν κρατάς κακία,
ὁ μόνος ἔχων ἀθανασίαν, φῶς οἰκῶν ἀπρόσιτον•
|| εσύ που είσαι ο μόνος αθάνατος, που κατοικείς μέσα σε απρόσιτο φώς,
ὁ ποιήσας τὸν οὐρανόν, καὶ τὴν γῆν, καὶ τὴν θάλασσαν,
|| εσύ που δημιούργησες τὸν οὐρανό καὶ τὴν γῆ καὶ τὴν θάλασσα,
καὶ πάντα τὰ δημιουργηθέντα ἐν αὐτοῖς•
|| και όλα τα δημιουργήματα όσα υπάρχουν μέσα σ’ αυτά,
ὁ πρὸ τοῦ αἰτεῖσθαι τοῖς πᾶσι τὰς αἰτήσεις παρέχων•
|| Εσύ που παρέχεις ό,τι σου ζητούν, προτού ακόμη σου το ζητήσουν,
Σοῦ δεόμεθα, καὶ σὲ παρακαλοῦμεν, Δέσποτα φιλάνθρωπε,
|| Εσένα ικετεύουμε και παρακαλούμε, φιλάνθρωπε Κύριε,
τὸν Πατέρα τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ, καὶ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ,
|| εσένα τον Πατέρα του Κυρίου και Θεού και σωτήρα μας του Ιησού Χριστού,
*(η α΄ ευχή απευθύνεται προς τον Πατέρα)
τοῦ δι’ ἡμᾶς τοὺς ἀνθρώπους καὶ διὰ τὴν ἡμετέραν σωτηρίαν
|| ο οποίος (Ιησούς Χριστός) για χάρη μας και για τη σωτηρία μας
κατελθόντος ἐκ τῶν οὐρανῶν,
|| κατέβηκε από τον ουρανό (από το ύψος της δόξης του)
καὶ σαρκωθέντος ἐκ Πνεύματος ἁγίου καὶ Μαρίας
|| και πήρε σάρκα με την μεσολάβηση του Αγ. Πνεύματος από την Μαρία
τῆς ἀειπαρθένου, καὶ ἐνδόξου, Θεοτόκου•
|| την για-πάντοτε-παρθένο, την δοξασμένη, την Θεοτόκο,
ὃς πρότερον μὲν λόγοις διδάσκων,
|| Αυτός στην αρχή εδίδαξε με το λόγο του
ὕστερον δὲ καὶ ἔργοις ὑποδεικνύς,
|| ύστερα και έμπρακτα υπέδειξε
ἡνίκα τὸ σωτήριον ὑφίστατο πάθος,
|| όταν υπέστη το πάθος, που για μας είναι σωτήριο
παρέσχεν ἡμῖν ὑπογραμμὸν τοῖς ταπεινοῖς,
|| και μας άφησε υπόδειγμα ζωής, σ’ εμάς τους μηδαμινούς
καὶ ἁμαρτωλοῖς, καὶ ἀναξίοις δούλοις σου,
|| και αμαρτωλούς και ανάξιους δούλους σου
δεήσεις προσφέρειν, ἐν αὐχένος καὶ γονάτων κλίσεσιν,
|| πώς να σε ικετεύουμε, με σκυμμένο το κεφάλι και γονατιστοί,
ὑπὲρ τῶν ἰδίων ἁμαρτημάτων, καὶ τῶν τοῦ λαοῦ ἀγνοημάτων.
|| για τη συγχώρηση των αμαρτιών μας (κυρίως των ιερέων) αλλά και της άγνοιας του λαού!
Αὐτὸς οὖν, πολυέλεε καὶ φιλάνθρωπε, ἐπάκουσον ἡμῶν,
|| Εσύ λοιπόν πολυεύσπλαγχνε και φιλάνθρωπε, άκουσέ μας
ἐν ᾗ ἂν ἡμέρα ἐπικαλεσώμεθά σε,
|| όποια ημέρα και αν σε επικαλεστούμε,
ἐξαιρέτως δέ, ἐν τῇ ἡμέρᾳ ταύτῃ τῆς Πεντηκοστῆς,
|| αλλά ιδιαιτέρως την σημερινή ημέρα της αγίας Πεντηκοστής
ἐν ᾗ, μετὰ τὸ ἀναληφθῆναι τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστὸν εἰς τοὺς οὐρανούς,
|| που, σαν σήμερα, αφότου αναλήφθηκε ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός στον ουρανό
καὶ καθεσθῆναι ἐν δεξιᾷ σοῦ τοῦ Θεοῦ καὶ Πατρός, κατέπεμψε τὸ ἅγιον Πνεῦμα
|| και κάθησε στα δεξιά σου, του Θεού-Πατέρα, απέστειλε το Άγιο Πνεύμα
ἐπὶ τοὺς ἁγίους αὐτοῦ μαθητὰς καὶ Ἀποστόλους,
|| στους αγίους μαθητές και αποστόλους του.
ὃ καὶ ἐκάθησεν ἐφ’ ἕνα ἕκαστον αὐτῶν
|| κι αυτό κάθησε πάνω στον καθένα απ’ αυτούς
καὶ ἐπλήσθησαν ἅπαντες τῆς ἀκενώτου χάριτος αὐτοῦ,
|| και όλοι γέμισαν από την ανεξάντλητη χάρη του
καὶ ἐλάλησαν ἑτέραις γλώσσαις τὰ μεγαλεῖά σου, καὶ προεφήτευσαν.
|| και άρχισαν να κηρύττουν τα θαυμάσιά σου σε ξένες γλώσσες και να μιλούν με θεοπνευστία.
Νῦν οὖν δεομένων ἐπάκουσον ἡμῶν,
|| Τώρα λοιπόν άκουσε την ικεσία μας
καὶ μνήσθητι ἡμῶν τῶν ταπεινῶν καὶ κατακρίτων,
|| και μη μας ξεχνάς τους μηδαμινούς, τους αξιοκατάκριτους,
καὶ ἐπίστρεψον τὴν αἰχμαλωσίαν τῶν ψυχῶν ἡμῶν,
|| και ελευθέρωσε τις ψυχές μας από την αιχμαλωσία
τὴν οἰκείαν συμπάθειαν ἔχων ὑπὲρ ἡμῶν πρεσβεύουσαν.
|| παρακινούμενος από την ίδια σου την ευσπλαχνία για μας.
Δέξαι ἡμᾶς προσπίπτοντάς σοι καὶ βοῶντας τό «Ἡμάρτομεν».
|| Δέξου μας που προσπέφτουμε μπροστά σου και σου φωνάζουμε το «ήμαρτον».
Ἐπὶ σὲ ἐπερρίφημεν ἐκ μήτρας, ἀπὸ γαστρὸς μητρὸς ἡμῶν, Θεὸς ἡμῶν σὺ εἶ,
|| Πριν ακόμη γεννηθούμε, από την κοιλιά της μάνας μας, εσύ είσαι ο Θεός μας,
ἀλλ’ ὅτι ἐξέλιπον ἐν ματαιότητι αἱ ἡμέραι ἡμῶν,
|| Αλλά, καθώς χαραμίσαμε τη ζωή μας σε μάταια πράγματα,
γεγυμνώμεθα τῆς σῆς βοηθείας, ἐστερήμεθα ἀπὸ πάσης ἀπολογίας.
|| απογυμνωθήκαμε από την βοηθειά σου, είμαστε αναπολόγητοι,
Ἀλλὰ θαρροῦντες τοῖς οἰκτιρμοῖς σου, κράζομεν·
|| Αλλά πάλι, παίρνουμε το θάρρος, επειδή είσαι σπλαχνικός και σου φωνάζουμε:
Ἁμαρτίας νεότητος ἡμῶν, καὶ ἀγνοίας μὴ μνησθῇς,
|| Διάγραψε τις αμαρτίες της νιότης μας, τότε που δεν γνωρίζαμε/δεν είχαμε συναίσθηση,
καὶ ἐκ τῶν κρυφίων ἡμῶν καθάρισον ἡμᾶς.
|| και καθάρισέ μας και από τις κηλίδες που μπορεί ακόμη κι εμείς να μην τις συνειδητοποιούμε.
