Το σπίτι είναι το λίκνο της κοινωνικής ζωής· μέσα σε αυτό, αυτή γεννιέται ουσιαστικά και αρχίζει να διαμορφώνεται, πριν να αναπτυχθεί σε πλατύτερη βάση, όταν βγει από αυτό.
Ο Μ. Γ. Μερακλής θεωρεί το σπίτι ως το χώρο, όπου η φύση εξανθρωπίζεται, προοδευτικά, όπου και ο άνεμος, ακόμη, μεταπλάθεται δημιουργικά. Γι’ αυτό η μελέτη του σπιτιού έδωσε το έναυσμα για την έρευνα του πολιτιστικού χώρου, δηλαδή την έρευνα του χώρου ως βασικής προϋπόθεσης για τη δημιουργία και την ανάπτυξη της πολιτιστικής δραστηριότητας.
Εξάλλου, ήταν φυσικό ο ξωτικός αυτός για τον άνθρωπο χώρος να κερδίσει την αφοσίωσή του, αλλά και να του προκαλέσει την επιθυμία να τον ωραΐσει, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, με την μία ή την άλλη αντίληψη. Έτσι, η έννοια της λαϊκής αρχιτεκτονικής, βρήκε, κατά τον Μερακλή, και στην περίπτωση του σπιτιού την επαλήθευση και την επικύρωσή της. Είναι χαρακτηριστικά όσα έγραφε ο Γ. Α. Μέγας, με αφορμή τα αρχοντικά σπίτια της Σιάτιστας.
“ Τίποτε δεν φανερώνει τόσο καθαρά την οικονομική ευημερία και την εν γένει ανύψωση του βιοτικού επιπέδου ενός τόπου, όσο η ανάπτυξη της τέχνης, προπάντων της αρχιτεκτονικής. Το σπίτι που έχει αρχικό προορισμό να στεγάσει την οικογένεια και να πληρώσει τις στοιχειώδεις ανάγκες της διαβίωσής της, με την ανάπτυξη της οικονομίας και του κοινωνικού βίου αναπτύσσεται και αυτό πέραν της εννοίας του απολύτως απαραίτητου και εξελίσσεται προς μια πιο σύνθετη μορφή. Έτσι και τα αρχοντόσπιτα της Σιατίστης, τριάκοντα περίπου τον αριθμόν, κτισμένα προ 200 και πλέον ετών, ότε ήκμαζεν οικονομικώς, παρουσιάζουν μίαν από τας μάλλον εξειλιγμένας μορφάς της οικιακής μας αρχιτεκτονικής. Άρχοντες φιλέορτοι, αποστέργοντες τα ταπεινάς και απερικοσμήτους οικήσεις, διέθεταν τον πλούτον των εις κατασκευάς ευπρεπείς (…). Αυτοί έδωσαν εις τους λαϊκούς τεχνίτας την ευκαιρίαν και τα μέσα να ασκήσουν την τεχνικήν των δεξιότητα και να αναπτύξουν την έμφυτον εις αυτούς καλαισθησίαν’’.
Έτσι, η έρευνα της λαϊκής αρχιτεκτονικής προσέλκυσε, στην αρχή, στον τόπο μας, το ενδιαφέρον των λαογράφων, και κατεξοχήν του Γ. Α. Μέγα, ο οποίος δεν έπαυσε, σχεδόν ποτέ, να ασχολείται με το λαϊκό σπίτι του αγροτικού χώρου, από το 1922 )Θρακιώτικο σπίτι στην περιοχή του Έβρου) ως το θάνατό του (1976).
Ο Μ. Γ. Μερακλής θεωρεί ότι οι στόχοι του Μέγα ήταν δύο : η απόδειξη της πολιτισμικής – εθνικής συνέχειας με τη μελέτη και των μορφών του ελληνικού σπιτιού της υπαίθρου· και η απόδειξη της πρωταρχικής σημασίας που έχει ο χώρος του σπιτιού, ως κοιτίδα κοινωνικής ζωής και παραγωγής πολιτισμού.
