Ὁ γάμος, ὡς γνωστό, εἶναι «μυστήριον μέγα» καί λειτουργεῖ κατά τό ἀρχέτυπο τῆς σχέσης Χριστοῦ καί Ἐκκλησίας. Μέσα στό γάμο, ὁ ἄνδρας καί ἡ γυναίκα ἐκφράζουν τήν ἀγάπη τους, ἡ ὁποία κινεῖται σέ δύο κατευθύνσεις, τήν κάθετη καί τήν ὁριζόντια. Μέ τήν κάθετη κίνηση ἐπιδιώκεται ἡ διαρκής σύνδεση μέ τόν Θεό, ἐνῶ μέ τήν ὁριζόντια ἡ ἀλληλοπεριχώρηση τῶν συζύγων[1]. Πνευματικός καρπός τοῦ γάμου εἶναι ἡ ἀπόκτηση παιδιῶν∙ ἄν καί ἡ τεκνοποιΐα δέν ἀποτελεῖ πρωταρχικό σκοπό του, γίνεται δεκτό πώς ἀποτελεῖ τό φυσικό χῶρο μέσα στόν ὁποῖο ἕνα παιδί μπορεῖ νά ζήσει καί νά διαπαιδαγωγηθεῖ ὁμαλά, ἐφόσον βέβαια ὁ οἰκογενειακός βίος εἶναι εἰρηνικός.
Γιά τόν λόγο αὐτό ὁποιαδήποτε σαρκική σχέση ἐκτός γάμου εἶναι ἀπευκταία, διότι κατά τόν Ἀπόστολο Παῦλο ἀποτελεῖ βεβήλωση τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος πού εἶναι ναός τοῦ Ἁγ. Πνεύματος (Α΄ Κορ. 6,19) καί πορνεία (Α΄ Κορ. 7,2). Ὡστόσο, στή σημερινή ἐποχή, ἡ ἀποχριστιανοποίηση τῆς δημόσιας ζωῆς, ἡ προβολή ἐπικίνδυνων προτύπων, ἡ διάλυση ἀλλά καί ἡ ἀπόπειρα ἐπιβολῆς νέων, ἐξαμβλωματικῶν, μορφῶν οἰκογένειας, ὤθησαν τούς ἄνδρες καί τίς γυναῖκες, στήν σύναψη προγαμιαίων (καί ἐξωσυζυγικῶν) σαρκικῶν σχέσεων, οἱ ὁποῖες πολλές φορές ὁδηγοῦν, ἑκούσια ἤ ἀκούσια, στή γέννηση ἑνός ἤ περισσοτέρων παιδιῶν.
Στήν μέν πρώτη περίπτωση (ἑκούσια γέννηση), παρατηρεῖται τό φαινόμενο οἱ γονεῖς νά συμπεριφέρονται ἄκρως ἐγωϊστικά καί νά θεωροῦν ὅτι τό παιδί εἶναι κτῆμα τους. Ἀφοῦ ἔλαβαν μία τέτοια σημαντική ἀπόφαση, δηλαδή νά παραγνωρίσουν τήν Θεία ἐντολή προκειμένου νά ἔλθουν εἰς γάμου κοινωνίαν, ἀλλά καί τό κοινωνικό status πού εὐτυχῶς ἀκόμα δέν ἐνθαρρύνει τέτοιου εἴδους συμπεριφορές, μποροῦν κατά τήν κρίση τους νά χωρίζουν, ὅποτε αὐτοί ἐπιθυμοῦν ἤ νά «παρκάρουν» τό παιδί τους ἀπό ἐδῶ καί ἀπό ἐκεῖ, προκειμένου νά διευκολύνουν ἀκόμη περισσότερο τήν ἐξυπηρέτηση τῶν ἐγωκεντρικῶν ἀναγκῶν τους. Ἤ, πάλι, προσπαθοῦν νά ἀποσιωπήσουν τίς εὐθύνες τους, μεταφέροντας στό παιδί τους συμπλεγματικές συμπεριφορές, προκειμένου νά ἀμυνθεῖ αὐτό ἀργότερα στούς ψίθυρους τοῦ σχολείου, τῆς γειτονιᾶς καί τῆς κοινωνίας. Ἀξίζει βέβαια νά ἀναφερθεῖ πώς στήν πρώτη περίπτωση δέν σπανίζει καί ἡ κατάληξη τό ζεῦγος νά παντρευτεῖ, προκειμένου νά προχωρήσει ὁμαλά τό συζυγικό του βίο, ἀφοῦ ὅμως προηγηθεῖ, πολλές φορές, ἡ νέα μόδα τῆς «γάμο-βάπτισης», ὅπως περιπαικτικά πλέον, δυστυχῶς, ὀνομάζεται ἀπό πολλούς.