Μὴ ἀπορρίψῃς ἡμᾶς εἰς καιρὸν γήρως,
|| Μη μας «πετάξεις» ως άχρηστους, (τώρα) στα γεράματα μας,
ἐν τῷ ἐκλείπειν τὴν ἰσχὺν ἡμῶν, μὴ ἐγκαταλίπῃς ἡμᾶς.
|| τώρα που χάσαμε τις σωματικές μας δυνάμεις μας, μή μας εγκαταλείψεις,
Πρίν ἡμᾶς εἰς τὴν γῆν ἀποστρέψαι, ἀξίωσον πρὸς σὲ ἐπιστρέψαι,
|| Πρίν έρθη η ώρα να επιστρέψουμε στο χώμα, αξίωσέ μας να επιστρέψουμε σε Σένα,
καὶ πρόσχες ἡμῖν ἐν εὐμενείᾳ καὶ χάριτι.
|| Άκουσέ μας προσεκτικά με ευνοϊκή διάθεση και με πρόθεση να μας δώσεις χάρη.
Ἐπιμέτρησον τὰς ἀνομίας ἡμῶν τοῖς οἰκτιρμοῖς σου•
|| Βάλε στη ζυγαριά σου απέναντι από τις αμαρτίες μας την ευσπλαγχνία σου
ἀντίθες τὴν ἄβυσσον τῶν οἰκτιρμῶν σου, τῷ πλήθει τῶν πλημμελημάτων ἡμῶν.
|| αντιπαράθεσε την άβυσσο του ελέους σου στο πλήθος των σφαλμάτων μας.
Ἐπίβλεψον ἐξ ὕψους ἁγίου σου, Κύριε, ἐπὶ τὸν λαόν σου τὸν περιεστῶτα,
|| Δες, Κύριε, από το ύψος της αγιωσύνης σου, τον λαόν σου που είναι εδώ συγκεντρωμένος
καὶ ἀπεκδεχόμενον τὸ παρὰ σοῦ πλούσιον ἔλεος,
|| και περιμένει να λάβει από σένα πλούσια χάρη.
ἐπίσκεψαι ἡμᾶς ἐν τῇ χρηστότητί σου,
|| έλα κοντά μας με όλη σου την αγαθωσύνη,
ῥῦσαι ἡμᾶς ἐκ τῆς καταδυναστείας τοῦ Διαβόλου,
|| απάλλαξε μας από την κυριαρχία του Διαβόλου,
ἀσφάλισαι τὴν ζωὴν ἡμῶν τοῖς ἁγίοις καὶ ἱεροῖς νόμοις σου.
|| Κάνε τη ζωή μας ασφαλή με τους αγίους και ιερούς νόμους σου.
Ἀγγέλῳ πιστῷ φύλακι παρακατάθου τὸν λαόν σου,
|| Εμπιστέψου την προστασία του λαού σου σε φύλαξα Άγγελο έμπιστό σου,
πάντας ἡμᾶς συνάγαγε εἰς τὴν Βασιλείαν σου,
|| όλους μας συγκέντρωσέ μας και δέξου μας στη Βασιλεία σου
δὸς συγγνώμην τοῖς ἐλπίζουσιν ἐπὶ σέ, ἄφες αὐτοῖς καὶ ἡμῖν τὰ ἁμαρτήματα,
|| δώσε άφεση σε όσους έχουν στηρίξει την ελπίδα τους σε σένα, συγχώρησε και σ’ αυτούς και σε μας κάθε αμαρτία
καθάρισον ἡμᾶς τῇ ἐνεργείᾳ τοῦ ἁγίου σου Πνεύματος,
|| καθάρισέ μας με την ενέργεια του Αγίου Πνεύματός σου
διάλυσον τὰς καθ΄ ἡμῶν μηχανὰς τοῦ ἐχθροῦ.
|| Διάλυσε/κατάργησε όλα τα δόλια σχέδια του εχθρού μας.
Εὐλογητὸς εἶ, Κύριε, Δέσποτα παντοκράτορ,
|| Ευλογημένος είσαι, Κύριε, Κυρίαρχε, παντοδύναμε,
ὁ φωτίσας τὴν ἡμέραν τῷ φωτὶ τῷ ἡλιακῷ,
|| εσύ που φώτισες (και) την (σημερινή) ημέρα με το ηλιακό φώς
καὶ τὴν νύκτα φαιδρύνας ταῖς αὐγαῖς τοῦ πυρός•
|| και έκανες φωτεινή τη νύχτα με τις ανταύγειες της φωτιάς
ὁ τὸ μῆκος τῆς ἡμέρας διελθεῖν ἡμᾶς καταξιώσας,
|| εσύ που μας αξίωσες να τελειώσουμε την ημέρα
καὶ προσεγγίσαι ταῖς ἀρχαῖς τῆς νυκτός,
|| και να φθάσουμε στην αρχή της νύχτας
ἐπάκουσον τῆς δεήσεως ἡμῶν καὶ παντὸς τοῦ λαοῦ σου•
|| άκουσε την ικεσία την δική μας και όλου του λαού σου,
καὶ πᾶσιν ἡμῖν συγχωρήσας τὰ ἑκούσια καὶ τὰ ἀκούσια ἁμαρτήματα,
|| και, αφού συγχωρήσεις σε όλους μας τις εκούσιες και τις ακούσιες αμαρτίες μας,
πρόσδεξαι τὰς ἑσπερινὰς ἡμῶν ἱκεσίας,
|| δέξου την εσπερινή μας ικεσία,
καὶ κατάπεμψον τὸ πλῆθος τοῦ ἐλέους σου καὶ τῶν οἰκτιρμῶν σου
|| και στείλε από ψηλά το πλούσιο έλεός σου και την ευσπλαχνία σου
ἐπὶ τὴν κληρονομίαν σου.
|| σε μας τους «κληρονόμους» σου.
Τείχισον ἡμᾶς ἁγίοις Ἀγγέλοις σου, ὅπλισον ἡμᾶς ὅπλοις δικαιοσύνοις σου•
|| Περιφρούρησέ/περιτείχισέ μας με τους αγίους Αγγέλους σου,
Όπλισέ μας με τα όπλα της δικαιοσύνης σου,
περιχαράκωσον ἡμᾶς τῇ ἀληθείᾳ σου, φρούρησον ἡμᾶς τῇ δυνάμει σου•
|| οχύρωσέ μας με την αλήθειά σου, φρούρησέ μας με τη δύναμή σου,
ῥῦσαι ἡμᾶς ἐκ πάσης περιστάσεως, καὶ πάσης ἐπιβουλῆς τοῦ ἀντικειμένου.
|| γλύτωσέ μας από κάθε κίνδυνο και από κάθε κακόβουλο σχέδιο του διαβόλου.
Παράσχου δὲ ἡμῖν καὶ τὴν παροῦσαν ἑσπέραν, σὺν τῇ ἐπερχομένῃ νυκτί,
|| Χάρισέ μας και την αποψινή βραδιά και την νύχτα που έρχεται
τελείαν, ἁγίαν, εἰρηνικήν, ἀναμάρτητον, ἀσκανδάλιστον, ἀφάνταστον,
|| τέλεια, άγια, ειρηνική, αναμάρτητη, χωρίς σκανδαλισμό, χωρίς βλαβερές φαντασιώσεις,
καὶ πάσας τὰς ἡμέρας τῆς ζωῆς ἡμῶν πρεσβείαις τῆς ἁγίας Θεοτόκου
|| καθώς επίσης (κάνε το ίδιο) και (για) όλες τις ημέρες της ζωής μας. Η αγία Θεοτόκος ας είναι μεσίτης μας
καὶ πάντων τῶν Ἁγίων τῶν ἀπ’ αἰῶνός σοι εὐαρεστησάντων.
|| και όλοι οι άγιοι όλων των αιώνων που έχουν ζήσει θεάρεστη ζωή.