‘’ Η λαογραφική έρευνα περιλαμβάνει πλην των διαλόγων και πράξεων εκδηλώσεις του βίου, του λαού’’, παρατηρεί ο Μέγας, ‘’ και τα έργα της τέχνης και τα αντικείμενα του υλικού βίου αυτού(…). Όθεν τα έργα της λαϊκής τέχνης αποτελούν εκδηλώσεις της υλικής και καλλιτεχνικής ζωής του λαού, και γενικώς την επί της ύλης εκδήλωσιν των δημιουργικών του λαού δυνάμεων…, τον τεχνικόν αυτού πολιτισμόν· η μελέτη δε αυτών ενέχει μεγίστην σημασίαν όχι μόνο δια την γνώσιν της ιστορίας και της γενικής εξελίξεως του ανθρωπίνου πολιτισμού, αλλά και διά την κατανόησιν της λαϊκής ψυχής, στην οποίαν αποσκοπεί η ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ’’.
Έτσι, κατά το Μέγα, το σπίτι και η αυλή με τα παράσπιτα, το φούρνο, τον στάβλο, τον αχυρώνα ερευνώνται από τη λαογραφία, μόνο όταν είναι έργα των χεριών του λαϊκού τεχνίτη, δημιουργήματα των ανθρώπων του λαού, οι οποίοι, ως γνωστόν, εργάζονταν και εργάζονται, σύμφωνα με τρόπους και συστήματα, που παραδόθηκαν από τις προηγούμενες γενιές, χωρίς τη μεσολάβηση ή την επίδραση μορφωμένου τεχνίτη. Το λαογράφο ενδιαφέρει ένα οικοδόμημα, εφόσον αυτό αντικαθρεφτίζει το πνεύμα και τις ικανότητες όχι μεμονωμένων ατόμων, αλλά μιας ομάδας ανθρώπων, που είναι φορείς της λαϊκής παράδοσης.
Εξάλλου, για το λαογράφο ένα κτίριο δεν έχει αξία μόνο από πρακτική και αισθητική πλευρά, αλλά και από ιστορική και λαογραφική άποψη. Και όταν, δηλαδή, η αισθητική και πρακτική αξία ενός έργου του ανθρώπου του λαού είναι μέτρια και τότε αυτό ερευνάται και σπουδάζεται ως στοιχείο και σταθμός μεταβατικός στην εξέλιξη της λαϊκής αρχιτεκτονικής.
Το πρόβλημα της κατοικίας, δηλαδή της κατασκευής στέγης για την οικογένεια, τα ζώα και τις ζωοτροφές, το αντιμετωπίζει κάθε αγρότης, σε όλα τα μέρη της γης · τη λύση, όμως, δεν τη βρίσκει ο ίδιος, κάθε φορά, από την αρχή. Το ίδιο πρόβλημα είχε παρουσιασθεί και στους προγόνους, και, κάποτε, αυτοί έδωσαν μια λύση, μια συγκεκριμένη μορφή που αποτυπώθηκε, με τον καιρό, σε ορισμένο τύπο και σύστημα. Τον τύπο και το σύστημα αυτό έχει κληρονομήσει αυτός και πρόκειται τώρα να το προσαρμόσει στα πραγματικά δεδομένα και τα μέσα που διαθέτει, ώστε να ικανοποιούν τις ανάγκες της διαβίωσης της οικογενείας του και της εξυπηρέτησης των ασχολιών των μελών της.
Από τον τρόπο, με τον οποίο γίνεται, κάθε φορά, η προσαρμογή αυτή, πηγάζουν πολλές παρεκκλίσεις από τον τύπο που παραδόθηκε, παραλλαγές από την αρχική μορφή· έτσι δημιουργείται ποικιλία μορφών, οι οποίες φανερώνουν οργανική εξέλιξη, φυσική για κάθε ανθρώπινο έργο.
Είναι αλήθεια ότι η μανία του νεωτερισμού εισέδυσε και στα χωριά και τις κωμοπόλεις μας, έφερε σύγχυση και έσμιξε τις μορφές που παραδόθηκαν και διέσπασε, σε πολλά, τη φυσική και αβίαστη ανάπτυξη της λαϊκής μας οικοδομίας.
