
Κάποια στιγμή παλιώσανε τα ρούχα του και πήγε στον καπνοπώλη, τον επιχειρηματία που δούλευε, να ζητήσει κάποια βοήθεια…
Του λέει λοιπόν ντροπαλά:
– Ξέρετε Κύριε …τρυπήσανε τα παπούτσια μου κι οι κάλτσες μου και τώρα κάνει κρύο το Χειμώνα και θα θελα αν μπορείτε να με βοηθήσετε λίγο …
Αυτός θύμωσε του λέει:
– …Φύγε από εδώ, δεν έχω περισσευούμενα λεφτά για σένα …είσαι βάρος στη δουλειά μου …κάνε τη δουλειά σου καλά κι άσ’ τα αυτά … τις υπερβολές …τα βγάζεις πέρα.
Και δεν του έδωσε καμία σημασία.
Φεύγει λοιπόν, πάει στο δωμάτιό του και άρχισε να γράφει ένα γράμμα. Όχι όμως στους γονείς του …αυτοί ήταν φτωχοί. Έγραψε ένα γράμμα στον Ιησού Χριστό. Έτσι τελείωνε το γράμμα: «ΣΤΟΝ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟ» Δ/νση: ΣΤΟΥΣ ΟΥΡΑΝΟΥΣ. ΤΟ ΑΓΑΠΗΜΕΝΟ ΣΟΥ ΠΑΙΔΙ Ο ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ…
Του έγραψε ένα γράμμα τόσο καρδιακό, τόσο απλό, με τόση θερμή πίστη όμως. Και του είπε περίπου τα παρακάτω: Κύριε μου, σε παρακαλώ, συγχώρεσέ με που σε ενοχλώ… ξέρω ότι έχεις πολλά στο μυαλό σου, έχεις τόσο κόσμο να ασχοληθείς, αλλά έχω κι εγώ ένα πρόβλημά μου να Σου πω και αυτό είναι απλό κι εύκολο για Σένα… βρες μια λύση… τρύπησαν τα παπούτσια μου …κρυώνω!! δεν έχω ρούχα να ντυθώ … αν θέλεις Εσύ βοήθησέ με σε παρακαλώ … εγώ σε αγαπώ πολύ. Εσύ κανόνισε πώς θα με βοηθήσεις.”
Κλείνει το γράμμα, σηκώνεται το πρωί με το κρύο να το στείλει …στους ουρανούς … Τι θα ένιωθε αυτός ο ταχυδρόμος εάν έπαιρνε αυτό το γράμμα και έβλεπε τυχαία να γράφει παραλήπτης: ΙΗΣΟΥΣ ΧΡΙΣΤΟΣ στους Ουρανούς;… Η ωραιότερη Διεύθυνση στην οποία όμως δεν θα έφτανε ποτέ από τα Ταχυδρομεία αυτού του κόσμου!!!
Κατά θεϊκή συγκυρία επέτρεψε ο Θεός να βγαίνει το πρωί ο γείτονάς τους ο Κυρ-Θεμιστοκλής, ο οποίος είδε τον μικρό Αναστάση…
-Αναστάση πού πας με αυτό το κρύο;…
-Πάω να στείλω τα γράμματα …
-Φέρε εδώ παιδάκι μου. Μαζί με τα δικά μου θα στείλω και τα δικά σου. Τα παίρνει κι όπως τα ξεφύλλισε στο χέρι του, είδε τη Διεύθυνση ….κατάλαβε ότι πρόκειται για κάτι που δεν θα γίνει ανθρωπίνως… παραβίασε το απόρρητο της παιδικής αυτής ψυχής, και προς έκπληξή του και με συγκίνηση διάβασε αυτά τα λόγια… «ΣΤΟΝ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟ»… το μικρό παράπονο και τη θερμή προσευχή του μικρού Αναστάση …
Και τι κάνει αυτός ο άνθρωπος;… Ετοιμάζει ένα δεματάκι με φανέλες, ζακέτες ζεστές, ρουχαλάκια, τα βάζει σε ένα δέμα και πάνω του γράφει: ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΑΝΑΣΤΑΣΗ, Ο ΙΗΣΟΥΣ ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΟΥΡΑΝΟΥΣ. Το βάζει έξω από το μαγαζί το πρωί, το παίρνει ο Αναστάσιος με το που ξύπνησε και αρχίζει να πηδάει από τη χαρά του σαν τρελός και να φωνάζει: Χριστέ μου Σ΄ αγαπώ, Χριστέ μου Σ’ ευχαριστώ, Χριστούλη μου… άκουσες την προσευχή μου…
Ένα παιδάκι που από μικρός είδε τα θαύματα του Θεού… με τέτοια ζωντανή πίστη τόσο θερμή που τον συνόδευε σε όλη του τη ζωή …Μιλούσε στον Θεό …Τον αισθανόταν …Μιλούσε στον Χριστό και κατέβαζε τον ουρανό στην γη. Έκανε θαύματα η προσευχή του… ήταν μια ζωντανή επαφή αυτή που είχε με τον Χριστό…
Όμως το αφεντικό του είχε άλλη γνώμη και όταν τον είδε έτσι καλοντυμένο:
-Πώς έγινες έτσι κουστουμαρισμένος; Ποιος σε έφτιαξε έτσι κύριο; Πού τα βρήκες τα λεφτά; Και ο Αναστάσιος του απαντά με απλότητα:
-Ξέρετε είναι μυστικό …
-Για πες το μυστικό σου γιατί κάτι υποπτεύομαι… Αυτός νόμισε ότι του έκλεψε λεφτά από το συρτάρι.
-…Ξέρετε, μου τα έστειλε ο Ιησούς Χριστός…
-Ο Ιησούς Χριστός ;;;;;; Έλα εδώ και θα σου πω!!!!! Και αρχίζει να τον κτυπά και να τον κυνηγάει μέσα στο μαγαζί…
-Λέγε πού βρήκες τα λεφτά…
-Μα σας λέω αλήθεια, έστειλα ένα γράμμα στον Ιησού Χριστό και μου απάντησε… Τι φταίω, εγώ δεν έχω κλέψει … Ο Χριστός με άκουσε …έστειλα γράμμα… το γράφει κιόλας ….να…!! Κι από τις φωνές τα κλάματα και τη φασαρία τον ακούει ο Κύριος Θεμιστοκλής. Πάει στο αφεντικό του λοιπόν και του λέει:
-Άσε το παιδί… έλα να σου πω το μυστικό του… μην του χαλάσουμε αυτήν την απλή πίστη που έχει στην καρδούλα του ….εγώ του τα έδωσα αλλά κοίτα τι βρήκα …κοίτα τι γράμμα διάβασα …. έχεις δίπλα σου ένα παιδί θαυμάσιο δουλεύει στο μαγαζί σου, ένα παιδί που έχει ζωντανή πίστη στον Χριστό…