Β΄ ΓΟΝΥΚΛΙΣΙΑ:
Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ὁ Θεὸς ἡμῶν, ὁ τὴν σὴν εἰρηνην δεδωκὼς τοῖς ἀνθρώποις,
|| Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Θεέ μας, εσύ που έδωσες στους ἀνθρώπους την (θεϊκή) ειρήνη σου,
καὶ τὴν τοῦ παναγίου Πνεύματος δωρεάν, ἔτι τῷ βίῳ καὶ ἡμῖν συμπαρών,
|| και την δωρεά του Αγίου σου Πνεύματος, μένοντας για πάντα μαζί μας,
εἰς κληρονομίαν ἀναφαίρετον τοῖς πιστοῖς ἀεὶ παρέχων,
|| παρέχεις πάντοτε στους πιστούς ως κληρονομία αμετάκλητη
ἐμφανέστερον δὲ ταύτην τὴν χάριν τοῖς σοῖς μαθηταῖς καὶ Ἀποστόλοις σήμερον καταπέμψας,
|| αλλά πιο φανερά έστειλες, σαν σήμερα, την δωρεά αυτή στους μαθητές και Αποστόλους σου
καὶ τὰ τούτων χείλη πυρίναις στομώσας γλώσσαις,
|| και με πύρινες γλώσσες ενίσχυσες τη φωνή τους
δι’ ὧν πᾶν γένος ἀνθρώπων τὴν θεογνωσίαν, ἰδίᾳ διαλέκτῳ, εἰς ἀκοὴν ὠτίου δεξάμενοι,
|| και από αυτούς όλοι οι άνθρωποι κάθε προελεύσεως ακούσαμε, ο καθένας στη γλώσσα του,
φωτὶ τοῦ Πνεύματος ἐφωτίσθημεν, καὶ τῆς πλάνης ὡς ἐκ σκότους ἀπηλλάγημεν,
|| και φωτισθήκαμε από το φώς του Αγίου Πνεύματος και απαλλαγήκαμε από το σκοτάδι της ψεύτικης πίστης
καὶ τῇ τῶν αἰσθητῶν καὶ πυρίνων γλωσσῶν διανομῇ, καὶ ὑπερφυεῖ ἐνεργείᾳ,
|| και μέσω της διανομής των ορατών πυρίνων φλογών και της υπερφυσικής ενέργειάς τους
τὴν εἰς σὲ πίστιν ἐμαθητεύθημεν,
|| μαθητεύσαμε στην αληθινή πίστη, στην πίστη σε Σένα
καὶ σὲ θεολογεῖν, σὺν τῷ Πατρὶ καὶ τῷ ἁγίῳ Πνεύματι,
|| και φωτιστήκαμε ώστε να σε θεολογούμε μαζί με τον Πατέρα σου και το Άγιον Πνεύμα
ἐν μιᾷ Θεότητι, καὶ δυνάμει, καὶ ἐξουσίᾳ κατηυγάσθημεν.
|| ως μία Θεότητα και δύναμη και εξουσία.
Σὺ οὖν τὸ ἀπαύγασμα τοῦ Πατρός,
|| Εσύ λοιπόν που αποτελείς το αντιφέγγισμα του Πατέρα
ὁ τῆς οὐσίας καὶ τῆς φύσεως αὐτοῦ ἀπαράλλακτος, καὶ ἀμετακίνητος χαρακτήρ,
|| που είσαι η απαραλλακτη και αναλλοίωτη «εικόνα»/«ενσάρκωση» της φύσεώς του
ἡ πηγὴ τῆς σωτηρίας καὶ τῆς χάριτος, διάνοιξον κἀμοῦ τοῦ ἁμαρτωλοῦ τὰ χείλη,
|| η πηγή της σωτηρίας και της θείας χάρης, άνοιξέ μου το στόμα κι εμένα του αμαρτωλού
καὶ δίδαξόν με πῶς δεῖ, καὶ ὑπὲρ ὧν χρὴ προσεύχεσθαι.
|| Και δίδαξέ με πώς πρέπει να προσεύχομαι και τι να ζητώ.
Σὺ γὰρ εἶ, ὁ γινώσκων τὸ πολὺ τῶν ἁμαρτιῶν μου πλῆθος,
|| Διότι εσύ γνωρίζεις το πλήθος των αμαρτιών μου
ἀλλ’ ἡ σὴ εὐσπλαγχνία νικήσει τούτων τὸ ἄμετρον·
|| αλλά η ευσπλαχνία σου ξεπερνάει τον άπειρο αριθμό τους.
ἰδοὺ γὰρ φόβῳ παρίσταμαί σοι,
|| Να, εγώ, τώρα με δέος/τρόμο στέκομαι μπροστά σου
εἰς τὸ πέλαγος τοῦ ἐλέους σου τὴν ἀπόγνωσιν ἀπορρίψας τῆς ψυχῆς μου.
|| έχοντας «σκορπίσει» την απόγνωση της ψυχής μου μέσα στο πέλαγος του ελέου σου
Κυβέρνησόν μου τὴν ζωήν, ὁ πᾶσαν ῥήματι τὴν κτίσιν ἀρρήτῳ σοφίας δυνάμει κυβερνῶν,
|| Κυβέρνησε τη ζωή μου, εσύ που με μιά σου λέξη ρυθμίζεις όλη την δημιουργία με άρρητη δύναμη σοφίας
ὁ εὔδιος τῶν χειμαζομένων λιμήν, καὶ γνώρισόν μοι ὁδόν, ἐν ᾗ πορεύσομαι,
|| το ήσυχο λιμάνι όλων των ταλαιπωρημένων από την τρικυμία, δείξε μου ποιον δρόμο να ακολουθήσω.
Πνεῦμα σοφίας σου, τοῖς ἐμοῖς παράσχου διαλογισμοῖς,
|| Χάρισε το Πνεύμα της σοφίας σου στις δικές μου σκέψεις
Πνεῦμα συνέσεως τῇ ἀφροσύνῃ μου δωρούμενος.
|| Χάρισε σε μένα τον άμυαλο, πνεύμα συνέσεως/σοφίας.
Πνεῦμα φόβου σου τοῖς ἐμοῖς ἐπισκίασον ἔργοις
|| Ρίξε την σκιά του Πνεύματός σου πάνω στα έργα μου, ώστε να νιώθω πάντοτε δέος απέναντί σου,
καὶ Πνεῦμα εὐθὲς ἐγκαίνισον ἐν τοῖς ἐγκάτοις μου,
|| και εγκατάστησε ένα μέσα μου καινούριο πνεύμα,
καὶ Πνεύματι ἡγεμονικῷ τὸ τῆς διανοίας μου στήριξον ὀλισθηρόν,
|| και με το καθοδηγητικό σου Πνεύμα στήριξε την ολισθηρή διάνοιά μου (την ασταθή ψυχή μου)
ἵνα καθ’ ἑκάστην ἡμέραν, τῷ Πνεύματί σου τῷ ἀγαθῷ, πρὸς τὸ συμφέρον ὁδηγούμενος,
|| ώστε, με την καθοδήγηση του αγίου Πνεύματός σου, να οδηγούμαι προς το καλό
(προς ό,τι ωφελεί την ψυχή μου)
καταξιωθῶ ποιεῖν τὰς ἐντολάς σου,
|| και να αξιωθώ να εκτελώ τις εντολές σου
καὶ τῆς σῆς ἀεὶ μνημονεύειν ἐνδόξου, καὶ ἐρευνητικῆς τῶν πεπραγμένων ἡμῖν παρουσίας,
|| και να έχω συνεχώς ζωηρή την σκέψη της δευτέρας παρουσίας σου, κατά την οποία θα έρθεις με δόξα να ελέγξεις/κρίνεις τις πράξεις μας.
καὶ μὴ παρίδῃς με τοῖς φθειρομένοις τοῦ κόσμου ἐναπατᾶσθαι τερπνοῖς,
|| Και μη με αφήσεις να ξεγελιέμαι με τις μάταιες χαρές αυτού του κόσμου,
ἀλλὰ τῶν μελλόντων ὀρέγεσθαι τῆς ἀπολαύσεως ἐνίσχυσον θησαυρῶν.
|| αλλά ενδυνάμωσέ με να επιθυμώ να απολαύσω τους μελλοντικούς θησαυρούς.
Σὺ γὰρ εἶπας, Δέσποτα, ὅτι περ, ὅσα ἄν τις αἰτήσηται ἐν τῷ ὀνόματί σου,
|| Γιατί εσύ υποσχέθηκες, Κύριε, πως, ό,τι κι αν ζητήσει κάποιος στο Όνομά σου
ἀκωλύτως παρὰ τοῦ σοῦ λαμβάνει συναϊδίου Θεοῦ καὶ Πατρός·
|| θα του δοθεί, χωρίς δυσκολία, από τον συνάναρχό σου Θεό και Πατέρα.