Οι παραδοσιακές κατοικίες ενός τόπου της πατρίδας μας είναι, κατά κανόνα, τυπικές, σχηματικές στα κύρια συστατικά τους. Γι’ αυτό και η πρώτη εντύπωση που αποκομίζει κάποιος όταν επισκέπτεται ένα χωριό ή μια κωμόπολη, είναι η ενιαία εξωτερική μορφή, που παρουσιάζουν τα σπίτια του οικισμού αυτού. Διακρίνει αν τα σπίτια είναι μονώροφα ή διώροφα, αν οι στέγες είναι σαμαρωτές ή επίπεδες, αν σκεπάζονται με κεραμίδια ή με πλάκες σχιστολιθικές, αν η κύρια πρόσοψη με την εξώπορτα βρίσκεται στη στενή ή τη μακριά πλευρά των σπιτιών κ. τ. λ.
Αν ένα σπίτι υπέστη, μεταγενέστερα, διασκευή ή επαύξηση των χώρων, βρίσκει ο ερευνητής με ποιόν τρόπο έγιναν οι προσθήκες και οι διασκευές. Ιδιαίτερα, την προσοχή του ελκύει ο τρόπος, με τον οποίο έγινε η στέγαση του σπιτιού, επειδή η στέγη αποτελεί το ουσιώδες, αλλά και το δυσκολότερο πρόβλημα της όλης οικοδόμησης του αγροτικού σπιτιού. Παρατηρεί τη θέση και την κατασκευή της εστίας, της καπνοδόχου, των ‘’αμπαριών’’ για τους καρπούς, τον τρόπο, με τον οποίο ψήνουν υο ψωμί στη γάστρα ή στο φούρνο, την κατασκευή του φούρνου. Εξετάζει, τέλος, το ‘’σπιτομάζωμα’’, κατά το Μέγα, όλα, δηλαδή, τα έπιπλα του χωρικού σπιτιού: που στοιβάζονται τα στρώματα και οι ‘’βελέντζες’’, πού τοποθετούνται οι στάμνες με το νερό, πού στήνεται ο αργαλειός κ. τ. λ.
Για όλα αυτά αναζητά τις λύσεις που έδωσε ο κάθε νοικοκύρης · είναι λύσεις που δεν έχουν τη σφραγίδα της ατομικότητας, αλλά αποτελούν σύστημα, που επικρατεί, γενικά, ή κατά το πλείστον στον τόπο και χαρακτηρίζει τη σκέψη των ανθρώπων του λαού.
Συμπερασματικά, μπορούμε να πούμε ότι στην αγροτική (παραδοσιακή- λαϊκή) κατοικία βρίσκονται εκφρασμένες όχι μόνο οι βιοτικές ανάγκες και συνήθειες του ανθρώπου του λαού, αλλά και ο τρόπος με τον οποίο μπόρεσε να καλύψει αυτές, χρησιμοποιώντας τα υλικά μέσα, τα οποία του παρείχε η φύση ποτ τον περιέβαλε και επιθέτοντας σε αυτή τη σφραγίδα της δικής του δημιουργικότητας και καλαισθησίας, παλαιότερα.
Οι άνθρωποι του λαού έκτιζαν τις κατοικίες τους με τα δικά τους χέρια ή με τη βοήθεια ντόπιων κτιστών, οι οποίοι συνέβαλαν, τα μέγιστα στην ανάπτυξη της λαϊκής αρχιτεκτονικής, που είναι πολύτιμη, όχι γιατί θα είναι πρότυπο για μίμηση, αλλά γιατί, ως φυσικό γέννημα της ελληνικής γης, δείχνει καλύτερα από κάθε άλλη μελέτη τους κανόνες, τους οποίους επιβάλλει η ελληνική φύση, το ελληνικό τοπίο και η αγροτική οικονομία στους οικισμούς και τους όποιους κανόνες πρέπει να τους σεβασθούμε, αφού οι παράγοντες που τους δημιούργησαν δεν αλλάζουν.