Στήν δέ δεύτερη περίπτωση (ἀκούσια γέννηση), παρατηρεῖται ἡ ἐκφορά τῆς φράσης «ἀνεπιθύμητη ἐγκυμοσύνη», παραγνωρίζοντας τή Θεία βούληση. Ἄν τό παιδί καταφέρει νά γεννηθεῖ καί δέν σφαγιαστεῖ μέ τό ἰατρικό νυστέρι τοῦ γυναικολόγου, καθίσταται ζυγός γιά τούς γονεῖς. Μετά τήν ἑκούσια ἤ δικαστική ἀναγνώριση τοῦ τέκνου, ὁ πατέρας του σπεύδει συνήθως νά ἐξαφανιστεῖ ἀπό τή ζωή του καί νά ἀποποιηθεῖ τῶν εὐθυνῶν του μέ ἀποτέλεσμα τό παιδί καί κατ᾿ ἐπέκταση ἡ μητέρα του νά ὑφίστανται μία ἐπιπλέον ἠθική, ψυχολογική καί οἰκονομική καταρράκωση. Ἡ δέ μητέρα, ἀνήμπορη πολλές φορές νά ἀνταποκριθεῖ ἐξ ὁλοκλήρου στό ρόλο της, ἐναποθέτει ὄχι μόνο τίς ἐλπίδες της, ἀλλά καί τό παιδί της τό ἴδιο στόν παπποῦ καί τή γιαγιά, οἱ ὁποῖοι λόγῳ τοῦ ἀναβαθμισμένου ρόλου πού ἔχουν στήν ἀνατροφή του συμβάλλουν καί αὐτοί, ἠθελημένα ἤ ἄθελα, στήν πολυδιάσπαση τῆς προσωπικότητάς του. Κατ᾿ ἐπέκταση, ἄν τό παιδί εἶναι ἀποτέλεσμα ἐγκληματογόνας συμπεριφορᾶς (π.χ. βιασμός, αἱμομιξία) τά ἀποτελέσματα εἶναι ἀκόμη πιό ἔντονα καί δυσάρεστα γι᾿ αὐτό.
Καί στίς δύο περιπτώσεις ἡ κοινωνία, ἀρχικά, ὑφίσταται δῆθεν ἕνα ψυχολογικό σόκ καί στή συνέχεια σπεύδει σάν τό Φαρισαῖο τῆς παραβολῆς νά κρίνει τούς γονεῖς μέ τό κακεντρεχές σχόλιο καί τή σύγκριση. Προχωρᾶ δέ ἀκόμη πιό πέρα, τιμωρώντας μέ τόν κοινωνικό ἀποκλεισμό -πέρα ἀπό τούς γονεῖς- καί τό μόνο πρόσωπο πού δέν φταίει στήν ὅλη κατάσταση: τό παιδί, πού ἀναγκαία γίνεται τό θύμα τῆς ὑπόθεσης. Ἔτσι, ἡ κοινωνία, ἡ ὁποία πολλές φορές μέ τήν ἔνοχη ἀνοχή, τά ἀντίχριστα πρότυπα καί τόν πανσεξουαλισμό εἶναι ὁ ἠθικός αὐτουργός ἤ συνεργός στό «ἔγκλημα», γίνεται κατόπιν ὁ ἀνακριτής μέ τίς ἀφόρητες ἐρωτήσεις καί τό ἀδιάκριτο ἐνδιαφέρον της, γιά νά καταλήξει στόν ρόλο τοῦ δημοσίου κατηγόρου ἤ τοῦ δικαστῆ, ὁ ὁποῖος θά ἀποφασίσει νά καταδικάσει τό παιδί μέ βαρύτατες κοινωνικές ποινές πού προσιδιάζουν στό «λαϊκό περί δικαίου αἴσθημα». Συνεχίζει λοιπόν ὑποκριτικά νά μήν καταδικάζει αὐτή καθεαυτή τήν ἁμαρτία, ἀλλά τόν ἁμαρτωλό συνάνθρωπο.