διὸ κἀγὼ ὁ ἁμαρτωλός, ἐν τῇ ἐπιφοιτήσει τοῦ ἁγίου σου Πνεύματος,
|| Γι’ αυτό κι εγώ ο αμαρτωλός, την ημέρα της επιφοιτήσεως του ἁγίου σου Πνεύματος
τὴν σὴν ἱκετεύω ἀγαθότητα. Ὅσα ηὐξάμην, ἀπόδος μοι εἰς σωτηρίαν.
|| σε ικετεύω, Αγαθέ: Όσα σου ζητώ, δώσε μού τα, εφόσον είναι για τη σωτηρία μου.
Ναί, Κύριε, ὁ πάσης εὐεργεσίας πλουσιοπάροχος δοτὴρ ἀγαθός,
|| Ναι, Κύριέ μου, αφού εσύ είσαι ο αγαθός δότης, που δίνεις πλουσιοπάροχα κάθε ευεργεσία σου,
ὅτι σὺ εἶ ὁ διδοὺς ὑπερεκπερισσοῦ, ὧν αἰτούμεθα.
|| εσύ μας δίνεις με το παραπάνω, ό,τι σου ζητάμε.
Σὺ εἶ ὁ συμπαθής, ὁ ἐλεήμων, ὁ ἀναμαρτήτως γεγονὼς τῆς σαρκὸς ἡμῶν κοινωνός,
|| Εσύ είσαι ο πονετικός, ο σπλαχνικός, που χωρίς αμαρτία πήρες ανθρώπινο σώμα
καὶ τοῖς κάμπτουσι πρὸς σὲ γόνυ, ἐπικαμπτόμενος φιλευσπλάγχνως,
|| και που με ευσπλαχνία «λυγίζεις» στις παρακλήσεις όσων γονατίζουν μπροστά σου
ἱλασμός τε γενόμενος τῶν ἁμαρτιῶν ἡμῶν.
|| και γίνεσαι εξιλέωση για τις αμαρτίες μας.
Δὸς δή, Κύριε, τῷ λαῷ σου τοὺς οἰκτιρμούς σου,
|| Χάρισε λοιπόν, Κύριε, στο λαό σου την ευσπλαχνία σου,
ἐπάκουσον ἡμῶν ἐξ οὐρανοῦ ἁγίου σου,
|| άκουσέ μας από το ύψος της Αγιωσύνης σου,
ἁγίασον αὐτοὺς τῇ δυνάμει τῆς σωτηρίου δεξιᾶς σου,
|| αγίασε τους πιστούς με τη δύναμη της σωτήριας δεξιάς σου (χειρός),
σκέπασον αὐτοὺς ἐν τῇ σκέπῃ τῶν πτερύγων σου, μὴ παρίδῃς τὰ ἔργα τῶν χειρῶν σου.
|| σκέπασέ τους κάτω από την προστασία σου, μην αδιαφορήσεις για τα πλάσματά σου.
Σοὶ μόνῳ ἁμαρτάνομεν, ἀλλὰ καὶ σοὶ μόνῳ λατρεύομεν,
|| Μόνο απέναντί σου αμαρτάνουμε, αλλά και μόνο εσένα λατρεύουμε!
οὐκ οἴδαμεν προσκυνεῖν Θεῷ ἀλλοτρίῳ,
|| δεν αναγνωρίζουμε και δεν προσκυνάμε κανέναν άλλον/ξένο Θεό,
οὐδὲ διαπετάζειν πρὸς ἕτερον Θεὸν τὰς ἑαυτῶν, Δέσποτα, χεῖρας.
|| ούτε έχουμε μάθει να υψώνουμε ικετευτικά τα χέρια μας προς άλλον Θεό εκτός από Σένα.
Ἄφες ἡμῖν τὰ παραπτώματα, καὶ προσδεχόμενος ἡμῶν τὰς γονυπετεῖς δεήσεις,
|| Συγχώρησε τα σφάλματά μας, δέξου τις δεήσεις που σου απευθύνουμε γονατιστοί,
ἔκτεινον πᾶσιν ἡμῖν χεῖρα βοηθείας, πρόσδεξαι τὴν εὐχὴν πάντων, ὡς θυμίαμα δεκτόν,
|| άπλωσε μας χέρι βοηθείας δέξου την προσευχή μας, σαν να ήταν ευπρόσδεκτο θυμίαμα,
ἀναλαμβανόμενον ἐνώπιον τῆς σῆς ὑπεραγάθου βασιλείας.
|| που ανεβαίνει προς εσένα τον υπεράγαθο Βασιλέα.
Κύριε, Κύριε, ὁ ῥυσάμενος ἡμᾶς ἀπὸ παντὸς βέλους πετομένου ἡμέρας,
|| Κύριε, εσύ που μας γλύτωσες από κάθε βέλος (του πονηρού) στη διάρκεια της ημέρας
ῥῦσαι ἡμᾶς καὶ ἀπὸ παντὸς πράγματος ἐν σκότει διαπορευομένου.
|| γλύτωσέ μας και από κάθε δυσκολία που μπορεί να μας βρει στο σκοτάδι.
Πρόσδεξαι θυσίαν ἑσπερινήν, τὰς τῶν χειρῶν ἡμῶν ἐπάρσεις.
|| Δέξου ως εσπερινή λατρεία τα χέρια μας που υψώνονται ικετευτικά προς εσένα.
Καταξίωσον δὲ ἡμᾶς καὶ τὸ νυκτερινὸν στάδιον ἀμέμπτως διελθεῖν, ἀπειράστους κακῶν,
|| Αξίωσέ μας να διέλθουμε και την νύχτα, χωρίς πτώσεις, χωρίς να πέσουμε σε δοκιμασία/συμφορά,
καὶ λύτρωσαι ἡμᾶς ἀπὸ πάσης ταραχῆς καὶ δειλίας, τῆς ἐκ τοῦ Διαβόλου ἡμῖν προσγινομένης.
|| και λύτρωσέ μας από οποιαδήποτε ταραχή και δειλία που θα επιχειρήσει να μας εμβάλει ο διάβολος.
Χάρισαι ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν κατάνυξιν, καὶ τοῖς λογισμοῖς ἡμῶν μέριμναν,
|| Χάρισε στην ψυχή μας κατάνυξη και στην διάνοιά μας φροντίδα και προετοιμασία/έγνοια
τῆς ἐν τῇ φοβερᾷ καὶ δικαίᾳ σου κρίσει ἐξετάσεως.
|| για τον έλεγχο που θα υποστούμε κατά την φοβερή και δίκαιη κρίση σου.
Καθήλωσον ἐκ τοῦ φόβου σου τὰς σάρκας ἡμῶν, καὶ νέκρωσον τὰ μέλη ἡμῶν τὰ ἐπὶ τῆς γῆς,
|| Καθήλωσε τη σάρκα μας εμπνέοντάς μας τον φόβο σου, και απονέκρωσε τα γήινα μέλη μας,
ἵνα, καὶ ἐν τῇ καθ΄ὕπνον ἡσυχίᾳ, ἐμφαιδρυνώμεθα τῇ θεωρίᾳ τῶν κριμάτων σου.
|| ώστε και κατά την διάρκεια του ύπνου, ενώ ησυχάζουμε, να φωτιζόμαστε από την μελέτη του νόμου σου.
Ἀπόστησον δὲ ἀφ’ ἡμῶν πᾶσαν φαντασίαν ἀπρεπῆ, καὶ ἐπιθυμίαν βλαβεράν.
|| Απομάκρυνε από εμάς κάθε απρεπή σκέψη και βλαβερή επιθυμία.
Διανάστησον δὲ ἡμᾶς ἐν τῷ καιρῷ τῆς προσευχῆς ἐστηριγμένους ἐν τῇ πίστει,
|| Εξέγειρέ μας την ώρα της προσευχής, στηριγμένους στην πίστη,
καὶ προκόπτοντας ἐν τοῖς παραγγέλμασί σου.
|| και προοδεύοντες στην τήρηση των εντολών σου.
