Σύμφωνα με το κτητορικό και τη σχετική αναφορά του Επ. Κυριακίδη η ίδρυση της Ιεράς Μονής Σουμελά ανάγεται στην τέταρτη μ.Χ. εκατονταετηρίδα και συνδέεται με την ανεύρεση της θαυματουργού εικόνος της Σουμελιώτισσας Παναγίας στο Όρος του Μελά.
Κατά την παράδοση, μία από τις τρεις εικόνες της Θεομήτορος που αγιογράφησε ο Ευαγγελιστής Λουκάς, την Τρίτη εξ αυτών, την παρέδωσε σε έναν μαθητή του, τον Ανανία. Η εικόνα αυτή επειδή αρχικώς εγκαταστάθη στην πόλη των Αθηνών, έλαβε την προσωνυμία «Παναγία η Αθηναία» ή «Αθηνιώτισσα Παναγία». Αργότερα η ιερά εικόνα μετεφέρθη στη Θήβα, όπου οι Θηβαίοι ανήγειραν προς τιμήν της περίλαμπρο ναό και παρέμεινε στην πόλη των Θηβών ως και τα έτη του αυτοκράτορος Θεοδοσίου του Α΄ (379/ 380).
Η Θεοτόκος εμφανίστηκε κατ’ όναρ στον ευσεβή χριστιανό Βασίλειο και τον ανεψιό του Σωτήριο, τους οποίους εκάλεσε να απαρνηθούν τα εγκόσμια και να γίνοτν μοναχοί, όπως και έκαναν, και έτσι άλλαξαν τα ονόματά τους σε Βαρνάβα και Σωφρόνιο, αντίστοιχα. Οι δύο άνδρες, όταν μετέβησαν στη Θήβα για να προσκυνήσουν την Παναγία την Αθηναία, άκουσαν φωνή να τους λέει: «Εγώ προπορεύομαι, τέκνα, όπως προείπα, εις όπερ εξελεξάμην Όρος του Μελά, μεθ’ υμών ούσα».
Οι δύο μοναχοί αφού προσκύνησαν στα Μετέωρα και στην Ιερά Μονή Ιβήρων Αγίου Όρους, ανεχώρησαν με πλοιάριο και έφτασαν στη Μαρώνεια της Θράκης και στη συνέχεια πεζοπορώντας έφθασαν στη Ραιδεστό, την Κωσταντινούπολη και από εκεί στην Τραπεζούντα, όπου αφού προσκύνησαν τη Θεοτόκο Χρυσοκέφαλο και την κάρα του Αγίου Ευγενίου, κατευθύνθηκαν στο εσωτερικό του Πόντου και προς το όρος Μελά.
Μέσα από πυκνόφυτη βλάστηση βλέπουν την κορυφή του ‘Ορους Μελά και σμήνη χελιδονιών να εισέρχονται και να εξέρχονται σε μη ορατή προς αυτούς σπηλιά στην οποία, όταν εισήλθαν οι δύο μοναχοί, είδαν την ιερά εικόνα σε μία εσοχή των βράχων. Στο σπήλαιο αυτό οι μοναχοί έκτισαν ένα μικρό κελί και αργότερα την Ιερά Μονή, τα εγκαίνια της οποίας έλαβαν χώρα το έτος 386 μ.Χ.
Η Ιερά Μονή της Παναγίας Σουμελά εγνώρισε μεγάλη αίγλη επί της δυναστείας των Μ. Κομνηνών. Ιδιαίτερη μέριμνα για την Ιερά Μονή επέδειξε ο αυτοκράτορας Αλέξιος Γ΄ Κομνηνός, ο οποίος αφού σώθηκε σε μία θαλασσοταραχή, εχάρισε στο μοναστήρι 48 χωριά, τα οποία απετέλεσαν αργότερα την εξαρχία της Μονής. Πολλοί υπήρξαν και οι Σουλτάνοι που ευεργέτησαν το μοναστήρι και εξέδωσαν σουλτανικά φιρμάνια με τα οποία επικύρωναν όλα τα προηγηθέντα Χρυσόβουλλα των Κομνηνών. Χρυσόβουλλα υπέρ της Μονής εξέδωσαν και οι ηγεμόνες των Παραδουνάβιων περιοχών.
Μετά τη γενοκτονία του ποντιακού ελληνισμού, με τα 353.000 αθώα θύματα των Ελλήνων του Πόντου, το μοναστήρι έπαυσε να λειτουργεί (1923) και αφού υπέστη φθορές από τη θρησκευτική και εθνικιστική μισαλλοδοξία των Τούρκων, μετετράπη σε μουσείο.
Από τα ιερά κειμήλια της ιστορικής Μονής που μετεφέρθησαν και φυλάσσονται στην ομώνυμη Ιερά Μονή Παναγίας Σουμελά στο όρος Βέρμιο της Βέροιας είναι η θαυματουργή εικόνα της Παναγίας Σουμελά, ο σταυρός του αυτοκράτορος Αλεξίου Γ΄ Κομνηνού και το Ευαγγέλιο του Οσίου Χριστοφόρου.
Ιωάννης Ελ. Σιδηρά, Θεολόγος- Εκκλησιαστικός Ιστορικός- Νομικός