Κατόπιν αὐτῶν ἀνακύπτει εὔλογα τό ἐρώτημα: ὑπάρχει, ἄραγε, διέξοδο στό ἀδιέξοδο; Ἡ ἀπάντηση εἶναι, φυσικά, καταφατική.
Τό Δίκαιο, παρότι τά τελευταῖα χρόνια ἔχει θέσει ἐκ ποδῶν τόν Σωτῆρα Χριστό, τηρεῖ κάποιες ἀσφαλιστικές δικλεῖδες πού προστατεύουν τόσο τό τέκνο πού γεννήθηκε ἐκτός γάμου ὅσο καί τή μητέρα. Ἔτσι, ἡ τελευταία μπορεῖ νά ζητήσει τήν ἑκούσια ἤ δικαστική ἀναγνώριση τῆς πατρότητας τοῦ τέκνου καί μάλιστα, ἄν ὁ πατέρας στήν τελευταία περίπτωση ἀρνεῖται νά ὑποβληθεῖ στή σχετική διαδικασία, συντρέχει τεκμήριο εἰς βάρος του ὅτι αὐτός εἶναι ὄντως ὁ γονέας τοῦ τέκνου. Ἐπιπλέον, ἡ μητέρα μπορεῖ νά διεκδικήσει διατροφή γιά νά μπορέσει νά ἀνταπεξέλθει στίς οἰκονομικές ἀνάγκες. Αὐτό ὅμως πού πρέπει νά διατυμπανίσουμε εἶναι ὅτι τό τέκνο γεννηθέν ἐκτός γάμου, ἐφόσον ἀναγνωρίστηκε ἑκούσια ἤ δικαστικά, ἐξομοιοῦται ὡς πρός τά δικαιώματα μέ κάθε τέκνο πού γεννήθηκε ἐντός γάμου (ἔτσι π.χ. κατοχυρώνεται καί γι᾿ αὐτό κληρονομικό δικαίωμα ὡς πρός τούς γονεῖς του ἀκόμη καί νά μήν ἔχουν παντρευτεῖ). Τέλος, ἄς προστεθεῖ πώς ἡ μητέρα δικαιοῦται νά λαμβάνει προνοιακό, πολυτεκνικό ἤ οἰκογενειακό ἐπίδομα.
Ἀφήσαμε γιά τό τέλος τήν κοινωνική καί πνευματική ἀντιμετώπιση τοῦ θέματος. Ἄν καί τά ἰδανικά δέν ἐξέλιπαν ἐξ ὁλοκλήρου, ἀπουσιάζουν ὡστόσο τά πρότυπα, τά ὁποῖα καλούμαστε νά ἀναζητήσουμε ποῦ ἀλλοῦ, παρά στόν κόσμο τῆς Πίστης, τῆς Ἀγάπης καί τῆς Ἐλπίδας. Ὁ παραλληλισμός, ἐλπίζουμε, νά μήν σκανδαλίσει τόν ἀναγνώστη: Θαρροῦμε πώς ὁ Στ΄ Οἶκος τοῦ Ἀκαθίστου Ὕμνου πρός τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο περιλαμβάνει τήν πεμπτουσία τῆς πνευματικά ἐπιτρεπτῆς καί κοινωνικά ὀρθῆς ἀντιμετώπισης τοῦ θέματος.