Γ΄ ΓΟΝΥΚΛΙΣΙΑ:
Ἡ ἀενάως βρύουσα ζωτικὴ καὶ φωτιστικὴ πηγή, ἡ συναΐδιος τοῦ Πατρὸς δημιουργικὴ δύναμις,
|| Η πηγή της ζωής και του φωτισμού που αναβλύζει ασταμάτητα, η συνάναρχη με τον Πατέρα δημιουργική δύναμη,
ὁ πᾶσαν τὴν οἰκονομίαν, διὰ τὴν τῶν βροτῶν σωτηρίαν, ὑπερκάλλως πληρώσας, Χριστέ, ὁ Θεὸς ἡμῶν.
|| εσύ που εκτέλεσες άριστα/τέλεια όλο το θεϊκό σχέδιο για την σωτηρία των θνητών, Χριστέ, Θεέ μας,
Ὁ θανάτου δεσμοὺς ἀλύτους, καὶ κλεῖθρα ᾍδου διαρρήξας,
|| που κομμάτιασες τα άλυτα δεσμά του Θανάτου και τις κλειδαριές του Άδη
πονηρῶν δὲ πνευμάτων πλήθη καταπατήσας,
|| και καταπάτησας πολυάριθμα πονηρά πνεύματα,
ὁ προσαγαγὼν σεαυτὸν ἄμωμον ὑπὲρ ἡμῶν ἱερεῖον,
|| που πρόσφερες τον εαυτό σου ως άψογο σφάγιο για χάρη μας,
τὸ σῶμα δοὺς τὸ ἄχραντον εἰς θυσίαν, τὸ πάσης ἁμαρτίας ἄψαυστόν τε καὶ ἄβατον,
|| που έδωσες το άγιο σώμα Σου για να θυσιαστεί, αυτό που δεν εγγίζεται και δεν πλησιάζεται από οποιαδήποτε αμαρτία,
καὶ διὰ τῆς φρικτῆς ταύτης, καὶ ἀνεκδιηγήτου ἱερουργίας, ζωὴν ἡμῖν αἰώνιον χαρισάμενος,
|| και δια μέσου αυτής της φοβερής και απερίγραπτης θυσίας μας χάρισες αιώνια ζωή,
ὁ εἰς ᾍδου καταβάς, καὶ μοχλοὺς αἰωνίους συντρίψας,
|| εσύ που κατέβηκες στον Άδη και συνέτριψες τις πανάρχαιες πύλες του,
καὶ τοῖς κάτω καθημένοις ἄνοδον ὑποδείξας,
|| και έδειξες στους νεκρούς τον δρόμο της Αναστάσεως,
τὸν δὲ ἀρχέκακον καὶ βύθιον δράκοντα, θεοσόφῳ δελεάσματι ἀγκιστρεύσας,
|| ενώ τον αρχηγό της κακίας τον όφι που ζούσε στα βάθη του Άδη, αφού τον δελέασες και τον έπιασες με το αγκίστρι,
καὶ σειραῖς ζόφου δεσμεύσας ἐν ταρτάρῳ, καὶ πυρὶ ἀσβέστῳ, καὶ σκότῳ ἐξωτέρῳ,
|| τον έδεσες και τον έριξες στα σκοτεινά Τάρταρα, και στο άσβεστο πυρ και στο πιο βαθύ σκοτάδι,
διὰ τῆς ἀπειροδυνάμου σου κατασφαλισάμενος ἰσχύος,
|| κι έτσι τον φυλάκισες και τον φρουρείς εκεί (ως αιώνια αιχμάλωτο) με την άπειρη δύναμή σου,
ἡ μεγαλώνυμος σοφία τοῦ Πατρός, ὁ τοῖς ἐπηρεαζομένοις μέγας ἐπίκουρος φανείς,
|| η Σοφία του Πατέρα, που έχεις το υπέρτατο όνομα, που είσαι ο μέγας βοηθός των αδυνάτων,
καὶ φωτίσας τοὺς ἐν σκότει, καὶ σκιᾷ θανάτου καθημένους.
|| που φωτίζεις όσους βρισκόταν στο μέσα σκοτάδι και κάτω από τη βαρειά σκιά του θανάτου,
Σύ, δόξης ἀενάου Κύριε, καὶ Πατρὸς ὑψίστου Υἱὲ ἀγαπητέ,
|| εσύ, Κύριε, που διαθέτεις αιώνια δόξα, και είσαι ο αγαπητός Υιός του υψίστου Πατρός,
ἀΐδιον φῶς, ἐξ ἀϊδίου φωτός, Ἥλιε δικαιοσύνης, ἐπάκουσον ἡμῶν δεομένων σου,
|| το αιώνιο φώς εκ του αιωνίου φωτός, ο Ήλιε της Δικαιοσύνης, άκουσέ μας που σε ικετεύουμε,
καὶ ἀνάπαυσον τὰς ψυχὰς τῶν δούλων σου,
|| και ανάπαυσε τις ψυχές των δούλων σου,
τῶν προκεκοιμημένων πατέρων καὶ ἀδελφῶν ἡμῶν, καὶ τῶν λοιπῶν συγγενῶν κατὰ σάρκα,
|| των πατέρων και αδελφών μας και των λοιπών σαρκικών συγγενών μας που έχουν κοιμηθεί,
καὶ πάντων τῶν οἰκείων τῆς πίστεως, περὶ ὧν καὶ τὴν μνήμην ποιούμεθα νῦν,
|| καθώς και των πνευματικών αδελφών μας, για τους οποίους προσευχόμαστε τώρα,
ὅτι ἐν σοὶ πάντων τὸ κράτος, καὶ ἐν τῇ χειρί σου κατέχεις πάντα τὰ πέρατα τῆς γῆς.
|| διότι έχεις την εξουσία των πάντων και στα χέρια σου κρατάς τον κόσμο απ’ άκρη σ’ άκρη.
Δέσποτα παντοκράτορ, Θεὲ Πατέρων, καὶ Κύριε τοῦ ἐλέους,
|| Παντοδύναμε Κύριε, Θεέ των Πατέρων μας, σπλαχνικέ Κύριε,
γένους θνητοῦ τε καὶ ἀθανάτου, καὶ πάσης φύσεως ἀνθρωπίνης δημιουργέ,
|| δημιουργέ όλων των πλασμάτων, των θνητών και των αθανάτων,
συνισταμένης τε καὶ πάλιν λυομένης, ζωῆς τε καὶ τελευτῆς,
|| κυρίαρχε όλων και όταν έρχονται στην ύπαρξη και όταν αποθνήσκουν,
κυρίαρχε της ζωής και του θανάτου,
τῆς ἐνταῦθα διαγωγῆς, καὶ τῆς ἐκεῖ μεταστάσεως,
|| κυρίαρχε της εδώ ζωής αλλά και της μεταβάσεως στον άλλο κόσμο,
ὁ χρόνους μετρῶν τοῖς ζῶσι, καὶ καιροὺς θανάτου ἱστῶν, κατάγων εἰς ᾍδου καὶ ἀνάγων,
|| εσύ που προσμετράς τον χρόνο της ζωής των ανθρώπων και ορίζεις την ώρα του θανάτου, που κατεβάζεις στον Άδη αλλά και ανεβάζεις (όποιον θέλεις),
δεσμεύων ἐν ἀσθενείᾳ, καὶ ἀπολύων ἐν δυναστείᾳ,
|| που δεσμεύεις με την ασθένεια, αλλά και απελευθερώνεις με τη δύναμή σου (ή: που δεσμεύεις ήπια και απελευθερώνεις με παντοδυναμία),
ὁ τὰ παρόντα χρησίμως οἰκονομῶν, καὶ τὰ μέλλοντα λυσιτελῶς διοικῶν,
|| εσύ που οικονομείς προς το συμφέρον τα παρόντα, αλλά και τα μέλλοντα,
ὁ τοὺς θανάτου κέντρῳ πληγέντας, ἀναστάσεως ἐλπίσι ζωογονῶν.
|| εσύ που όσους πληγώθηκαν θανάσιμα από το κεντρί του θανάτου τους ζωογονείς με την ελπίδα της Αναστάσεως,
Αὐτὸς Δέσποτα τῶν ἁπάντων, ὁ Θεός, ὁ Σωτὴρ ἡμῶν,
|| εσύ, Κυρίαρχε των πάντων, Θεέ και Σωτήρα μας,
ἡ ἐλπὶς πάντων τῶν περάτων τῆς γῆς, καὶ τῶν ἐν θαλάσσῃ μακράν,
|| η ελπίδα όλου του κόσμου, και όσων θαλασσοπορούν σε μέρη μακρινά,
ὁ καὶ ἐν ταύτῃ τῇ ἐσχάτῃ, καὶ μεγάλῃ καὶ σωτηρίῳ ἡμέρᾳ τῆς Πεντηκοστῆς,
|| εσύ που αυτή την σπουδαιότατη και σωτήρια ημέρα της Πεντηκοστής
τὸ μυστήριον τῆς ἁγίας, καὶ ὁμοουσίου, καὶ συναϊδίου, καὶ ἀδιαιρέτου, καὶ ἀσυγχύτου Τριάδος
ὑποδείξας ἡμῖν,
|| μας φανέρωσες το μυστήριο της Αγίας καὶ ὁμοουσίου, καὶ συναϊδίου, και αδιαιρέτου, καὶ ασυγχύτου Τριάδος,
καὶ τὴν ἐπιφοίτησιν καὶ παρουσίαν τοῦ ἁγίου καὶ ζωοποιοῦ σου Πνεύματος,
|| και εξέχεες το Άγιο και ζωοποιό Πνεύμα σου, ώστε να έλθει και να κατοικήσει
ἐν εἴδει πυρίνων γλωσσῶν, ἐπὶ τοὺς ἁγίους σου Ἀποστόλους ἐκχέας,
|| με τη μορφή πύρινων γλωσσών στους Αγίους Αποστόλους σου
καὶ εὐαγγελιστὰς αὐτοὺς θέμενος τῆς εὐσεβοῦς ἡμῶν πίστεως,
|| και τους κατέστησες ευαγγελιστές της αγίας μας Πίστεως
καὶ ὁμολογητάς καὶ κήρυκας τῆς ἀληθοῦς ἀναδείξας θεολογίας,
|| και τους ανέδειξες ομολογητές και κήρυκες της αληθινής Θεολογίας,
ὁ καὶ ἐν αὐτῇ τῇ παντελείῳ Ἑορτῇ καὶ σωτηριώδει,
|| εσύ που κατά αυτή την τελειότατη και σωτήρια Εορτή
ἱλασμοὺς ἱκεσίους, ὑπὲρ τῶν κατεχομένων ἐν ᾍδῃ, καταξιώσας δέχεσθαι,
|| μας αξίωσες να σου απευθύνουμε εξιλαστήριες ικεσίες υπέρ όσων είναι αιχμάλωτοι στον Άδη,
μεγάλας τε παρέχων ἡμῖν ἐλπίδας,
|| και μας δίνεις μεγάλη ελπίδα
ἄνεσιν τοῖς κατοιχομένοις τῶν κατεχόντων αὐτοὺς ἀνιαρῶν, καὶ παραψυχὴν παρὰ σοῦ καταπέμπεσθαι.
|| ότι οι κεκοιμημένοι θα λάβουν από σένα ανακούφιση και παρηγορία από τα βάσανά τους,
ἐπάκουσον ἡμῶν τῶν ταπεινῶν, οἰκτρῶν δεομένων σου,
|| Άκουσέ μας και μας τους τιποτένιους, τους αξιολύπητους, που σε παρακαλούμε:
καὶ ἀνάπαυσον τὰς ψυχὰς τῶν δούλων σου τῶν προκεκοιμημένων,
|| και ανάπαυσε τις ψυχές των δούλων σου που έχουν «κοιμηθεί»
ἐν τόπῳ φωτεινῷ, ἐν τόπῳ χλοερῷ, ἐν τόπῳ ἀναψύξεως,
|| σε τόπο φωτεινό, χλοερό και δροσερό,
ἔνθα ἀπέδρα πᾶσα ὀδύνη, λύπη, καὶ στεναγμός,
|| όπου δεν υπάρχει καμμία οδύνη, λύπη ή αναστεναγμός,
καὶ κατάταξον τὰ πνεύματα αὐτῶν ἐν σκηναῖς Δικαίων,
|| και εγκατάστησε τα πνεύματά τους στα σκηνώματα των Δικαίων,
καὶ εἰρήνης καὶ ἀνέσεως ἀξίωσον αὐτούς,
|| και χάρισέ τους ειρήνη και ανακούφιση.
ὅτι οὐχ οἱ νεκροὶ αἰνέσουσί σε, Κύριε,
|| Διότι δεν πρόκειται οι νεκροί να σε δοξολογήσουν, Κύριε,
οὐδὲ οἱ ἐν ᾍδῃ ἐξομολόγησιν παρρησιάζονται προσφέρειν σοι,
|| ούτε όσοι είναι στον Άδη έχουν το θάρρος να σου προσφέρουν δοξολογία,
ἀλλ’ ἡμεῖς οἱ ζῶντες εὐλογοῦμέν σε καὶ ἱκετεύομεν,
|| αλλά εμείς οι ζωντανοί σε δοξάζουμε και σε ικετεύουμε
καὶ τὰς ἱλαστηρίους εὐχὰς καὶ θυσίας προσάγομέν σοι ὑπὲρ τῶν ψυχῶν αὐτῶν.
|| και σου προσφέρουμε εξιλαστήριες προσευχές και θυσίες υπέρ των ψυχών τους.
Ὁ Θεὸς ὁ μέγας καὶ αἰώνιος, ὁ ἅγιος καὶ φιλάνθρωπος,
|| Εσύ μεγάλε Θεέ και αιώνιε, άγιε καὶ φιλάνθρωπε,
ὁ καταξιώσας ἡμᾶς καὶ ἐν ταύτῃ τῇ ὥρᾳ στῆναι ἐνώπιον τῆς ἀπροσίτου σου δόξης,
|| εσύ που μας αξίωσες και ετούτη την ώρα να σταθούμε μπροστά στην απρόσιτη δόξα σου
εἰς ὕμνον καὶ αἶνον τῶν θαυμασίων σου, ἱλάσθητι ἡμῖν τοῖς ἀναξίοις δούλοις σου,
|| για να υμνήσουμε και να δοξάσουμε τα μεγάλα θαύματά σου, σπλαχνίσου εμάς τους ανάξιους δούλους σου
καὶ παράσχου χάριν, τοῦ μετὰ συντετριμμένης καρδίας
|| και δώσε μας το χάρισμα, ώστε με καρδιά ταπεινή
ἀμετεωρίστως προσενεγκεῖν σοι τὴν τρισάγιον δοξολογίαν,
|| χωρίς περισπασμούς να σου προσφέρουμε την τρισάγια δοξολογία
καὶ τὴν εὐχαριστίαν τῶν μεγάλων σου δωρεῶν, ὧν ἐποίησας καὶ ποιεῖς πάντοτε εἰς ἡμᾶς.
|| και τις ευχαριστίες μας για τις μεγάλες δωρεές, τις οποίες και στο παρελθόν αλλά και πάντοτε έχεις κάνει σ’ εμάς.
Μνήσθητι, Κύριε, τῆς ἀσθενείας ἡμῶν, καὶ μὴ συναπολέσῃς ἡμᾶς ταῖς ἀνομίαις ἡμῶν,
|| Θυμήσου, Κύριε, ότι είμαστε ασθενείς/αδύναμοι, και μη μας αφανίσεις μαζί με τις αμαρτίες μας (ή εξαιτίας των αμαρτιών μας)
ἀλλὰ ποίησον μέγα ἔλεος μετὰ τῆς ταπεινώσεως ἡμῶν,
|| αλλά δείξε μεγάλη ευσπλαχνία σε μας τους ταπεινούς
ἵνα, τὸ τῆς ἁμαρτίας σκότος διαφυγόντες, ἐν ἡμέρᾳ δικαιοσύνης περιπατήσωμεν,
|| προκειμένου, αφού ξεφύγουμε από το σκοτάδι της αμαρτίας, να ζήσουμε μέσα στο φως της δικαιοσύνης/αγιότητος
καὶ ἐνδυσάμενοι τὰ ὅπλα τοῦ φωτός, ἀνεπιβουλεύτως διατελέσωμεν ἀπὸ πάσης ἐπηρείας τοῦ
πονηροῦ,
|| και, θωρακισμένοι με τα όπλα του φωτός, να ζήσουμε ανεπηρέαστοι από κάθε επιβουλή του πονηρού
καὶ μετὰ παρρησίας δοξάσωμεν ἐπὶ πᾶσι, σὲ τὸν μόνον ἀληθινόν καὶ φιλάνθρωπον Θεόν.
|| και να δοξάζουμε χωρίς δισταγμούς και φόβους/μεγαλόφωνα εσένα τον μόνο αληθινό και φιλάνθρωπο Θεό.