«Ζάλην ἔνδοθεν ἔχων λογισμῶν ἀμφιβόλων, ὁ σώφρων Ἰωσήφ ἐταράχθη• πρός τήν ἄγαμόν σε θεωρῶν καί κλεψίγαμον ὑπονοῶν Ἄμεμπτε• μαθῶν δέ σοῦ τήν σύλληψιν ἐκ Πνεύματος Ἁγίου, ἔφη Ἀλληλούϊα». Ὁ Ἰωσήφ, μνηστήρας τῆς Παρθένου, ἀμφέβαλε μόλις πληροφορήθηκε τό γεγονός τῆς κύησης, πλήν ὅμως, μόλις ἔμαθε ἀπό τόν Ἄγγελο Κυρίου γιά τό μυστήριο τῆς Θείας Ἐνανθρωπίσεως, ὑποτάσσεται στό Θεῖο Θέλημα. Γιατί ὅμως ὑπακούει; Γιατί ὅπως ἀναφέρεται στό κατά Ματθαῖον Εὐαγγέλιο (Ματθ. 1, 19) ἦταν «δίκαιος», δηλαδή εὐσεβής.
Μέ ἄλλα λόγια δέν διακατείχετο ἀπό φαρισαϊσμό καί μία ἠθικίστικη συμπεριφορά, ἡ ὁποία πολλές φορές κάνει τήν ἐμφάνισή της στήν, κατά τά ἄλλα, χριστιανική μας κοινωνία. Δέν στάθηκε μέ ἀναπεπταμένο τό δείκτη τοῦ χεριοῦ του, ὡς ἄλλος κήνσορας, προκειμένου νά διδάξει ὑποκριτικά τό σωστό. Στάθηκε δίπλα στήν Εὔα τῆς Χάριτος καί τῆς Σωτηρίας, τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο[2]. Ὁ λογισμός τοῦ ἦρθε καί ἔφυγε. Ἀνέλαβε τίς ὑποχρεώσεις του καί συμπαραστάθηκε στή Γυναίκα, τήν «περιβεβλημένη τόν ἥλιον» (Ἀπ. 12,1). Δημιουργήθηκε ἔτσι ἡ Ἁγία Οἰκογένεια, ἡ ὁποία ἔμελλε νά ἐπηρεάσει καθοριστικά τόν ροῦ τῆς Ἱστορίας.
Τό σίγουρο εἶναι πώς τά παιδιά πού γεννιοῦνται ἐκτός γάμου δέν εἶναι δεύτερης κατηγορίας γιά τόν Πανάγαθο Θεό. Ἄν καί ἡ σχέση τῶν γονέων τους δέν εἶναι εὐλογημένη, τά πλάσματα αὐτά θά ἀποτελέσουν μέλη τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν, καθώς ἡ ἀγκαλιά τοῦ Χριστοῦ εἶναι πάντοτε ἀνοικτή γιά ὅλα τά τέκνα του, σέ ἀντίθεση μέ τήν κοινωνία καί τό στενό περιβάλλον τους, πού πολλές φορές τά θέτει στό περιθώριο. Γιά τό λόγο αὐτό, ἐμεῖς ἄς παρακαλοῦμε διά τῆς προσευχῆς μας τήν Κυρία Θεοτόκο, τή Γαλακτοτροφοῦσα καί Γλυκοφιλοῦσα τό μονάκριβο Υἱό της καί Θεό μας Ἰησοῦ Χριστό, ὅπως ἀγκαλιάζει, θρέφει πνευματικά ὅλα αὐτά τά ἀγγελούδια πού ἔρχονται στόν κόσμο καί μεσιτεύει διαρκῶς ὑπέρ αὐτῶν: διότι εἶναι βαρύ νά εἶναι κανείς δακτυλοδεικτούμενος «ἐκ κοιλίας μητρός» … «ἄχρι θανάτου» γιά σφάλματα γιά τά ὁποῖα δέν εὐθύνεται.
Ἰωάννη – Ἀλέξανδρου Χριστόπουλου
Δικηγόρου, Εἰσηγητῆ Σεμιναρίων Δικαίου
- Ματζαρίδη Γεωργίου, Χριστιανική Ἠθική, Ἐκδόσεις Πουρνάρα, σελ. 244.
- Νίκα Σωκράτη, Λεξικό Ὀρθόδοξης Θεολογίας, Ἀθήνα 1997, σελ. 308.