Σὸν γὰρ ὡς ἀληθῶς, καὶ μέγα ὄντως μυστήριον, Δέσποτα τῶν ἁπάντων καὶ ποιητά,
|| Πραγματικά, αποτελεί δικό σου μεγάλο μυστήριο, Κυρίαρχε και Δημιουργέ των πάντων,
ἥ τε πρόσκαιρος λύσις τῶν σῶν κτισμάτων, καὶ ἡ μετὰ ταῦτα συνάφεια, καὶ ἀνάπαυσις ἡ εἰς
αἰῶνας.
|| και η πρόσκαιρη διάλυση των πλασμάτων σου και η (επαν)ένωση που θα επακολουθήσει
και η αιώνια ανάπαυση.
Σοὶ χάριν ἐπὶ πᾶσιν ὁμολογοῦμεν, ἐπὶ ταῖς εἰσόδοις ἡμῶν ταῖς εἰς τὸν κόσμον τοῦτον,
|| Σου οφείλουμε ευγνωμοσύνη, για τον ερχομό μας σ’ αυτό τον κόσμο,
καὶ ταῖς ἐξόδοις, αἱ τάς ἐλπίδας ἡμῶν τῆς ἀναστάσεως, καὶ τῆς ἀκηράτου ζωῆς,
|| αλλά και για την αποχώρησή μας, η οποία, χάρη στην δική σου αληθέστατη υπόσχεση,
διὰ τῆς σῆς ἀψευδοῦς ἐπαγγελίας προμνηστεύονται, ἧς ἀπολαύσαιμεν ἐν τῇ δευτέρᾳ
μελλούσῃ παρουσίᾳ σου.
|| ήδη φέρνει μαζί της και την ελπίδα για την ανάσταση και την αιώνια ζωή, που μακάρι να την απολαύσουμε, όταν έρθει ο καιρός της Δευτέρας Παρουσίας σου.
Σὺ γὰρ εἶ καὶ τῆς ἀναστάσεως ἡμῶν ἀρχηγός, καὶ τῶν βεβιωμένων ἀδέκαστος,
|| Εσύ είσαι ο αρχηγός της Αναστάσεώς μας και ο αδέκαστος αλλά και φιλάνθρωπος Κριτής της ζωής μας
καὶ φιλάνθρωπος κριτής, καὶ τῆς μισθαποδοσίας Δεσπότης καὶ Κύριος,
|| και εσύ έχεις την απόλυτη δικαιοδοσία στην ανταμοιβή (μας)
ὁ καὶ κοινωνήσας ἡμῖν παραπλησίως σαρκὸς καὶ αἵματος, διὰ συγκατάβασιν ἄκραν,
|| εσύ που έγινε κοινωνός της ίδιας σάρκας και του ίδιου αίματος μ’ εμάς, από υπέρτατη συγκατάβαση
καὶ τῶν ἡμετέρων ἀδιαβλήτων παθῶν, ἐν τῷ ἑκουσίως εἰς πεῖραν καταστῆναι,
|| καθώς και όλων αδιάβλητων (μή εγάμαρτων) ανθρωπίνων παθών/αδυναμιών, μπαίνοντας εκούσια σε δοκιμασία,
προσλαβόμενος σπλάγχνα οἰκτιρμῶν, καὶ ἐν ᾧ πέπονθας πειρασθεὶς αὐτός,
|| επειδή είχες μεγάλη ευσπλαχνία, και, καθώς έπαθες και δοκιμάστηκες ο ίδιος,
τοῖς πειραζομένοις ἡμῖν γενόμενος αὐτεπάγγελτος βοηθός·
|| έγινες αυτεπάγγελτος βοηθός για εμάς που δοκιμαζόμαστε.
διὸ καὶ συνήγαγες ἡμᾶς εἰς τὴν σὴν ἀπάθειαν.
|| Και έτσι μας ανύψωσες στη δική σου απάθεια.
Δέξαι οὖν, Δέσποτα, δεήσεις καὶ ἱκεσίας ἡμετέρας,
|| Δέξου λοιπόν, Κύριε, τις δεήσεις και τις ικεσίες μας
καὶ ἀνάπαυσον πάντας τοὺς πατέρας ἑκάστου, καὶ μητέρας, καὶ ἀδελφούς, καὶ ἀδελφὰς καὶ
τέκνα, καὶ εἴ τι ἄλλο ὁμογενὲς καὶ ὁμόφυλον,
|| και ανάπαυσε όλους, τους πατέρες μας, τις μητέρες μας, τους αδελφούς και τις αδελφές
και τα παιδιά, και όλους τους συγγενείς και ομοεθνείς,
καὶ πάσας τὰς προαναπαυσαμένας ψυχὰς ἐπ’ ἐλπίδι ἀναστάσεως ζωῆς αἰωνίου,
|| και τις ψυχές όλων όσοι «κοιμήθηκαν» με την πίστη στην ανάσταση και την αιώνια ζωή,
καὶ κατάταξον τὰ πνεύματα αὐτῶν καὶ τὰ ὀνόματα ἐν βίβλῳ ζωῆς, ἐν κόλποις Ἀβραάμ, Ἰσαὰκ
καὶ Ἰακώβ,
|| και γράψε τα ονόματά τους στο βιβλίο της ζωής, και βάλε τις ψυχές τους στην αγκαλιά του Αβραάμ, του Ισαάκ και του Ιακώβ,
ἐν χώρᾳ ζώντων, εἰς βασιλείαν οὐρανῶν, ἐν Παραδείσῳ τρυφῆς,
|| στη χώρα των αθάνατων, στην βασιλεία των ουρανών, στον Παράδεισο της απόλαυσης
διὰ τῶν φωτεινῶν Ἀγγέλων σου εἰσάγων ἅπαντας εἰς τάς ἁγίας σου μονάς,
|| εισάγοντάς τους όλους, διά των φωτεινών Αγγέλων σου, στον άγιο τόπο όπου κατοικείς,
συνέγειρον καὶ τὰ σώματα ἡμῶν ἐν ἡμέρᾳ, ᾗ ὥρισας,
|| ανάστησε και τα δικά μας σώματα την ημέρα που έχεις προαποφασίσει
κατὰ τὰς ἁγίας σου καὶ ἀψευδεῖς ἐπαγγελίας.
|| σύμφωνα με τις άγιες και αδιάψευστες υποσχέσεις σου.
Οὐκ ἔστιν οὖν, Κύριε, τοῖς δούλοις σου θάνατος,
|| Δεν είναι πια, Κύριε, θάνατος για (μας) τους δούλους σου,
ἐκδημούντων ἡμῶν ἀπὸ τοῦ σώματος, καὶ πρὸς σὲ τὸν Θεὸν ἐνδημούντων,
|| όταν φεύγουμε από αυτό το σώμα και ερχόμαστε προς εσένα τον Θεό
ἀλλὰ μετάστασις ἀπὸ τῶν λυπηροτέρων ἐπὶ τὰ χρηστότερα καὶ θυμηδέστερα,
|| αλλά είναι μετάβαση από τα λυπηρά προς τα αγαθά και τα ευχάριστα
καὶ ἀνάπαυσις καὶ χαρά.
|| και ανάπαυση και χαρά.
Εἰ δὲ καί τι ἡμάρτομεν εἰς σέ, ἵλεως γενοῦ ἡμῖν τε καὶ αὐτοῖς,
|| Κι αν έχουμε αμαρτήσει απέναντί σου, σπλαχνίσου και εμάς και αυτούς (τους κεκοιμημένους)
διότι οὐδεὶς καθαρὸς ἀπὸ ῥύπου ἐνώπιόν σου, ουδ’ ἂν μία ἡμέρα ᾖ ἡ ζωὴ αὐτοῦ,
|| γιατί κανείς δεν υπάρχει που να είναι καθαρός από τον ρύπο της αμαρτίας, ακόμη και αν η ζωή του είναι μόνο μια ημέρα
εἰμὴ μόνος σύ, ὁ ἐπὶ γῆς φανεὶς ἀναμάρτητος, ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός,
|| παρά μόνο εσύ, που έζησες ως αναμάρτητος, ο Κύριός μας ο Ιησούς Χριστός,
δι’ οὗ πάντες ἐλπίζομεν ἐλέους τυχεῖν, καὶ ἀφέσεως ἁμαρτιῶν.
|| διά του οποίου ελπίζουμε να βρούμε έλεος και συγχώρεση των αμαρτιών μας.
Διὰ τοῦτο ἡμῖν τε καὶ αὐτοῖς, ὡς ἀγαθὸς καὶ φιλάνθρωπος Θεός,
|| Γι’ αυτό και εμάς και αυτούς, επειδή είσαι αγαθός και φιλάνθρωπος Θεός,
ἄνες, ἄφες, συγχώρησον τὰ παραπτώματα ἡμῶν, τὰ ἑκούσια καὶ τὰ ἀκούσια,
|| δώσε μας άφεση, συγχώρησέ μας τα σφάλματα, τα εκούσια και τα ακούσια
τὰ ἐν γνώσει καὶ ἐν ἀγνοίᾳ, τὰ πρόδηλα, τὰ λανθάνοντα, τὰ ἐν πράξει, ἐν τὰ διανοίᾳ,
|| όσα διαπράξαμε συνειδητά ή χωρίς να το καταλάβουμε, τα φανερά και τα κρυφά, τα έμπρακτα, τα νοερά
τὰ ἐν λόγῳ, τὰ ἐν πάσαις ἡμῶν ταῖς ἀναστροφαῖς, καὶ τοῖς κινήμασι,
|| όσα με τα λόγια στις διάφορες αναστροφές/συνομιλίες μας και με τις κινήσεις μας διαπράξαμε.
καὶ τοῖς μὲν προλαβοῦσιν ἐλευθερίαν καὶ ἄνεσιν δώρησαι,
|| Και στους μεν κεκοιμημένους δώρισε απαλλαγή και ανακούφιση
ἡμᾶς δὲ τοὺς περιεστῶτας εὐλόγησον,
|| εμάς δε που στεκόμαστε εδώ γύρω ευλόγησέ μας
τέλος ἀγαθὸν καὶ εἰρηνικὸν παρεχόμενος ἡμῖν τε, καὶ παντὶ τῷ λαῷ σου,
|| παρέχοντας και σε μάς και σε όλο τον λαό σου άγιο και ειρηνικό το τέλος της ζωής
καὶ ἐλέους σπλάγχνα καὶ φιλανθρωπίας διανοίγων ἡμῖν,
|| ανοίγοντας για μας τα σπλάχνα του ελέους και της φιλανθρωπίας σου
ἐν τῇ φρικτῇ καὶ φοβερᾷ σου παρουσία, καὶ τῆς βασιλείας σου ἀξίους ἡμᾶς ποίησον.
|| κατά την φρικτή και φοβερή (Δευτέρα) παρουσία σου, και αξίωσέ μας της Βασιλείας σου.
Ὁ Θεὸς ὁ μέγας καὶ ὕψιστος, ὁ μόνος ἔχων ἀθανασίαν, φῶς οἰκῶν ἀπρόσιτον,
|| Θεέ μεγάλε και υψηλότατε, που μόνο εσύ είσαι αθάνατος, που κατοικείς μέσα σε απρόσιτο φως
ὁ πᾶσαν τὴν κτίσιν ἐν σοφίᾳ δημιουργήσας.
|| Εσύ που δημιούργησες όλη την κτίση με σοφία,
Ὁ διαχωρήσας ἀνὰ μέσον τοῦ φωτός, καὶ ἀναμέσον τοῦ σκότους,
|| που ἐκανες διαχωρισμό ανάμεσα στο φώς και στο σκοτάδι
καὶ τὸν ἥλιον θέμενος εἰς ἐξουσίαν τῆς ἡμέρας,
|| και όρισες τον ήλιο να εξουσιάζει την ημέρα
σελήνην δὲ καὶ ἀστέρας εἰς ἐξουσίαν τῆς νυκτός,
|| και την σελήνη και τα αστέρια να κυβερνούν τη νύχτα,
ὁ καταξιώσας ἡμᾶς τοὺς ἁμαρτωλούς, καὶ ἐπὶ τῆς παρούσης ἡμέρας
|| εσύ που αξίωσες εμάς τους αμαρτωλούς, και τη σημερινή μέρα
προφθάσαι τὸ πρόσωπόν σου ἐν ἐξομολογήσει, καὶ τὴν ἑσπερινὴν σοι λατρείαν προσαγαγεῖν.
|| να σταθούμε ενώπιόν σου με ευγνωμοσύνη και να σου προσφέρουμε την εσπερινή λατρεία,
Αὐτός, φιλάνθρωπε Κύριε, κατεύθυνον τήν προσευχὴν ἡμῶν, ὡς θυμίαμα ἐνώπιόν σου,
|| εσύ, φιλάνθρωπε Κύριε, κατεύθυνε την προσευχή μας προς εσένα, σαν θυμίαμα,
καὶ πρόσδεξαι αὐτὴν εἰς ὀσμὴν εὐωδίας. Παράσχου δὲ ἡμῖν τὴν παροῦσαν ἑσπέραν,
|| και δέξου την αντί για ευωδιαστό άρωμα. Χάρισέ μας την αποψινή βραδιά
καὶ τὴν ἐπιοῦσαν νύκτα εἰρηνικήν, ἔνδυσον ἡμᾶς ὅπλα φωτός,
|| και την νύκτα που έρχεται ειρηνική, θωράκισέ μας με τα όπλα του φωτός,
ῥῦσαι ἡμᾶς ἀπὸ φόβου νυκτερινοῦ, καὶ ἀπὸ παντὸς πράγματος ἐν σκότει διαπορευομένου,
|| απάλλαξέ μας από οτιδήποτε μπορεί να μας φοβίσει την νύχτα, από οτιδήποτε κακό μπορεί να ελλοχεύει μέσα στο σκοτάδι
καὶ δώρησαι ἡμῖν τὸν ὕπνον, ὃν εἰς ἀνάπαυσιν τῇ ἀσθενείᾳ ἡμῶν ἐδωρήσω,
|| και χάρισέ μας τον ύπνο, που μας τον έδωσες για να αναπαύεται η αδύναμη ύπαρξή μας,
πάσης διαβολικῆς φαντασίας ἀπηλλαγμένον.
|| απαλλαγμένο από κάθε διαβολική οπτασία/ονειροφαντασιά.
Ναί, Δέσποτα τῶν ἁπάντων, τῶν ἀγαθῶν χορηγέ, ἵνα, καὶ ἐν ταῖς κοίταις ἡμῶν κατανυγόμενοι,
|| Ναι, κυρίαρχε όλων, χορηγέ των αγαθών, ώστε, ακόμη και όταν ξαπλώνουμε, να νιώθουμε κατάνυξη
μνημονεύωμεν καὶ ἐν νυκτὶ τοῦ παναγίου ὀνόματός σου,
|| και να μνημονεύουμε ακόμη και τη νύχτα το πανάγιο Όνομά σου
καὶ τῇ μελέτῃ τῶν σῶν ἐντολῶν καταυγαζόμενοι,
|| και φωτιζόμενοι από την μελέτη των εντολών σου
ἐν ἀγαλλιάσει ψυχῆς διαναστῶμεν πρὸς δοξολογίαν τῆς σῆς ἀγαθότητος,
|| να εγερθούμε, με ψυχική αγαλλίαση, για να δοξολογήσουμε την αγαθότητά σου ( = εσένα τον Πανάγαθο)
δεήσεις καὶ ἱκεσίας τῇ σῇ εὐσπλαγχνίᾳ προσάγοντες,
|| προσφέροντας δεήσεις και ικεσίες προς εσένα τον εύσπλαχνο
ὑπὲρ τῶν ἰδίων ἁμαρτιῶν, καὶ παντὸς τοῦ λαοῦ σου,
|| για την συγχώρεση των αμαρτημάτων μας και για όλον τον λαό σου
ὃν ταῖς πρεσβείαις τῆς ἁγίας Θεοτόκου ἐν ἐλέει ἐπίσκεψαι.
|| τον οποίο, με τις μεσιτείες και της Θεοτόκου σου ζητούμε να τον επισκεφθείς σπλαχνικά.
Παπαγιάννης Γρηγόριος
https://www.facebook.com/100002974843336/posts/5042012819241163/